Ο Παλιός χρόνος, ο Καινούριος και το Ιππικό

με τα δικά μου παθήματα στην πρώτη γραμμή, όλο και είχε αλλάξει η ατμόσφαιρα στο σπίτι.
μπροστά μου φυσικά ήταν όλοι μεσ' την τρελλή χαρά, αλλά μόλις έφευγα απ' το δωμάτιο, η συννεφιά κι η ακεφιά αγκαζέ έμπαιναν απ' την πόρτα.

για όλους, εκτός απ' το Ραφάκι.

το μικρό, συνέχιζε ακάθεκτο με το ίδιο κέφι, χαρούμενο και γελαστό, όπως ακριβώς και πριν.
πολύ περισσότερο μάλιστα, μιας και είχαμε διακοπές και το σχολείο είχε -επιτέλους- κλείσει.

για τη Ραφαηλία και για το κάθε παιδί της ηλικίας της, η μαμά είναι αθάνατη: δεν κινδυνεύει από τίποτα, δεν θα πάθει ποτέ κάτι, αλλά ακόμα κι αν πάθει, σίγουρα θα το ξεπεράσει και μάλιστα γρήγορα.

η δική μου υπομονή από την άλλη, τέλειωνε γρήγορα κι αποθέματα δεν είχα, οπότε λίγο να πιεζόμουν παραπάνω, φώναζα:
"Χρόνηηηη"
"τι είναι;" ακουγόταν η φωνή του Χρόνη απ' το γραφείο
"με πιέζουυυυν"

και κλιπτρόκ κλιπιτρόκ, ερχόταν το ιππικό κι έβαζε στη θέση τους τα πράγματα χωρίς πολλά πολλά: για καθήστε ήσυχα κι αφήστε τη μαμά ήσυχη!!

το Ραφάκι βεβαίως διαμαρτυρόταν, πότε σε μένα:
"τι φωνάζεις τον μπαμπά λες κι είναι μπέιμπυ σίτερ;"
πότε στον πατέρα της:
"μα μπαμπάαα.."

ο Χρόνης όμως, πιεσμένος απ' όλα και απ' όλους, δεν ανεχόταν και πολύ τις διαμαρτυρίες της Ραφαηλίας και την έστελνε χωρίς συνοπτικές διαδικασίες:
"σιωπή!"
"μα.."
"ούτε μα, ούτε ξε-μά! σιωπή"
"αυτό δεν είναι δίκαιο!!"
"σιωπή είπα! που θέλεις πάντα να έχεις την τελευταία λέξη! κλείσ' το στόμα σου!"
"αλλά.."
"σκασμός!"

το Ραφάκι βαθύτατα προσβεβλημένο κατέφευγε σε μια περήφανη σιωπή, μέχρι που δέκα λεπτά αργότερα της περνούσε η πίκρα κι άρχιζε το κελάηδημα ξανά.

μέχρι προχτές.
τα δέκα λεπτά είχαν πια περάσει μα η φωνή της δεν ακουγόταν.

άνοιξα την πόρτα του δωματίου και μπήκα.
το Ραφάκι καθόταν στην άκρη του κρεββατιού και έκλαιγε.

πήγα κοντά της, την αγκάλιασα και την έσφιξα πάνω μου.

"βρε μωρό" της είπα "προσπάθησε κι εσύ να καταλάβεις.
εκτός του ότι τελευταία τα πράματα δεν είναι τόσο καλά -θα φτιάξουν σύντομα βέβαια- από την άλλη, μιλάς με πολλή αναίδεια στον πατέρα σου"
"δε μιλάω με "αναίδεια", αλλά.."
"πάντα θέλεις να έχεις την τελευταία λέξη! πάντα! ε, δεν είναι σωστό αυτό. όχι μόνο γιατί είσαι πολύ μικρή, αλλά γενικά δεν είναι σωστό! δείχνει μεγάλο εγωισμό κι ο εγωιστής άνθρωπος είναι χάλι-άνθρωπος "

"όμως τώρα δεν είπα τίποτα! ο μπαμπάς με μάλλωσε χωρίς λόγο. και τελευταία ό,τι και να πω "ή κλείστο" ή "πάψε" ή "σιωπή" μου λέει!!"
"ε, εντάξει, είναι πιεσμένος πολύ ο πατέρας σου. κάνε υπομονή και σε λιγάκι, όλα θα γίνουν όπως πριν. για να μη σου πω, ακόμα καλύτερα"
"όχι, να πας να τον μαλλώσεις!"
"τι να κάνω;"
"να πας να τον μαλλώσεις, γιατί αυτό που έκανε, δεν είναι δίκαιο"
"δε γίνονται αυτά βρε αγάπη μου. ο πατέρας είναι η κεφαλή της οικογένειας, εγώ είμαι από κάτω και πιο κάτω, εσείς τα παιδιά. πως θα πάω να τον μαλλώσω;"


