Τα ήσυχα βράδια

τα βράδια που όλοι κοιμούνται, αυτές τις ώρες που μόνο οι γάτες περπατούν στο διάδρομο του σπιτιού, σηκώνομαι, παίρνω ένα παγωτό ξυλάκι, μαζεύω τα πόδια μου κάτω απ' το σκέπασμα του κρεββατιού και γέρνοντας πίσω, τρώω το παγωτό μου βλέποντας csi.

έχω στοκ csi, ολόκληρη ντάνα από dvd *η παρηγοριά του άυπνου.

όσο περνάει η ώρα, οι θόρυβοι λιγοστεύουν: ο διπλανός έχει γυρίσει προ πολλού, οι (καλοί) άνθρωποι από πάνω έχουν πέσει για ύπνο, οι δημοπρασίες που βάζει η από κάτω έχουν τελειώσει, μόνο που και που ακούγεται η φωνή κάποιου, από την εσωτερική αυλή.

η νύχτα περνά, ο Οράτιος βρίσκει τους ένοχους, η Νέλλη νυστάζει κι έρχεται στα πόδια μου να κοιμηθεί.

κάθε τόσο, σταματώ και αφουγκράζομαι τις ανάσες των παιδιών, αν κοιμούνται, αν όλα πηγαίνουν καλά.

ένα μεγάλο ποτήρι δροσερό νερό βρίσκεται πάντα δίπλα μου, με παγάκια και μια φέτα λεμόνι να επιπλέει.
το παγωτό έχει τελειώσει πια, η γάτα κοιμάται γουργουρίζοντας, ησυχία σ' όλο το σπίτι κι όπως έρχεται το ξημέρωμα, κι όπως αλλάζουν οι εποχές, κι όπως όλα στροβιλίζονται, θαρρείς κι είναι σα χτες που ήμουν ακόμα κοπέλα κι έμενα άγρυπνη διαβάζοντας ό,τι αγαπούσα, μέχρι να ΄ρθει το ξημέρωμα.
............................................

κι όμως, έχει περάσει μόλις ένα τέταρτο του αιώνα, απ' τη στιγμή, που γνώρισα τον Χρόνη..




(αφιερωμένο στη χτεσινή μας επέτειο)

28η Οκτωβρίου (άνοιξη)


H άνοιξη, περαστικιά
απ’ το σπίτι,
έσυρε μια χαρακιά
στο φεγγίτη

κι έκανε το φθινόπωρο να πάει ένα βήμα πιο πέρα.

κρατούσα το χέρι της Ραφαηλίας γυρίζοντας σήμερα από το σχολείο κι ήταν άνοιξη.
ο αέρας που ανασαίναμε, τα κορίτσια με τα κοντομάνικα μακό που περπατούσαν πλάι μας, το χορευτικό βήμα της Ραφαηλίας στο δρόμο, όλα, όλα ήσαν άνοιξη.

αργότερα στο σπίτι, μάλλωσα το μωρό -άδικα

"είσαι Μανουσάκης" μου αντιμίλησε
"τι είμαι;" απόρησα
"Μανουσάκης"
"τ' είν' αυτό;"
"Μανουσάκης και Χίτλερ. αυτό είσαι!"
"ποιος είναι βρε μωρό ο Μανουσάκης;"
"ο αρχηγός των Ιταλών"

μάλιστα.
ο Μουσολίνι-Μανουσάκης και ο Αδόλφος προχώρησαν αγκαζέ και υπενθύμισαν στο εννιάχρονο που χάζευε αντί να τρώει, πως αν δεν τέλειωνε γρήγορα το φαγητό του, θα έβλεπε τι εστί βερύκοκο.

κι όπως προσπαθούσα να κρατήσω τη σοβαρότητα μου, απότομα κατάλαβα, πως μιας και το Ραφάκι μάθαινε για τον πόλεμο και την 28η Οκτωβρίου, το φθινόπωρο είχε μπει πια για τα καλά στη ζωή μας
κι η φωτεινή άνοιξη, περπατώντας ελαφρά

..άδειασε κι εδώ κι εκεί
τόσα δώρα
και σα Mοίρα στοργική
φεύγει τώρα
― στην καλή της ώρα!

