Jurassic Park


χτες βράδυ, είχα μία από τις συνηθισμένες μου κρίσεις προσωπικότητας.

καθότι (όπως έχουν ήδη διαπιστώσει όσοι με γνωρίζουν αρκετά καλά) εντός μου, κατοικούν δύο κυρίες:
η άνετη και χαλαρή Μαριλένα 1, η οποία με μια κομψή κίνηση του κεφαλιού της αναθέτει σε όποιον από την οικογένεια έχει την ατυχία να βρίσκεται τη συγκεκριμένη στιγμή κοντά της, μια δουλειά του σπιτιού και
η τρελλή νοικοκυρά Μαριλένα 2, που την πιάνει κρίση νοικοκυροσύνης, πάντα, μετά τις έντεκα το βράδυ.

λίγο πριν τα μεσάνυχτα λοιπόν, οργώνω το σπίτι με το γυάλινο βλέμμα ενός γνήσια τρελλού και ξεσκονίζω, καθαρίζω, μετακομίζω, τακτοποιώ, αποθηκεύω, φτιάχνω στοίβες με πράγματα που θέλω να χαρίσω, οργανώνω ντουλάπες και σιφονιέρες, φτιάχνω λίστες υποχρεωτικών εργασιών όλων ανεξαιρέτως των μελών της οικογένειας (που οφείλουν να τις κάνουν αν θέλουν να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο) και άλλα του ιδίου ύφους.

χτες βράδυ, ξεκίνησα την επιθεώρηση μου από το δωμάτιο των παιδιών.

η Ραφαηλία (φυσικά) κοιμόταν ενώ η Ελένη με ακολουθούσε κατά πόδας με την αγωνία ζωγραφισμένη έντονη στο πρόσωπο της.

προσπέρασα βιαστικά τα αυριανά τους ρούχα που κρέμονταν έτοιμα να φορεθούν την επομένη το πρωί, έσκυψα κάτω από τα γραφεία τους μουγκρίζοντας δυσαρεστημένη από τη θέα των μολυβιών και των μικροπαιχνιδιών που ήταν αραδιασμένα στο χαλί και σηκώθηκα, σαρώνοντας το υπόλοιπο δωμάτιο στο λεπτό.

και τότε ΤΟΝ ΕΙΔΑ!
ακριβώς πάνω από το κουτί που τυλίγεται το ρολό της μπαλκονόπορτας ένας μεγάλος δεινόσαυρος, όπου πάνω του σωριάζονταν όλη η σκόνη των χιλιετιών που μεσολάβησαν από την εξαφάνιση του, μέχρι να εύρει τον δρόμο να σκαρφαλώσει και να αναπαυθεί πάνω στο κουτί του ρολό!

γύρισα και κοίταξα την Ελένη:
-δε μου λες, μήπως θυμάσαι πόσους ακριβώς μήνες σου λέω να κατεβάσεις αυτό το απολίθωμα και να το καθαρίσεις; ρώτησα με ιδιαίτερα γλυκειά φωνή.
-μμμμ, ναι, καλά μαμά, θα το κάνω αύριο οπωσδήποτε, απάντησε το μωρό μου ελαφρώς φρικαρισμένο.
-όχι αγάπη μου, δεν θα το κάνεις αύριο..
-εντάξει, μου χαμογέλασε το αθώο παιδί. θα το κάνω το Σαββατοκύριακο.
-τώρα θα το κάνεις βρε!! που θα μου πεις το Σαββατοκύριακο! σιγά μη το κάνεις τα Χριστούγεννα. 'ή καλύτερα το καλοκαίρι. τι λές; να το αφήσουμε για το καλοκαίρι καλύτερα;;
-τώρα; να βάλω τη σκάλα να το κατεβάσω τώρα;
-ακριβώς! μήπως έχεις αντίρρηση;

δεν είπε τίποτα. πήγε κι έφερε τη σκάλα, ανέβηκε στα γρήγορα και κατέβασε τον δεινόσαυρο.

της τον τράβηξα στην κυριολεξία από τα χέρια και έτρεξα στο μπάνιο, όπου τον έπλυνα και τον έπλυνα και τον έπλυνα μέχρι να φύγει όλη η αστρική σκόνη από πάνω του.
έπειτα, τράβηξα την κουρτίνα και τον άφησα στη μπανιέρα να στεγνώνει.