"ποια "κεφαλή της οικογένειας" και τέτοια; που ζούμε; στο 
1980;;;"

γελώντας βγήκα απ' το δωμάτιο κι αυτή ήταν η τελευταία φορά που φώναξα το ιππικό.
.............................................................

γράφοντας τούτη δω την τελευταία ανάρτηση της χρονιάς που πέρασε και κοιτάζοντας πίσω τις άλλες αναρτήσεις, τη ζωή μας, ναι, παρ' όλα όσα έγιναν τελευταία, τελικά ήταν μια καλή χρονιά.

στις μέρες που πέρασαν, αρκετά έγιναν όπως τα περιμέναμε, άλλα παραπάνω απ' ό,τι ελπίζαμε, και κάποια μας δυσκόλεψαν.

κλείνοντας τα χαρτιά λοιπόν για φέτος, κοιτάζοντας πίσω, αλλά κοιτάζοντας και μπροστά, ας ευχηθούμε η επόμενη χρονιά που θα έρθει να είναι Ευλογημένη.

για σας
για μας
για τα Ελενάκια και τα Ραφάκια
για τις Νέλλες και τις Ακκες του κόσμου όλου
για όλα τα πράσινα και τα γαλάζια και τα μπλε

για όλους και για όλα!
...........................................................

Καλή κι Ευλογημένη Χρονιά να έρθει
κι εμείς εδώ θα είμαστε να την υποδεχτούμε με χαμόγελο και αγκαλιά ανοιχτή

-όπως πάντα
..........................................................

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!

Είμαι καλά!

δύσκολη, δύσκολη εποχή περάσαμε. μια βδομάδα συμπυκνωμένη σ' έναν ολόκληρο αιώνα..

κι εκεί που περίμενα τα Χριστούγεννα να τα γιορτάσουμε μ' αυτή την απλούστατη αίσθηση χαράς, όπου ακριβώς επάνω της βασίζεται η ευτυχία, έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι μου.

ξεκινώντας από μια απλή εξέταση, ουσιαστικά επιβεβαίωση για πέτρα στο αριστερό μου νεφρό, βρέθηκα και με μια άλλη πετρούλα δώρο (στη χολή) αλλά και με κάτι άλλο πολύ σοβαρότερο: διαβήτη.

σοκαρισμένη και εντελώς βέβαιη πως αυτή ήταν η αρχή του τέλους, έφτιαχνα μια ωραία ατμόσφαιρα στο σπίτι, βάζοντας τα κλάματα όταν το Ραφάκι τραγουδούσε τα κάλαντα, όταν η Ελένη έμπαινε χαρούμενη στο σπίτι ή όταν ο Χρόνης καθόταν απλά στον υπολογιστή του και διάβαζε.

η τόσο μεγάλη μου θλίψη, οφειλόταν -σχεδόν αποκλειστικά- για το Ραφάκι που θ' άφηνα τόσο μικρό μόνο του.
"εγώ δεν υπολογίζομαι;" ρώτησε αγανακτισμένα μια φορά η Ελένη
"εσύ μωρό μου είσαι μεγάλη πια" της απάντησα "έχεις τη ζωή σου, το αγόρι σου, είναι αλλιώς. το Ραφάκι όμως, είναι μωρό ακόμα.."

ο γιατρός, με είχε προϊδεάσει πως θα άρχιζα άμεσα ινσουλίνη.
η καμπύλη σακχάρου ήταν διπλάσια του κανονικού και δεν περίμενε να επιδράσουν τα φάρμακα.
"ινσουλίνη;" ψιθύρισα. άλλο ταμπού κι αυτό..

μόλις ανέφερα την ινσουλίνη, ο κόσμος αναπηδούσε θορυβημένος "ινσουλίνη!!" φώναζε και μετά άκουγα το καταπληκτικό "γιατί βρε παιδάκι μου, γιατί;;"
"γιατί έχει η γάτα έν' αυτί!" μου 'ρχοταν να απαντήσω, αλλά σώπαινα και το 'λεγα από μέσα μου.