(Τέλλος Αγρας)

To πέταγμα

η μεγάλη μου κόρη είναι ψηλή, με μακριά σγουρά μαλλιά και πρασινογάλαζα μάτια.
είναι δεκαεννιά χρονών, έχει σταρένιο δέρμα και ακτινοβόλο χαμόγελο.
είναι όμορφη.
τη λένε Ελένη.

το μεγαλύτερο δώρο που έκανα στην Ελένη, ήταν η παιδική της ηλικία.
ήμουν συνεχώς δίπλα της, τυλίγοντας τη σαν σύννεφο, προλαβαίνοντας κάθε επιθυμία της, χαρίζοντας της ασφάλεια κι αγάπη.

όλα αυτά τα χρόνια είχαμε ένα δεσμό άρρηκτο: ήμουν πάντα εκεί γι' αυτήν κι ήταν πάντα εκεί για μένα.

η μεγάλη μου κόρη ήταν τυχερή: είχε μια μαμά που κάθε μέρα προσπαθούσε για το καλύτερο.
η μεγάλη μου κόρη ήταν τυχερή: είχε μια μαμά, που γελούσε και χαμογελούσε συχνά.
η μεγάλη μου κόρη ήταν τυχερή: είχε μια μαμά, που η καρδιά της ήταν δοσμένη, ολόκληρη, σ' αυτήν.
........................................

εγώ, ποτέ δεν ήθελα να αποκτήσω παιδιά.
δεν υπήρξε ούτε για μια στιγμή στα όνειρα μου, η ευχή μιας οικογένειας.

πιστεύω βαθιά πως αν κάποια στιγμή μου έλεγαν, πως δεν πρόκειται να έχω μωρά στη ζωή μου, δεν θα με απασχολούσε διόλου!
είχα παντελή έλλειψη του μητρικού ενστίκτου.

όταν ήρθε η Ελένη στη ζωή μας, όλα άλλαξαν.
ήταν σαν να μου έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι.
ανέκαθεν είχα μια τάση υπερβολής και προστασίας γι' αυτούς που αγαπούσα, με την Ελένη αυτή η τάση γιγαντώθηκε.
λες και όλη της η ανάσα εξαρτόταν από μένα..

η Ελένη ήταν ένα δύσκολο μωρό.
περνούσε κολλικούς και τις νύχτες έμενε ξύπνια ουρλιάζοντας κατακόκκινη, πονεμένη και θυμωμένη.
την έπαιρνα αγκαλιά και έκανα χιλιόμετρα κουνώντας τη και τραγουδώντας ό,τι μου ερχόταν στο κεφάλι.

όσο την κρατούσα, ηρεμούσε.
μόλις την άφηνα, άρχιζε ξανά και ξανά και ξανά..

έφτασα σ' ένα σημείο όπου με το που ξυπνούσε το μωρό κι άρχιζε το πρώτο κλάμα, να δέχομαι μια γροθιά στο στομάχι, τόσο δυνατή, που διπλωνόμουν από τον πόνο.

ο πατέρας της με έτρεχε στα επείγοντα των νοσοκομείων.
έχω περάσει ατέλειωτες ώρες κάνοντας κάθε είδους εξέταση, για να πάρω τη διάγνωση, πως ήταν το στρες που δημιουργούσε αυτή την κατάσταση.
........................................

με την Ελένη ζούσα την απόλυτη αγάπη, είχα το απόλυτο δέσιμο.
ήταν το παιδί μου και όφειλα να του προσφέρω όχι μόνο αυτά που μπορούσα, αλλά κι αυτά που δεν!

τα χρόνια περνούσαν, το παιδί μεγάλωνε, ήρθε κι η δεύτερη κόρη στη ζωή μας, έχασα τη μητέρα μου (κι αυτό μου στοίχισε πολύ) η Ελένη μπήκε στην εφηβεία.
μια εφηβεία ήρεμη.
σάμπως θα μπορούσε να κάνει κι αλλιώς;
με μια μητέρα στην κατάθλιψη (πένθος για τη δική μου χαμένη, μητέρα) με μια μελαγχολία σ' όλο το σπίτι..

