Ο επόμενος πελάτης


στο Ικέα ξανά.
βεβαίως ξανά!
κι ας ήταν Σάββατο κι ας γινόταν ο χαμός.

το Ικέα σημαίνει ψυχοθεραπεία, οπότε δεν το συζητάμε.
δεν πτοούμαι, ούτε από το ύφος θύματος του Χρόνη,
ούτε από το "μα δεν έχουμε τίποτα ανάγκη"
(πάντα υπάρχουν πράγματα που τα έχουμε ανάγκη, απλώς δεν τα έχουμε ακόμα ανακαλύψει),
ούτε από τίποτα.

ήταν μια εξαιρετική διαδρομή, με τα αγαπημένα μου τραγουδάκια στο αυτοκίνητο
(μια ευχάριστη αλλαγή, από το "καφέ καφέ το χρώμα του καφέ" της Ραφαηλίας και το "Δρακουμέλλλλ, απαίσια φάτσα, απαίσια ράτσα" που κάνει το Χρόνη πάντα να κουνά αποδοκιμαστικά το κεφάλι του σαν γηραιά Βικτωριανή κυρία και να μουρμουράει αποδοκιμαστικά "ωραίες εκφράσεις")
με άδεια την Αττική οδό μιας και όλος ο κόσμος την είχε κοπανήσει για το χωριό του, με την Ανοιξη να λέει "ήρθα, ήρθα, προμηθευτήκατε τα ζιρτέκ σας;".

σε ελάχιστο χρόνο είχαμε φθάσει στο Ικέα.
σε ακόμα λιγότερο είχαμε ψωνίσει τα απαραίτητα: μαξιλάρια, χρονόμετρο, κρεμάστρες, ένα ξυπνητήρι, ένα σετ κουτάλες, μπισκότα, κασπώ, κι άλλες κρεμάστρες
(παρά την έντονη διαμαρτυρία του Χρόνη, "έχουμε τόσες ξύλινες κρεμάστρες σπίτι, αυτό είναι υλικό: το ξύλο, όχι το πλαστικό. το ξύλο που είναι φυσικό, ζωντανό, που δε γίνεται μέσω αυτού μετανάστευση καρκινογόνων ουσιών, το ξύλο...")
μπαταρίες, λάμπες και μετά τα πήραμε όλα τούτα και πήγαμε στο ταμείο που είναι μόνο για σακούλες κι ήταν φυσικά άδειο.

πήγα και στήθηκα πίσω από την ταμία με μια μεγάλη χάρτινη σακούλα, ενώ ο Χρόνης πίσω άδειαζε τα πράγματα, τα "χτυπούσε" η κοπέλα, τα άρπαζα εγώ ως άλλος ζογκλέρ και τά 'βαζα ταχύτατα στη χάρτινη σακούλα μου.
πληρώσαμε, πήραμε και τα πράγματα και πήγαμε στο παρκινγκ που είχαμε αφήσει το αυτοκίνητο.
μπήκαμε μέσα, βάλαμε το mp3 και χαζεύαμε τα αεροπλάνα που προσγειώνονταν, ενώ τρώγαμε πατατάκια Ικέα και πίναμε νεράκι δροσερό.

η διαδρομή της επιστροφής ήταν το ίδιο ευχάριστη, με τον Γερμανό να τραγουδάει "ο κοσμάκης με ψωμί μόνο δε ζει.." κι εγώ να μεταφέρομαι στη Σίφνο και στη Μήλο..

σκοτείνιαζε σιγά σιγά κι όταν φτάσαμε σπίτι ήταν πλέον νύχτα.
μπήκαμε μέσα, ο Χρόνης αναστενάζοντας, εγώ φωνάζοντας στα κορίτσια:
"παιδιά, ελάτε να δείτε τι σας πήρα".
η Ελένη και το Ραφάκι ήρθαν και με απήλλαξαν από το περιττό βάρος των ψωνίων, με μεγάλη τους χαρά, ακούμπησαν τη σακούλα στο τραπέζι κι άρχισαν να βγάζουν τα πράγματα, θαυμάζοντας τις κρεμάστρες, το χρονόμετρο και τα μαξιλάρια.

όταν η Ελένη είπε "τι ειν' αυτό;" και η Ραφαηλία φώναξε "δικό μου, δικό μου" ένα καμπανάκι χτύπησε μέσα μου "γκλιν γκλιν" κι ανασηκώθηκα απο την καρέκλα που ειχα σωριαστεί για να δω: η Ελένη κρατούσε έναν ασημένιο σωλήνα ή έτσι τουλαχιστον μου φάνηκε.

"τι ειναι τούτο καλέ;" είπα με απορία.
κι ήταν αυτό:

"αν είναι δυνατόν" μουρμούρισα.
"αυτά, μόνο η μάνα σας τα κάνει" είπε ο Χρόνης.

μέσα στη βιασύνη μου, είχα βάλει και τον Επόμενο Πελάτη του Ικέα.
πάλι καλά που δεν έβαλα την ίδια την ταμία.

το πιο ωραίο;
τα παιδιά σημασία δεν δώσαν σε ό,τι τους είχα αγοράσει.
με το διαχωριστικό ξετρελλάθηκαν και του βρήκαν και θέση: πάνω στον υπολογιστή της Ραφαηλίας.

αφήστε που δεν με αφήνουν καν να το επιστρέψω..