τελικά όμως δεν είναι έτσι, το αντίθετο μάλιστα.
δεν θα το αναλύσω εδώ, αλλά όπως γίνεται με πάρα πολλά θέματα στη χώρα μας, η άγνοια και η παραπληροφόρηση παίρνουν τη θέση της γνώσης και της σωστής πληροφορίας.

τελικά δε χρειάστηκε να πάρω ινσουλίνη.
το χάπι κάνει μια χαρά τη δουλειά του και με μια συγκεκριμένη δίαιτα, όλα θα πάνε καλά.

οι πέτρες θα αντιμετωπισθούν κι αυτές άμεσα και θα εξαφανιστούν το συντομότερο.

όλα πηγαίνουν καλύτερα, δόξα τω Θεώ, όλα πηγαίνουν καλά.
.............................................

η ζωή μου φυσικά άλλαξε.
είμαι ευγνώμων γι' αυτό.
είμαι ευγνώμων, αφ' ενός γιατί αυτά που μου συνέβησαν αντιμετωπίζονται και αφ' ετέρου γιατί συνέβησαν τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, μόλις προλαβαίνοντας κάτι πραγματικά καταστροφικό: όπως μου εξήγησε ο γιατρός, ως ασυμπτωματική, βάδιζα ολοταχώς για πολύ πολύ σοβαρότερες καταστάσεις.

έτσι, μπορώ να περιμένω τον καινούριο χρόνο με χαμόγελο, με τους δικούς μου ανθρώπους, με τον Χρόνη, την Ελένη, τη Ραφαηλία, με τον αδερφό μου, με τις φίλες που με στήριξαν, τη Σοφία, την Αιμιλία, τη Φερνάντα, μ' όλους που νοιάζονται για μένα και μ' αγαπούν.

η ζωή μου άλλαξε.
αλλά τελικά, είμαι ευγνώμων γι' αυτό.

κι ίσως έρθει σύντομα κάποια στιγμή, όπου κάτω από μαξιλάρια, φρεσκοπλυμένα ρούχα και σεντόνια, δίπλα ακριβώς απ' το Χριστουγεννιάτικο δέντρο, δίπλα απ' τις μπάλες και τα φωτάκια, ν' αποκοιμηθώ κι εγώ, τόσο ξένοιαστα, τόσο ξεκούραστα, τόσο χαμογελαστά, όπως η Ακκα, στη φωτογραφία αυτή, που τράβηξε η Ελένη, λίγο πριν αρχίσουν όλα αυτά..

Χριστούγεννα ξανά και..

..δεν μπορώ ν' αποχωριστώ το wallpaper στην οθόνη του υπολογιστή μου, με το σκιάχτρο και τις κολοκύθες.
είναι η αντίσταση μου στα "Χριστούγεννα" της Βανδή και της Αντζυ Σαμίου aka doberman plus.

Χριστούγεννα ξανά και το Ραφάκι έκανε την εργασία της για τον Σκρούτζ στ' αγγλικά.
μετά, μου την έφερε να τη διαβάσω.
την άκουσα προσεκτικά, μ' άρεσε πολύ και της έδωσα ένα μεγάλο φιλί.
ικανοποιημένη έφευγε χοροπηδηχτά απ' το δωμάτιο, όταν κάτι θυμήθηκα και τη φώναξα:
-βρε μωρό, για έλα λίγο να σου πω.
ήρθε κοντά μου λαχανιασμένη
-σου άρεσε η ιστορία του Σκρουτζ;
-πολύ μαμά!
-χαίρομαι μωρό μου, χαίρομαι!
-και μαμά, ξέρεις γιατί τα φαντάσματα πήγαν στο σπίτι του;
-για πες μου, γιατί λες εσύ;
-γιατί ήταν πολύ παλιό. αχούρι!

προσπαθώντας να μπω στο πνεύμα οικονομίας των ημερών, απαγόρευσα στην Ελένη να φτιάχνει καινούρια φαγητά, προτού καταναλώσει όλ' αυτά, που αφήνει στο ψυγείο καθημερινά.

