Οι Εραστές

"μαμάαα, να βάλω αύριο κοντομάνικο στο σχολείο;"
"θα δούμε.."
"τι θα δούμε;"
"αν κάνει ζέστη.."
"ζέστη θα κάνει σίγουρα!"
"ρώτα τον μπαμπά.."
"καλά, εσύ τι λες;"

για να την αποφύγω τραγουδάω:
"εσύ τι λες, θα γίνουμε επιτέλους εραστές;"

το Ραφάκι γελάει.

"τι γελάς καλέ; ξέρεις τι σημαίνει "εραστές";
"και βέβαια ξέρω!"
"για πες!"
"έχω δύο γνώμες"
"να τις ακούσουμε!"
"εραστές είναι αυτοί που δεν τους αρέσουν οι κάτοικοι μιας άλλης χώρας"
"αυτοί βρε είναι οι ρατσιστές! καμμία σχέση"
"καλά, τότε σίγουρα, είναι αυτοί που δεν τους αρέσει ο Δήμαρχος!!"

και τονίζει με έμφαση τη λέξη "Δήμαρχος".
πράμα, που θα 'πρεπε να με έχει ήδη προβληματίσει, γιατί εδώ και πολλά χρόνια, ο Δήμαρχος, παίζει σημαντικό ρόλο σε όλες τις άγνωστες λέξεις της Ραφαηλίας.

γελώντας της εξηγώ τι είναι οι εραστές -μια πιο ρομαντική εκδοχή της έννοιας- και αφήνω το θέμα του Δημάρχου ανοικτό.
δεν θα μπορούσα άλλωστε να στερηθώ την επόμενη παρουσία του στο ερμηνευτικό-ετυμολογικό λεξικό της Ραφαηλίας.

ούτως ή άλλως, αυτή ακριβώς είναι και η μόνη -δημαρχιακή- χρησιμότητα του..

Ελένη

..που σήμερα έχεις τα γενέθλια σου
που εικοσιένα χρόνια πριν, φώτισες τη ζωή μας μ' έναν τρόπο που ποτέ δεν περιμέναμε
που άνοιξες την πόρτα της καρδιάς μας κι αυτή δεν έκλεισε ποτέ

Ελένη, που τσακωνόμαστε
που αγαπιόμαστε
που ονειρευόμαστε παρέα

που τραγουδάμε μαζί
που με παρηγορείς όταν κλαίω
που γελάς όταν γελάω
που μ' αγκαλιάζεις όταν γυρνάς απ' τη δουλειά

Ελένη.

Χρόνια Πολλά αγαπημένο μας,
Χρόνια Ευλογημένα να έρθουν στη ζωή σου,
Χρόνια γεμάτα φως και μουσική
Χρόνια φτιαγμένα απ' τις ευχές μας

Χρόνια Καλά
Χρόνια Ευτυχισμένα,

με την αγάπη μας να σε σκεπάζει
να σε φυλάει
να σε προστατεύει
-ακόμα κι όταν εμείς,
θα 'χουμε φύγει πια..

Χρόνια σου Πολλά

Τα χαμένα κλειδιά (και μια επέτειος)

άστραψα και βρόντηξα το πρωί, όταν έμαθα πως το Ραφάκι "κάπου άφησε" τα κλειδιά του σπιτιού!
άστραψα και βρόντηξα τόσο, που ξύπνησα την Ελένη η οποία κοιμόταν τον ύπνο, όχι του δικαίου, αλλά του ξενύχτη.

