2016 - Ελπίζω


..ελπίζω σε χαμόγελα, σε πρόσωπα, ελπίζω σ’ ανώτερες ψυχές
σε καθαρά μυαλά, σε μένα, σε σένα αληθινά ελπίζω
στην αγάπη, και στης νύχτας το φεγγάρι, ελπίζω
στο χιόνι, που πέφτει μόνο του το βράδυ
στο καλό..



ελπίζοντας στη νέα χρονιά
που έρχεται..
.......................................

οι χρονιές αλλάζουν..

Χτες Χριστούγεννα


χτες Χριστούγεννα ανεβήκαμε στον Δημήτρη.
ησυχία..
κάθισα στο μάρμαρο και κοιτούσα τη φωτογραφία του
"γεια σου ρε" ψιθύρισα
κι ύστερα το λιβάνι σηκώθηκε σαν σύννεφο
μάς τύλιξε.

Χριστούγεννα..

αργότερα το ίδιο απόγευμα, πήγαμε απ' τα παιδιά.
ο Χρόνης κάθισε δίπλα μου
από την άλλη η Δήμητρα

κι η Τίνα βρισκόταν παντού·
σ' όλο το σπίτι.
..........................................

Django που ελευθερώνει την ανάσα
Κόντογλου για παρηγοριά
Tolkien, Ασλάνογλου και Dickens

..ήρθαν οι φίλοι
και μου κράτησαν το χέρι.

Τα κουρέλια..


ντύνομαι βιαστικά. σε δέκα λεπτά θα πρέπει να είμαι στο δρόμο -θα περάσει ο Χρόνης να με πάρει.

"Ραφαηλίααα" φωνάζω "έλα να κλειδώσεις, δεν προλαβαίνω!"

πηγαίνω γρήγορα στην εξώπορτα παίρνοντας τα κλειδιά και φορώντας το μπουφάν μου.
κοιτάζομαι στο μεγάλο καθρέφτη, σταματώ για λίγο, ξανακοιτάζομαι..

"βρε Ραφάκι" λέω "πώς είμαι;"
"μια χαρά μαμά!"
"δε θυμίζω "τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα";
"όχι μαμά!"

ιδέα φυσικά δεν έχει για τα "κουρέλια", τη "γλυκειά συμμορία", για τον Νικολαϊδη γενικά.
...................

το βράδυ τον ανέφερε έξαφνα η Μαργαρίτα
κι ήταν στ' αλήθεια η στιγμή όπου το παρελθόν κλείνει το μάτι στο παρόν.
...................

στο ραντεβού με τον Χρόνη ήμουν απολύτως συνεπής.
στο ραντεβού με τις μέρες που πέρασαν το ίδιο
όπως και σ' εκείνο μ' αυτές που θα 'ρθουν.
......................

"τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα".

μα μήπως σταμάτησαν ποτέ;

'Ολα φωτίζονται..


tin hat για τα δύσκολα.

τα χειμωνιάτικα απογεύματα χαζεύω τον ήλιο που φεύγει.
στέκομαι πίσω απ' το τζάμι και κοιτάζω μέχρι που χάνεται.
μετά, πηγαίνω στην κουζίνα και βάζω άλλο ένα φλυτζάνι καφέ.

"μαμά"
έρχεται το Ραφάκι σ' ανύποπτο χρόνο και μ' αγκαλιάζει.
χαμογελάω, την αγκαλιάζω κι εγώ
βυθίζω το πρόσωπο μου στα ξανθά της μαλλιά·
παρηγοριέμαι.

tin hat
"..όλα φωτίζονται
στο φως τού παρελθόντος"

γιατί το παρελθόν
"είναι πάντα δίπλα μας..
μέσα, κοιτώντας έξω".

νωρίς τ' απογεύματα χαζεύω τον ήλιο που χάνεται.
μετά, πηγαίνω στην κουζίνα και βάζω άλλο ένα φλυτζάνι καφέ.

