Σάββατο του χειμώνα

κρύο, κρύο, κρύο. καιρός ήταν.

το Ραφάκι φόρεσε Χριστουγεννιάτικες κάλτσες κι άρχισε να βολτάρει στην καρδιά μας ξυπόλητο.
η Ελένη είδε το χιόνι κι ανατρίχιασε: το καλοκαίρι της βρισκόταν έτη φωτός μακριά.
ο Χρόνης χαμογέλασε "παγωνιά", έβαλε ένα ελαφρύ μπουφάν και βγήκε έξω.
κι εγώ αποφάσισα να κόψω τα μαλλιά μου πολύ κοντά και ν' αγοράσω καινούριο τηλέφωνο.

το Σαββατοκύριακο του κρύου, του Δεκέμβρη, του χαμόγελου
το δικό μας Σαββατοκύριακο,
ήρθε.

με μουσική
με παλιές ταινίες
-με τον Ιωάννη τον βίαιο (ξανά)
με τις γάτες να κρυώνουν
με το week end του Godard να μας θυμίζει την Αλκυονίδα, το Αστυ και το δικό μας Παλλάς
με την πόρτα του μπάνιου φρεσκοβαμμένη γαλάζια
με την υποψία της Δευτέρας, ακόμα πολύ μακριά.

αυτό το Σαββατοκύριακο θα μείνουμε μέσα
στην παραλία δεν θα τρέξει κανείς μας
το κύμα θα βγαίνει στην άμμο,
θα σπρώχνει τις αχιβάδες και τα κοχύλια (σρρρτ σρρρτ σρρρτ)
κι ο πύργος του ναυαγοσώστη θα υψώνεται έρημος σ' έναν ουρανό παγωμένο, γαλάζιο.

στο σπίτι θα κλείσουμε τα παντζούρια όταν η ώρα θα είναι πια περασμένη

κι όταν οι μπάλες του δέντρου καθρεφτίσουν το Ραφάκι να χαμογελά στον ύπνο του
και την Ελένη να ψιθυρίζει στο τηλέφωνο ασυναίρετα "σ' αγαπάω"

κι όταν το κλειδί γυρίσει δυο φορές στην κλειδαριά
και κρεμαστεί δίπλα στο ελαφρύ μπουφάν του Χρόνη, ταλαντευόμενο

τότε θα ξέρω, πως για μια ακόμα φορά στολίσαμε το Δέντρο της Καρδιάς μας.

κι η μέρα ήταν Σάββατο
και το σπίτι μας ζεστό..