Τη λένε Πόπη..

στη συγκέντρωση γονέων, λίγο πριν τις διακοπές των Χριστουγέννων, όταν πήγαινε η Ελένη α' δημοτικού:
μαζεμένες όλες οι μαμάδες στα θρανία κι η δασκάλα στην έδρα, να εξηγεί πως ακριβώς φανταζόταν τη σχολική γιορτή.

με μαμά ντυμένη άγιο Βασίλη, με την αίθουσα στολισμένη γιορταστικά, με τραγούδια στο σχολικό κασετόφωνο, με δωράκια στα παιδιά.

αφού λοιπόν, τέλειωσε την παρουσίαση, ήρθε κοντά στα θρανία και είπε:
"τα δώρα των παιδιών, θα προτιμούσα να είναι βιβλία.
μία από σας, θα πρέπει να αναλάβει να μαζέψει τα χρήματα, να πάρει προσφορές από τα βιβλιοπωλεία, να αγοράσει τα βιβλία και να τα ντύσει Χριστουγεννιάτικα..
ποια θα 'θελε να το αναλάβει;"


από κάτω σιωπή.
καμμία δεν ήταν πρόθυμη να πάρει την ευθύνη.

"καμμιά λοιπόν;;" άρχισε να τα παίρνει η δασκάλα.

και τότε πετάχτηκε η Πόπη: μαμά δυο κοριτσιών, κοντή, στρουμπουλή και ξανθιά:
"να πάει η Μαριλένα, που είναι αργόσχολη!"

η Πόπη δεν εργαζόταν.
αλλά δεν μπορούσε να μου συγχωρήσει, πως έκανα ό,τι ήθελα, χωρίς να δέχομαι καμμία πίεση από τον Χρόνη.

ήταν τόσο ανόητη, που δεν καταλάβαινε, πως η πίεση που ασκούσα (και εξακολουθώ να ασκώ) στον εαυτό μου, ήταν (και είναι), πολύ μεγαλύτερη από αυτήν που θα μπορούσε να μου ασκήσει οποιοσδήποτε άλλος.

καλή της ώρα, όπου κι αν βρίσκεται..