η δεύτερη μου κόρη δεν ήταν τόσο τυχερή.
είναι ξανθή, έχει γαλάζια μάτια κι όλος ο κόσμος φέγγει στο χαμόγελο της.

αλλά είχε μια μαμά, θλιμμένη..
........................................

τα χρόνια περνούσαν, η Ελένη διήνυε ήσυχα τα χρόνια του Γυμνασίου και του Λυκείου, ο δεσμός με την αδερφή της δυνάμωνε, είχαν η μία την άλλη, λάτρευαν κι εξακολουθούν να λατρεύουν η μία την άλλη.

κι όπως περνούσαν τα χρόνια κι έβγαινα εγώ απ' την κατάθλιψη, όλα γίνονταν ευκολότερα: η ζωή τραβούσε το δρόμο της κι αυτός ο δρόμος ήταν πλέον ομαλός, χωρίς πολλές εκπλήξεις.

η Ελένη τέλειωσε το λύκειο, άρχισε να παρακολουθεί κάποια σχολή, άρχισε να εργάζεται.
έγινε πλέον ενήλικος πολίτης.
κι έπρεπε να αφήσει τη φωλιά.
........................................

ο δρόμος που διάλεξε είναι δύσκολος.
ο τρόπος που διάλεξε είναι δύσκολος.

η Ελένη δεν μου μιλάει πια.
μπαίνει σπίτι και χαιρετά "καλημέρα" "καλησπέρα" κι αυτό είναι όλο.

όλους τους προηγούμενους μήνες τσακωνόμασταν.
"ό,τι και να 'μαι" μου φώναξε πριν λίγο καιρό "ένα ξέρω: πως ποτέ δεν θα γίνω σαν εσένα! γιατί εγώ είμαι καλός άνθρωπος"

βλέπω αυτή την όμορφη κοπέλα που κάποτε ήταν το μωρό μου, να φεύγει συγκινητικά βέβαιη πως αυτό που κάνει είναι το σωστό και κάθομαι στην άκρη της γέφυρας, κουνώντας τα πόδια μου, πάνω κάτω, στο χάος.

αλλά η Ελένη, έχει κόψει πλέον τις γέφυρες και γυρισμός δεν υπάρχει.
όσο απομακρύνεται και γίνεται μια φιγούρα θαμπή, τόσο βεβαιώνομαι πως το παιδί που τόσο αγάπησα και αγαπώ, είναι κάτι ξεχωριστό από μένα.

τόσο βεβαιώνομαι, πως αυτός ο άρρηκτος δεσμός, έσπασε διά παντός.
τώρα, είναι μια νέα γυναίκα που στηρίζεται στις δικές της δυνάμεις.
στους φίλους, στον έρωτα, σ' αυτά που μόλις ανακάλυψε και συνεχίζει συνεχώς ν' ανακαλύπτει
........................................

σηκώνομαι απ' τη γέφυρα και γυρίζω πίσω, στο δικό μου κόσμο.
ξεπροβόδισα το παιδί μου και το κοίταζα να απομακρύνεται, μ' αυτή την ατίθαση βεβαιότητα που έχουν τα νιάτα.
ξεπροβόδισα το παιδί μου και το κοίταζα να απομακρύνεται, γυρίζοντας τις πλάτες της σε μένα και γνωρίζοντας κατά βάθος, πως ποτέ δεν θα γίνουν τα πράματα μεταξύ μας, όπως παλιά.
........................................

αλλά μήπως, αυτό δεν είναι το νόημα της ζωής;

Τα χρέη μας


"εμείς"
είπε το Ραφάκι στη Δήμητρα που καθόταν πλάι της στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου
"μόλις ξεπληρώσουμε τα χρέη μας, θα φτιάξουμε ένα παράθυρο, εδώ!"
κι έδειξε την οροφή του αυτοκινήτου.

"μετά από πολλά χρόνια βέβαια" συμπλήρωσε, για να μην υπάρξουν παρεξηγήσεις περί της ανάκαμψης των οικονομικών μας κι η Δήμητρα κούνησε με κατανόηση το κεφάλι.
................................

