Το σίδερο κι εγώ

νομίζω πως έφτασε πια ο καιρός να αναφερθώ στο απύθμενο, στο τυφλό, στο απροκάλυπτο μου μίσος: στο σίδερο.
όοχι, δεν θα υποκριθώ πως είμαι η σούπερ νοικοκυρά, που ξημεροβραδιάζεται με το ξεσκονόπανο στο χέρι, βάζει πλυντήρια, αλλάζει λάμπες, μαγειρεύει, σιδερώνει, απλώνει, σφουγγαρίζει.
όχι, εγώ καλή είμαι, μόνο στο πρώτο, παραδέχομαι σεμνά: μια χαρά ξημεροβραδιάζομαι! έτσι ακριβώς, σκέτα.
τα υπόλοιπα τα κάνω βέβαια, αλλά με την αλέγρα διάθεση του φυλακισμένου που ανεβαίνει πρόσχαρα τα σκαλιά για την κρεμάλα.

με το σίδερο όμως, δεν τα πάω καθόλου καλά.
και εντάξει τα παιδιά.
έχω ψήσει την Ελένη να σιδερώνει μόνη τα ρούχα της, τα τελευταία δύο χρόνια.
τη μικρή, την έχω τακτοποιήσει κι αυτή.
ήτοι το καλοκαίρι, της παίρνω μόνο βαμβακερά. όσο για τα χειμωνιάτικα της αποτελούνται από τζην και πουλόβερ, που πάει να πει, από το σκοινί στη ντουλάπα μ' ενα μαγικό πέταγμα!
σημασία έχει ο τρόπος που τα απλώνεις όταν είναι βρεγμένα, να μην τσαλακωθούν και σ' αυτό είμαι κορυφή!

σεντόνια, πετσέτες και λοιπά είδη, δε γνωρίζουν τι ακριβώς σημαίνει "σίδερο" και καλά θα κάνουν να μη το μάθουν ποτέ.
η απόλυτη καθαριότης, τούς αρκεί.

γιατί εκεί.. εκεί καραδοκεί η λόξα μου: φοράμε και πλένουμε. με το πλυντήριο η σχέση μου είναι ερωτική: το αγαπώ, το καθαρίζω, το έχω σκεπασμένο μη μου λερώνεται και το μεταχειρίζομαι σχεδόν καθημερινά με σεβασμό και δέος.

μη τα πολυλογώ όμως, ο Χρόνης ναι, αυτός, είναι πρόβλημα.
αδίκως προσπαθώ χρόνια να τον πείσω, πως τα σιδερωμένα ρούχα τον κάνουν να φαίνεται μεγάλος και τυπικός.
τον γερνάνε, τον αλλοιώνουν. αυτός, δεν πείθεται με τίποτα.

δοκίμασα να εφαρμόσω την εξής μέθοδο: "πατάμε" μόνο τις μανσέτες απ' το πουκάμισο. ούτως ή άλλως, μόνο αυτές φαίνονται όταν φοράει πουλόβερ.
δεν ήθελε, δεν ήθελε.
να φοράει φόρμες στη δουλειά. αν το βλέμμα σκότωνε, θα ήμουν ήδη νεκρή!
να φοράει βερμούδες στη δουλειά το καλοκαίρι.
μ' απάντησε: "τι λες; να πηγαίνω καλύτερα με το μαγιό μου;"
κι όταν πήγα να του απαντήσω "ε, καλά υπερβολές.."
"η ερώτηση ήταν ρητορική" πέταξε τσαντισμένος κι έφυγε απ' το δωμάτιο.

έπειτα, του πρότεινα να φοράει δερμάτινα. τα δερμάτινα τα βρήκα πολύ καλή ιδέα: ο Μικ Τζάγκερ, ο Ροντ Στιούαρτ κι η Σούζυ Κουάτρο, δερμάτινα φορούσαν. γι' αυτους ήταν καλά, του Χρόνη του ξύνιζαν;;

το καλό το παληκάρι όμως, βρίσκει κι άλλο μονοπάτι.
μονοπάτι βρήκα, αλλά όπως όλα τα μονοπάτια που βρίσκω εγώ, ήταν μονόδρομος και με ρίσκο.
κανείς όμως ποτέ δεν με κατηγόρησε για δειλία κι έτσι προχώρησα στη Μακιαβελική εφαρμογή: εξαφάνιζα τα ρούχα του.

τα 'χωνα κάτω κάτω στο καλάθι με τα πλυμένα, όπου περίμεναν υπομονετικά να αλλάξει η σεζόν, για να μπουν στις σακούλες κι από κει στο πατάρι.
και φυσικά, να δώσουν τη σειρά τους στο καλάθι, σ' αυτά που φοριούνταν την επόμενη εποχή.

ερχόταν το φθινόπωρο, ερχόταν κι ο Χρόνης και με ρωτούσε
"αυτό το μπεζ το παντελόνι, το 'χεις δει πουθενά;"
"ποιο μπεζ;" έκανα την αδιάφορη. "όλα σου τα παντελόνια μπεζ και καφέ είναι. καλά, δε βαριέσαι αυτό το χρώμα ποτέ;"
"το 'χεις δει ή όχι;"
"όχι!"
"και που πήγε;"
"ξέρω 'γώ; να πάρει τον αέρα του στο chiao;"
μετά έσκαγα στα γέλια γιατί έβρισκα πολύ αστείο το αστείο μου, ενώ αυτός έφευγε απ' το δωμάτιο αγέρωχος και σιωπηλός.
καλά, όχι και τόσο αγέρωχος με το σορτς και το μακό, αλλά σιωπηλός σίγουρα..

όμως, δεν ήταν λύση αυτή.
κι ακόμα δηλαδή, λύση δεν είναι.
υπάρχει νομίζω ένα πλυντήριο, όπου τα ρούχα δε βγαίνουν τσαλακωμένα. θα ερευνήσω και θα σας πω.
προς το παρόν, το εναλλακτικό σχέδιο, είναι να πείσω την Ελένη, να σιδερώνει καμμιά Κυριακή δυο τρία ρουχαλάκια του μπαμπά της.

λέμε τώρα...