2015 - ελπίζω


..ελπίζω σε χαμόγελα, σε πρόσωπα, ελπίζω σ’ ανώτερες ψυχές
σε καθαρά μυαλά, σε μένα, σε σένα αληθινά ελπίζω
στην αγάπη, και στης νύχτας το φεγγάρι, ελπίζω
στο χιόνι, που πέφτει μόνο του το βράδυ
στο καλό..



ελπίζοντας στη νέα χρονιά
που έρχεται..

Το όνειρο


χτες, είδα στ' όνειρο μου τον Δημήτρη.
ήταν ξαπλωμένος σε κάποιον καναπέ, με βλέμμα αφηρημένο.
πλησίασα, τον αγκάλιασα
"έλα ρε!" του είπα "νόμιζα πως πέθανες και φοβήθηκα!"

κι όπως τον αγκάλιασα
ένοιωσα το αίσθημα της αγάπης μου
δυνατό όπως πάντα
 -μα όχι σημερινό
παλιό..

έτσι όπως όταν ήμασταν παιδιά
μικρά παιδιά
μια αγάπη που σκέπαζε όλα τ' άλλα..

δεν είπε τίποτα
και γω καθόμουν δίπλα του
και τον κοιτούσα.

μετά ξύπνησα.

μετά
η απουσία..

Χριστούγεννα μεθαύριο


είδα στ' όνειρο μου πως κάπνιζα camel
κοιτούσα το πακέτο και παραμυθιαζόμουν "ένα τσιγάρο το μήνα θα κάνω"
μετά, έσβυνα ένοχα το τσιγάρο
και προσπαθούσα να ξεχάσω πως το άναψα..

Χριστούγεννα μεθαύριο
Χριστούγεννα..

camel κάπνισα ελάχιστα στη ζωή μου.
old navy για πολύ καιρό
-χρόνια ήμασταν φιλαράκια
σύντροφοι θάλεγα, τύπου Ρεμάρκ-
old navy στην τσέπη του μπουφάν
και αναπτήρας μαύρος.

Χριστούγεννα..

τώρα, ο σύντροφος τύπου Ρεμάρκ
είναι ο πονοκέφαλος.
κι αυτή η αίσθηση της απουσίας
στα πρώτα μας Χριστούγεννα
χωρίς τον αδελφό..


κι όπως θ' ανηφορίζω το γνώριμο πια δρόμο
για τον Δημήτρη
αφηρημένα
στο mp3 ν' ακούγεται η "μαρκίζα"
δίπλα να προσπερνούν τα λεωφορεία
ξέρω, πως ασυναίσθητα θα ψάχνω
στην τσέπη του μπουφάν
ένα τσιγάρο.

ένα old navy παλιό
τσαλακωμένο
θα 'χει σπασμένο φίλτρο ίσως
κομματάκια καπνού θα φεύγουν
καθώς θα τ' ανάβω
μα δε θα με νοιάζει διόλου..

Χριστούγεννα μεθαύριο

κι αυτή η γαλήνη
στα χρόνια πολλά..

Η πατρίδα μου


αυτό το φιλαράκι ο Holden, τι να κάνει; αναρωτήθηκα προχτές
και είπα στην Ελευθερία "λέω να διαβάσω ξανά το φύλακα στη σίκαλη"

-τους παλιούς φίλους, δύσκολα αποχωρίζομαι.
.............................

έβαλα τ' ακουστικά και βγήκα ν' αγοράσω καφέ.
o Johnny Cash κι ο Dylan τραγουδούσαν "girl from the north country"

"if you're traveling the north country fair
where the winds hit heavy on the borderline
remember me to one who lives there"


κι ήταν όλα σωστά: η βροχή
ο Johnny κι ο Bob
τα λερωμένα αθλητικά παπούτσια που φορούσα
ο δρόμος που γυάλιζε·

πάντως, βιάστηκα να γυρίσω σπίτι
-καταφύγιο
...............................

νιώθω πως έρχεται ο καιρός που θ' αποχαιρετήσω τον John Hurt.
το snowpiercer θα συνεχίσει να τρέχει σε μια παγωμένη γη
και η δική μου σκιά θ' αποκτήσει τη δική της σκιά -ίσως

μετά τις δεκαεννιά του καινούριου χρόνου
-ίσως
................................

"ζόρικα περνάς μωρό μου με μένα" ψιθύρισα και τράβηξα το Ραφάκι στην αγκαλιά μου.
"δεν πειράζει μαμά" χαμογέλασε και μου 'δωσε ένα φιλί.

αργότερα, όταν της είπα πως φέτος δεν θέλω να στολίσουμε
την έπιασαν τα κλάμματα.

"ο θείος δεν θα το 'θελε αυτό" παραπονέθηκε
"δίκιο έχεις αγάπη μου" αναστέναξα "εσύ, θα στολίσεις το δικό σου δωμάτιο! εντάξει;"
"εντάξει" είπε και σκούπισε τα όμορφα της μάτια.
..................................

το σπίτι μας είναι η πατρίδα μου.

ο Χρόνης που με προσέχει
το Ραφάκι που μ' αγκαλιάζει

οι συγκάτοικοι οι τετράποδοι

οι φίλοι που μαζί τους μιλώ
κι εκείνοι που διαβάζω τα νέα τους

ο Νίκος που με κάνει πάντα να γελάω

αλλά κι αυτοί που ακούω
σχεδόν νυχθημερόν:

και όλα πήγαν ρολόι, με ελάχιστο κόπο, έβαλα αυτόματο πιλότο
χτύπα εσύ, super boy, οι εχθροί μας στον τόπο, έχουμε αυτόματο πιλότο

.......................................

κρατώ την ανάσα μου και εύχομαι
να ξυπνήσω και να 'ναι είκοσι του καινούριου χρόνου.

γίνεται;

πως δε γίνεται!

Η Ελλη


..σφύριξε ο Δημήτρης, σηκώθηκε η Ελλη, μύρισε τον αέρα κι ύστερα έφυγε τρέχοντας να τον βρει.

έτσι, ο αδερφός μου δεν είναι πια μόνος.
έχει την Ελλη μαζί του πια..

Κι άλλες στιγμές..


"Ραφαηλία, να 'ρθεις να βάλεις το ποτήρι σου στο πλυντήριο! αμάν πια! χτες το πιάτο, σήμερα το ποτήρι, έναν άνθρωπο θέλεις να τρέχει, να σ' εξυπηρετεί!"
"ναι, ναι, ναι"
"τι "ναι, ναι, ναι""ναι, ναι"  κι όλα άνω κάτω τ' αφήνεις! μουλάρι!!"
"Μουλάν;;"
"όχι βρε Μουλάν! μουλάρι!!"
....................................

"Χρόνη, σού είπα τι έγινε με τη N.;"
"όχι, τι;"
"την πήρα στο κινητό προχτές, στη δουλειά"
"και;"

"και γινόταν χαμός! βιαστική φουλ! της λέω "μισό λεπτό! μην κλείνεις! θέλω να μου πεις κάτι πολύ σημαντικό!!"
λέει ψιθυριστά "έλα, πες μου τ' είναι;"
της λέω "πες μου ένα ποτάμι με πέντε γράμματα!! επείγομαι!"
κι αμέσως στο καπάκι φωνάζω "ΠΑ.ΣΟ.Κ"
μιλάμε ΤΟ γέλιο!"

"βρε, στη δουλειά της όλ' αυτά;"
"ναι, χαχχχ"

"είσαι μεγάλο νούμερο!!"
"το ξέρω.."
...................................

"..κι όλοι οι γιατροί λένε: βάζε στο πιάτο σου ένα ισοδύναμο μακαρόνια ή ρύζι ή πατάτες ή ψωμί! προς τι όλα αυτά τα άχρηστα; τι προσφέρουν, μου λες;"
"υδατάνθρακες Μαριλένα! πρέπει να τρως και υδατάνθρακες"
"ωραία. γιατί τότε δε λένε "τρώγε βρώμη"; η βρώμη, το κουάκερ δεν είναι υδατάνθρακες;"
"προφανώς σε λίγους αρέσουν. οπότε ο γιατρός προτείνει τροφές που όχι μόνο προσφέρουν, αλλά αρέσουν κιόλας!"
"μπααα.. σιγά μην είν' αυτό! εγώ σού λέω πως είναι κυβερνητική συνομωσία! σχέδιο, xfiles και τέτοια!!"
....................................

"μαμά, ξέρεις την ιστορία με το "μη ταράττετε τους κύκλους μου";
"τι λες βρε;"
"αυτή την ιστορία, που ήταν κάποιος κι έφτιαχνε κύκλους και μπήκαν στο δωμάτιο κάποιοι να τον σκοτώσουν, αλλά αυτός το χαβά του;"
"Ραφαηλία, εγκεφαλικό θα πάθω μ' αυτά που ακούω!"
"λοιπόν, μόλις μας το 'πε ο καθηγητής, τ' αγόρια άρχισαν όλα να γελάνε. ξέρεις γιατί;"
"γιατί;"
"γιατί άαλλο κατάλαβαν! νόμιζαν οι κύκλοι πως είναι τ' .."
"σταμάτα! κατάλαβα!"

...............................................

και να κι ο διάλογος με το Ελενάκι
aka
μάνα, στο κινητό δεν έμαθες σωστά να γράφεις
μάθε τουλάχιστον
πως
να μιλάς...

.......................................................................
δεν μπορώ ν' αντισταθώ στον πειρασμό να υμνήσω αυτό το εξαιρετικό πληκτρολόγιο, το οποίο έχει ανακαλυφθεί για τους τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας σαν και μένα. 
έχει έξοχη ανταπόκριση στη φωνητική πληκτρολόγηση όπερ σημαίνει: μιλάς κι αυτό γράφει.  
αρκεί η προφορά σου να είναι άψογη όταν χρησιμοποιείς ξένες γλώσσες. έτσι που τα φιλιά (kisses) να μη στα γράφει "κύλησες". πόσο μάλλον "λυσσάρες"..