..και το (δίχως ηλιοροφή) αυτοκίνητο έτρεχε, ο Χρόνης οδηγούσε χαμογελώντας,
τα κορίτσια στο πίσω κάθισμα τραγουδούσαν "το κορίτσι εκείνο"

κι είχαμε (προς στιγμήν) ξεπληρώσει
όλα μας τα χρέη..

Της εξοχής τα πρωινά..

"να χειμωνιάσει, να χάνομαι κάτω απ' το πάπλωμα, δίπλα στα πόδια σου να γουργουρίζω"
είπε η Ακκα και βιάστηκε να εξαφανιστεί μέσα στα σκεπάσματα.

τα μουστάκια της μου γαργάλισαν τις πατούσες. της έκανα χώρο κι αυτή στριμώχτηκε ακόμα κοντύτερα δίπλα μου.
"επαφή κορίτσι μου, το νόημα είναι η επαφή" την πληροφόρησα, αλλά δεν μ' άκουσε: είχε ήδη πέσει στον ύπνο βαθιά.

καφές στο κρεββάτι, desperate στην τηλεόραση και χρόνος.
χαμογέλασα.
αυτά, μου έφταναν και μου περίσσευαν.
ανέκαθεν.

("αχ" αναστέναξα λίγη ώρα πριν, όταν έσκυψα να δέσω τα κορδόνια της Ραφαηλίας
"εγκεφαλικό έχεις μαμά;" με ρώτησε το Ραφάκι μ' ενδιαφέρον
"όχι μωρό μου. κι αφού δεν έπαθα σήμερα εγκεφαλικό με το ντύσιμο της Ελένης, δεν πρόκειται να το πάθω ποτέ! μη φοβάσαι"
"έλα μαμάα.."
"αυχενικό έχω αγάπη μου, αυχενικό")

το σπίτι είναι πολύ ήσυχο τα πρωινά.
πρώτος πρώτος φεύγει ο Χρόνης, αξημέρωτα σχεδόν
ακολουθεί η Ελένη μια ώρα μετά
και τελευταίο το Ραφάκι.

έρχεται και την παίρνει η νονά της κάθε πρωί.
είναι η δική τους ώρα: το παιδί και η νονά, χέρι-χέρι, κατεβαίνουν τα σκαλοπάτια της πολυκατοικίας
(κι είναι συγκινητικό όπως βλέπεις τις δυο τους: η νονά, που όσο πάει μικραίνει και το Ραφάκι, που όσο πάει, μεγαλώνει.
κοντεύει να τη φτάσει στο ύψος, το καλοκαίρι ίσες θα 'ναι.
δυο παιδιά, ένα μεγάλο (το Ραφάκι) κι ένα μικρό (η νονά) στο δρόμο για το σχολείο, στις οκτώ το πρωί)

κλειδώνω την εξώπορτα και φτιάχνω καφέ.
ανοίγω την τηλεόραση, βάζω το dvd, έρχεται η Ακκα και με κοιτάζει.
σηκώνω τα σκεπάσματα, χώνεται μέσα, εξερευνά λίγο, κουλουριάζεται, κοιμάται
("επαφή κορίτσι μου, το νόημα είναι η επαφή")

μια γουλιά καφέ και πιάνω το κοντρόλ του dvd
desperate housewives, τέταρτος κύκλος
ξανά μια γουλιά

αναστενάζω
αυτές, ειναι desperate

εγώ πάλι, όχι..

Η Επόμενη Μέρα

αυτές οι εκλογές μ' άρεσαν γιατί:

1. πραγματοποιήθηκε ο πόθος του Ραφακίου να ψηφίσει: μπήκε δυο φορές στο παραβάν, μία με τον Χρόνη και μία με την Ελένη και βγαίνοντας ανακοίνωσε ενθουσιασμένη "ψήφισα δυο φορές! την Τρίτη που θ' ανοίξουν τα σχολεία, θα το πω στον κύριο Σπύρο!"

2. μ' όλη αυτή την εκλογολογία, ξέχασαν τη γρίππη.
από αύριο, τα κεφάλια μέσα και οι Κασσάνδρες στις οθόνες μας ξανά.
ετοιμαστείτε..