τρεις ώρες μετά το σπίτι ήταν ήσυχο.
όλοι κοιμόντουσαν, μέχρι κι οι γάτες είχαν κουραστεί να παίζουν ποδόσφαιρο με τις τρελλόμπαλες της Ραφαηλίας και γουργούριζαν ήσυχες.
η μια στην πλάτη της Ελένης (που γι' αυτό το λόγο κοιμάται πάντα μπρούμυτα) κι η άλλη στο καλάθι της στο διάδρομο.

εγώ, έβλεπα law and order.
τελείωσε το law και πήγα στο μπάνιο να πλύνω τα δόντια μου: το law πάντα μου προκαλεί συγκινησιακό πρόβλημα και το βλέπω έχοντας δίπλα μου απόθεμα σοκολατών.

τράβηξα την κουρτίνα της μπανιέρας (η κλειστή κουρτίνα με παραπέμπει στο Ψυχώ και στη Λάμψη) για το βράδυ.

και στη μπανιέρα μέσα βρισκόταν μια τεράστια πράσινη σαύρα.

κι εγώ ήμουν ολομόναχη στο μπάνιο.

κι η σαύρα μου χαμογέλασε.

κι εγώ έπεσα στο δάπεδο.

και τότε, σε μια στιγμή απίστευτης διαύγειας, κατάλαβα πως ο Hitchcock, ο Kubrick κι ο Spielberg, εκδικήθηκαν κι οι τρεις μαζί την τρελλή νοικοκυρά, χτες το βράδυ στο Παγκράτι στις τρεις η ώρα το χάραμα..

η μαμά τους προφανώς, ποτέ δεν θα καθάριζε μετά τις έντεκα το βράδυ...

Cut

Iδιοκτησία


μ' αυτό κολλημένο στην πλάτη μου κυκλοφορούσα για ώρες (τη μαύρη μου ζακέτα βλέπετε, είναι εντελώς εκ του φυσικού η φωτογραφία).

δεν έχω να πω, τίποτε άλλο..

Θυμάμαι..

τον Φρέντυ Γερμανό ως εκφωνητή ειδήσεων στην τηλεόραση
το Πέϋτον Πλέις
το πολυτονικό
τη μπλε ποδιά
την καθημερινή έπαρση της σημαίας στο σχολείο
τις ντίσκο της Πλάκας
τη μπουάτ του Γιάννη Αργύρη που άνοιγε από το απόγευμα
το Σάββατο που πήγαινα σχολείο
το San Rival στο Αλσος μας
τα καλύτερα μας χρόνια
τη θεία Ολγα (που) ξέρει
τα καρέλια που κυκλοφορούσαν σε μικρό πακέτο, δέκα τσιγάρων
τα πάρτυ που γίνονταν πάντα Σαββατόβραδα
το without you και το Angie
το American House στο Σύνταγμα και τις θεσπέσιες μηλόπιτες που σέρβιρε
τον Φυγάδα και τη Μάχη
το "Να η ευκαιρία"
τον Παύλο Σιδηρόπουλο στο Κύτταρο
τον Παναθηναϊκό στο Γουέμπλεϊ
τον Αγνωστο Πόλεμο
το σταθμό του Πολυτεχνείου "εδώ πολυτεχνείο, εδώ πολυτεχνείο"
τα τραγούδια του Μίκη στο ραδιόφωνο, αμέσως μετά την πτώση της χούντας
τα τρόλευ με εισιτήριο που έκοβε ο εισπράκτορας
τις αφετηρίες των λεωφορείων για Βούλα Βουλιαγμένη στο Ζάππειο
τη διαφήμιση "Σαράφης στα Τρίκαλα, τώρα και στο Παρίσι"
τις γκοφρέτες που είχαν μέσα κάρτες, τις οποίες κολλούσαμε σε άλμπουμ
το "χαρτάκι" που παίζαμε στο θρανίο
τη Βίκυ που τραγουδούσε "Κουτό παιδί"
τα αστυνομικά του Γιάννη Μαρή
τους "ερασιτέχνες" που κάθε βράδυ ακούγαμε στο τρανζιστοράκι κάτω από το μαξιλάρι
τον πρώτο μου δίσκο τετάρτη δημοτικού:Το Περιβόλι Του Τρελλού
την Ελεύθερη Σκηνή στο Αλσος μας
τα τραίνα που είχαν βαγόνια για καπνιστές με τασάκια κάτω από τα παράθυρα
το συντριβάνι της Ομόνοιας
τις επικίνδυνες αποστολές
το Love Story
τον Κλουβιάκο και τη Σουβλίτσα
τους ροκάδες και τους καρεκλάδες
τη συναυλία του Λουκιανού στη Βουλιαγμένη
την αφίσα Why? που είχα στο δωμάτιο μου κι ήταν για το Βιετνάμ
τη Nancy Sinatra
.......................................................................