Τα γενέθλια


"μαμά, χτες πήγαμε με τα παιδιά σ' ένα εμπορικό κέντρο, σαν το δικό μας το mall.
περνούσαμε από παιχνιδάδικα, από πολλά μαγαζιά, η Μαριλέττα σημασία δεν έδινε.
περνάμε κι από ένα μαγαζί σαν τον Γερμανό και να τη δεις, σηκώνεται από το καρότσι, έτοιμη να κατέβει!  "να, να!" έλεγε κι έδειχνε τη βιτρίνα! τρελάθηκε σου λέω!"

"εμ.. σε ποιον να μοιάσει το μωρό παιδί μου; σε ποιον;"
"κι ο Νικόλας αυτό είπε "ίδια η μάνα σου είναι!"
..............................

σαν σήμερα πριν δύο -κιόλας- χρόνια
στη ζωή μας ήρθε
το πρώτο μας εγγόνι..

η αγάπη, η ευλογία
ο λόγος που ξανά
χαμογελάμε..

στη δική μας Μαριλέττα
στη μικρούλα μας που έχει κιόλας χαρακτήρα!

σ' αυτό το πλασματάκι, που ίδια η γιαγιά της είναι :)
(17 νοέμβρη γεννήθηκε εξάλλου)

στέλνουμε την ευχή μας
και όλες τις ευχές του κόσμου
όλες!

ευλογημένη
γερή
χαρούμενη να είναι

να αγαπάει
να αγαπιέται
να αγαπήσει
ν' αγαπηθεί

και πάνω απ' όλα
στο δρόμο του Θεού
πάντοτε να πορεύεται!
....................................

αγάπη μου
ολόκαρδα
ολόψυχα
ευχόμαστε:

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!

Χρόνια τριάντα


τη μια στιγμή ζούμε στη λάμψη της νιότης
και σχέδια για τη ζωή μας κάνουμε
γελάμε
ερωτευόμαστε
ανασαίνουμε

με του άλλου την ανάσα
ζούμε..

την άλλη
ξυπνάμε μαζί
κι έχουμε πια παιδιά κι εγγόνια
κι έχουν περάσει κιόλας
χρόνια
τριάντα..

σαν σήμερα

-μια νοσταλγία
γι' αυτό που υπήρξαμε
μέσα στη λάμψη
της νιότης-

κι αυτή είναι η διαδρομή μας

κι αυτή η ζωή μας
όλη..

Το Καλοκαίρι του Νοέμβρη


καλοκαίρι στο κέντρο της Αθήνας
καλοκαίρι στην καρδιά
κι εγώ
στα παλιά να γυρίζω
να χάνομαι.

διαβάζω ξανά Λυμπεράκη και Dickens
ακούω ακόμα Παυλάκη και Django
την κάθε ευλογημένη μέρα: the show must go on
από τον Freddie

ενώ περιμένω τα σύννεφα
που πάντοτε έρχονται
όποτε η Τζοκόντα χαμογελά·
στην Αθήνα του Μάνου.

καλοκαίρι στην Αιόλου
καλοκαίρι στην καρδιά
-κι έξω Νοέμβρης

ακόμα εφηβεία
κι ας έχω μεγαλώσει πια
πολύ..

 μιλώ για τον Δημήτρη στον ενεστώτα
-αφού πάντα κοντά μας βρίσκεται-


 μιλώ για τα ασπρόμαυρα χρόνια της Αίγινας
βλέποντας τις φωτογραφίες που στέλνει ο Pompeo

για τα πολύχρωμα που έρχονται
βλέποντας τις φωτογραφίες που στέλνει το Ελενάκι
να! τα μωρά χαμογελάνε στο φακό..

να! το δικό μου το μωρό, με μαύρα γυαλιά στο κρεββάτι
-πως πέρασαν τα χρόνια-


πόσο περνούν τα χρόνια
γρήγορα..

πότε Αυγουστιάτικο πρωινό ήταν στη Σίφνο
με αλμυρά φιλιά

και μ' ένα μαύρο zippo

και πότε απόγευμα, λιγάκι λυπημένο
στο Παγκράτι
............

σκοτεινιάζει νωρίς
ακόμα Νοέμβρης.

καλοκαίρι στην Αθήνα
καλοκαίρι στην καρδιά
-μιλώ για τον Δημήτρη στον ενεστώτα
αφού πάντα κοντά μας βρίσκεται,
έτσι αδερφέ;-

και όποτε έχω κέφια
με τη σκιά μου χορεύω

κάθε που η Τζοκόντα απλά

χαμογελά..


Κι άλλο fb μάστορα;


βλέπω κορίτσια της ηλικίας μου (:P ) να φωτογραφίζονται με φιλενάδες-φιλενάδους της ιδίας ηλικίας, με χαμόγελα και σκέρτσα να ποζάρουν και σκέφτομαι "η νεολαία της ΕΠΟΝ.."

από τις μλκς του τουίτερ δε γλυτώνεις! τις αναπαράγουν οι φαν όπου σταθούν κι όπου βρεθούν! όπου αίφνης σε σημαδεύει αυτό το γλοιώδες, εξυπνακίστικο χιούμορ και στη ρίχνει τσακ-μπαμ εκεί που δεν το περιμένεις..

είμαι άρρωστος και γέρων και πτωχός.. στο θηλυκό όλ' αυτά.

λοιπόν, για να ξέρετε, όσοι δεν.. (ξέρετε). βρίζω! μιλάω άσχημα, ανέκαθεν δηλαδή, αλλά τελευταία παρα-μιλάω! όσοι ενοχλείστε, παρακαλώ, μη μου γράφετε (για τέτοιου είδους ανθρώπους, δεν με καίει και τόσο πολύ είναι η αλήθεια). αλλά επειδή, ένας ήταν ο Λένυ ο Βρωμόστομος και δεύτερη η αφεντιά μου, όποιος έχει θεματάκια ηθικής ή αισθητικής, ας την κάνει με ελαφρά. δεν παρεξηγούμαι, αντιθέτως κατανοώ και υπερθεματίζω!

"αν πας στο σουπερ μάρκετ πάρε μου και μένα φέτα" (Μαρία ογδοντάχρονη κουμπάρα)
"γιατί, τρως φέτα;" (εγώ)
"ναι, αμέ! αν δε φάω τυρί το βράδυ, δεν μπορώ!"
"μετά μη παραπονιέσαι για το ζάχαρο! 200 είχες χτες, το ξέχασες;"
"ε, τι να κάνω; καλύτερα να πάω χορτασμένη!! δεν θυμάμαι.. ποιος μου το 'λεγε;"
"κάνας μλκς!"
διάλογος προ δεκαπενταλέπτου

στη Litsa: δέκα; δέκα; μα ΔΕΚΑ; για να δούμε λοιπόν το πρώτο. ο αφρός των ημερών-βιαν, αρχαία σκουριά-δούκα, φύλακας στη σίκαλη-σάλιντζερ, μεγάλος μωλν-φουρνιέ, η τριλογία του τόλκιν (πιάνεται ως ένα), μεγάλες προσδοκίες-ντίκενς, ψάθινα καπέλα-λυμπεράκη, το εκκρεμές του φουκώ-έκο, περηφάνια και προκατάληψη-ώστιν, ανεμοδαρμένα ύψη-έμιλι μπροντέ (να ξέρεις, θα βρω τον μπελά μου από τους άλλους!)

"ναι Ραφαηλία, η Πηνελόπη Δέλτα αυτοκτόνησε τη μέρα που μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα. και κάποιος άλλος συγγραφέας αυτοκτόνησε, όταν τον έσπρωξαν στην ουρά για το συσίτιο. γύρισε σπίτι του και αυτοκτόνησε"
"ποιος μαμά;"
"δεν θυμάμαι.."
"googlαρε το!"
το γκουγκλάρω λοιπόν και βγαίνουν οι συγγραφείς που έχουν αυτοκτονήσει.
το Ραφάκι "κολλάει" στον Μαγιακόβσκι.
"ο Μαγιακόβσκι!"  αναφωνεί.
της δείχνω πίσω απ' το γραφείο μου τη βιβλιοθήκη και της λέω "εδώ τον έχω!"
κοιτάζει και ξανακοιτάζει απορημένα.
και μετά: "α! ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΝΝΟΕΙΣ!!"

πήρα τηλεφωνάκι τούμπανο! μ' αυτό λέω να περάσω δυο χρονάκια aka παραμυθιάζομαι

"ελπίζω σε χαμόγελα, σε πρόσωπα, ελπίζω σ’ ανώτερες ψυχές
σε καθαρά μυαλά"
α ρε Λάκη (παπαδόπουλε) σ' αγαπάω

"η ζωή είναι ωραία φιλαράκο!" είπε ο Ναζίμ
και ξάπλωσε να ξεκουραστεί



κι εγώ ακόμα αναρωτιέμαι:
βρε,
λες να 'ναι

αλήθεια;

Ο πονοκέφαλος


..με κόλλησε το Ραφάκι ίωση, με κόλλησε και σέρνομαι.

αυτή η αίσθηση της αρρώστιας

 -που ματαίως τη διατάζω "ξεκουμπίσου, έχω δουλειές που τρέχουν"-

με κάνει να κοιμάμαι φορώντας κάλτσες αθλητικές
με κάνει να σκεπάζομαι με πάπλωμα ελαφρύ
να βάζω το θερμόμετρο δις, τρις -μη πω τετράκις την ημέρα
να αγωνιώ πότε επιτέλους θα περάσει·
είπαμε: έχω δουλειές που τρέχουν.

η υπεύθυνη της αρρώστιας μου, στο δικό της πλανήτη ως συνήθως:
περιχαρής με πληροφόρησε "το καλοκαίρι θα βάψω τα μαλλιά μου μπλε!"
μου 'βαλε τις φωνές, όταν της επεσήμανα πως είναι αδύνατη και πρέπει να παχύνει
τέλος μού δήλωσε, το σάββατο θα είναι πολύ απασχολημένη
για να βοηθήσει αν τη χρειαστώ.

έδωσα τόπο στην οργή, πήρα το cold and flu μου
και κάθησα στον υπολογιστή.

"αχ... το κεφάλι μου" παραπονέθηκα,
αλλά ουδείς με άκουσε
"αχχχ...." ξαναφώναξα
και να! ο υγιής μικροβιοφορέας μπήκε με φούρια στο δωμάτιο.

