Να φύγουμε!

να φύγουμε
να πάμε αλλού!
αύριο κιόλας!

(η επόμενη ανάρτηση από την Αίγινα.
να είστε όλοι καλά)

Σπίτι ξανά

σπίτι, σπίτι, γυρίσαμε!
δεκαπέντε μέρες έφυγαν γρήγορα, πετώντας.
δεκαπέντε μέρες με διάβασμα, με ταινίες, με σειρές, με κοντινές βόλτες, με λίγο ύπνο, με μπόλικο νερό απ' την παραπάνω πηγή, με θάλασσα, με άμμο στα μαλλιά και στα πόδια, με ζεστό καφέ για μένα, με απογευματινά παγωτά για το Ραφάκι, με απ' όλα και για τις δυο μας
δεκαπέντε μερούλες έφυγαν γρήγορα, θαρρείς πετώντας.

κάθε μέρα αμέτρητα τηλεφωνήματα στον Χρόνη και στην Ελένη.
τάισαν τις γάτες; η Πόπη τι κάνει; πότισαν τα φυτά; τους λείπουμε; τρώνε καλά; η Ελένη συνεχίζει την κατάλειψη στο δωμάτιο μου; η δουλειά πως πάει;

έπειτα, ακολουθούσαν οι παραγγελίες:
"Χρόνη, κατέβασε μου επειγόντως Nurse Jackie"
"Ελένη, μη ξεχάσεις να πάρεις τα γυαλιά μου απ' τα οπτικά"
"Χρόνη, μου παρήγγειλες το stepper;"
"Ελένη, το βιβλιάριο και στον γιατρό να μου γράψει φάρμακα"
"για πείτε μου κι οι δυο τη γνώμη σας: ν' αγοράσω καινούριο τηλέφωνο;;"

"ΟΧΙ!"
"καλά καλέ, μη φωνάζετε.."

ήταν όμορφες αυτές οι δεκαπέντε μέρες.
τ' απογεύματα κάναμε βόλτες στην παραλία.
κρατούσα το Ραφάκι απ' το χέρι και περπατούσαμε στη βρεγμένη άμμο, πότε μιλώντας για τα χρόνια που το μωρό μου ήταν όντως μωρό
-πες μου μαμά, όταν ήμουν μικρή το καροτσάκι δεν μου άρεσε καθόλου, ε;-
και πότε βρίσκοντας λύσεις σε υποθετικά σενάρια καταστροφής
-κι άμα μαμά, ξυπνήσουμε αύριο και βρέχει πάρα πολύ κι έχουν πλημμυρίσει οι δρόμοι κι η θάλασσα έχει βγει μέχρι έξω, τι θα κάνουμε;-

ήταν ξένοιαστες αυτές οι δεκαπέντε μέρες.
όλη μου η έννοια, το μεσημεριανό φαγητό του παιδιού και το fenistil για τα κουνούπια.
μετά την πίεση του χειμώνα, μετά τις εξετάσεις, μετά τον διαβήτη, την επέμβαση, το διπλό-τριπλό τσεκάρισμα της υγείας μου, μετά το άγχος, όλη μου η έννοια το τι θα φάει το Ραφάκι
-ξενοιασιά

"να φύγουμε! θα φύγουμε μωρό μου κι όλη μέρα θα κάθομαι σε μια πολυθρόνα, θα κοιτάζω τη θάλασσα κι αυτό θα μου φτάνει. μόνο αυτό: η θάλασσα κι εμείς, πολύ παραπάνω από αρκετά" έλεγα στο Ραφάκι τους τελευταίους δυο μήνες, καθημερινά σχεδόν
"και δεν θα μας λείψει τίποτα: ούτε τ' αυτοκίνητα, ούτε η φασαρία, ούτε αν θα προλάβουμε, ούτε η κάθε μέρα, τίποτα, ακούς; δεν θα μας λείψει τίποτα!"