Ριζική Αναμόρφωση


προχτές (Σάββατο βράδυ) περίμενα την Ελένη να έρθει να δούμε Fawlty Towers.

Το lost δυστυχώς το τελειώσαμε κι έχουμε ξεκινήσει τον εξαίσιο John Cleese όπου από τα γέλια, γονατίζουμε στο κρεββάτι (για να μη πω, κάνουμε βαρελάκια και πέφτουμε στο πάτωμα, αξιοπρεπής οικογένεια!)

ώσπου να έρθει λοιπόν, είχα πάρει το κοντρόλ και γύριζα στα κανάλια, χαζεύοντας μισοκοιμισμένη.
μέχρι που έφτασα στη ΝΕΤ.
κι όχι απλά στη ΝΕΤ, αλλά στη Ριζική Αναμόρφωση.
το έχει δει κανείς;

πρόκειται περί κάποιων ανθρώπων, που ναι μεν έχουν πρόβλημα εμφανισιακό, όμως όλη η ζωή τους περιστρέφεται γύρω από αυτό.

μπορεί να είναι παντρεμένοι, μπορεί να έχουν παιδιά, μπορεί να είναι σε ηλικία σχετικά μεγάλη, καμμία σημασία: ζουν και ξυπνάνε με το "τι φάτσα ασιδέρωτη έχω πάλι σήμερα!".

ανακάθισα με ανανεωμένο ενδιαφέρον, καθότι είναι πάντα ελκυστικό να βλέπεις μέχρι που μπορεί να φτάσει κάποιος, προκειμένου να διορθώσει την όποια ατέλεια νομίζει πως έχει.

εν τω μεταξύ, ήρθε και η Ελένη, κάθισε δίπλα μου στο κρεββάτι και ρώτησε:
-τι βλέπουμε;
-κοίτα αγάπη μου, κοίτα!
-τι να δω;

-την κυρία που θέλει να πάει να φτιαχτεί.


η εν λόγω κυρία, μας έκανε επίδειξη σχετικά με το πόσο φαρδιά ρουθούνια έχει: είχε χώσει τα δυο της δάχτυλα στο ένα ρουθούνι, όπου πραγματικά χωρούσαν μια χαρά.

-καλέ, κι εγώ μπορώ! αναφώνησα εντελώς ξύπνια πια
-χα! Κι εγώ!
είπε κι η Ελένη και για το επόμενο δίλεπτο προσπαθούσαμε να χώσουμε και μεις τα δάχτυλα μας στο ρουθούνι μας, μάταια όμως.

μετά (η κυρία) έβγαλε τη γέφυρα που είχε στα τέσσερα μπροστινά της δόντια και την έπλυνε.
μετά μας χαμογέλασε χωρίς τη γέφυρα.
μετά ξαναφόρεσε τη γέφυρα.

συνέχισε με το στήθος της πόσο πεσμένο και χάλια είναι και το πραγματικά περίεργο; το σουτιέν που είχε διαλέξει να φορέσει, ούτε ενός κοριτσιού το στήθος δεν θα μπορούσε να κρατήσει.

τέλειωσε με το στήθος και σειρά είχε η κοιλιά της, την οποία κοιλιά τραβολογούσε λέγοντας "δεν είναι κοιλιά αυτό που έχω, δεν είναι, όχι, όχι δεν είναι".

οπωσδήποτε δεν ήταν: τράβα, τράβα τόσα χρόνια, την είχε ξεχειλώσει εντελώς. δεν παίζουμε με το δέρμα μας, αυτό δεν της το είχε μάθει κανείς;
πως να μαζέψει μετά η καημένη η κοιλιά;

έπειτα έκλαιγε από τη χαρά της που τη δεχτήκανε στη ριζική αναμόρφωση.
φιλούσε τον πλαστικό χειρουργό, ο οποίος ήταν εντελώς ανατριχιαστικός: πλαστικός, βαμμένος χάλια και πλαστικός ξανά.
σα μαριονέτα από πολυουθεράνη έμοιαζε.

