Καθημερινά

έχω ακόμα ένα βροχερό wallpaper στον υπολογιστή μου -αν κι η άνοιξη έχει μπει στη ζωή μας πια
έστω κι αθόρυβα
χαιρετώ τους ανθρώπους που κάνουν πως δεν με βλέπουν -έχω βάλει τον αυτόματο πιλότο στην ευγένεια
ανεβαίνω τους ορόφους για το σπίτι καθημερινά με τα πόδια, χωρίς να λαχανιάζω -άσκηση
ακούω μουσική
βλέπω πολλές ταινίες
μαθαίνω κάτι καινούριο κάθε μέρα

("μαμά, μαμά, να σου πω κάτι που δεν ξέρεις;"
"για πες.."
"λοιπόν, το καλοκαίρι, μερικά ψάρια στην Καλιφόρνια, βγαίνουν από τη θάλασσα με τη θέληση τους, για να ζευγαρώσουν"
"τι να κάνουν;"
"να ζευγαρώσουν!"
"ξέρεις τι σημαίνει "ζευγαρώνω";"
"μμμ.. κάνουν παιδί ή αφήνουν τ' αυγό τους")

γελάω με τα ίδια αστεία
βλέπω τις ταινίες που ξεχωρίζω με τον Χρόνη

("τη λατρεύω σου λέω! πρέπει οπωσδήποτε να τη δούμε και μαζί!"
"ποια είναι;"
"everything is illuminated" του Liev Schreiber"
"καλή;"
"εμ, για να τη λατρεύω..")

κυνηγάω την Ελένη

("τι ώρα θα γυρίσεις παιδί μου;"
"μαμά, Παρασκευή είναι!"
"δε σε ρώτησα τι μέρα είναι παιδί μου.. τι ώρα θα γυρίσεις ρώτησα"
"ε, νωρίς"
"κι όταν λέμε "νωρίς";;;"
"ε, κατά τις τρείς;")

σιγοτραγουδάω, αφήνω να με καταπιέζει η Νέλλυ, χάνομαι στις σειρές μου, σηκώνω το Ραφάκι στην αγκαλιά μου, τρομάζω την Ελένη "μπαμ!", μιλάω με τη φίλη μου στο τηλέφωνο ώρες, τσακώνομαι με τον αδερφό μου που έχει πάντα κλειστό το κινητό
και είμαι εντάξει.

κάτι παραπάνω από εντάξει.

κι αυτό,
είναι κάτι παραπάνω από αρκετό..

Ισημερία


αυτή η εξομολόγηση γράφτηκε καιρό πριν: στην τότε επέτειο της Ισημερίας.
δε νομίζω να γράψω κάτι άλλο, διαφορετικό, ακόμα κι αν περάσουν πολλές επέτειοι.
άλλωστε, δεν θα μπορούσα να διατυπώσω καλύτερα αυτό που σημαίνει για μένα η Ισημερία.
αλλάζει μόνο ο αριθμός του κάθε χρόνου που περνάει.
όλα τα υπόλοιπα μένουν τα ίδια.
ακριβώς..


έχω μιλήσει ξανά για την Ισημερία και το λόγο ύπαρξης της.

έχω πει πως ό,τι γράφω εδώ, σε τούτο το ημερολόγιο, βγαίνει κατευθείαν απ' την καρδιά μου, χωρίς φίλτρο, χωρίς σκέψη σχεδόν.

μιλώ για το (πάντα ζωντανό) παρελθόν, για το παρόν, για τα όνειρα που προσδοκούμε, για τις ελπίδες μας.

μιλώ για τον καιρό που ήμουν πολύ νέα, για τον καιρό που ο Χρόνης κι εγώ ήμασταν παιδιά σχεδόν, όπου μόνη μας έννοια ήταν η εκδρομή του Σαββατοκύριακου κι οι διακοπές του Αυγούστου.

μιλώ για τα χρόνια που περάσαμε προτού έρθουν τα δικά μας παιδιά στη ζωή, αλλά και γι' αυτά που μας ολοκλήρωσαν, όταν γίναμε γονείς.

όμως πιο πολύ μιλώ, για τις μέρες τις σημερινές.
γι' αυτά που ζούμε τώρα.
τα καθημερινά.

όταν έφυγε η μητέρα μου, για χρόνια ολόκληρα κάθε φορά που η έλλειψη της γινόταν αβάσταχτη, πήγαινα στη μεγάλη ντουλάπα όπου ακόμα κρέμονταν τα ρούχα της τακτικά και με τ' άρωμα της τυλιγμένα, άνοιγα την πόρτα και χωνόμουν μέσα.