όμως, μπαίνοντας το μεσημεράκι στο σπίτι, πριν καν προλάβω ν' ακουμπήσω τις τσάντες που κρατούσα κάτω, σε μια μόλις στιγμή κατάλαβα πόσο μου είχαν λείψει όλα: οι γάτες, η χελώνα, οι θόρυβοι του δρόμου, ο μισοσκότεινος μακρύς διάδρομος, οι σειρές των βιβλίων που απλώνονταν πάνω σε στενόμακρα ράφια κοντά στο ταβάνι, το μπλε μου δωμάτιο, το παράθυρο της κουζίνας, το planet πάνω στο πλυντήριο των ρούχων, οι σαγιονάρες της Ελένης που μ' έναν μαγικό τρόπο βρίσκονται κάθε μέρα παντού, εκτός απ' τη θέση τους,
όλα

και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, πριν προλάβει να τελειώσει αυτή η μικρούλα στιγμή, κατάλαβα, πως αυτό ακριβώς είναι που έχει τη μεγαλύτερη σημασία: η επιστροφή
η βεβαιότητα, πως γυρνώντας θα βρίσκεις την πόρτα της καρδιάς, της ανάσας, των διακοπών ανοιχτή.
έτσι, ώστε όπου κι αν πας, πάντα αυτή να είναι που θα νοσταλγείς.

άφησα την τσάντα στο πάτωμα και προχώρησα μέσα.

επιτέλους σπίτι..

Δεκαπέντε μερούλες

"το καλοκαίριιιι
μαζί πηγαίναμε
στην αμμουδιάααα
χέρι με χέρι..

βρε Ραφάκι, το ξέρεις αυτό το τραγούδι;"
"όχι. καινούριο είναι;"
"ναι, αμέ! σαν και μένα: φρέσκο-φρέσκο!"

γελάει μ' αυτό το είδος του γέλιου, που ακούγεται σα να κυλάνε δροσερά ρυάκια μια ζεστή Αυγουστιάτικη μέρα

"και δε μου λες μωρό, ξέρεις ποιος θα πηγαίνει στην αμμουδιά χέρι με χέρι;"
"ξέρω! εγώ κι εσύ"
"εγώ και συ
εσύ κι εγώ
μόνοι σ' ένα νησίιιι"

"πότε φεύγουμε μαμά;"
"μεθαύριο!"

από μεθαύριο, δεκαπέντε μερούλες.
με θάλασσα, με ήλιο, με βόλτες, με το Ραφάκι να τρώει παγωτά στην αμμουδιά, με μένα να διαβάζω ξαπλωμένη δίπλα της, μ' αυτήν να μου τραγουδάει "χτύπα τα πόδια σου Κινέζα", με αντηλιακά, με ψάθες, με σαγιονάρες..

"Χρόνη, όσο λείπουμε, να προσέχετε!"
"τι να προσέχουμε;"
"γενικώς. να προσέχετε τις γάτες, την Πόπη, το σπίτι και να ποτίζετε"
"καλά, αυτά θα τ' αναλάβει η Ελένη"

από μεθαύριο, δεκαπέντε μερούλες.
με ύπνο όσο θέλουμε τα πρωινά, με μαγιώ, με ζεστούς καφέδες για μένα, με κρύο γάλα για το Ραφάκι, με καπέλα, με γυαλιά ηλίου, με βουτιές, με "κοίτα μαμά, μπορώ και χωρίς να κρατάω τη μύτη, μού 'δειξε ο μπαμπάς!"

"Ελένη, όσο λείπουμε, κοίτα να μη χορεύεις, ε;"
"γιατί να μη χορεύω;"
"για' θα βρεις μπελά!"
"εννοείς να μη χορεύω στα κλαμπάκια;"
"εννοώ να μη χορεύεις τύπου "λείπει η γάτα.."
"ααα"

από μεθαύριο, δεκαπέντε μερούλες.
θα λείψω στη Νέλλυ πολύ! τελευταία έχει μεταλλαχθεί σε σκύλο: βρίσκεται μονίμως πίσω μου και τα βράδυα κοιμάται κουλουριασμένη δίπλα στον ώμο μου, να με αγγίζει.

"τ' είν' αυτό με τη Νέλλυ;" ρωτάω τον Χρόνη "όπου πάω με ακολουθεί! να, εγώ βλέπω τηλεόραση, αυτή κοιμάται. μόλις σηκωθώ να φύγω απ' το δωμάτιο, ξυπνάει κι έρχεται πίσω μου!"
"ε και τι σε πειράζει;"
"λες να πεθάνω και το προϊδεάζεται;"
"όλο τέτοια ωραία λες εσύ.."
"ε, μα!"

από μεθαύριο, δεκαπέντε μερούλες.

το Ραφάκι ανυπομονεί.
εγώ, κοιτάζω τη μισή οικογένεια που θα μείνει πίσω και μου φαίνεται περίεργο: πότε πρόλαβαν και μεγάλωσαν;
κι η Ελένη μα κι ο Χρόνης..