-κατάλαβες; τέρμα! κι όταν λέμε "τέρμα" εννοούμε "ΤΕΡΜΑ". πρώτα θα τρως ό,τι με βάζεις να σου μαγειρεύω και μετά ό,τι σ' αρέσει! δεν είμαστε υποχρεωμένοι ο πατέρας σου κι εγώ, να τρώμε μια ζωή τόνο και ρύζι και μακαρόνια και μπιφτέκια, γιατί εσένα δε σου κάνουν κέφι πια! και φαγητό ΔΕΝ ΠΕΤΑΜΕ, το ξέρεις καλά! είναι θέμα αρχής!
-μα δε σας είπα να τα πετάξετε! κάποια στιγμή θα τα φάω!
-πότε μωρέ; όταν γίνουν χαλκομανία στο πιάτο και μετά θέλουν ξυστρί για να καθαρίσουν; θα τρως ό,τι σου μαγειρεύω κι ύστερα, κάνε ό,τι θες!!
-ώχου!! καπιταλισμός!!
(κύριε Μουσολίνι, είπατε κάτι;)

Χριστούγεννα κι ο Χρόνης έπαθε ψύξη.
φοράει την κουκούλα απ' το μπουφάν του σπίτι και τριγυρίζει στα δωμάτια μ' ένα στωικό βλέμμα σαν βασανισμένη Κοκκινοσκουφίτσα.
ενίοτε η γάτα ανεβαίνει στον ώμο του και τότε οι δυο τους γίνονται μια θαυμάσια παραλλαγή των πειρατών της Καραϊβικής, όπου αντί για μπαντάνα ο πειρατής φοράει κουκούλα κι αντί για παπαγάλο έχει στον ώμο μια γάτα.

Χριστούγεννα και ο καιρός είναι -κλασσικά- ζεστός.
το πρωί πετάμε τα σκεπάσματα σ' ένα σπίτι που βράζει -τα καλοριφέρ καλά κρατούν απ' τις έξι το χάραμα- ανοίγουμε τα παράθυρα να μπει φρέσκος αέρας κι ετοιμαζόμαστε για το σχολείο.
στο δρόμο κρατώ το Ραφάκι απ' το χέρι και μετράμε τις μέρες που απομένουν μέχρι να κλείσουν τα σχολεία: πέντε, τέσσερις, τρεις μερούλες ακόμα.
μόνο;
μόνο!

Χριστούγεννα ξανά
με τον Σκρουτζ και το αχούρι του
με την ψύξη του Χρόνη και τη γκρίζα κουκούλα
με την Ελένη, που μετά τις δώδεκα, τα γιορτινά τα βράδυα εξαφανίζεται
με το Ραφάκι που ρωτά "που είναι το κάλαντο μου;" εννοώντας το ασημένιο τριγωνάκι της

Χριστούγεννα με μένα, να ρίχνω που και που κρυφές ματιές στον ουρανό, μήπως δω στο θαμπό του γαλάζιο τη δική μου μητέρα να μου χαμογελά, τη γιαγιά να μας κουνά το χέρι, τον παππού να θυμώνει -ακόμα- με όλα..

Χριστούγεννα ξανά
κι αγαπημένα, όπως πάντα,

ξανά..

Η κρίση στη ζωή μας

μέρες που είναι, δεν είναι σωστό να γκρινιάζω και να μουρμουράω, αλλά, σαν βλέπω τα παράλογα, τι άλλο μπορώ να κάνω;

φωτάκια στη γειτονιά μας δεν έχουμε πια να στολίζουν μπαλκόνια, παρά ελάχιστα.
ποιος έχει -αν όχι τα χρήματα- έστω τη διάθεση να τ' ανάψει;

σαν δώρα Χριστουγέννων -διάβασα- ο κόσμος ετοιμάζεται τόσο να προσφέρει, όσο και να λάβει, τρόφιμα.
δεν είναι κακή ιδέα: θα μπορούσαν μερικοί να βγάλουν την πουτίγκα που έχουν στον εγκέφαλο και να τη δωρίσουν κάπου. έτσι τουλάχιστον, θα πιάσει τόπο και θα πάψει να ταλαιπωρεί εμάς τους υπόλοιπους.

"οι Ελληνες δεν μπορούν πια να ζουν όπως ζούσαν" είπε κάποιος μεγάλος, ούτε που θυμάμαι ποιος και μόλις τ' άκουσα μελαγχόλησα.

σταμάτησαν οι μεσοβδομαδιάτικες μας βόλτες στο αεροδρόμιο, να σκοτεινιάζει και να βλέπω την Αθήνα από ψηλά, τα φώτα στην Αττική Οδό να γίνονται πορτοκαλί κι ο Bruce Springsteen να τραγουδάει για τους δρόμους της Philadelphia:
black and whispering as the rain
on the streets of Philadelphia..