δεν θα συνεχίσω, γιατί απλώς δεν ειδα άλλο.
η Ελένη κουνιόταν δυσαρεστημένη κι έλεγε "άντε, τι θα γίνει, θα δούμε το Fawlty ή να φύγω;"
διόλου δεν την ένοιαζε για τη γυναίκα και ποια θα ήταν η τύχη της μετά.
έτσι, έκλεισα το κανάλι.

είδαμε το Fawlty, έφυγε η Ελένη και ΄γω έπιασα πάλι το κοντρόλ και που έπεσα η γυναίκα μες τα βαθιά μεσάνυχτα;
στον Βασίλη Παπακωνσταντίνου με βαμμένα κορακί μαλλιά!
όταν λέμε κορακί; μαύρο, κατράμι.
τραγουδούσε αρμένικα σε συνδυασμό με το Sebastian.

αγριεύτηκα η γυναίκα κι έκλεισα γρήγορα την τηλεόραση.

αποτέλεσμα;
είδα στον ύπνο μου τον Παπακωνσταντίνου και τον Πλαστικό Αντρα να χορεύουν κάτω απ' τους ήχους του Αρμενία μάνα μου, ενώ η καημένη η γυναίκα, με καινούρια φωσφοριζέ μύτη τους χτυπούσε παλαμάκια, χοροπηδώντας γύρω γύρω.

ξύπνησα αλαφιασμένη.

η εκδίκηση της γυφτιάς;

καλά να πάθω!

Δυο αιώνες πίσω

παρασκευή απόγευμα.
κι αρχίζει (επιτέλους) να συννεφιάζει.
κι έχει ψύχρα.
κι είναι όμορφα..

παρασκευή απόγευμα.
ο Χρόνης διαβάζει.
η Ελένη κοιμάται.
το Ραφαηλάκι παίζει στον υπολογιστή.

η Νέλλυ έχει γίνει μια κουλούρα, τέτοια, που δε βλέπεις ποια είναι η αρχή και ποιο το τέλος της.
η Ακκα κοιμάται πάνω στα μαλλιά της Ελένης.
η Πόπη ανέβηκε στο βράχο (της) και στεγνώνει το καβούκι και το κεφαλάκι.
ο Οράτιος αναφουφουλιάζεται και φλερτάρει με το καθρεφτάκι του.

έξω, τα αυτοκίνητα κορνάρουν.
ο κόσμος αρχίζει και μπαινοβγαίνει στα καταστήματα.
χτυπάει η καμπάνα για τον Εσπερινό.
άναψαν τα φώτα των δρόμων.

το σπίτι στην Αίγινα, θα στέκεται πιο λευκό απ' ό,τι είναι πραγματικά: πάντα όταν σκοτεινιάζει, έτσι δείχνει.
τα πεύκα θα μαυρίζουν, θ' ακούγεται η κουκουβάγια και μικρές νυχτερίδες θα κάνουν κύκλους πετώντας λίγο πιο ψηλά απ' την αιώρα μας.


και μένα μου φαίνεται, λες κι όλος ο κόσμος έχει πάει δυο αιώνες πίσω..


υγ

τη φωτογραφία την τράβηξε η Ελένη, από τη βόλτα μας την περασμένη Κυριακή στη Βάρκιζα.

Το Lost, η Ελένη κι εγώ



τελευταία βλέπουμε Lost μαζί με την Ελένη.
μόλις κοιμηθεί το Ραφαηλάκι, η Ελένη έρχεται με το lost ανα χείρας, το βάζει στο dvd, έχουμε δίπλα μας ποτήρια παγωμένο νερό όπου επιπλέουν λεπτές φέτες λεμονιού και αργολιώνουν μεγάλα παγάκια, ανοίγουμε ένα μεγάλο βάζο με κρέμα milk and honey και πατάμε το play.

παρακολουθούμε τον Τζακ και τους φίλους του με (σχεδόν) κομμένη την ανάσα, κάνουμε "ιγχχχχχ" όταν κινδυνεύει ο Τσάρλι και "μπλιάξ" όποτε εμφανίζεται ο Μπεν.