έτσι, η μαμά μου μ' αγκάλιαζε και με παρηγορούσε.

αυτό ακριβώς είναι η δική μου Ισημερία: μια αγκαλιά που τυλίγει και διακτινίζει άμεσα στο παρελθόν, μια αγκαλιά αγαπημένη.

όταν κάποτε έρθει η στιγμή που ο Χρόνης κι εγώ, θα φύγουμε απ' αυτή τη ζωή, τα κορίτσια θα διαβάζουν για την εποχή όπου όλα ήσαν εύκολα, όπου όλα ήσαν σωστά και κυλούσαν όπως πρέπει κι ας διαμαρτύρονταν "ε, μα δεν αντέχω άλλο!"

θα θυμούνται την εποχή που άνοιγαν την πόρτα του σπιτιού και μέσα βρισκόταν πάντα ο μπαμπάς κι η μαμά, τα παιδικά χρόνια, τις Κυριακάτικες εκδρομές, τα πρώτα ποδήλατα, το πως αργά την Ανοιξη, ο πατέρας τις μάθαινε βουτιές και μακροβούτια στην παραλία της Αναβύσσου και πως η μητέρα καθόταν ώρες στην παραλία της Αίγινας με το βιβλίο στα χέρια και ένα φλυτζάνι ζεστό καφέ το κατακαλόκαιρο.

κι όποτε ξεφυλλίζουν τη δική μας Ισημερία, το παρελθόν θα γίνεται παρόν και το τότε, σήμερα.

όπως ακριβώς γινόταν όταν χρόνια πριν, άνοιγα τη μεγάλη, ξύλινη ντουλάπα της μαμάς μου και χωνόμουν δίχως δεύτερη σκέψη στην αγκαλιά της.

κι από όπου κι αν βρίσκομαι θα χαμογελώ μεσ' απ' τις γαλάζιες σελίδες της,

όπως ακριβώς πρωτοχαμογέλασα όταν έκανα την πρώτη μου ανάρτηση εδώ:

σαν σήμερα, πριν από τέσσερα κιόλας χρόνια...

Και η Πέγκυ Ζήνα λέει ωραία τραγούδια


με τα πυρηνικά να χτυπούν, αν όχι τη διπλανή, τουλάχιστον την παραδιπλανή μας πόρτα,
μ' ένα κράτος υπό διάλυση,
με μια τηλεόραση σε πλήρη παρακμή,
με τον Νομάρχη-Ζορρό να βγάζει πύρινους λόγους σε όλες ανεξαιρέτως τις πρωινές ενημερωτικές εκπομπές,
με γνωστούς και φίλους είτε να απολύονται, είτε να μειώνονται δραματικά οι ώρες εργασίας τους,
με την Ελένη να δουλεύει part time και να ψάχνει και γι' άλλη δουλειά- συμπληρωματική
με όλ' αυτά που γίνονται, μ' όλα που θα γίνονται, μ' όλα που παρακολουθούμε ασθμαίνοντας σχεδόν,
έφτιαξα τον δικό μου κόσμο όπου μπορώ ν' ανασαίνω ελεύθερα.

έτσι, βλέπω ταινίες ολημερίς κι ολονυχτίς:
Cohen και Schreiber και Frank Oz,
λίγο Nolan, πολύ Hitchcock, Ridley Scott
αλλά και Capra, να ισιώνω τις ρυτίδες της καρδιάς
και Bergman για τα δύσκολα

κι άλλους, που έβαλαν το μεράκι τους σε ένα φιλμ κι αυτό απογειώθηκε
κι άλλους, που βρέθηκαν κατά λάθος με μια κάμερα στα χέρια και με την έμπνευση στα πόδια.

κι αυτός ο κόσμος των ταινιών, με οδήγησε στον άλλο, των soundtracks: στις καθημερινές μου διαδρομές ν' ακούω μόνο τη μουσική των έργων που βλέπω.

ανακαλύπτω ένα άλλο είδος που ως τώρα δεν το είχα συναντήσει, όπως τους Gogol Bordello
ή θυμάμαι ξανά, το νοσταλγικό Swing και τη Jazz Bosa Nova.

περπατώντας στο δρόμο, ακούω "Start Wearing Purple" και χαμογελώ,
ακούω "Blues Brothers" και ξεχνώ, πως ζω σ' έναν κόσμο που παραπαίει
δίνω το ένα μου ακουστικό στο Ραφάκι να μοιραστούμε "Mas Que Nada" και "The Girl From Ipanema"
-όταν γυρίζουμε σπίτι, το Ραφάκι τρέχει μέσα ν' αφήσει τη σχολική τσάντα, εγώ κλείνω το mp3 και μαζεύω προσεκτικά τα ακουστικά και τότε, η μουσική απλώνεται σαν περιπλοκάδα παντού.