"τ' είναι μαμά; τι έπαθες;"
"πονάει το κεφαλάκι μου, αχ..."

πλησίασε
με κοίταξε
έσκυψε να με δει καλύτερα
και αποφάνθηκε

"μάλλον θα σκέφτεσαι!"
.........................................

ας έχει χάρη!
ας έχει χάρη που είναι μόλις κιλά σαρανταπέντε
και τρέχει σαν ελάφι!

αλλιώς;
θα σου 'λεγα εγώ!

Εννιά -δεκαεννιά


 ρε δε με νοιάζει από που 'ρθες σου λέω
κι εμείς εδώ είμαστε περαστικοί
στον ουρανό ν' ανεβώ και να τα λέω
πάω στοίχημα πως θα 'σαι κι εκεί
                                 active member



εννιά μήνες κιόλας.
ξέρω πως όταν έρθει η ώρα μου
εσύ θα είσαι Εκεί..

αχ ρε..
αχ..

Διάφανα Φθινόπωρα


να τρέχω, να σκοντάφτω σ' αυτά που θυμάμαι και να πέφτω κάτω απ' τη νοσταλγία
-αυτά είναι τα φθινόπωρα της δικής μου ζωής.

νοσταλγώ ήδη το μέλλον
εκείνα που θα 'ρθουν και τ' άλλα που θα προσπεράσουν·

τις Χριστουγεννιάτικες κορδέλες, το κομμάτι του φτωχού της βασιλόπιτας
το Ραφάκι που μεγαλώνει
το Ραφάκι που κάθε μέρα ανοίγει τα φτερά

τις αλλοτινές Κυριακές στην Ανάβυσσο
τους φίλους που έφυγαν
τα σαρανταπέντε χρόνια της εφηβείας μου

το αγαπημένο πατρικό σπίτι -το σπίτι όλων μας πια
το ανάλαφρο τού χαμόγελου που φέρνουν οι φίλοι
το swing του παλιόφιλου του Django

τον αφρό των ημερών
τα εκκοκκιστήρια β'
το "τώρα"
-τώρα Δημήτρη ξανά πίσω δεν πρέπει να γυρίσουμε
χρέος μας είναι πια να μη γυρίσουμε-

και μιλώ στο δικό μας Δημήτρη λες κι είναι ακόμα εδώ
-όπως μιλώ στη μάνα μου-
και μιλώ για τον δικό μας Δημήτρη στον ενεστώτα
-γιατί στ' αλήθεια είναι ακόμα εδώ-

σκοντάφτω σ' αυτά που θυμάμαι και πέφτω κάτω απ' τη νοσταλγία.

κι όπως ξαπλωμένη είμαι και κοιτώ τον ουρανό
κι όπως στο γαλανό του στριφογυρίζουν
κόσμοι παλιοί που έχουν ήδη φύγει
κι όπως ψιθυριστά  "πόσο κρατάει ένα όνειρο, πόσο.."
τραγουδάω
να 'σου την η βροχή η φθινοπωρινή
να πέφτει ανάλαφρα
λες κι είναι ανοιξιάτικη

να 'σου κι ο Χρόνης να έρχεται κρατώντας
μια μαύρη ομπρέλα·
απλώνει το χέρι, με τραβά, με σηκώνει   
"όλα καλά;"
κι αγκαλιασμένοι γυρίζουμε σπίτι.
.........................................

να τρέχω, να σκοντάφτω σ' αυτά που θυμάμαι
να πέφτω κάτω απ' τη νοσταλγία
-μέλλοντος, παρελθόντος και παρόντος-
και να 'ρχεται ο Χρόνης πάντα
να με σηκώνει..

αυτά είναι τώρα τα διάφανα φθινόπωρα
της δικής μας ζωής..

Ιστορίες του νιπτήρα


καθαρίζω το μπάνιο τρίβοντας, μουρμουρίζοντας και γκρινιάζοντας για τα άλατα του νιπτήρα.
χρησιμοποιώ μια παλιά οδοντόβουρτσα για τις λεπτομέρειες, πράγμα άκρως κουραστικό και εκνευριστικό συνάμα.

στο τσακίρ κέφι, εκεί που αρχίζω να μονολογώ "που 'σουνα νιότη που 'δειχνες.." κλπ, μπαίνει το Ραφάκι.
με κοιτάζει και κάθεται στο χείλος της μπανιέρας για να με καμαρώσει καλύτερα.
με το που τη βλέπω με πιάνει μεγαλύτερη έμπνευση. αναστενάζω και συνεχίζω δυνατότερα:
"κουράστηκα! κουράζομαι μ' όλες τούτες τις δουλειές.. μεγάλωσα πια.. δεν αντέχω άλλο!"

σιωπή απ' τη μεριά της.
αδίκως περιμένω το "μη στεναχωριέσαι, εγώ θα σε βοηθήσω μαμά!".
αντιθέτως, το  καμάρι μου δε μιλάει, μόνο με κοιτάζει και μού χαμογελάει.

παίρνοντας θάρρος απ' το αστραποβόλο χαμόγελο της επαναλαμβάνω "γέρασα πια.."
τίποτα!
"γέρασα πια λέω! πόσα χρόνια θα ζήσω ακόμα;"

με κοιτάζει και ρωτά:
"πόσο είσαι;"
"πενηνταεφτά! είμαι κιόλας πενηνταεφτά!"

σκέφτεται λίγο, ξανασκέφτεται και κει που περιμένω το πολυπόθητο "μη σε νοιάζει μαμά, εγώ θα σε βοηθάω από δω και μπρος" ακούω:

"τρία χρονάκια, τα 'χεις ακόμα!"
......................................

το πιο ωραίο;
το έλεγε απολύτως σοβαρά!

τέζα η μανούλα
τέζα..

Την Παρασκευή


Παρασκευή απόγευμα και μοιάζει να 'ναι
δύο αιώνες πίσω..

κάποιες φορές αναρωτιέμαι αν μ' έφερε το Tardis ίσαμε εδώ
κι ακόμα είδηση δεν το 'χω πάρει.

όμως η καθημερινότητα έρχεται (κουκουρούκου Μυταλάκη, κουκουρούκου)
και με σκουντάει "σήκω!"
απλώνω το χέρι, τραβάω το χειρόφρενο στο snowpiercer
χαιρετώ για μια ακόμα φορά τον John Hurt  -"εγώ είμαι πια σκιά της παλιάς μου σκιάς" -
και κατεβαίνω.

το Ραφάκι περιμένει στην αποβάθρα
δίπλα της, με το χέρι περασμένο στους λεπτούς της ώμους
στέκεται ο Χρόνης·
περιμένουν
δίχως ίχνος νοσταλγίας πάνω τους.

πλησιάζω
μ' αγκαλιάζουν
κλείνω τα μάτια κι είμαι Καλά!
χαμογελάω - γελάω
-κι είμαι Καλά!

το snowpiercer φεύγει σφυρίζοντας
παίρνει μαζί του τον John Hurt  -"εγώ είμαι πια σκιά της παλιάς μου σκιάς" 

κι έρχεται μια ακόμα Παρασκευή
-μια δική μας Παρασκευή-
που μοιάζει να 'ναι πάντα

δύο αιώνες πίσω..

Φθινόπωρο κι Αθήνα


αποχαιρετήσαμε τον ουρανό της Αίγινας
-όχι δεν θα πω το "ναι"-
κι ήρθαμε Αθήνα
-χαρά της γης και της αυγής-

Αθήνα ξανά.

φθινόπωρο
ξανά.

το σπίτι μάς καλωσόρισε
σκέψου: χαμογελούσε όλη την Κυριακή.
κι ήταν αυτή η αίσθηση η γνωστή που σε τυλίγει, σε ζεσταίνει, σε κάνει να νοιώθεις καλά.
ήταν το σπίτι μας.

τρεις νύχτες στην Αθήνα.
τρεις νύχτες μακριά απ' την Αίγινα, απ' τον δικό της ουρανό, μακριά απ' τη βεράντα με το σωρό τις πευκοβελόνες, μακριά απ' τα πράσινα φύλλα της λεμονιάς, μακριά απ' τις φωτεινές νύχτες του καλοκαιριού, από τον ύπνο χωρίς όνειρα σχεδόν.

τρεις κιόλας ανάλαφρες νύχτες που κοιμόμουν - ξυπνούσα σε σύντομα χρονικά διαστήματα.

κι είδα το όνειρο:
χτυπούσαν το κουδούνι. πήγα ν' ανοίξω.
μπροστά μου στεκόταν ο Δημήτρης.
τον κοίταξα "πώς ήρθες;" ρώτησα με κομμένη ανάσα "εσύ έχεις φύγει"

φορούσε τζην και σκούρο μπλε πουκάμισο. πιο σκούρο απ' τα μάτια του, το θυμόμουν αυτό το πουκάμισο.

"δεν έφυγα. λάθος ήταν. εδώ είμαι ακόμα" είπε και πέρασε μέσα.

τον ακολούθησα. εκείνος στάθηκε στην πόρτα του μπάνιου και γω πίσω του τον κοιτούσα.
πλησίασα και σήκωσα το πουκάμισο να δω την πλάτη του, ήταν αυτός; ή μήπως έβλεπα όνειρο;
όμως ήταν ίδιος. ίδιος όπως πάντα.

"ώστε λάθος ήταν" ψιθύρισα και μ' αυτή τη φράση, ξύπνησα.
.....................

έξω βρέχει.
πρωτοβρόχια.
θα ξαπλώσω, θα διαβάσω κάποιο φιλαράκι -μάλλον Vian, μάλλον αφρό των ημερών
στα πόδια μου θα έρθει γουργουρίζοντας η Νέλλυ

θα κοιτάξω έξω
σ' ένα ακόμα φθινόπωρο

-ξανά..

Αίγινα ακόμα (με τον Stephen King και την παρέα του)


περί ebooks
κι ο λόγος που αναφέρω τον αριθμό σελίδων των διαβασμένων μου, απλός:
πως θα μπορούσα, με τους συγκεκριμένους ρυθμούς ανάγνωσης, ν' αγοράσω (σε τιμή εντύπου) έντεκα βιβλία για ένα μήνα;

 η απάντηση;
δεν θα μπορούσα.