εγώ κάνω "μπλιαξ" και όποτε εμφανίζεται η Κέιτ, κι ας θυμώνει η Ελένη.

επειδή αγαπώ τα παιδιά μου και πάντα προσπαθώ για το τερπνόν μετά του ωφελίμου, δίνω ενίοτε και συμβουλές ζωής, οι οποίες όμως κατά έναν περίεργο τρόπο εκνευρίζουν πολύ την Ελένη.

θέλοντας (για παράδειγμα) να της υποδείξω, ότι το σωματικό κάλλος δεν έχει καμμία σημασία και πως αυτά που μετράνε είναι καθαρά τα ψυχικά χαρίσματα, της δείχνω τον Χέρλι λέγοντας της: να, ένα τέτοιο παιδί θέλω να μου φέρεις αύριο σπίτι.

πράγμα που την κάνει να βγάζει μια γλώσσα δύο μέτρα (μίνιμουμ) και την κάνει επίσης να μοιάζει λίγο στο Μπεν: της πετάγονται τα μάτια έξω ("ιγχχχχχ").

τις προάλλες λοιπόν ήρθε το μωρό μου με το Lost και με ρώτησε:
- θα το δούμε μαμά;ήμουν πολύ κουρασμένη, όμως, δεν ήθελα να της χαλάσω το χατήρι κι έτσι της είπα "ασφαλώς".

έβαλε το dvd, κάθησε στο κρεββάτι, πήρε την κρέμα και πάτησε το play.
αναστέναξα, χαλάρωσα και ξάπλωσα στα μαξιλάρια μου.

όμως από την κούραση τα μάτια μου έκλειναν.
έχανα δίλεπτα και τρίλεπτα από το έργο και πεταγόμουν αλαφιασμένη και αγχωμένη μήπως με πάρει είδηση η Ελένη και στεναχωρηθεί: γιατί αυτή, είναι η μοναδική ώρα της μέρας που μοιραζόμαστε (αποκλειστικά) οι δυο μας.

κάποια στιγμή δεν άντεξα, αναισθητοποιήθηκα εντελώς κι όπως με πληροφόρησε το παιδί, τίναζα και τα πόδια μου σαν άλογο.

η πριγκίπισσα μου με λυπήθηκε και αγνοώντας τα μουρμουρητά μου "τώρα θα το δούμε αγάπη μου" έκλεισε την τηλεόραση, έκλεισε και το φως κι ετοιμάστηκε να πάει στο δωμάτιο της.
όταν ξαφνικά θυμήθηκα πως δεν είχα τσεκάρει το Ραφάκι για βράδυ και πήγα να σηκωθώ.

η Ελένη με έσπρωξε ελαφρά πίσω, στα μαξιλάρια, με σκέπασε κι ακολούθησε ο εξής σουρεαλιστικός διάλογος:

-κοιμήσου μαμά, δεν πειράζει, αύριο βλέπουμε το υπόλοιπο.
-καλά αγάπη μου. να δω μόνο ένα λεπτό το παιδί.
-θα το κοιτάξω εγώ μαμά. άστο.
-να το σκεπάσεις.
-θα το σκεπάσω.
-δες αν έχει ξυπνήσει και θέλει κάτι. μήπως θέλει νερό.
-θα δω.
-να το προσέχεις το μωρό, γιατί είναι αγελαδινό!


και μετά, ξεράθηκα κανονικά.

κι είδα στον ύπνο μου και τον Χέρλι.

μοιραζόμασταν ένα προφιτερόλ..

Σε ΟΛΑ :)


στον Οράτιο, στη Νέλλυ, στην Ακκα, στην Πόπη, στη Λίντα, στο Μπιλλ, στη Γραμμούλα, στο Σκάκι, στο Ρόμπυ, στον Ιούλιο, στο Μαντού, στους Τσο και Φλο, στον Ποκοπίκο, στη Νταίζη, στο Μίκυ, σε όσα δεν θυμάμαι, σ' αυτά που δεν έχουν όνομα, σ' αυτά που πάντα θ' αγαπάμε ακόμα κι αν δε γνωρίσουμε ποτέ, αλλά και σ' αυτά που αγαπήσαμε κι έχουν φύγει πια από κοντά μας, μια αγκαλιά.

μεγάλη όπως ακριβώς και η δική τους.