από τη στιγμή εκείνη, ο,τιδήποτε κι αν ακούσουμε μας φαίνεται όμορφο
όλα γίνονται φωτεινότερα
όλα είναι μουσική

και το Ραφάκι γελάει
και η Ελένη την αγκαλιάζει

κι η παραδιπλανή πόρτα κλείνει
κι ο κόσμος όλος σταματάει να παραπατά

τουλάχιστον μέχρι την επόμενη μέρα
(με μικρές ανάσες την κάθε φορά)
...............................................

Ευτυχώς


είναι η μέρα που το Ραφάκι πρέπει να φάει κοτόπουλο.
το κοτόπουλο το σιχαίνεται, αλλά δεν με απασχολεί διόλου, καθότι δεν δικαιούται να σιχαίνεται το κοτόπουλο, στους χαλεπούς καιρούς που ζούμε.
δέχτηκα την επανάσταση απέναντι στο κουάκερ και στον τραχανά, αλλά στο κοτόπουλο πάτησα πόδι "θα το φας!"

ευτυχώς, το 'χει εμπεδώσει πια κι έτσι δεν φέρνει καμμία αντίρρηση όταν βλέπει να της το σερβίρω, είτε ψητό, είτε βραστό, είτε κοκκινιστό ή λεμονάτο.

σε ανταπόδοση κι εγώ, την αφήνω να τρώει μπροστά στον υπολογιστή της: μια μπουκιά απ' τη μια, μια κίνηση στο Barbie Fashion απ' την άλλη.

της έχω βάλει λοιπόν το δίσκο με το φαγητό στο γραφείο της κι έχει περάσει μια ώρα σχεδόν, αλλά αυτή, ακόμα μασουλάει.
πλησιάζω αθόρυβα, την κοιτάζω που μηρυκάζει και φεύγω ξανά.

μετά, από καμμιά δεκαριά πηγαινέλα, μπαίνω στο δωμάτιο και την κατακεραυνώνω με βλέμμα βαρύ κι ασήκωτο.
το Ραφάκι, κάνει ότι τρώει βιαστικά και παριστάνει ότι δεν μ' έχει δει.

πηγαίνω ακριβώς μπροστά της, περιμένω να σηκώσει τα μάτια να με δει, κι όταν το κάνει της λέω σοβαρά σοβαρά -με σκοπό να την ταρακουνήσω:

"βλέπω ότι αργείς, αλλά δεν ανακατεύομαι στη ζωή σου"

(αυτή η αποστασιοποίηση μου, έχω ανακαλύψει τελευταία, ότι δεν της αρέσει διόλου.
την κάνει να νιώθει περίεργα και -με μεγάλη μου ντροπή- ομολογώ, πως είναι ένας εξαιρετικός τρόπος χειραγώγησης, όταν δεν πιάνει τίποτ' άλλο)

το Ραφάκι σταματάει να τρώει, σκέφτεται αυτό που μόλις της είπα, με κοιτάζει και λέει:

"ευτυχώς, γιατί θα σου ανεβεί το ζάχαρο!"
...................................................................

Η (δική μας) Καθαρά Δευτέρα


καλή Σαρακοστή ευχήθηκα; δεν ευχήθηκα!
καλή Σαρακοστή λοιπόν!

χτες, Καθαρή Δευτέρα, εμείς δεν πετάξαμε αετό.
χτες, Καθαρή Δευτέρα, ο Χρόνης και τα κορίτσια, έβγαλαν ανθούς και φύλλα κι άπλωσαν ρίζες μες τη γη, μπροστά στις οθόνες των υπολογιστών τους κι εγώ, έγκωσα στις αστυνομικές ταινίες και στο δεύτερο alien(s) του Cameron.

γκρίζος ο καιρός και το κρύο πολύ, που ν' ανεβαίνεις στο βουνό, παρ' όλες τις παραινέσεις του Ραφακίου "παιδιά, πάμε; πάμε;"
έβλεπα τα σύννεφα απ' το παράθυρο κι ανατρίχιαζα: άσε μωρό μου να ζεστάνει λίγο και θα πετάξουμε αετό.. πρέπει να είναι ντε και καλά, καθαρή Δευτέρα;
και παρηγοριόταν το Ραφάκι και ζωγράφιζε αετούς και ουρανούς, πρώτα στο χαρτί και μετά στον υπολογιστή.