ανοίγω την ισημερία
-αυτός είναι ο δικός μου τοίχος Jonathan Safran Foer-
και everything is illuminated.

tin hat για τα δύσκολα.
άκου!

Τίνα


Ἕνα λεπτὸ χρόνος πολὺς
γιὰ ἀποφάσεις καὶ ἀναθεωρήσεις ποὺ στὸ λεπτὸ
θ’ ἀλλάξω.
Γιατί µ’ ὅλα αὐτὰ ἔχω ἤδη τελειώσει,
µ’ ὅλα αὐτὰ ἔχω τελειώσει·
Τὰ βράδια, τὰ πρωινά, τὰ δειλινὰ ἔχω γνωρίσει,
µὲ κουταλάκια τοῦ καφὲ τὴ ζωή µου ἔχω µετρήσει·
γνωρίζω τὶς φωνὲς ποὺ πνίγονται
σὲ µιὰ θανάτου πτώση
κάτω ἀπ’ τοῦ παραπέρα δωµατίου τὴ µουσική.

 T.S. Eliot


..γιατί μ' όλ' αυτά έχεις ήδη τελειώσει.

καλή αντάμωση.
σ' αποχαιρετώ
χωρίς κόμπους στο λαιμό
χωρίς δάκρυα
χωρίς λέξεις και φράσεις
φθαρμένες
παλιές

μόνο μ' ένα χαμόγελο
μικρού αποχαιρετισμού
-σύντομα 
θα βρεθούμε ξανά.
και μη κοιτάς που κλαίω
και μη κοιτάς που δε μπορώ να πάρω ανάσα
και μη κοιτάς που σκοτεινιάζει ολοένα πιο νωρίς
-στο μέσο της μέρας μας πια-
μη..

καλή αντάμωση θα έχουμε·
μονάχα
αυτό..

Πόσο είσαι;


"έετσι! περίμενε να βάλω κι εδώ. ορίστε, έτοιμη!"

απλώνω τον άργιλο στο προσωπάκι της Ραφαηλίας που περνάει μια ήπια, εφηβική ακμή.

"πάντως μπράβο σου που δεν ξύνεις τα σπυριά"
"δεν τα σπάω θες να πεις"
"ναι, αυτό. κι αν επιμένεις και βάζεις μια-δυο φορές τη βδομάδα άργιλο, θα δεις! σύντομα θα υποχωρήσουν, γιατί ο άργιλος έχει θεαματικά αποτέλεσματα στην ακμή !"
"να μου το θυμίζεις να βάζω"
"τι λες καλέ; εγώ θα στο θυμίζω; να βάλεις στο τηλέφωνο υπενθύμιση. εδώ δε θυμάμαι τα δικά μου, θα 'χω και τα δικά σου; γέρασα πια!"
"πόσο χρονών είσαι;"
"εικοσπέντε"
"έλα λέγε, πότε γεννήθηκες;"
"δεν ξέρεις πότε γεννήθηκα; δεν ξέρεις πότε γεννήθηκε η μάνα σου; είσαι σοβαρή;"
"το 1915;"
"τι λες βρε βούρλο;"
"πάντως 19... πότε.. πότε... το 1950;"
"όχι! βόδι!"
"το 1953;"
"το '57 βρε!! το 1957!!"
"ε καλά.. σιγά τη διαφορά. κι εγώ τι είπα;"
"άντε φύγε από δω! φύγε! που πας; έλα δως μου ένα φιλί πρώτα!
άντε τώρα μέσα, άντε!"
..............................................................

Τα σχέδια


..κι εκεί που χάζευα κι έκανα σχέδια για το μέλλον, ήρθε ο παλιόφιλος ο Holden Caulfield και με ρώτησε: "πως μπορείς να ξέρεις τι θα κάνεις ώσπου να το κάνεις;"

ζαλίστηκα.
το σκέφτηκα, το ξανασκέφτηκα και του 'γνεψα: όχι.
"δε μπορώ! η απάντηση είναι "δε μπορώ"

χαμογέλασε και σηκώθηκα: σχέδια τέλος.
έτσι πορεύομαι με ό,τι φέρνει η κάθε μέρα

-κι αυτό μου φτάνει.

