Τερατάκια της τσέπης


στη θάλασσα

αν κι ο καιρός προβλεπόταν βροχερός, εν τούτοις, είχε έναν ήλιο που σχεδόν μας τύφλωνε.

"μα, Νοέμβρης είναι αυτός;" μονολογούσα σέρνοντας την καλοκαιρινή μου καρέκλα στην αμμουδιά και κοιτώντας στη θάλασσα τέσσερις ανθρώπους που κολυμπούσαν.
καθήσαμε ο Χρόνης κι εγώ, τα παιδιά έκαναν βόλτες και ξαφνικά, κάτι μ' έπιασε, σηκώθηκα κι άρχισα να τρέχω
πετάχτηκε το Ραφάκι πίσω μου, να με κυνηγήσει

στο τέλος μ' έφτασε, αγκαλιαστήκαμε και έχωσα τη μύτη μου στα μαλλιά της ανασαίνοντας αυτή την παιδική μυρωδιά, τόσο κοντά στη μωρουδίστικη και ταυτόχρονα, τόσο μεγάλου παιδιού ήδη.

στο αυτοκίνητο, στην επιστροφή, βάλαμε το mp3 με τα τραγούδια που είχε διαλέξει το Ραφάκι
"στα τριάντα σου δεν κρατιόσουνα
για άνετος μου περνιόσουνατώρα στα σαρανταπέντε
πατριάρχης το 'χεις δει"

"αυτό είναι για τον μπαμπά" φώναξε το μωρό μας και γελάσαμε όλοι
"πετυχημένο Χρόνη, δεν μπορείς να πεις. σε περιγράφει πλήρως!" τον πείραξα

από πίσω τα κορίτσια ξεκίνησαν μια παντομίμα
κι ο Χρόνης έκανε τάχα πως θύμωνε, μέχρι που ακούστηκε ο στίχος:
"συμφωνήσαμε και πατσίσαμε
κι αφού κι οι δυο την πατήσαμε
συνεχίζουμε με κόντρες
μία σχέση τρυφερή"κι είπε:"ε, τότε εντάξει. δεν είναι όλα άσχημα"και γελάσαμε


"κάποτε ήμουν χίπις
και φρικιό και αντιεξουσιαστής"