το Ραφάκι έψαχνε ξυπόλητο στο γραφείο της μήπως και τα βρει,
η Ελένη διαμαρτυρόταν "βρε μαμά, τι έπαθες πρωί πρωί και φωνάζεις;"
η κουμπάρα -η οποία θα πήγαινε το παιδί στο σχολείο μιας κι εγώ θα έφευγα-  μουρμούριζε διάφορες ασυναρτησίες του τύπου "Ραφαηλία, εσύ τα είχες, δε θυμάσαι που τα έβαλες;"
κι εγώ έτοιμη να φύγω, φώναζα σαν λοχίας πότε στο Ραφάκι "αν δεν τα βρεις τα ρημαδιασμένα τα κλειδιά, κάηκες!!"
πότε στην κουμπάρα "δε σταματάς να λες βλακείες λέω 'γω;"
και πότε στην Ελένη "ό,τι θέλω θα κάνω, σπίτι μου είμαι και θα φωνάζω όποτε μου κάνει κέφι!"

το Ελενάκι αγουροξυπνημένο, με τα μαλλιά να πετάγονται προς όλες τις κατευθύνσεις, με απείλησε ότι θα φύγει από το σπίτι
εγώ την κατευόδωσα "στο καλό και να μας γράφεις!"
η Ραφαηλία μάς χάζευε και της ξαναφώναξα "εσύ ανεύθυνη, ψάχνε!"
κι η κουμπάρα συνέχιζε τις ασυναρτησίες "Μαριλένα, τα κλειδιά τα έδωσες στο παιδί προχτές, δε θυμάσαι;"

αφού άστραψα και βρόντηξα με την ψυχή μου, πήρα στα γρήγορα το mp3, τσέκαρα την τσάντα μου, φόρεσα ένα λεπτό μπουφάν κι έφυγα βιαστικά: είχα ήδη αργήσει.
λίγο μετά, πήγε και το Ραφάκι στο σχολείο.

σπίτι έμεινε η Ελένη, η οποία συνέχισε ανενόχλητη τον ύπνο του ξενύχτη παρέα με την Ακκα: δυο αδερφές ψυχές, οι οποίες αντί να κοιμούνται τα βράδυα, διασκεδάζουν, η κάθε μια με τον τρόπο της.
η Ελένη κυνηγάει μυγάκια και ρίχνει κάτω ό,τι δεν είναι κολλημένο σε τραπέζια, βιβλιοθήκες και κάθε είδους επιφάνεια και η Ακκα, άλλοτε πάει για χορό ή σινεμά, για ν' ακούσει μουσική live ή απλά βλέπει supernatural στο σπίτι.

όταν γύρισα λίγες ώρες μετά, κρατώντας μετανιωμένη μια τυρόπιτα, δώρο συμφιλίωσης με την Ελένη, πάνω στο ψυγείο, κολλημένο με μαγνητάκι, με περίμενε το σημείωμα της Ραφαηλίας.
(κλικ επάνω του, ν' ανοίξει η εικόνα)

να λοιπόν, που μερικές φορές, το να χάνει κάποιος τα κλειδιά του, δεν είναι διόλου ενοχλητικό.
ίσα - ίσα: είναι κάτι, που σε κάνει να χαμογελάς όλη την υπόλοιπη μέρα.

κι ίσως ίσως αυτό το χαμόγελο που μοιράστηκα με τον Χρόνη καθώς διαβάζαμε το Ραφαηλένιο σημείωμα, να είναι το ομορφότερο δώρο μας, για τα εικοσιτέσσερα χρόνια γάμου, που κλείνουμε μόλις σήμερα..

Ο Alban(o)

αυτές τις μέρες περιμένω μια άνοιξη, που δεν έρχεται μονίμως.
ψύχρα, συννεφιά κι ένας ήλιος, που όταν αποφασίζει να βγει, είναι πιο πολύ χειμωνιάτικος παρά καλοκαιρινός.
τα πρωινά βάζω την καρέκλα μου στο πιο φωτεινό δωμάτιο του σπιτιού, παίρνω το βιβλίο, τον καφέ και τα γυαλιά μου και διαβάζω ώρες.
συνήθως έρχεται και κάθεται δίπλα μου είτε η Νέλλυ είτε η Ακκα.

ξέρω πως ο καιρός είναι πρόσχημα για την τεμπελιά μου, αλλά είναι τόσο ωραίο και βολικό πρόσχημα, που το χρησιμοποιώ ανερυθρίαστα.