μετά, γυρίζω και κοιτάζω το Ραφάκι που τραγουδάει αφηρημένα καθώς διαλέγει τα πράματα που θα πάρει μαζί της και τη ρωτάω:

"χαίρεσαι που φεύγουμε αγάπη μου;"
"ναι μαμά μου, πολύ!"
"και ξέρεις που θα πάμε μωρό μου;"
"ναι μαμά, πως δεν ξέρω..
στο Τορλό!"

από μεθαύριο, δεκαπέντε μερούλες..

φωτεινές, γελαστές, διάφανες, αρμυρές, τεμπέλικες, μουσικές, καλοκαιρινές, έρχονται κάνοντας τον ήχο δροσερών ρυακιών που κυλάνε μια ζεστή Αυγουστιάτικη μέρα.

από μεθαύριο, δεκαπέντε..

Θα μ' άφηνες;

μπαίνω φουριόζα στο γραφείο του Χρόνη, όπου ο πιο καλός ο μαθητής διαβάζει με θαυμαστή επιμέλεια.
ξεφυσάω και τον παρατηρώ.

"πάλι διάβασμα;"
"το Σάββατο τελειώνω, υπομονή"
"ουφ. έπηξα πια. έ-πη-ξα"
"ε, κάνε υπομονή, λίγες μέρες έμειναν"
"δε μου λες, ξέρεις πόσο σ' αγαπάω και νοιάζομαι για σένα;"
"μμμμ"
"μούγκα! σ' αγαπάω τόσο πολύ, που αν ήσουν άρρωστος θα σ' άφηνα να γνωρίσεις μια άλλη, να φύγει το μυαλό σου απ' την αρρώστια!"
"εσύ; θα μ' άφηνες;"
"βέβαια! γιατί νοιάζομαι για σένα!"
"σιγά μη μ' άφηνες!"
"άκου που σου λέω. θα έλεγα, ας βρει κάποια να ξεκολλήσει απ' τη σκληρή πραγματικότητα.."
"εσύ;"
"μη μου σπας τα νεύρα "εσύ, εσύ"! ναι, εγώ!!"
"καλάαα"
"γιατί, δε με πιστεύεις;"
"όχι βέβαια"
"αχ, δεν με εκτιμάς, μετά από τόσα χρόνια δεν έχεις μάθει καν ποια είμαι, δεν ξέρεις το μεγαλείο της ψυχής μου.. δε μου λες, εσύ θα μ' άφηνες;"
"να γνωρίσεις κάποιον άλλο; όχι βέβαια!"
"είδες; είδες τι εγωιστής που είσαι;! ενώ η Αννα Βαγενά, παρακαλούσε για τον Λουκιανό όταν αυτός περνούσε σοβαρότατη αρρώστια "ας βρει μια κοπέλα να του φύγει το μυαλό απ' αυτά"
"ναι, μα ο Λουκιανός -όπως είπες- περνούσε σοβαρότατη αρρώστια"
"ε, κι εγώ τι περνάω;"
"σοβαρή αρρώστια περνάς;"
"βεβαίως"
"και ποια είν' αυτή και δεν την ξέρω;"
"ο διαβήτης!!"
"βρε άντε από κει άσε με να διαβάσω!"
"καλάααα"
"άντε!"
"καλάααα"
..............................................................

ο Χρόνης γύρισε στο διάβασμα
κι εγώ στο Lie to me.
το Ραφάκι μέσα έπαιζε
η Ελένη έλειπε στη δουλειά
οι γάτες κοιμόντουσαν
-το δικό τους πάρτυ, νύχτα αρχίζει πάντα

και καθώς έβλεπα το Lie, χαμογελούσα.

μερικές φορές, το να πειράζω τον Χρόνη, αξίζει όσο μια καλή βόλτα, όσο μια εκδρομή.

μερικές φορές, αξίζει παραπάνω..

The Beatles

"Here comes the sun, here comes the sun,
and I say it's all right.."

τραγουδάει το Ραφάκι κι ακούγεται σ' όλο το σπίτι.

"μαμάα; σ' αρέσουν οι Beatles;" φωνάζει μετά από λίγο
"πολύ!" της απαντώ σκυμμένη, συνεχίζοντας να βάζω τα πιάτα στο πλυντήριο

"ζουν ακόμα;"
"φυσικά! όχι όλοι όμως. τον Lennon για παράδειγμα, τον δολοφόνησε ένας θαυμαστής του"
"τον σκότωσε;" η φωνή της ανεβαίνει μια κλίμακα παραπάνω
"ναι μωρό μου"

"ε, δεν θα ήταν και μεγάλος θαυμαστής του τότε.."