τόσο εύκολα.
τόσο απλά.

καλή μας εβδομάδα,
καλό μας μήνα

καλό Φθινόπωρο.

Ελπίζω


"μαμά, δες! σου στέλνω φωτογραφία"

έμεινα να κοιτάζω την οθόνη:
το Ραφάκι στην κούνια να αιωρείται στον ίδιο ρυθμό που ονειρεύομαι..

"πόσο μεγάλωσες!" ψιθύρισα
και μετά δυνατά "σίγουρα θα μ' έχεις περάσει στο ύψος, ε μωρό;"
γέλασε.

ψήλωσε και μεγάλωσε όμως το γέλιο της παρέμεινε το ίδιο: ρυάκια που κατρακυλάνε μ' ασημένιο ήχο, νερό που τραγουδάει κυλώντας.

"ναι, μαμά! ουου! σ' έχω περάσειιι! θα δεις!"

θα δω, πως δε θα δω!

ετοίμασα αποσκευές.
μουσικές, ταινίες
φόρτωσα το nook με τα βιβλία του καλοκαιριού
πήρα γυαλιά: μακριά, κοντά, ηλίου
κι άρχισα να αποχαιρετώ το σπίτι
το σπίτι μας.

"ελπίζω σε χαμόγελα" είχε τραγουδήσει κάποτε ο Λάκης μαζί με τους φίλους του
"ελπίζω" σιγοτραγουδούσα σήμερα κι εγώ
ρίχνοντας στη βαλίτσα ό,τι εύρισκα μπροστά μου
-καρτ ποστάλ της περασμένης εφηβείας μου κυρίως-
ενώ κοιτούσα τη φωτογραφία της Ραφαηλίας στην κούνια.

"ελπίζω σε χαμόγελα, σε πρόσωπα, ελπίζω σ’ ανώτερες ψυχές
σε καθαρά μυαλά, σε μένα, σε σένα αληθινά ελπίζω"

κι ήταν η ελπίδα, που για άλλη μια φορά μ' έκανε να ονειρευτώ, καθώς ετοίμαζα τούτο το απομεσήμερο τις μελλοντικές μου αναμνήσεις.

άρχισα να αποχαιρετώ το σπίτι
το σπίτι μας
τον σκονισμένο δρόμο
την πόλη που αγάπησα όσο καμμιά
το quintet του Καλαντζή
τον ιούλιο που πέρασε αστραπή με το soundracks του Γρηγορέα

κι οι φευγαλέες στιγμές που περνούσαν μπροστά μου
έμοιαζαν με ταινία παλιά σε σινεμά θερινό
με κύμα αναπάντεχο σ' ακύμαντη θάλασσα -ήταν εκείνες οι στιγμές που είχα ήδη ξεχάσει..

σταματούσαν για λίγο στους ήχους του τραγουδιού
"στην αγάπη, και στης νύχτας το φεγγάρι, ελπίζω
στο χιόνι, που πέφτει μόνο του το βράδυ
στο καλό"

με κοιτούσαν,
κι ύστερα έφευγαν ξανά..

"μαμά, δες!"

"έρχομαι!"
.....................................
 
έναρξις τον Σεπτέμβριο 
-ελπίζω..

 

Χτες Κυριακή


τελευταία βλέπω γύρω μου με μια διαύγεια που νόμιζα χαμένη.
τα βράδια ακούω Bruce και "streets of Philadelphia".
αυτό λες να φταίει;
ή ο Damien "cold water surrounds me";

χτές περπάτησα οχτώ χιλιόμετρα.
με βήμα ταχύ και το mp3 στο φουλ
-να μην ακούω τίποτα απ' τους θορύβους του δρόμου.

μεσημέρι με ήλιο λαμπρό:
παγκράτι, βασιλίσσης σοφίας, πλατεία μαβίλη, αλεξάνδρας, λουκάρεως
δεκάλεπτη στάση στην πλατεία γκύζη
κι ύστερα πάλι πίσω.

με τον Παυλάκη να τραγουδάει δυνατά "στο δρόμο οι φάτσες μακρινές είναι και ξένες"
προσπέρασα στάσεις λεωφορείων
τα γρασίδια του Βενιζέλου
του παναθηναϊκού το γήπεδο

κι ήταν σαν να βόλταρα στη γέφυρα που ενώνει
παρόν και παρελθόν.
..........

αργότερα, καθισμένες στο αγαπημένο καφέ της Νίκης στην Αιόλου
κοιτούσαμε έξω απ' το παράθυρο: τα τραπεζάκια ήταν γεμάτα.
κάτω απ' τις τέντες κόσμος χαμογελούσε-γελούσε-συζητούσε
κορίτσια με καλοκαιρινά φορέματα διέσχιζαν τον πεζόδρομο
-με βήματα σχεδόν χορευτικά-
κι ο σερβιτόρος νεαρός και καλόκεφος, κουβαλούσε παγωμένα νερά και καφέδες.

κι ήταν καλά.
ήταν στ' αλήθεια καλά.

πολύ αργότερα το ίδιο βράδυ, βλέποντας "run Forrest run!"
το μυαλό μου γυρνούσε συνεχώς στη μέρα που πέρασε.
ψαχούλευα τις στιγμές με την ίδια προσοχή που κάποτε ψαχούλευα το ψάρι, για τη μικρούλα Ραφαηλία.

κι ήξερα ήδη, πως όλα τούτα θα τα θυμόμουν με το χαμόγελο της νοσταλγίας.
θα ξεχνούσα τη θλίψη
τη γκρίζα Κυριακή
του Χρόνη τα τηλεφωνήματα  "έλα! είσαι εντάξει;"

και θα θυμόμουν, το πόσο ειρηνικά χαζεύαμε τον κόσμο
που χαμογελούσε-γελούσε-συζητούσε
πίνοντας παγωμένο καφέ και νερό σ' εκείνη την πλατεία.

"αυτό που έχει σημασία στη ζωή δεν είναι τι σου συμβαίνει, αλλά τι θυμάσαι και πως το θυμάσαι"
είχε πει κάποτε το φιλαράκι ο Gabriel
και ναι, αυτό είναι που έχει

-και πάντα είχε-
σημασία

τελικά..

La pettite fille de la mer


"ακόμα έχω στο νου μου ένα κομμάτι του εαυτού μου
ανέμελο να γυρνάει σε ουρανούς να πετάει.."

ακούγεται πολλές φορές τη μέρα.

το 'χω περάσει στο κινητό -ringtone- και δεν σηκώνω το τηλέφωνο, τ' αφήνω να χτυπάει: "τι κι αν τα χρόνια περνάνε, το σώμα μου κι αν γερνάει
ακόμα μέσα μου έχω ένα παιδί που γελάει"

ρισπέκτ φίλε μου, ρισπέκτ!
-μετά στην επανάκληση, ακούω την απορία "έλα, τι έγινες;"
"δουλειές.."

καλοκαίρι πια.
στην Αθήνα του Μάνου
στην Αθήνα του Γκάτσου
"χαρά της γης και της αυγής
μικρό γαλάζιο κρίνο"

στην Αθήνα της περασμένης μας νιότης
-καλοκαίρι.

το σπίτι είναι σκοτεινό και δροσερό
οι αναμνήσεις ασπρόμαυρες.
οι ζωγραφιές των κοριτσιών στους μπλε μου τοίχους
και τα τετράγωνα επιτραπέζια χαρτομάντηλα επάνω στο γραφείο
-δώρο του Χρόνη-
κάνουν πολύχρωμη την ενήλικη μου ζωή.

"μ' άσπρα πουλιά και σύννεφα
τον ουρανό θα ντύσω"
τραγουδούσε κάποτε ο Καζαντζίδης
κι αυτό το πετάρισμα της καρδιάς στο άκουσμα της φωνής του
είναι ίδιο ακόμα και σήμερα
-στην Αθήνα του Μάνου
-στην Αθήνα του Γκάτσου
-εν τέλει, στη δική μου Αθήνα..

"καλοκαίρι και καταχνιά" του Tennessee
"ο γυάλινος κόσμος"
"το γλυκό πουλί της νιότης"
"η νύχτα της ιγκουάνα"
"ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι"
-πόσο αγαπημένο-

Tennesse λοιπόν κι ελάχιστα άλλα..

μακριά τα αστραφτερά παιχνίδια
μακριά οι συναναστροφές οι ατέλειωτες
οι νεόκοποι συγγραφείς
οι νεοέλληνες,
οι ευπώλητοι, οι απαίδευτοι
οι άμουσοι, οι έντεχνοι -μακριά.

να έχω μόνο ένα Γκάτσο
να έχω μόνο ένα Μάνο
κι έναν Tennesse

να βρίσκομαι στην πόλη μου

και θα 'μαι πάντα
Καλά

-κι αυτό το καλοκαίρι..

Μέρες στο Τολό


"αντίο Λιλιπούπολη, αντίο, αντίο
παίρνω το πατίνι μου, το άλογο, το πλοίο"
κι έτσι, πέρασαν γρήγορες οι μέρες στο Τολό.
οι ήσυχες μέρες στο Τολό.

"i'm sittin' on the dock of the bay
watchin' the tide roll away" τραγουδούσε κάποτε ο Otis Redding
κι υπήρξαν φορές που κοιτώντας τη θάλασσα, ένοιωθα ακριβώς σαν τον Otis: i'm sittin' on the dock of the bay, wastin' time.
κι ήταν τελικά αυτό που χρειαζόμουν περισσότερο απ' ο,τιδήποτε..

αυτό που δεν χρειαζόμουν, ήταν οι καυγάδες με τη Ραφαηλία.
αλλά μια βδομάδα με μια έφηβη δίχως καυγά, είναι μια ανησυχητικά περίεργη βδομάδα.
ε, η δική μας, ήταν άκρως συνηθισμένη.

με βόλτες στην παραλία
("παιδί μου, βγάλε επιτέλους τ' ακουστικά απ' τ' αυτιά σου! βόλτα κάνουμε! με τον αέρα θα μιλάω;"
"σ' ακούω μαμά, μια χαρά σ' ακούω"
"πως μπορείς; αφού μέχρι εδώ φτάνει το ντάμπα ντούμπα!"
"εγώ σ' ακούω!")

