Οι πέντε βδομάδες του Ιουλίου

καφέδες και πορτοκαλάδες λουξ στη βεράντα, θάλασσα και καλοκαιρινά τραγούδια στο mp3, βόλτες τ' απογεύματα στο Φάρο και στην Αυλή, κουκουνάρια και άμμος στα πόδια μας, δεκαοχτούρες και σπουργίτια το πρωί, γρύλοι και κουκουβάγιες τα βράδυα, κούνια και αιώρα κάτω απ' τα πεύκα και the shadow of your smile ενώ έφευγε ο ήλιος

όλα, τ' αφήσαμε πίσω μας.

φέραμε όμως άλλα μαζί:
το γέλιο της Ραφαηλίας όταν θριαμβευτικά ξεπρόβαλε το κεφαλάκι της στην επιφάνεια της θάλασσας μετά από μια μεγάλη βουτιά
("με είδες μαμά; με είδες;;")

την αισιοδοξία και την καλωσύνη που ακτινοβολούσε το πρόσωπο της Ελένης
("βρε Χρόνη, πως μεγάλωσε έτσι το παιδί; αυτή με στηρίζει πλέον κι όχι εγώ αυτήν...")

το ρόλο του είμαι-διαθέσιμος-όλο-το-24ωρο Χρόνη
("μαμά, έλα να δεις!"
"δεν μπορώ τώρα μωρό μου, πες στον μπαμπά να έρθει
"
)

και πάνω απ' όλα, αυτή την αίσθηση που έχεις όταν κολυμπάς μέχρι τη σημαδούρα, όταν μικρά κυματάκια σκάνε κάτω από το σαγόνι και πάνω στις βλεφαρίδες κι όλος ο κόσμος γίνεται μικρές σταγόνες αλμυρό νερό
........................................................

στις δώδεκα το μεσημέρι χτες, μπήκαμε σπίτι.
η Νέλλυ κι η Ακκα περίμεναν πίσω απ' την πόρτα: θαρρείς και πέντε βδομάδες δεν είχαν κουνήσει βήμα από κει.

προχωρήσαμε μέσα σηκώνοντας σακίδια και τσάντες
με τη Νέλλυ να μπερδεύεται στα πόδια μας γουργουρίζοντας και την Ακκα μια να εμφανίζεται μια να εξαφανίζεται σαν τη γάτα του Τσεσάιρ
με το σπίτι να μου φαίνεται παράξενα ζωντανό
με της Ελένης τη μισοτραγουδιστή φωνή να με φωνάζει απ' την κουζίνα

κι όπως έκλεινε ο Χρόνης την εξώπορτα, μου φάνηκε πως άκουσα τη φωνή της Ραφαηλίας να φωνάζει "με είδες μαμά, με είδες;"

όμως είχαμε γυρίσει
-επιτέλους-
σπίτι..

----------------------------

υγ
η φωτογραφία από τον Φάρο, τραβηγμένη όπως πάντα από την Ελένη