αργά το απόγευμα, μετά το φεστιβάλ ταινιών που κράτησε ώρες, πήγα στα κορίτσια.
"βρε Ελενάκι" είπα στη μεγάλη "τι λες για τα βραχιολάκια ενέργειας; κάνουν τίποτα;"
(έτοιμη ήμουν να αγοράσω ένα επί τόπου).

"βλακείες" απάντησε το Ελενάκι απαξιωτικά
"πως βλακείες!" αντέδρασα "εδώ ένα τέτοιο βραχιολάκι φόραγε κι ο Γιώργος, όταν έτρεξε στον Μαραθώνιο!"
"ποιος Γιώργος μαμά;" πετάχτηκε το Ραφάκι
"ο Παπανδρέου"
"α.." είπε και συνέχισε να παίζει στον υπολογιστή
"τι "α" βρε; ξέρεις ποιος είναι ο Γιώργος Παπανδρέου;"
"όχι. ποιος είναι;"
"ο πρωθυπουργός!"
"α..."
"άντε πάλι "α"! βρε, ξέρεις τι σημαίνει "πρωθυπουργός";"
"αμέ"
"για πες"
"είναι ένας υπουργόοοος..."
"ναιιι;"
"που μπροστά από το "υπουργός" έχει ένα "πρω"

"όχι!" πετάχτηκε η Ελένη "Ραφαηλία, είναι ένας υπουργός, που παίζει προ"
"και πίνει μπάφους" συμπλήρωσα βγαίνοντας απ' το δωμάτιο και επιλέγοντας συνειδητά άλλη ώρα για το πολιτικό μάθημα του Ραφακίου.

το βραχιολάκι τελικά δεν το αγόρασα.
βρήκα την τιμή του υπερβολική: σχεδόν 40 ευρώ, δεν είναι και λίγα.

αετό τελικά δεν πετάξαμε.
το κρύο ήταν τόσο τσουχτερό, που το "παιδιά, πάμε; πάμε;" του Ραφακίου, έμενε στο "όχι σήμερα μωρό μου".

το μάθημα περί πολιτικής της Ραφαηλίας, αναβλήθηκε επ' αόριστον.
έτσι χτες, δεν έμαθε τι είναι ο "πρωθυπουργός" όμως έμαθε απέξω κι ανακωτά τους Locomondo και το "πίνω μπάφους και παίζω προ": μου κόλλησε και το τραγουδούσα όλο το υπόλοιπο απόγευμα.

και, ναι, η χτεσινή μέρα, ήταν όμορφη, ήσυχη και χειμωνιάτικη.

μέχρι που βράδιασε και το Ελενάκι ετοιμάστηκε να βγει, ντυμένη λες κι είχαμε κατακαλόκαιρο με καύσωνα.

αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία.

προς το παρόν, εύχομαι, καλή Σαρακοστή να έχουμε και να έχετε
όλοι μας
και του χρόνου!
.................................................................

η φωτογραφία, είναι από την περσυνή Καθαρά Δευτέρα.
πάνω στο βουνό, με ήλιο και χωρίς σχεδόν να φυσά ο άνεμος, καταφέραμε και πετάξαμε τον αετό μας.

"πάμε παιδιά; πάμε; πάμε;"
"άντε, πάμε!"

φύγαμε..

Over the rainbow

 
ακούω "over the rainbow" κι ο ουρανός έξω είναι ο γκρίζος: της βροχής.

ακούω "over the rainbow" και θυμάμαι πως μεγάλωσα πια κι αυτή η άγνωστη που καθρεφτίζεται στο τζάμι της βιτρίνας, είμαι εγώ.

ακούω "over the rainbow" και τρέχω να μαζέψω τα απλωμένα ρούχα στο μπαλκόνι: τα σεντόνια φουσκώνουν σαν πανιά ιστιοφόρου στον άνεμο.

ακούω "over the rainbow" και νοσταλγώ αυτά που ονειρευόμουν κι επιθυμούσα όταν ήμουν παιδί.

ακούω "over the rainbow" κι ανάμεσα στα σύννεφα, ξεχωρίζει το χαμόγελο της μητέρας μου -πάντοτε ακτινοβόλο.

ακούω "over the rainbow" και ξέρω, πως κάποτε θα έρθει η στιγμή, που θα στροβιλιστούμε πάνω απ' τα σύννεφα, πάνω απ' το ουράνιο τόξο,

όπως ακριβώς το ονειρευόμασταν παιδιά

όπως ακριβώς το επιθυμούσαμε πάντα..