Η Καθαρά (μας) Δευτέρα.


και του χρόνου! να είμαστε όλοι καλά και να περάσουμε μια όμορφη Καθαρά Δευτέρα, αλλά, την επόμενη φορά να πετάξουμε τον αετό!

ή στραβός είν' ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε.

εμμμ, δεν θα έπρεπε να με προϊδεάσει ο πρωινός διάλογος;

"Ελένη, θα πάρω μαζί ελιές. δε θέλεις!"
"θέλω!"
"φυσικά θέλει. Ελένη τις έκανε ο παππούς. είναι πολύ καλές"
 είπε την άποψη του ο Χρόνης, βέβαιος για την ορθότητα των λόγων του.

"βρε Χρόνη, τζάμπα θα τις κουβαλάω. αφού άλλες ελιές τρώει αυτή"

κι η Ελένη: "είναι ασιδέρωτες;"
"είναι!"
"δε μ' αρέσουν"
"το 'ξερα.."

ή κάποιο άλλο περιστατικό;

"που πας να παρκάρεις καλέ;"
 ανασηκώθηκα κι έβγαλα το κεφάλι μου έξω απ' το παράθυρο του αυτοκινήτου

δώ, δε βλέπεις; έχει χώρο"
απάντησε ο Χρόνης κοιτώντας με επιτιμητικά

"εδώ, δεν είναι πάρκινγκ!"
"ναι μωρέ, δεν είναι.."
κορόιδεψε, βέβαιος γι' άλλη μια φορά, για την ορθότητα των λόγων του!

 "κοίτα έρχονται κι οι πυροσβέστες!"
ανοίγω το παράθυρο
"φεύγουμε αμέσως. νομίζαμε πως ήταν πάρκινγκ"
 "δεν είναι" 
 ο πυροσβέστης ευγενέστατος!

ο καταλάβαμε"
χαμογέλασα σκουντώντας το Χρόνη

"εντάξει, δεν πειράζει" 
 ο πυροσβέστης εξακολουθούσε να είναι ευγενέστατος
"έλα Χρόνη, πάμε γρήγορα!"

ή στη διαδρομή του βουνού.

ανεβαίναμε, ανεβαίναμε και τελειωμό δεν είχε αυτό το μονοπάτι.
στο δρόμο βλέπαμε παρέες, μέχρι που πια δεν συναντούσαμε άνθρωπο, αλλά εμείς εκεί: ούτε σε ορειβατικό σύλλογο να ανήκαμε.

μετά από περπάτημα ώρας κι αφού φτάσαμε στην κορυφή κι αφού στρώσαμε κάτω και καθήσαμε, άνοιξε ο Χρόνης τον αετό, και ιδού η πρώτη έκπληξη: έλειπε ένα εξάρτημα.
το είχαν αφήσει τα παιδιά στο σπίτι.

-και τώρα; είπε η Ραφαηλία έτοιμη να κλάψει.
δεν έχει αετό;

στα μέσα της διαδρομής όμως, είχαμε δει έναν άλλο παρατημένο.
να απογοητεύσουμε τα παιδιά;
ποτέ!

έτσι, κατέβηκε ο Χρόνης, έφερε τον αετό, μα μέχρι να τον φέρει, σταμάτησε ο αέρας.
πήρε τους δυο αετούς η Ραφαηλία, τους έστρωσε κάτω κι έπαιζε "κουζίνα".

πήρα κι εγώ την Ελένη κι ανεβήκαμε στην κορυφή και θαυμάζαμε την Αθήνα πιάτο από κάτω και θυμόμουν αναμνήσεις από τότε που ο μπαμπάς της δεν ήταν μπαμπάς της αλλά το αγόρι μου και ήμασταν στη Σίφνο διακοπές με τη σκηνή μας κι ανεβοκατεβαίναμε τα βουνά της Σίφνου και μου ' χασε τα γυαλιά μου κι όλα ήταν τότε απίστευτα εύκολα.

κι ακούσαμε ένα "κρακ".
και λέει η Ελένη:
"αυτή θα 'ναι η Ραφαηλία, που θα 'σκισε τον αετό".

κατεβήκαμε το μονοπάτι και πήγαμε στον Χρόνη και στο Ραφάκι, που έπαιζαν δίπλα δίπλα.
δηλαδή ο Χρόνης έτρωγε και το Ραφάκι του μιλούσε.

καθησαμε κι εμείς κοντά τους, σηκώθηκε μετά από λίγο κι ένα ψυχρό αεράκι, σηκώθηκε κι ο Χρόνης να πετάξει τον αετό.
ποιον αετό;
το Ραφάκι είχε κάνει μια τρύπα να! στη μέση.

-ας το καλό! μουρμούριζα τσαντισμένη.
αυτά συμβαίνουν και σ' άλλους ή μόνο σε μας;

και το Ραφάκι να 'χει συννεφιάσει,  ο αετός... που ονειρευόταν όλη τη βδομάδα, να πετάει ψηλά στον ουρανό κι αυτή να τον κρατάει και να καμαρώνει..

σηκώθηκα και την αγκάλιασα.
-μη στεναχωριέσαι μωρό μου. την άλλη Κυριακή, σίγουρα θα τον πετάξουμε.
-αλήθεια;
-στο λόγο μου!

κι έτσι την άλλη Κυριακή, εσείς, δεν ξέρω τι θα κάνετε, εμείς πάντως θα πετάξουμε αετό.
στο βουνό ή στη θάλασσα, άγνωστο ακόμη.

κι όπως μετά κατεβαίναμε το μονοπάτι και τα κορίτσια μάζευαν αγριολούλουδα γελώντας κι έτρεχαν μπροστά μας, κάποια ομοιότητα τη βρήκα μεταξύ Υμηττού και Σίφνου.
κοίτα να δεις, πως ακόμα και τώρα, υπάρχουν φορές που όλα γίνονται, απίστευτα εύκολα..

ΥΓ
αετό μπορεί να μη πετάξαμε, αλλά πέταξε η Ραφαηλία.
τη φωτογραφία την τράβηξε η Ελένη και πιστεύω πως το παιδί αυτό, θα μπορούσε να κάνει μια χαρά καριέρα ως φωτογράφος.