σταμάτησαν τα μικρά δωράκια, αυτά που έκαναν τα κορίτσια να ξετυλίγουν το περιτύλιγμα ανυπόμονα και να εκστασιάζονται "τι όμορφοοοο!!"

σταμάτησαν κι οι σύντομες εκδρομές -κρατήσαμε μόνο τις Κυριακάτικες μας βόλτες στην Ανάβυσσο.

το Ραφάκι τις δυο τελευταίες ώρες στο σχολείο κρυώνει.
το καλοριφέρ λειτουργεί από τις οκτώ μέχρι τις έντεκα, μετά κλείνει.
έτσι, τα παιδάκια φοράνε τα μπουφάν τους και κάθονται στα θρανία ν' ακούσουν το μάθημα.
κανείς δεν κρυώνει πια με τα μπουφάν.
ούτε στο σώμα, ούτε όμως και στην καρδιά.

εξήγησα στο Ραφάκι πως οι καιροί είναι δύσκολοι και πως η διεύθυνση του σχολείου κάνει ό,τι μπορεί για να βοηθήσει την κατάσταση κι έτσι δεν κρυώνει πια ούτε η καρδιά του Ραφακίου.
το αντίθετο: ζεσταίνεται, γιατί μαθαίνει από μικρή να αγωνίζεται για το καλό, να συμμετέχει όπου μπορεί, έτσι ώστε μεγαλώνοντας να μη γίνει ένας ανεύθυνος και εγωκεντρικός πολίτης.

η Ελένη ψάχνει για δεύτερη δουλειά -η πρώτη είναι μερικής απασχόλησης.

οι γάτες κουνάνε τα μουστάκια τους και μας ενθαρρύνουν "μπόρα είναι θα περάσει, γγγρρρρρ"

και μόλις σήμερα το πρωί, καθώς ετοιμαζόταν η Ραφαηλία να πάει σχολείο, σταμάτησε και κοίταξε την ανοικτή τηλεόραση: στο δελτίο ειδήσεων έπαιζαν τα χτεσινά γεγονότα.
όρθια και με την προσοχή της στο έπακρον, άκουσε όλο το ρεπορτάζ και μετά, γύρισε και μου είπε σοβαρή:

"όταν μεγαλώσω, θα πηγαίνω κι εγώ στις πορείες και θα φωνάζω όπως στη στάση του Νίκα"

κι από κει κι ύστερα, δεν χρειαστήκαμε τίποτα άλλο, που να μας κάνει να χαμογελάμε όλη μέρα.
να μας φτιάχνει τη μέρα

και τη ζωή επίσης..

Σάββατο του χειμώνα

κρύο, κρύο, κρύο. καιρός ήταν.

το Ραφάκι φόρεσε Χριστουγεννιάτικες κάλτσες κι άρχισε να βολτάρει στην καρδιά μας ξυπόλητο.
η Ελένη είδε το χιόνι κι ανατρίχιασε: το καλοκαίρι της βρισκόταν έτη φωτός μακριά.
ο Χρόνης χαμογέλασε "παγωνιά", έβαλε ένα ελαφρύ μπουφάν και βγήκε έξω.
κι εγώ αποφάσισα να κόψω τα μαλλιά μου πολύ κοντά και ν' αγοράσω καινούριο τηλέφωνο.

το Σαββατοκύριακο του κρύου, του Δεκέμβρη, του χαμόγελου
το δικό μας Σαββατοκύριακο,
ήρθε.

με μουσική
με παλιές ταινίες
-με τον Ιωάννη τον βίαιο (ξανά)
με τις γάτες να κρυώνουν
με το week end του Godard να μας θυμίζει την Αλκυονίδα, το Αστυ και το δικό μας Παλλάς
με την πόρτα του μπάνιου φρεσκοβαμμένη γαλάζια
με την υποψία της Δευτέρας, ακόμα πολύ μακριά.

αυτό το Σαββατοκύριακο θα μείνουμε μέσα
στην παραλία δεν θα τρέξει κανείς μας
το κύμα θα βγαίνει στην άμμο,
θα σπρώχνει τις αχιβάδες και τα κοχύλια (σρρρτ σρρρτ σρρρτ)
κι ο πύργος του ναυαγοσώστη θα υψώνεται έρημος σ' έναν ουρανό παγωμένο, γαλάζιο.