3. χτες - προχτές, είχαμε άφθονες θέσεις παρκαρίσματος.
όπως γυρίζαμε, βρίσκαμε θέση με τη μία, ούτε Πάσχα να ήταν δηλαδή!

ο εργατόκοσμος των καφέ του Παγκρατίου
(βλέπε babylon, right, mokai, ciao, sports, κύκλος κλπ)
θα είναι στη θέση του, από Τρίτη ξανά

4. χθες βράδυ, μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, είχαμε τον συνήθη (μετεκλογικό) καυγά σπίτι μας.
δεν μας κλόνισε ούτε η τούρτα του Χρόνη
(που παρεμπιπτόντως, είχε ένα κεράκι με τον αριθμό 5 και το σήμα της Μπάρμπι στη βάση του, εμφανέστατος δάκτυλος Ραφαηλίας δηλαδή)
ούτε η γενέθλιος ατμόσφαιρα.

πλακωνόμασταν άγρια, ειδικά με τη Μαρία-κουμπάρα, που λογικά δεν θα έπρεπε να τα πάρουμε μαζί της, μιας και με πληροφόρησε πως τις προάλλες πήγε στο Γερμανό κι αγόρασε μισό κιλό φέτα!

5. ο δήμος Αθηναίων, είχε βάλει κάδους ανακύκλωσης, όπου μάζευε το χαρτομάνι των ψηφοδελτίων μεθοδικά.
στις ευρωεκλογές, που είχε κάνει το ίδιο, ανακύκλωσε χαρτί 110 τόνων, το οποίο αντιστοιχούσε σε 1200 δέντρα.

(έτσι δε χάσαμε το δάσος, μόνο το δέντρο δεν πήραμε είδηση)

6. ξύπνησε ο (πολιτικοποιημένος) νεολαίος μέσ' στον Χρόνη και ήρθε με διδακτικό ύφος, λέγοντας μου:
"μα δεν είναι σωστό να μη ψηφίσεις"

"γιατί;"
"γιατί, μπλα μπλα μπλα
μπλα μπλα μπλα..
"
"..."
"θες να έρθουμε μαζί σου όλοι;"
"όχι"
"θες να πας με τα παιδιά;"
"όχι"
"θες οι δυο μας;"
"όχι"
"θες να σε πάω με τ' αυτοκίνητο;"
"όχι"
"θες να μιλήσουμε γι' αυτό;"
"όχι"

7. η Ελένη ψήφισε για πρώτη φορά!
γύρισε σπίτι ενθουσιασμένη, χαμογελαστή, με τη Ραφαηλία να χοροπηδάει δίπλα της και να της κρατάει σφιχτά το χέρι.

την κοίταζα και θυμόμουν με νοσταλγία το συναίσθημα της πρώτης φοράς: όταν είσαι ακόμα πολύ νέος και πιστεύεις πως μπορείς να αλλάξεις τα πάντα: με την ιδεολογία, τη στάση ζωής, την ψήφο σου.

δεν της είπα τίποτα.
την αγκάλιασα κι έτσι όπως την έσφιγγα στην αγκαλιά μου, αναρωτούμενη "μα για πότε μεγάλωσε αυτό το παιδί;"
κατάλαβα πως ίσως, το κορίτσι μας, στη δική του σοφία, να μην έχανε το δάσος, αλλά ούτε και το δέντρο.

κι αυτός, ήταν ο πιο σπουδαίος λόγος που μου άρεσαν αυτές οι εκλογές
.................................................

ώρες αργότερα, στην αμμουδιά της Αναβύσσου, καθισμένη στα ξύλινα σκαλοπάτια της παιδικής χαράς, χάζευα τον ήλιο στα κεφάλια των παιδιών.

ο Χρόνης κολυμπούσε
η Ραφαηλία κι η Δήμητρα έκαναν κούνια
η Ελένη έστελνε (κλασσικά) μηνύματα στο κινητό.

κι η επόμενη μέρα ήταν ήδη εδώ
προτού καν ανοίξουν οι κάλπες..