βιβλία, ταινίες και σειρές.
τι άλλο θέλει ένας άνθρωπος για να περνάει καλά;
το soundrack της κάθε μέρας ίσως;

αποφασισμένη να μάθω κάτι παραπάνω γι' αυτό το soundrack στα κορίτσια, ξεκίνησα με την Ελένη, η οποία άκουγε το felicita.
όχι το παλιό, το γνωστό με τον Al Bano και τη Romina Power, αλλά ένα καινούριο, στο οποίο ούτε καν θυμάμαι ποιος το τραγουδάει.

την έβαλα λοιπόν και κάθησε στο γραφείο της, άνοιξε τον υπολογιστή κι έγραψε στο ytube, τ' όνομα του Al Bano.

το βιντεάκι κατέβηκε, η μουσική άρχισε και καθώς ο Al Bano ξεκίνησε να τραγουδάει, η εικόνα του σ' έστελνε απευθείας στα παλιά.
εγώ, είχα πολύ συγκινηθεί καθώς θυμόμουν τις ταινίες που έβλεπα κοριτσάκι στα θερινά μ' αυτόν και τη Romina,
η Ελένη το χάζευε αδιάφορα, του τύπου  "ε, καλό είναι" κι απέχοντας ένα μόλις βήμα από το  "με δουλεύεις βρε μάνα;"
όταν μέσα στο δωμάτιο μπήκε το Ραφάκι.

καταχαρούμενο και περίεργο, όπως πάντα.

πλησιάζει, βλέπει το κλιπάκι και ρωτάει:
"τι βλέπετε;"
"ένα τραγούδι μωρό μου, ένα τραγούδι απ' τα παλιά. σ' αρέσει;"
"ωραίο είναι! αυτός ο τραγουδιστής ποιος είναι;"
"ο Al Bano"
"Albano; Αλβανός είναι;"

κι εκεί, την ώρα που η Ελένη έσκαγε στα γέλια και η Ραφαηλία πειραγμένη ανταπέδιδε, εκεί που η νοσταλγία του χτες συγκρουόταν με την πεζότητα του σήμερα, εκεί ακριβώς τελείωσε και η προσπάθεια ενημέρωσης, στα ρομαντικά τραγούδια της δικής μου εποχής.

και όχι, Ραφάκι μου, ο Al Bano δεν είναι Αλβανός
όπως και η άνοιξη που ζούμε δεν είναι ακριβώς άνοιξη,

αλλά εμένα, μου αρέσει αυτός ο  ψυχρός καιρός..
παίρνω την καρέκλα, το βιβλίο και τα γυαλιά μου
και με το πρόσχημα της συννεφιάς,
διαβάζω ώρες, στο μπροστινό δωμάτιο του σπιτιού.

και όπως λένε κι οι Ιταλοί:
senti nell'ario c'e gia
la nostra canzone d'amore che va
come un pensiero che sa
di felicita..

Στο σπίτι

ένας Ιταλός, πολύ φτωχός άνθρωπος, πήγαινε κάθε μέρα στην εκκλησία και μπροστά στο άγαλμα κάποιου συγκεκριμένου αγίου παρακαλούσε: "άγιε μου, κάνε να κερδίσω το λαχείο! σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, σε παρακαλώ! κάνε με να κερδίσω το λαχείο!"
μετά από πολύ καιρό, κάποια στιγμή το άγαλμα ζωντάνεψε και είπε στον άνθρωπο: "παιδί μου, αγόρασε κι εσύ ένα λαχείο!"

(γύρισα σπίτι. είμαι καλά και επωφελούμαι της επέμβασης μου για να τη βγάζω στο κρεββάτι, να βλέπω ταινίες και σειρές, να μη παίρνω κανενός το μέρος στους τσακωμούς, να μην κάνω δουλειές, να τεμπελιάζω, ν' ακούω μουσική, να κοιμάμαι, να χαζεύω.
εγώ, το λαχείο μου το αγόρασα)