στο σπίτι θα κλείσουμε τα παντζούρια όταν η ώρα θα είναι πια περασμένη

κι όταν οι μπάλες του δέντρου καθρεφτίσουν το Ραφάκι να χαμογελά στον ύπνο του
και την Ελένη να ψιθυρίζει στο τηλέφωνο ασυναίρετα "σ' αγαπάω"

κι όταν το κλειδί γυρίσει δυο φορές στην κλειδαριά
και κρεμαστεί δίπλα στο ελαφρύ μπουφάν του Χρόνη, ταλαντευόμενο

τότε θα ξέρω, πως για μια ακόμα φορά στολίσαμε το Δέντρο της Καρδιάς μας.

κι η μέρα ήταν Σάββατο
και το σπίτι μας ζεστό..

Σαββατιάτικη βόλτα

να σηκωθώ να φτιάξω λουκουμάδες με μέλι και κανέλα, να μου περάσουν όλα..

φυσούσε πολύ στη θάλασσα. τόσο, που δεν μπορούσαμε να προχωρήσουμε ούτε δύο μέτρα πάνω στη βρεμένη άμμο.
κανείς στην παραλία, εκτός απ' τους ιστιοπλόους: παράδειγμα πείσματος.
τα κύματα τους πετούσαν έξω, όμως αυτοί, αποφασισμένοι έμπαιναν ξανά, μια έξω, μια μέσα, μονότονα όμορφα.

καθώς πηγαίναμε, τα κορίτσια τσακωνόντουσαν άγρια στο πίσω κάθισμα.
κάποια στιγμή μάλιστα, άρχισε να πέφτει και ξύλο
το Ραφάκι προσπαθούσε να δαγκώσει την Ελένη -σαν τον γάιδαρο στις πολύ κακές του- η Ελένη κόντραρε το Ραφάκι, τόσο, που λίγο ήθελα να γυρίσω να τη δαγκώσω κι εγώ.

εν τούτοις, προσπαθούσα να τις αγνοήσω, κοιτάζοντας απ' το παράθυρο την εξαίσια θέα της φουρτουνιασμένης θάλασσας και τραγουδώντας ό,τι είχα βάλει στο mp3: σκοπούς που με διακτίνιζαν στο πρώτο μου αγόρι και πόσο ανέμελα και πόσο όμορφα ήσαν όλα -τότε..

"σιγά σιγά
σιγά μωρό μου
σ' έχω κρυμμένο
θησαυρό μου
σιγά σιγά
ποτέ ξανά
πάντα σιγά.."


ο Χρόνης δίπλα μου οδηγούσε σοβαρός και συγκεντρωμένος σαν Επιθεωρητής Ορνιθοτροφείου,

πίσω μου η εμπόλεμη ζώνη
("μαμάα, με χτύπησεεε, ζαλίζομαιαιαι" η μια
"μαζέψου γιατί θα φας κι άλλες!" η άλλη)

κι εγώ τραγουδούσα "εγώ από σένα, πάντα ζητάω.." με διαλείμματα έντονων παραινέσεων: "σταματήστε, δεν σας αντέχω άλλο!"

περίμενα πολύ αυτή τη βόλτα.
είχαμε να βγούμε τρεις βδομάδες σχεδόν, και να, που όλα πήγαιναν χάλια: καυγάδες και γκρίνιες και μούτρα και ψευτοραφαηλίσια δάκρυα, φτάνει!

"δεν μπορεί, σε κάποιο παράλληλο σύμπαν, τούτη τη στιγμή είμαι ευτυχισμένη και χαρούμενη" μονολόγησα και προσπάθησα να παρηγορηθώ.

έτσι κύλησε όλο το απόγευμα.

στο γυρισμό, τα κορίτσια το μετάνοιωσαν.
ζήτησαν "συγγνώμη" κι ήθελαν να ξεκινήσουμε απ' την αρχή.
σώπαινα.

ήρθαμε σπίτι, σχεδόν σιωπηλά, μόνο στη διαδρομή ακουγόταν η μουσική της Ελένης.

η προσδοκία του Σαββατιάτικου απόγευματος,
της θάλασσας
του ηλιοβασιλέματος πάνω απ' τα λιμανάκια της Βουλιαγμένης
της αρμύρας στα τζάμια του αυτοκινήτου
έμεινε προσδοκία.

ίσως το άλλο Σάββατο να το ζήσουμε -όπως πρέπει- σωστά
ίσως
προς το παρόν, να σηκωθώ να φτιάξω λουκουμάδες με μέλι και κανέλα, να μου περάσουν όλα..