Ενώ βράδιαζε

στο Σούνιο στις έξι το απόγευμα
κρύο κι ένας αέρας που λίγο ακόμα θα μας σήκωνε στα σύννεφα..

ο ναός είχε ήδη κλείσει και ο ήλιος έδυε
η θάλασσα στο χρώμα του σούρουπου κι όπως την κοιτούσαμε, ο Χρόνης μου έδειξε:
"κοίτα, αυτή είναι η Τζιά"

μαύριζε το νησί όπως έφευγε ο ήλιος και θυμήθηκα, κάποιο Πάσχα, πολλά χρόνια πριν: διακοπές για τρεις μέρες.
Ανοιξη ήταν και τα βράδυα έκανε ακόμα κρύο.
κι όπως είχαμε κατασκηνώσει μέσα στα δέντρα κι οι κουκουβάγιες κουκουβά-κουκουβά όλη νύχτα, αγριευόμουν και που να κλείσω μάτι..
διάβαζα με το φακό στο χέρι, ενώ ο Χρόνης κοιμόταν.

τη μέρα παίζαμε σκάκι. ιδιότυπες παρτίδες, όπου ο Χρόνης έπαιζε με ένα μόνο πύργο ή χωρίς τους αξιωματικούς, μιας κι εγώ, δεν ήμουν το ίδιο καλή μ' αυτόν.
έτσι, αποκτούσε ενδιαφέρον το παιχνίδι.

πίσω στο παρόν, έπιασα το χέρι της Ραφαηλίας και φώναξα "ελάτε παιδιά, γρήγορα στο αυτοκίνητο!"
τρέξαμε κι όπως τρέχαμε, ένιωσα όλο το "ουφ!" της προηγούμενης βδομάδας να φεύγει.
όλο το γκρίζο να διαλύεται
μέχρι που πια μπορούσα να αναστενάξω βαθιά κι ήρεμα επιτέλους.

στις στροφές του γυρισμού, η Αρλέτα τραγουδούσε καινούρια τώρα ζωή..
και τα κορίτσια αποκοιμήθηκαν στο πίσω κάθισμα.

οι προβολείς φώτιζαν το δρόμο της επιστροφής
στη Ανάβυσο, στη Σαρωνίδα, στα λιμανάκια
και μέχρι να φτάσουμε σπίτι, το καινούριο φεγγάρι είχε ήδη ανατείλει.

εδώ
και στη Τζιά..
...................................................

(η φωτογραφία είναι της Ελένης, από κάποιο άλλο δειλινό, στα ίδια μέρη, ένα-δυο μήνες πριν)