με μέιλ σε αγαπημένους φίλους:
(δεν μπορώ να το πιστέψω: η Ελένη με δυο παιδιά! και να δεις τι εξαιρετική μαμά που είναι! βέβαια είχε προπονηθεί απ' τη Ραφαηλία, η οποία μόλις με ρώτησε αν ξέρω τη Μαντόνα! αυτή νομίζει πως γεννήθηκα σε μια σπηλιά κι είχα δαυλούς για φώτα!")

με αγαπημένη μουσική στο mp3
("τι ακούς μαμά;"
"το soundrack της ζωής μας μωρό μου, το soundrack της ζωής μας")

με διάβασμα
με ταινίες
με σειρές
-σχεδόν νυχθημερόν.

και πριν το καταλάβουμε καλά καλά
-πριν ακόμα συνηθίσουμε σ' αυτή τη γοητεία της καθημερινής καλοκαιρινής πλήξης-
μας προσπέρασαν οι μέρες και "αντίο Λιλιπούπολη, αντίο, αντίο"

μαζέψαμε τις τελευταίες εικόνες απ' το Τολό
βγάλαμε την τελευταία μας φωτογραφία
ανοίξαμε για μια ακόμα φορά διάπλατα τη μπαλκονόπορτα
κι ακολουθήσαμε τον Χρόνη που ήρθε να μας πάρει.

στην επιστροφή, το Ραφάκι άκουγε μουσική τέρμα: το ντάμπα ντούμπα απ' τ' ακουστικά της, ερχόταν μέχρι το μπροστινό κάθισμα.
γύρισα και την κοίταξα: φυσούσε, το παράθυρο της κατεβασμένο μέχρι κάτω, ο αέρας έπαιρνε τα ξανθά της μαλλιά κι αυτή σιγοτραγουδούσε.
χαμογέλασα
μού χαμογέλασε κι εκείνη.
"να κλείσω το παράθυρο μαμά; σ' ενοχλεί;"
"όχι αγάπη μου, άστο.."

κι οι κουρτίνες στο δωμάτιο που μόλις είχαμε αφήσει στο Τολό
φούσκωσαν απ' τον αέρα κι έφτασαν μέχρι τη θάλασσα

όμως εμείς,
είχαμε φύγει πια..

(από αύριο) Στο ίδιο παγκάκι


me gusta καλοκαίρι, me gustas tu
και να τα ποδαράκια της Ραφαηλίας στο παγκάκι, στην αμμουδιά του Τολό, να κρατάνε το ρυθμό.
τρία χρονάκια κιόλας πέρασαν από τότε..

διαβάζω ξανά τις παλιές αναρτήσεις και θυμάμαι το Τολό της θεραπείας, το Τολό της ανάρρωσης:
"μετά την πίεση του χειμώνα, μετά τις εξετάσεις, μετά τον διαβήτη, την επέμβαση, το διπλό-τριπλό τσεκάρισμα της υγείας μου, μετά το άγχος, όλη μου η έννοια το τι θα φάει το Ραφάκι -ξενοιασιά".
ιούνιος του '11.

τρία χρόνια αργότερα, το Ραφάκι κι εγώ, για μιας εβδομάδας διακοπές -ξανά.
και αυτή, μετά το καινούριο μωρό της οικογένειας, ναι, αυτή είναι η αρχή της ανάρρωσης.

me gusta καλοκαίρι, me gustas tu.
στο ίδιο ξενοδοχείο,
στην ίδια θάλασσα,
στους ίδιους δρόμους.
στο ίδιο παγκάκι.

εκεί, κανείς δεν με γνωρίζει.
εκεί, δεν είμαι αναγκασμένη να μιλώ για λόγους κοινωνικούς.
να συζητώ, να προσπαθώ, να κάνω πως νοιάζομαι.

me gusta καλοκαίρι, me gustas tu

στο ίδιο ξενοδοχείο
στην ίδια θάλασσα
στους ίδιους δρόμους
στο ίδιο παγκάκι.

όπου δε μας γνωρίζει κανείς

me gusta τελικά
πολύ..

Το όνειρο


ήρθε το Ραφάκι το πρωί, σήκωσε το σεντόνι, κουλουριάστηκε δίπλα μου "καλημέρα μαμά" είπε
την αγκάλιασα "καλημέρα αγάπη μου".

καλοκαίρι πια..
μόνο με σεντόνι. πια..

η Νέλλυ γουργούριζε στα πόδια του κρεββατιού,
το δωμάτιο πλημμύριζε απ' τη μυρωδιά του καφέ -η Ραφαηλία είχε ανοίξει την καφετιέρα-
κι οι μέρες για το Τολό, μετρημένες στα δάχτυλα.

κι εκεί που σκεφτόμουν αποσκευές και διαδρομές
"μαμά, είδα το θείο πάλι στον ύπνο μου" είπε το παιδί και για μια στιγμή έμεινα ακίνητη.
την έσφιξα στην αγκαλιά μου "πως αγάπη μου, πως τον είδες;"
"α, τον βλέπω σχεδόν κάθε μέρα! ήμασταν στην τραπεζαρία. ο θείος καθόταν στην καρέκλα που κάθεται πάντα, σε κοιτούσε και χαμογελούσε, αλλά εσύ, δεν μπορούσες να τον δεις. μόνο εγώ τον βλέπω"
"και τ' ονειρεύεσαι συχνά Ραφαηλία;"
"αν όχι κάθε μέρα, τότε μέρα παρά μέρα"

τη φίλησα
"άντε σήκω, πάμε να βάλουμε καφέ"

κι αυτή ήταν η παρηγοριά μου, για τη σημερινή ημερομηνία.

ο μικρός, είχε φροντίσει πάλι..

Καλωσόρισες!


στο καινούριο μας μωρό: καλωσόρισες αγάπη μου!
στο δεύτερο μας εγγονάκι, που ο ερχομός της μάς χάρισε μια γενναία δόση αισιοδοξίας και ένα μεγάλο, λαμπερό χαμόγελο!
στα πιο γλυκά πατουσάκια του κόσμου.
στην καινούρια μας ζωούλα
στην μικρή ανάσα, που μ' έκανε να νιώσω ξανά χαρά και προσμονή.

η σκέψη κι η καρδιά μου στην οικογένεια των παιδιών μας!

η σκέψη κι η καρδιά μας στη ζωούλα που μόλις σήμερα ήρθε στον κόσμο!

ευλογημένη να είναι, γερή, χαρούμενη
και πάντα να πορεύεται στο δρόμο του Θεού!

να μας ζήσει η αγάπη μου
τα δυο γλυκά μωρά μας να μας ζήσουν!

Σαν όνειρο


"σαν όνειρο μου φαίνονται όλ' αυτά"

τέσσερις και κάτι η ώρα 
στην πόλη των νεκρών.
 
γαλήνη.

ο Χρόνης έφτιαχνε το θυμίαμα.
μ' άκουσε, σήκωσε το κεφάλι, χαμογέλασε
"μα κι η ζωή μας, ένα όνειρο μήπως δεν είναι;"

"έλα ντε" ψιθύρισα
κι έπιασα το χέρι της Ραφαηλίας
"έλα ντε"

το Ραφάκι μ' αγκάλιασε
γύρω μια ησυχία που ειρήνευε την καρδιά
-ίσως αυτή να ήταν η αρχή της συμφιλίωσης..

αργότερα κατηφορίζοντας 
σηκώνοντας το βλέμμα
σ' αυτό το εκπληκτικό ροζ:
δυνατό χρώμα, έντονο
πονούσε τα μάτια,
 
ναι
ίσως στ' αλήθεια αυτή να ήταν

η ευλογημένη αρχή της συμφιλίωσης..


Fb mi amor


επειδή σήμερα διάβασα πολλές μεγαλοστομίες.
επειδή τα ριτουίτ της ανοησίας επαναλαμβάνονται αβίαστα και άπονα.
επειδή .. κι επειδή.. ένα έχω να πω:
ρε σεις μπλόγκερς, ξεκαβαλήστε! δεν γυρίζει ο λογοτεχνικός κόσμος γύρω σας, δεν αποτελείτε καν μια βιδούλα του λογοτεχνικού κόσμου γενικότερα! χαζομαρούλες να περνάει η ώρα και νομίζετε πως γίνατε οι Ντοστογιέβσκηδες του διαδικτύου!
τον κ@λο μου δεν τον βάζω μέσα, καθότι και τα σχόλια έχω κλείσει και λινκς δεν έχω και χέστηκα στην τελική αν με διαβάζει κάποιος ή όχι..


η ανοησία με σκοτώνει..


υπάρχουν πολλές λέξεις που με κάνουν και ανατριχιάζω. με την κακή έννοια. με την πάρα πολύ κακή έννοια! πολλές.. η βασίλισσα όλων, όμως, είναι μία: αγορομάνα! (όπου ξερνάμε με το τρία, όλοι μαζί!)


η χειραγώγηση είναι μία άκρως χυδαία και ύπουλη κατάσταση! ειδικά όταν προορισμός της είναι τα παιδιά, το χυδαίο του θέματος, πολλαπλασιάζεται. το περίεργο είναι, πως εφαρμόζεται μόνο από τις μητέρες. οι πατέρες, προτιμούν τις συγκρούσεις -χίλιες φορές καλύτερο! το επίσης περίεργο είναι, πως οι μητέρες, αισθάνονται περήφανες γι' αυτού του είδους τα "κολπάκια". είναι θλιβερό, αλλά αισθάνονται "έξυπνες" και "πετυχημένες". άκρως θλιβερό..


στο δρόμο με το Ραφάκι. προχωρώ και πονάω. γκρινιάζω:
"ωχχχ!! πονάω! να δεις που θα έχω οστεοπενία!"
"έλα ρε μαμά, όλο κάτι έχεις! τη μια καρκίνο, την άλλη οστεοπενία!"
"τι λες βρε βόδι; ξέρεις τ' είναι η οστεοπενία;"
"αμέ! πως δεν ξέρω!"
"για πες"
"πένες στα οστά!"