Bόλτα στο Καβούρι (μέρος πρώτο)


σαν ξημερώνει η Κυριακή
το σπί- το σπίτι μου με χάνει
μπαίνω στ' αμάξι δεν αργώ, πέρνω δρόμο και τραβώ
το ρίχνω στο σεργιάνι..

τραγουδούσαν πριν χρόνια η Βλαχοπούλου κι ο Ηλιόπουλος.
τραγουδούσαμε κι εμείς μαζί, αλλά καθώς αμάξι δεν είχαμε, το "σεργιάνι" περιοριζόταν αυστηρά στα του Παγκρατίου μέρη.

όμως, εκεί που κοντεύαμε να κλείσουμε μισόν αιώνα ως περιπατητές και υπό τον ζυγόν των ταξιτζήδων, επιτέλους, αποκτήσαμε το δικό μας αμάξι.
και την Κυριακή κάναμε την πρώτη μας οικογενειακή βόλτα.
και διαλέξαμε το Καβούρι.

πήραμε μαζί ως ευσυνείδητοι εκδρομείς τα απαραίτητα: θερμός με καυτό νερό (για καφέ), χάρτινα αφρώδη ποτηράκια (για τον καυτό καφέ), μπισκότα γεμιστά Αλατινη (απ' αυτά που χαρίζουν και μια κασετίνα τα τρία πακέτα), νερό, φακελάκια σοκολατοκαφέ (της Ελένης), καφέ σε σακουλάκι τροφίμων ανακατεμένο με μαύρη ζάχαρη (δικό μου) και χυμό ροδάκινο (της Ραφαηλίας).

πετσέτες, μικρές, μεγάλες, πολύ μεγάλες (μια αδυναμία στις πετσέτες την έχω), μαγιώ (οι άλλοι, όχι εγώ), γυαλιά ηλίου, μπλοκάκια, στυλό, βιβλία, φωτογραφική, mp3, τζην ραφαηλένιο μπουφάν, επίσης έξτρα ραφαηλένια ρούχα (μήπως βραχεί το παιδί), του Χρόνη τίποτα ("μη τυχόν όμως και μου πεις, θέλω καφέ, δεν θα σου δώσω") κι όταν μαζεύτηκαν όλα, και τα είδε η Ελένη κι αναφώνησε "τι' ειν' όλα τούτα;" της είπα περήφανα "τώρα μωρό μου, έχουμε αυτοκίνητο!!"

πήραμε ο καθένας μας από μια σακούλα και κατεβήκαμε κάτω.
τακτοποιήσαμε τα πράγματα, μπήκαμε μέσα, δεθήκαμε κι εγώ ήμουν σαν την κυρία Προέδρου στο μπροστινό κάθισμα σ' αυτό το έργο με τη Βασιλειάδου μαμή.
έβαλα το cd που έχω μόνιμα μέσα και που είναι μόνο μουσική (μήπως τα λόγια αποσπάσουν την προσοχή του οδηγού) και ξεκινήσαμε.

λες κι ήταν Αύγουστος.
οι δρόμοι άδειοι, ο ήλιος ζεστός, τα παιδιά μουρμούριζαν στο πίσω κάθισμα, το ακορντεόν απο την Amelie ακουγόταν ήσυχα και μπήκαμε στη Βουλιαγμένης.
στο φανάρι της γνωστής (σε μένα) διασταύρωσης, ο γνωστός (σε μένα) παρμπριζοκαθαριστής έλλειπε.

συνήθως οι παρμπριζοκαθαριστές σκοτώνονται να έρθουν να μας παρμπριζοκαθαρίσουν, γιατί αφήνουμε το αυτοκίνητο μεσ' στη σκόνη, έτσι ώστε να μη προκαλέσει τον επίδοξο καρφοκρατούντα και το σημαδέψει ως άλλος Ζορρό.
μέσα όμως λάμπει. έχω πάρει και σκουπιδοτενεκεδάκι για τις αποδείξεις της Αττικής (αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία).

προχωράμε λοιπόν χωρίς την επέμβαση του καθαριστή και μπαίνουμε στη Βουλιαγμένης.
ο Χρόνης, εδώ κι ένα μήνα περίπου, τρώγεται να μην ακολουθούμε τη Βουλιαγμένης, αλλά να βρούμε κι άλλους δρόμους. να μάθουμε κι άλλες διαδρομές.
εμένα πάλι δε με αφορά καθόλου αυτή η άποψη, αλλά αφού το θέλει, γιατί οχι..

