Τις Κυριακές

..την Κυριακή στη θάλασσα.
γκρίζα χρώματα παντού κι η παραλία άδεια.

η Ελένη κι εγώ κολυμπούσαμε μόνες -για πρώτη φορά δεν υπήρχε κανείς δίπλα μας.
ο Χρόνης καθόταν στην άμμο
το Ραφάκι κι η Δήμητρα βόλταραν ακριβώς εκεί που έσκαγε το κύμα
και μακριά ένας άνθρωπος καθάριζε την άμμο, μπροστά στις μαζεμένες σεζλογκ κάποιου ξενοδοχείου.

αχιβάδες και στρογγυλά βότσαλα και καβούκια αχινών
ο πύργος του ναυαγοσώστη άδειος
στον ουρανό ούτε ένας αεροπτεριστής
και στην τσάντα κρουασάν, σοκολάτες και χυμοί.
Φθινόπωρο.

"αυτά τα παιδιά είναι σαν αδέρφια" μονολόγησα χαζεύοντας τα κορίτσια, όπως γελούσαν κι έτρεχαν στην άμμο
η Ελένη γύρισε και τις κοίταξε "ναι, είδες;" συμφώνησε και ξάπλωσε ξανά κάτω απ' τα σύννεφα.

"μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη
την κόρη τη μονάκριβη, την πολυαγαπημένη"

απήγγειλα και γύρισα στον Χρόνη
"η γιαγιά μου, το ήξερε όλο το ποίημα απέξω" κοκορεύτηκα "και την Αρετούσα ήξερε"
"ναι, ε;"
"ναι! η δική σου η γιαγιά ήξερε τίποτα;"

αλλά εκείνος, απασχολημένος να τραβάει φωτογραφίες, δεν μ' απάντησε.

"να φεύγουμε, θα πιάσει βροχή" πρότεινα
κι άρχισα να μαζεύω μπουφάν, χάρτινα ποτήρια και κουλουράκια
..............................
σήμερα, Δευτέρα, έβρεχε πολύ όλη μέρα.
τα κεραμίδια του διπλανού σπιτιού, γυάλιζαν
ο ήχος της βροχής, όπως έπεφτε, ακουγόταν μονότονα μουσικός
κι η Κυριακή είχε πια περάσει.
..............................
ή μήπως όχι;

έξω ακόμα βρέχει

στα λιμανάκια και στον Αλέξανδρο
στους ευκάλυπτους και στην Ανάβυσσο
στο μαύρο λιθάρι και στα Καλύβια
ακόμα βρέχει και είναι σκοτεινά.

φθινόπωρο πια
κι αργότερα χειμώνας

όμως τις Κυριακές
Καλοκαίρι στην καρδιά
κι ας είναι Οκτώβρης έξω

κι ας βρέχει ακόμα..