παίρνει ο Χρόνης μια πίτσα, του σερβίρω κι ένα ποτήρι μπύρα (κανονικό ποτήρι, του νερού, όχι μεγάλο) τρώει όλη την πίτσα σε χρόνο dt, πίνει τη μπύρα και μονολογεί: αυτή η μπύρα, πολύ σε φουσκώνει τελικά..


άμα δεν το μάθεις το παιδί σου (και το σκυλί σου, η γάτα δεν παίζει σ' αυτό το σκηνικό) αγωγή, πριν μάθει καν να περπατάει, μην ελπίζεις πως θα μάθει ποτέ aka γαϊδούρια ενήλικες κάνουν γαϊδούρια παιδιά.


έρχεται η (σχεδόν ογδοντάχρονη) κουμπάρα μου και για να με καλοπιάσει (είμαι μόνιμα τσαντισμένη μαζί της, γιατί αρνείται να βάλει ακουστικό βαρηκοΐας, με αποτέλεσμα να φωνάζω συνεχώς για να μ' ακούσει) για να με καλοπιάσει λοιπόν, λέει "πες μου Μαριλένα, πες μου ποιον να ψηφίσω!! όποιον θες θα ψηφίσω! όποιον θες!! τι λες; θες το Καμίνι;" 
έλιωσα! λες και με είχαν ρίξει -που αλλού;- σε καμίνι..


στο ικέα με τον Χρόνη: καθόμαστε και πίνουμε αναψυκτικό. περνάνε από μπροστά μας δυο κυρίες, άνω των εβδομήντα ετών. δείχνοντας τη μία, λέω στον Χρόνη αστειευόμενη "φαίνομαι ίδια ηλικία μ' αυτή την κυρία;" και η απάντηση "αυτή είναι μικρότερη από σένα, αλλά φαίνεται μεγαλύτερη γιατί είναι υπέρβαρη.." aka τα 'θελα και τα 'παθα..
.......................................


τα αριστερά, τα πρώην άσπρα, καταβρώμικα παπούτσια, του Ραφακίου.
τα πεντακάθαρα τα μωβ -ποιου άλλου;- τα δικά μου..

Ο χτεσινός Μάιος


αυτός ο Μάιος ο βαρύς, που μοιάζει περισσότερο χειμώνας.

το σπίτι, είναι το καταφύγιο μου.
ο Django, o Παυλάκης
και η μνήμη μου.

από χτες ένας αέρας..
θυμίζει Αύγουστο σε νησί, όταν αρχίζουν τα μελτέμια.

χτες με τη Νίκη, ήμασταν οι μόνες με κοντομάνικα.
όλοι φορούσαν ζακέτες, ελαφριά πουλόβερ ή ανοιξιάτικα μπουφάν -κρύωνα.
μουρμούριζα πως θα αρρωστήσουμε και θα κρεββατωθούμε· όμως παρ' όλο το κρύο περνούσα καλά
-κι είχα στ' αλήθεια, πολύ καιρό να περάσω καλά.

αργότερα, όταν γύρισα σπίτι, το Ραφάκι έκανε πως διαβάζει
ο Χρόνης διάβαζε κι αυτός κι εγώ λόγω αέρα, αποφάσισα να μη πάρω ζιρτέκ· ήλπιζα πως τη γύρη, την πήρε και τη σήκωσε ψηλά, σ' άλλο πλανήτη ίσως.

λίγη ώρα αφού κοιμήθηκα, μ' έπιασε ξανά αυτός ο βήχας ο αλλεργικός.
σηκώθηκα γκρινιάζοντας και πήρα το ρημαδοζιρτέκ -η επανάσταση μου είχε αποτύχει πλήρως.

κοιμήθηκα ξανά.

προς τα χαράματα ξύπνησα πάλι.
το σπίτι ήταν ήσυχο: αν αφουγκραζόσουν το άκουγες να ανασαίνει.
ο αέρας είχε κοπάσει, έκανε όμως κρύο λες κι ήταν Οκτώβριος.

κι αίφνης θυμήθηκα τον Bukowski και μια δική του περιγραφή. κι ήταν απόλυτα ζωντανή αυτή η περιγραφή, αν κι είχαν περάσει σχεδόν χρόνια σαράντα από τότε που την είχα πρωτοδιαβάσει.
μιλούσε για μια βραδυνή βόλτα σε κάποια παραλία. έκανε κρύο κι εκείνος περπατούσε τρώγοντας φιστίκια καβουρδισμένα.

τράβηξα το σκέπασμα σχεδόν πάνω απ' το κεφάλι μου κι αποκοιμήθηκα.

τελικά, δεν αρρωστήσαμε. ούτε η Νίκη, ούτε εγώ.
αν και θα ήμουν πιο άνετα με ένα μπουφανάκι βαμβακερό, με βαθιές τσέπες και κουκούλα
μαύρο ή γκρίζο ή έστω μπλε.

γύρω μας, όλοι φορούσαν ζακέτες, ελαφριά πουλόβερ ή ανοιξιάτικα μπουφάν
-κρύωνα
και δεν είχα καν τα καβουρδισμένα φιστίκια του παλιόφιλου του Charles να μασουλήσω.

είχα όμως τη Νίκη, που υπέμενε τη γκρίνια μου
και δες! παρ' όλο το κρύο

εγώ, περνούσα καλά!

Το ποίημα


"μαμά, ξέρεις το ποίημα με τον Κωστάκη που δεν θέλει να πάει στην ξενιτιά να δουλέψει;"
"όχι παιδί μου, δεν ξέρω καινούρια ποιήματα. από ποίηση μόνο τα παλιά γνωρίζω. αυστηρά τα παλιά"
"αυτό όμως είναι ωραίο! να στο διαβάσω;"
"άντε, λέγε"

πάει τρέχοντας να φέρει το βιβλίο της.
παίρνει ανάσα και  ξεκινά:

"Βασίλη κάτσε φρόνιμα να γένεις νοικοκύρης.."
"τι Κωστάκη βρε μού είπες; αφού "Βασίλη" διαβάζεις τώρα!"
"ε, τα μπέρδεψα! Κωστάκης - Βασίλης, το ίδιο είναι. άκου:
Βασίλη κάτσε φρόνιμα να γένεις νοικοκύρης
για ν' αποκτήσεις πρόβατα, ζευγάρια και γελάδες"

"κτηνοτρόφος ο Βασίλης ε;"

"χωριά κι αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν.
ωραίο, ε μαμά;"

"αμέ! για πες και παρακάτω"

"μάνα μου εγώ δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης!
φέρε μου τ' αλαφρό σπαθί και το βαρύ ντουφέκι
να πεταχτώ σαν το πουλί ψηλά στα κορφοβούνια
να πάρω δίπλα τα βουνά, να περπατήσω λόγγους"


"α, μάλιστα, είναι από την περίοδο της Τουρκοκρατίας!
δε μου λες, αυτό με την κυρά Φροσύνη, το διδαχθήκατε;"
"όχι"
"δεν ξέρεις δηλαδή τίποτα για την κυρά Φροσύνη;"
"όχι"
"που την έπνιξε ο Αλή πασάς στη λίμνη;"
"όχι! αλήθεια την έπνιξε;"
"εμ τι; στα ψέμματα;"
"κι εσύ που το ξέρεις μαμά;"
"το θυμάμαι Ραφαηλία!"
"από που το θυμάσαι;"
"είχε γίνει μεγάλος ντόρος τότε! παιδάκι ήμουν κι όλοι γι' αυτό μιλούσαν! Τούρκοι κι Ελληνες!"
"αα μάλιστα! τώρα κατάλαβα!"
.................................

μερικές φορές αναρωτιέμαι..

το Ραφάκι, πριν τις πυραμίδες νομίζει πως έχω γεννηθεί
ή

μετά;

Οι σκιές


"εγώ είμαι πια σκιά της παλιάς μου σκιάς"
είπε ο John Hurt στο παγωμένο snowpiercer
κι έμεινα -για μια ακόμα φορά- να κοιτάζω την οθόνη μαγεμένη
"θα'θελαναξεραποιοςσκέφτεταιαυτεςτιςκαταπληκτικεςατακες" μονολόγησα
και είδα τη σκηνή ξανά.

φορούσα ένα μπορντώ παλτό με λεπτές πράσινες γραμμές.
τα χρώματα ήταν μουντά κι ήταν παραμονή Χριστουγέννων, βράδυ στο κέντρο της Αθήνας.
θα ήμουν έντεκα ή δώδεκα χρονών.
κρατούσα το χέρι της μητέρας καθώς εκείνη διάλεγε τα δώρα συγγενών και φίλων.
και δεν είχα ιδέα για το είδος της ζωής που με περίμενε.
κανένα εντεκάχρονο δεν έχει δηλαδή.

"μαμά, τα παλιά τα χρόνια ήσουνα ασπρόμαυρη;" μ' είχε ρωτήσει κάποτε η Ραφαηλία όταν ήταν μικρούλα κι είχα γελάσει πολύ!
ασπρόμαυρη και νοσταλγική.
μόνο όμως όσον αφορά το μέλλον.
μια νοσταλγία για αυτά που δεν έχουμε ζήσει
ακόμα.

"εγώ είμαι πια σκιά της παλιάς μου σκιάς"
είπε ο John Hurt
και οι σκιές στο μπλε μου δωμάτιο πύκνωσαν καθώς έπεφτε το βράδυ.

αν ήμουν κι εγώ σκιά της σκιάς μου
ή αν στ' αλήθεια υπήρξα κάποτε ασπρόμαυρη
καθόλου δεν μ' ένοιαζε πια
ούτε θυμόμουν καν, αν μ' είχε ποτέ νοιάξει.

η σκέψη μου πετούσε στα παλιά
σ' αυτά που θα 'ρθουν
σ' εκείνα που ελπίζουμε
σε όσα αποχαιρετάμε

στη μουσική που ακούμε
στις ταινίες που βλέπουμε
στους φίλους που αγκαλιάζουμε

στα βιβλία που διαβάζουμε ξανά και ξανά
στον Django που περνάμε στο mp3
στο fille de la mer της Ισημερίας

στις σκιές στα μπλε μας δωμάτια
στο καινούριο tattoo
που θα κάνω

στη ζωή που τελικά επιλέξαμε να ζήσουμε
από τότε που ήμασταν έντεκα ή δώδεκα χρονών
όταν κρατούσαμε το χέρι της μητέρας
φορώντας ένα μουντό μπορντώ παλτό με πράσινες ρίγες

και κάνοντας πως δεν ξέραμε τίποτα
ενώ ουσιαστικά
από τότε τα ξέραμε

όλα.

