Ιστορίες του νιπτήρα


καθαρίζω το μπάνιο τρίβοντας, μουρμουρίζοντας και γκρινιάζοντας για τα άλατα του νιπτήρα.
χρησιμοποιώ μια παλιά οδοντόβουρτσα για τις λεπτομέρειες, πράγμα άκρως κουραστικό και εκνευριστικό συνάμα.

στο τσακίρ κέφι, εκεί που αρχίζω να μονολογώ "που 'σουνα νιότη που 'δειχνες.." κλπ, μπαίνει το Ραφάκι.
με κοιτάζει και κάθεται στο χείλος της μπανιέρας για να με καμαρώσει καλύτερα.
με το που τη βλέπω με πιάνει μεγαλύτερη έμπνευση. αναστενάζω και συνεχίζω δυνατότερα:
"κουράστηκα! κουράζομαι μ' όλες τούτες τις δουλειές.. μεγάλωσα πια.. δεν αντέχω άλλο!"

σιωπή απ' τη μεριά της.
αδίκως περιμένω το "μη στεναχωριέσαι, εγώ θα σε βοηθήσω μαμά!".
αντιθέτως, το  καμάρι μου δε μιλάει, μόνο με κοιτάζει και μού χαμογελάει.

παίρνοντας θάρρος απ' το αστραποβόλο χαμόγελο της επαναλαμβάνω "γέρασα πια.."
τίποτα!
"γέρασα πια λέω! πόσα χρόνια θα ζήσω ακόμα;"

με κοιτάζει και ρωτά:
"πόσο είσαι;"
"πενηνταεφτά! είμαι κιόλας πενηνταεφτά!"

σκέφτεται λίγο, ξανασκέφτεται και κει που περιμένω το πολυπόθητο "μη σε νοιάζει μαμά, εγώ θα σε βοηθάω από δω και μπρος" ακούω:

"τρία χρονάκια, τα 'χεις ακόμα!"
......................................

το πιο ωραίο;
το έλεγε απολύτως σοβαρά!

τέζα η μανούλα
τέζα..

Την Παρασκευή


Παρασκευή απόγευμα και μοιάζει να 'ναι
δύο αιώνες πίσω..

κάποιες φορές αναρωτιέμαι αν μ' έφερε το Tardis ίσαμε εδώ
κι ακόμα είδηση δεν το 'χω πάρει.

όμως η καθημερινότητα έρχεται (κουκουρούκου Μυταλάκη, κουκουρούκου)
και με σκουντάει "σήκω!"
απλώνω το χέρι, τραβάω το χειρόφρενο στο snowpiercer
χαιρετώ για μια ακόμα φορά τον John Hurt  -"εγώ είμαι πια σκιά της παλιάς μου σκιάς" -
και κατεβαίνω.

το Ραφάκι περιμένει στην αποβάθρα
δίπλα της, με το χέρι περασμένο στους λεπτούς της ώμους
στέκεται ο Χρόνης·
περιμένουν
δίχως ίχνος νοσταλγίας πάνω τους.

πλησιάζω
μ' αγκαλιάζουν
κλείνω τα μάτια κι είμαι Καλά!
χαμογελάω - γελάω
-κι είμαι Καλά!

το snowpiercer φεύγει σφυρίζοντας
παίρνει μαζί του τον John Hurt  -"εγώ είμαι πια σκιά της παλιάς μου σκιάς" 

κι έρχεται μια ακόμα Παρασκευή
-μια δική μας Παρασκευή-
που μοιάζει να 'ναι πάντα

δύο αιώνες πίσω..

Φθινόπωρο κι Αθήνα


αποχαιρετήσαμε τον ουρανό της Αίγινας
-όχι δεν θα πω το "ναι"-
κι ήρθαμε Αθήνα
-χαρά της γης και της αυγής-

Αθήνα ξανά.

φθινόπωρο
ξανά.

το σπίτι μάς καλωσόρισε
σκέψου: χαμογελούσε όλη την Κυριακή.
κι ήταν αυτή η αίσθηση η γνωστή που σε τυλίγει, σε ζεσταίνει, σε κάνει να νοιώθεις καλά.
ήταν το σπίτι μας.

τρεις νύχτες στην Αθήνα.
τρεις νύχτες μακριά απ' την Αίγινα, απ' τον δικό της ουρανό, μακριά απ' τη βεράντα με το σωρό τις πευκοβελόνες, μακριά απ' τα πράσινα φύλλα της λεμονιάς, μακριά απ' τις φωτεινές νύχτες του καλοκαιριού, από τον ύπνο χωρίς όνειρα σχεδόν.

τρεις κιόλας ανάλαφρες νύχτες που κοιμόμουν - ξυπνούσα σε σύντομα χρονικά διαστήματα.

κι είδα το όνειρο:
χτυπούσαν το κουδούνι. πήγα ν' ανοίξω.
μπροστά μου στεκόταν ο Δημήτρης.
τον κοίταξα "πώς ήρθες;" ρώτησα με κομμένη ανάσα "εσύ έχεις φύγει"

φορούσε τζην και σκούρο μπλε πουκάμισο. πιο σκούρο απ' τα μάτια του, το θυμόμουν αυτό το πουκάμισο.

"δεν έφυγα. λάθος ήταν. εδώ είμαι ακόμα" είπε και πέρασε μέσα.

τον ακολούθησα. εκείνος στάθηκε στην πόρτα του μπάνιου και γω πίσω του τον κοιτούσα.
πλησίασα και σήκωσα το πουκάμισο να δω την πλάτη του, ήταν αυτός; ή μήπως έβλεπα όνειρο;
όμως ήταν ίδιος. ίδιος όπως πάντα.

"ώστε λάθος ήταν" ψιθύρισα και μ' αυτή τη φράση, ξύπνησα.
.....................

έξω βρέχει.
πρωτοβρόχια.
θα ξαπλώσω, θα διαβάσω κάποιο φιλαράκι -μάλλον Vian, μάλλον αφρό των ημερών
στα πόδια μου θα έρθει γουργουρίζοντας η Νέλλυ

θα κοιτάξω έξω
σ' ένα ακόμα φθινόπωρο

-ξανά..

Αίγινα ακόμα (με τον Stephen King και την παρέα του)


περί ebooks
κι ο λόγος που αναφέρω τον αριθμό σελίδων των διαβασμένων μου, απλός:
πως θα μπορούσα, με τους συγκεκριμένους ρυθμούς ανάγνωσης, ν' αγοράσω (σε τιμή εντύπου) έντεκα βιβλία για ένα μήνα;

 η απάντηση;
δεν θα μπορούσα.

τόσο εύκολα.
τόσο απλά.

καλή μας εβδομάδα,
καλό μας μήνα

καλό Φθινόπωρο.