κι έτσι, δεν ακολουθήσαμε τη γνωστή οδό, αλλά κόψαμε δεξιά και μπήκαμε σ' άλλα μέρη.
άγνωστα.
εντελώς.
κάναμε δυο τρεις φορές τον κύκλο κάποιων τετραγώνων με την ευγενική υπενθύμιση της Ελένης από το πίσω κάθισμα:
-σαν τη μέρα της μαρμότας δεν είμαστε;
και της Ραφαηλίας:
-αυτόν τον σκύλο τον ξαναείδα μαμάαα.

ξεκολλήσαμε από τον λαβύρινθο και περνώντας από ένα γήπεδο, διάβασα σε κάποιον τοίχο : Μπραχάμι γκέϊτ 8.κι έπαθα ένα συγκινησιακό σοκ.

γιατί η (μεγάλη) κουμπάρα μου, καθε Κυριακή κάνει εθιμοτυπική επίσκεψη στον αδελφό της στο Μπραχάμι.
-τη Μαρία, τη Μαρία!!
φώναξα και κοντέψαμε να στουκάρουμε στον τοίχο αμέσως δεξιά μας.
-να πάρουμε τηλέφωνο τη Μαρία να έρθει μαζί.

αφού λοιπόν ο Χρόνης, πάρκαρε προσεκτικά και αφού υποχρεώθηκα να ακούσω την προσεκτική νουθεσία του με κύρια ιδέα "δεν τρομοκρατούμε ποτέ τον οδηγό" και αφού τον άκουσα αδιαμαρτύρητα να με αποκαλεί "παιδί μου", δέησε και πήρα τηλέφωνο.

μίλησα με τη μπατζανάκη της Μαρίας (και εδώ να εξηγήσω πως επειδή ιδέαν δεν έχω πως αποκαλούνται μεταξύ τους οι διάφοροι συγγενείς, παρά μόνο οι πολύ γνωστοί, τύπου "κουμπάρα" όλους τους άλλους τους αποκαλώ "μπατζανάκη").
λόγω του ότι η γυναίκα ιδέαν δεν είχε που βρισκόμασταν και λόγω του ότι και εμείς επίσης ιδέαν δεν είχαμε που βρισκόμασταν, δεν μπόρεσε να μας κατατοπίσει.
μας είπε μόνο:
-αν ήσασταν στη Λόλα, θα ήξερα να σας πω.

υποθέτοντας πως δεν εννοούσε τη γνωστή ταινία, ευχαρίστησα και έκλεισα, ενώ από μέσα ακούγονταν οι φωνές της κουμπάρας που ούρλιαζε:
-θα πάω! θέλω να πάω!! να τους πείτε πως θα πάω!! θέλω να με πάρουνεεεε!!

ξεκινήσαμε (εγώ κάπως απογοητευμένη) να βγούμε στην Ποσειδώνος (αν θυμάμαι καλά) κι από κει στο Καβούρι.εύκολο ήταν;

πρώτ' απ' όλα μάθαμε που είμαστε: βγήκαμε ακριβώς στο Κοιμητήριο της Δάφνης.
είχε και κίνηση, τέτοια μέρα, τέτοια ώρα.
ακολουθώντας τον δρόμο ευθεία του κοιμητηρίου, σε μια προσπάθεια να εμψυχώσω το Χρόνη (ουσιαστικά για να μην ακούσω δεύτερο κήρυγμα που τον έμπλεξα με τα της Μαρίας), του διάβασα μια επιγραφή του δρόμου:

-Χρόνη, αυτός ο δρόμος λέγεται "Πρόεδρος Δρακάκης".
-μπράβο Μαριλένα! να τον θυμάσαι... γιατί δεν θα ξαναπεράσουμε από δω.

βγαίνοντας στον κεντρικό δρόμο πια, ήμασταν έτοιμοι να ακολουθήσουμε το ρεύμα, όταν ξαφνικά η Ραφαηλία φώναξε:
-παιδιά, εδώ έγραφε Λόλα.

εννοείται πως δεν υπήρχε περίπτωση να μη δοκιμάσουμε (ξανά) να πάρουμε μαζί και την κουμπάρα.
..............................................................