Η δική μου Αντέλμα


στη δική μου Αντέλμα
στη δική μου πόλη των νεκρών.

κατεβαίναμε το δρόμο προς την πύλη
έχοντας αφήσει πίσω μας τον αδερφό

-τ' όνομα που είχα συνηθίσει να διαβάζω μονάχα σε πτυχία
και στους αγώνες του σ.ο.π.
τώρα πια είναι χαραγμένο σ' ένα λιτό, μαρμάρινο σταυρό:
Δημήτρης Γκρουέζας.

κατεβαίναμε το δρόμο της Αντέλμα
το δρόμο των νεκρών
.........................

το πρωί, τα 'βαζα μ'  όποιον βρισκόταν μπροστά μου:
το Χρόνη, το Ραφάκι, μέχρι στη Νέλλυ φώναξα -μπλεκόταν συνεχώς στα πόδια μου
σάμπως να καταλάβαινε..

μετά, δάκρυα -ξανά
μετά, ο ίδιος πονοκέφαλος
μετά, με βαρέθηκα.
..........................

έβαλα το τζην -αυτό που μού είχε χαρίσει η Βιβή ένα χρόνο πριν-
τ' άσπρα nike -κάποτε πολύ τα αγαπούσα-
φόρεσα το μαύρο μακώ του Δημήτρη
τα γυαλιά ηλίου του
το μπλέ βαμβακερό μπουφάν -που χρόνια πριν είχα δωρίσει στο Χρόνη-

και φύγαμε για τη δική μου Αντέλμα
νωρίς το απομεσήμερο
............................

κατεβαίναμε το δρόμο προς την πύλη
είχαμε αφήσει πίσω μας τον αδερφό
ο Χρόνης βοηθούσε τη Μαρία
-δυσκολεύεται να περπατήσει, κοντεύει τα ογδόντα πια-
ενώ εγώ πήγαινα μπροστά.

όπως φτάναμε στην πύλη, άνοιξε μια στάλα ο ουρανός
λίγο γαλάζιο φάνηκε ανάμεσα στα σύννεφα, πάνω ακριβώς από τα κυπαρίσσια
και μια άγνωστη ελπίδα μ' έκανε να πάρω εύκολη ανάσα

"Χρόνη, Μαρία, σταθείτε!"

έβγαλα το κινητό
τσαφ! μια φωτογραφία

και ξαφνικά ο Δημήτρης βρισκόταν δίπλα μου
πιο πίσω η μητέρα -στα εξηνταεφτά της μάς αποχαιρέτισε "αντίο, αντίο παιδιά, να προσέχετε!"
ακόμα πιο πίσω, ντροπαλός ο πατέρας -κι αυτός στα εξηνταεφτά του είχε φύγει

απρόσμενα είχε ανοίξει ο ουρανός
να το γαλάζιο, να τα κυπαρίσσια, να η πιο εύκολη αναπνοή
και να την κι η ελπίδα:

σαν την επόμενη φορά
στην επόμενη επίσκεψη
νεράκι να κυλήσουν όλα

το απομεσήμερο που θα 'ρθει
στην πόλη των νεκρών..
.........................

"θα τραγουδώ και θα γελώ
με το Θεό κοντά μου
και θα μου φαίνονται μελό
τα κατορθώματά μου"

Τα κατορθώματα


μ' έσκασε το Ραφάκι, μ' έσκασε!
που ζωή να 'χει, γερό κι ευλογημένο να είναι, είχε και τις προάλλες τη γιορτή της.
μεγαλώνει κάθε μέρα, με πέρασε στο μπόι, εφηβεία βλέπεις..
που είναι το μωρό που έπαιρνα αγκαλιά και το νανούριζα τα βράδυα;

τώρα; όλο αντίρρηση!
αντίρρηση, απαξίωση και -φυσικά- μηνύματα στο κινητό.

αυτό το κινητό πια;! προέκταση του χεριού της έχει γίνει!
το δε συγκεκριμένο χέρι, δεν κάνει απολύτως καμμιά δουλειά -εκτός φυσικά από το να στέλνει μηνύματα, να πληκτρολογεί και να κουβαριάζει τα ρούχα της, σπρώχνοντας τα στη ντουλάπα να τα κρύψει.

"τα κρέμασες αγάπη μου;"
"ναι μαμά!"

φωνάζω - δε φωνάζω, ποιος να μ' ακούσει; ίσως η Νέλλυ, άντε κι η Ακκα, πες η Ελλη κι ο Μίκυ, μπορεί κι η Πόπη (τώρα που βγαίνει από τη χειμερία).
το Ραφάκι πάντως, ποτέ!

εδώ δεν παίρνει είδηση αν βρίσκομαι καν σπίτι!

"ήρθαα!" φωνάζω γυρίζοντας απ' τα ψώνια
"είχες φύγει μαμά μου;" η απάντηση..

προχτές, πρωί πρωί μπήκα στο δωμάτιο της.
ρούχα-cd-μολύβια-μανό-βιβλία και χιλιάδες μικροπράγματα ήταν παντού!
τα είδα, τα καμάρωσα κι ύστερα έβαλα τις φωνές:
"τ' είναι τούτα βρε; τι χάος είν' αυτό; πως μπορείς και ζεις έτσι, μου λες; οι στάβλοι είναι σε καλύτερη κατάσταση από 'δω μέσα!"

σιγά μη μ' άκουσε!
σήκωσε το κεφάλι απ' το μαξιλάρι 
"θα τα φτιάξω βρε μαμά" είπε
και ξανακοιμήθηκε.

άστραψα και βρόντηξα!
πήγα στο γραφείο -όπου εκεί να δεις τι γινόταν- και με μια κίνηση, έριξα το συρφετό στο πάτωμα!
"ορίστε! για να μπω κι εγώ στο πνεύμα σου!" είπα, αλλά δεν έφυγα.
συνέχισα να μιλώ αγανακτισμένη.

έλεγα, έλεγα, έλεγα και μετά, φουρκισμένη πήγα στην κουζίνα να πιω καφέ.
κι εκεί έλεγα, έλεγα, έλεγα και μετά, φουρκισμένη πήγα ξανά στο δωμάτιο της.

"για να ξέρεις" την πληροφόρησα "πήρα το μπαμπά και του τα είπα όλα! το μεσημέρι όταν γυρίσει θα κουβεντιάσετε! τι νομίζεις; πως ο μπαμπάς είναι εγώ; που με κάνεις ό,τι θέλεις; όλα του τα είπα, όλα!"

σήκωσε το Ραφάκι το κεφάλι, με κοίταξε και είπε:

"τα δικά σου κατορθώματα τα είπες;"
................................................

άναυδη η μανούλα, άναυδη!

κι ύστερα μ' έπιασε ένα γέλιο..

"αχ.." είπα μέσα μου "παραξένεψα.. όλη μου τη στεναχώρια, τη βγάζω στη μικρή..
τόσο καλό παιδί.. ας τη μωρέ να 'χει ασυγύριστα! τέτοια πίεση που πέρασε τον τελευταίο χρόνο.. κι όμως, τα 'βγαλε πέρα παληκαρίσια.."

δεν είπα τίποτα.
σηκώθηκα, πήγα στην κουζίνα κι έβαλα κι άλλο καφέ.

"είσ' εντάξει μαμά;" φώναξε το Ραφάκι από μέσα.
κάτι μουρμούρισα γκρινιάζοντας, έτσι, για ξεκάρφωμα.

είπαμε: το δίκιο - δίκιο της
όμως,
μη παίρνει θάρρος

και πολύ..
...........................................

στη φωτό, το Ραφαηλίσιο χέρι κρατάει το Ραφαηλίσιο κινητό.  σάββατο 26 απριλίου, στην επιστροφή από την (πάντα αγαπημένη) Αίγινα.

Everything Is Illuminated

μια φωτογραφία: ο Δημήτρης, το Ελενάκι κι ο Μπίλυ.
Χριστούγεννα, εδώ, στο Αλσος.
everythnig is illuminated.

"...όλα φωτίζονται
στο φως τού παρελθόντος"
......................




και να πως το παρελθόν φωτίζει και το μέλλον: άλλη φωτογραφία.
Τρίτη του Πάσχα -στη γιορτή της Ραφαηλίας

και δες πως μεγάλωσε το Ραφάκι μας..
.........................


"no, I know, i'm no Superman"
κάθε μέρα scrubs.

ανεβαίνω στο μηχάνημα
ξεκινώ να αεροπερπατώ
κι ονειροπολώ μαζί με τον J.D. -daydreamer

"i'm no Superman"
..........

διαβάζω ξανά Ασλάνογλου
ακούω ξανά Παυλάκη
..........

αυτός ο αναστεναγμός που βγαίνει μέσα απ' την καρδιά..
λες κι αδειάζεις όλη σου την έννοια
-λες
..........

όσες καινούριες σειρές κι αν βγουν
πάντα θα βλέπω star trek
ίσως και doctor Who -τον παλιό
..........

"στο δρόμο οι φάτσες μακρινές είναι και ξένες
και δε γουστάρω να παίρνω μέρος στα κοινά"

α ρε Παυλάκη
αχ ρε..
...........

η φετεινή Ανοιξη
βαριά

πολύ
..........

κι έρχονται οι φίλοι να την ελαφρύνουν
να μας χαμογελάσουν
να μας χαϊδέψουν το χέρι
..........

Τσιώλης Βακαλόπουλος
"παρακαλώ γυναίκες μη κλαίτε"

είναι αργά για να γίνω αστρονόμος;
..........

θα το σκεφτώ κι αυτό μαζί με όλα τ' άλλα
-τον Ιούλιο.
ή ίσως πάλι, όχι.
...
ζω όπως σκέφτομαι
κι αυτό
τα τελευταία εκατό χρόνια 
νομίζω πως

μου φτάνει..

Χριστός Ανέστη!