Διάλογοι


με τη Μαρία (ογδοντάχρονη κουμπάρα)

"κάθησε λίγο βρε παιδί, πας κι έρχεσαι συνέχεια!"
"άσε με Μαρία, άσε με! είμαι μέσα στο άγχος"
"πάλι άγχος; γιατί; τι έγινε πάλι;"
"αύριο θα κάνω γενικές εξετάσεις. αυτές που κάνω κάθε χρόνο"
"ε και; μια χαρά θα βγούνε! τίποτα δεν έχεις"
"ναι, καλά.."
"άκου που σου λέω!"
"πάντως το άγχος θα με πεθάνει!"
"ε, πιες ένα άζαξ!!"
"τι να μου κάνει το άζαξ.. λέω να προτιμήσω ένα tide.."

(όπου "άζαξ" βλέπε "ζάναξ")
.................................................

με τη Ραφαηλία

"γύρισες κιόλας αγάπη μου;"
"ναι μαμά"
"πήγατε τελικά στην Ακρόπολη;"
"ναι μαμά"
"πως περάσατε;"
"πολύ ωραία. πάω μέσα τώρα, ε;"
"κάτσε καλέ να μου πεις! τι σου άρεσε πιο πολύ;"
"η ζωφόρος. να πάω τώρα;"
"κάτσε καλέ λιγάκι! τι άλλο κάνατε;"
"τίποτα. πήραμε ένα χάρτη, πήγαμε στο μουσείο, είδαμε τ' αρχαία, είδαμε τη ζωφόρο και με φωτογράφισαν κάτι Κινέζοι!"
...................................................

με τον Χρόνη και τη Μαρία στο αυτοκίνητο

γκρινιάζω:
"όλους τους αφήνεις να περνάνε! τ' ειν' αυτό πια με σένα;;"
"....."
"θες να κάνεις τον καλό; ε; εε;; εεε;;;"
"....."
"ορίστε! να περιμένουμε τώρα δυο ώρες ν' ανάψει το φανάρι!"

πετάγεται η Μαρία από το πίσω κάθισμα:
"όταν γυρίσουμε Χρόνη, θα σου φέρω ρόδια. ωραία ρόδια! μου τα 'φερε μια κοπέλα"

μισογυρίζω
"δε μου λες Μαρία, πόσο είναι αυτή η "κοπέλα;"
"νέα! καμμιά εξηνταπενταριά χρονώ δε θα 'ναι;"

"εεε άμα είναι τόσο λίγο χρονώ..
τι γελάς εσύ;; κι άλλον άφησες να περάσει;"
.......................................................

με τη Νέλλυ στο κρεββάτι

"πως κοιμάσαι έτσι; τις κλειστές σου έχεις;"
"γρρρρρ"
"α, καλά. είδα το κεφάλι σου έτσι στη μαξιλάρα κι ανησύχησα"
"γρρρρρ"
"κοιμήσου. πάω να βάλω καφέ"
"γρρρρρ"
"καλά. γρρρρ κι εγώ.."
..........................................................

με το ράδιο αγκαλιά

έτσι οι μέρες περνούν,
τα χρόνια κυλάνε στους ίδιους ρυθμούς.
όλα πια μεταφράζονται σε αριθμούς
μα κάπου κρύβεται η αγάπη και εσύ την ακούς..

Η φωτογραφία


"μαμά; έλα να βγάλουμε μια φωτογραφία!"
"προλαβαίνουμε;"
"ουουουου"

μ' αγκάλιασε και τσαφ!
φτιάξαμε κιόλας την ανάμνηση: λίγα λεπτά πριν τη βόλτα, οι δυο μας.

"μου ρίχνει ένα κεφάλι αυτό το παιδί" μουρμούρισα βλέποντας μας
"χτες ακόμα, την έπαιρνα αγκαλιά και την κοίμιζα..
πότε πρόλαβε και μεγάλωσε;"



άλλες αναμνήσεις όμως εκείνες
παλιές.