Αληθώς ο Κύριος!

απ' την καρδιά μας
απ' το λιτό μας τραπέζι
απ' το καντήλι που (θα) καίει το άγιο φως για μέρες πολλές

απ' όλους μας: Χριστός Ανέστη!


Θανάτω θάνατον πατήσας..
 

Οσο μπορώ


Κωνσταντῖνος Καβάφης

Ὅσο μπορεῖς

Κι ἂν δὲν μπορεῖς νὰ κάμεις τὴν ζωή σου ὅπως τὴν θέλεις,
τοῦτο προσπάθησε τουλάχιστον
ὅσο μπορεῖς: μὴν τὴν ἐξευτελίζεις
μὲς στὴν πολλὴ συνάφεια τοῦ κόσμου,
μὲς στὲς πολλὲς κινήσεις κι ὁμιλίες.
Μὴν τὴν ἐξευτελίζεις πηαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνὰ κ' ἐκθέτοντάς την
στῶν σχέσεων καὶ τῶν συναναστροφῶν
τὴν καθημερινὴν ἀνοησία,
ὡς ποὺ νὰ γίνει σὰ μία ξένη φορτική.

[1913]

.............................

να συγκεντρωθώ.
στο Πάσχα που έρχεται
στις πένθιμες μέρες
στην επερχόμενη Ανάσταση.

να συγκεντρωθώ..

Η μνήμη μου


"πρέπει κανείς ν' αρχίσει να χάνει τη μνήμη του, έστω και μικρά της κομμάτια, για να αντιληφθεί ότι η μνήμη είναι αυτή που φτιάχνει όλη μας τη ζωή. μια ζωή δίχως μνήμη δε θα ήταν ζωή. η μνήμη μας είναι η συνοχή μας, η λογική μας, η δράση μας, το συναίσθημά μας. χωρίς αυτή, δεν είμαστε τίποτα"

είπε ο Buñuel και βγήκε να συναντήσει τον Lorka και τον Dali, πριν περάσει ο καιρός και τους λησμονήσει.

η δική μου μνήμη διατηρείται ακέραια. δεν έχει χάσει το παραμικρό πολύτιμο ψιχουλάκι της.
χάρη σ' αυτή διακτινίζομαι στα χρόνια που πέρασαν.
στα μαυρόασπρα νοσταλγικά -τα παιδικά
στα πολύχρωμα της εφηβείας
στα πρώτα ξένοιαστα με τον Χρόνη -πριν ακόμα έρθουν τα παιδιά.

κολυμπώ ξανά στην Αίγινα,
στη Σίφνο και στη Τζια
στεγνώνω τα μαλλιά μου στον ήλιο της Σερίφου
στον αέρα της Μήλου
στο πλοίο για την Κρήτη.

η μνήμη είναι εκείνη που κρατάει την καρδιά μου ζωντανή
-η ευλογία της ανάμνησης.

σ' αυτούς τους δύσκολους καιρούς
εκείνη είναι που μου κρατά

το χέρι..

Ισημερία


αυτή η εξομολόγηση γράφτηκε καιρό πριν: στην τότε επέτειο της Ισημερίας.
δε νομίζω να γράψω κάτι άλλο, διαφορετικό, ακόμα κι αν περάσουν πολλές επέτειοι.
άλλωστε, δεν θα μπορούσα να διατυπώσω καλύτερα αυτό που σημαίνει για μένα η Ισημερία.
αλλάζει μόνο ο αριθμός του κάθε χρόνου που περνάει.
όλα τα υπόλοιπα μένουν τα ίδια.
ακριβώς..




έχω μιλήσει ξανά για την Ισημερία και το λόγο ύπαρξης της.

έχω πει πως ό,τι γράφω εδώ, σε τούτο το ημερολόγιο, βγαίνει κατευθείαν απ' την καρδιά μου, χωρίς φίλτρο, χωρίς σκέψη σχεδόν.

μιλώ για το (πάντα ζωντανό) παρελθόν, για το παρόν, για τα όνειρα που προσδοκούμε, για τις ελπίδες μας.

μιλώ για τον καιρό που ήμουν πολύ νέα, για τον καιρό που ο Χρόνης κι εγώ ήμασταν παιδιά σχεδόν, όπου η μόνη μας έννοια ήταν η εκδρομή του Σαββατοκύριακου κι οι διακοπές του Αυγούστου.

μιλώ για τα χρόνια που περάσαμε προτού έρθουν τα δικά μας παιδιά στη ζωή, αλλά και γι' αυτά που μας ολοκλήρωσαν, όταν γίναμε γονείς.

όμως πιο πολύ μιλώ, για τις μέρες τις σημερινές.

γι' αυτά που ζούμε τώρα.

τα καθημερινά.

όταν έφυγε η μητέρα μου, για χρόνια ολόκληρα κάθε φορά που η έλλειψη της γινόταν αβάσταχτη, πήγαινα στη μεγάλη ντουλάπα όπου ακόμα κρέμονταν τα ρούχα της τακτικά και με τ' άρωμα της τυλιγμένα, άνοιγα την πόρτα και χωνόμουν μέσα.

έτσι, η μαμά μου μ' αγκάλιαζε και με παρηγορούσε.

αυτό ακριβώς είναι η δική μου Ισημερία: μια αγκαλιά που τυλίγει και διακτινίζει άμεσα στο παρελθόν, μια αγκαλιά αγαπημένη.

όταν κάποτε έρθει η στιγμή που ο Χρόνης κι εγώ, θα φύγουμε απ' αυτή τη ζωή, τα κορίτσια θα διαβάζουν για την εποχή όπου όλα ήσαν εύκολα, όπου όλα ήσαν σωστά και κυλούσαν όπως πρέπει κι ας διαμαρτύρονταν "ε, μα δεν αντέχω άλλο!"

θα θυμούνται την εποχή που άνοιγαν την πόρτα του σπιτιού και μέσα βρισκόταν πάντα η μαμά κι ο μπαμπάς, τα παιδικά χρόνια, τις Κυριακάτικες εκδρομές, τα πρώτα ποδήλατα, το πως αργά την Ανοιξη, ο πατέρας τις μάθαινε βουτιές και μακροβούτια στην παραλία της Αναβύσσου και πως η μητέρα καθόταν ώρες στην παραλία της Αίγινας με το βιβλίο στα χέρια και ένα φλυτζάνι ζεστό καφέ το κατακαλόκαιρο.

κι όποτε ξεφυλλίζουν τη δική μας Ισημερία, το παρελθόν θα γίνεται παρόν και το τότε, σήμερα.

όπως ακριβώς γινόταν όταν χρόνια πριν, άνοιγα τη μεγάλη, ξύλινη ντουλάπα της μαμάς μου και χωνόμουν δίχως δεύτερη σκέψη στην αγκαλιά της.

κι από όπου κι αν βρίσκομαι θα χαμογελώ μεσ' απ' τις γαλάζιες σελίδες της,

όπως ακριβώς πρωτοχαμογέλασα όταν έκανα την πρώτη μου ανάρτηση εδώ:

σαν σήμερα, πριν από επτά κιόλας χρόνια...

Ονειρεύομαι


"φίλος είναι κάποιος που σου δίνει πλήρη ελευθερία να είσαι ο εαυτός σου" είπε κάποτε ο φιλαράκος ο Jim και μετά χώθηκε στη γνωστή μπανιέρα μουρμουρίζοντας "people are strange when you're a stranger"
..............................

ο δικός μου φίλος είναι ο Holden Caulfield.
όχι ο Salinger, όχι.
ο παλιόφιλος ο Holden.
"πως μπορείς να ξέρεις τι θα κάνεις ώσπου να το κάνεις; η απάντηση είναι: δε μπορείς".
πως μπορώ λοιπόν να ξέρω τι θα κάνω ώσπου να το κάνω; η απάντηση είναι: δε μπορώ.
τόσο απλά.
τόσο εύκολα
..............................

"χτες το βράδυ είδα στον ύπνο μου πως ξαναγύρισα στο Μάντερλεϊ".
υπάρχει φράση που να περιέχει μεγαλύτερη νοσταλγία απ' αυτή; "ξαναγύρισα στο Μάντερλεϊ".
όχι, δεν ξαναγύρισες.
ξύπνησες σ' ένα ξένο μέρος, γιατί το Μάντερλεϊ είχε καεί συθέμελα.
κι επιστροφή δεν υπάρχει πια
..............................

εκτός απ' τον Jim (που με αφήνει να είμαι ο εαυτός μου) τον Holden και το Μάντερλεϊ της Ρεβέκκας, παρηγοριέμαι με τα Ρημοκκλήσια του Μαρουσιού, του άλλου φίλου, του Κόντογλου:

"άμα χαλαστεί ο άνθρωπος, αρχίζει να σιχαίνεται τα απλά και τα φτωχά πράγματα. μα πολλές φορές ξανάρχεται στον παλιό εαυτό του, σαν τον μεθυσμένον που ξεμέθυσε, και τότε καταλαβαίνει πάλι μεγάλη όρεξη για την απλότητα, και χαίρεται μέσα του και ειρηνεύει, και θέλει να ζει ταπεινά και ήσυχα"
...............................

προχτές αναρωτιόμουν για κάποιο φάρμακο: να το πάρω ή όχι;
άπλωσα το χέρι να τηλεφωνήσω στον Δημήτρη.
επιστροφή στο Μάντερλεϊ όμως
δεν υπάρχει πια
..............................

σηκώνομαι τα πρωινά όπως πάντα
κάνω ό,τι πρέπει να κάνω
και μετά
διαβάζω πολύ και βλέπω σειρές και ταινίες.
..................................

διαβάζω πολύ
βλέπω σειρές και ταινίες
κι ονειρεύομαι
.................................

ονειρεύομαι μια πιο ελαφριά ατμόσφαιρα στο σπίτι.
για το χατήρι της Ραφαηλίας
..................................

ονειρεύομαι πως έρχονται οι φίλοι και με βλέπουν
και χαίρομαι πολύ
...................................

"people are strange when you're a stranger"
στοιχηματίζω
πως ακόμα κι ο Huxley συμφωνούσε μαζί τους
τότε
.................................

τότε που ακόμα

όλοι ονειρεύονταν..