"ελάτε, αργείτε;" ακούστηκε ο Χρόνης
"ερχόμαστε" φώναξε το Ραφάκι
μου 'δωσε ένα φιλί
και

φύγαμε!

Το λουλούδι


ανηφόριζα το δρόμο το μεσημέρι
με τ' ακουστικά και τα δόντια -άθελα μου- σφιγμένα.

ανηφόριζα
και άκουγα τους Αctive και τον Bob
Παγκράτι -κοιμητήριο
μακρύς ο δρόμος
ταχύ το βήμα
βαθιά πολύ ακόμα η απουσία.

"έλα ρε ήρθα" ψιθύρισα φτάνοντας
και κει
στην τελευταία κατοικία
ένα λουλούδι είχε φυτρώσει πάνω στον τάφο.

κάθισα στο λιτό μάρμαρο μιλώντας του 
καθώς άναβα το καντήλι·
δεν παραπονιόμουν
προσπαθούσα μόνο να μη κλάψω.

όταν σηκώθηκα και τον αποχαιρέτησα
είχα έντονη την ευλογημένη αίσθηση 
πως θα ξαναβρεθούμε.

φόρεσα τα ακουστικά και κατηφόρισα αργά.
στο δρόμο σιγοτραγουδούσα με τους Active:
ρε, δε με νοιάζει από που `ρθες σου λέω
κι εμείς εδώ είμαστε περαστικοί
στον ουρανό ν’ ανεβώ και να τα λέω
πάω στοίχημα πως θα `σαι και εκεί


και ναι, θα είσαι εκεί
και ναι, θα βρεθούμε ξανά.

τ' ακους ρε;
ξανά..

Νυχτώνει νωρίς


σιγά σιγά μεγάλωσα οι φίλοι μου χαθήκανε
άλλοι έγιναν γονείς κι άλλοι ψηλά αναπαυθήκανε
κάποιοι μάθανε για μένα, κάποιοι σίγουρα χαρήκανε
κάποιοι έφυγαν σε μέρη που δεν είχαν γυρισμό
μα είμαι εδώ
στα γήπεδα και στο δημοτικό..


τον τελευταίο καιρό στο ριπίτ.
στο mp3
στον υπολογιστή
στη βόλτα
στις δουλειές
στις αίθουσες αναμονής
στο δρόμο.

κάθε μέρα φορώ τη μπλούζα που ζήτησα απ' την Αγγελική να μου φτιάξει: snowpiercer -ουσιαστικά John Hurt  "εγώ είμαι πια σκιά της δικής μου σκιάς"
κι είναι σα να μ' αγκαλιάζει ένας φίλος παλιός.

"ρε  μαμά!" με μαλλώνει το Ραφάκι όταν με βλέπει λυπημένη
και δες! μεγαλώνει κι αλλάζουμε για λίγο ρόλους.

"μ' αυτό το "μάλλωμα" γίνεται ελαφρύτερη η απουσία του"
λέω στον Χρόνη
και όπως πάντα δεν χρειάζεται να του εξηγήσω: καταλαβαίνει.

φθινόπωρο πια.
στην Αίγινα νυχτώνει.
θα κάνει ψύχρα
κουκουνάρια και πευκοβελόνες θα πέφτουν στη βεράντα
η φωνή της κουκουβάγιας θ' ακούγεται μέχρι ψηλά
κι εγώ θα θυμάμαι εκείνη τη φωτογραφία που τράβηξα, ένα ζεστό απόγευμα του Αυγούστου
-νοσταλγία.

διαβάζω ώρες
βλέπω ταινίες παλιές όπως πάντα
-οκτώβρης.
το snowpiercer ταξιδεύει πια χωρίς εμένα
κατέβηκα διστακτικά δύο αιώνες πριν:
το Ραφάκι με μαλλώνει "μαμά!"
ο Χρόνης καταλαβαίνει

κι αυτοί είναι λόγοι να χαμογελάει κάποιος
αληθινά
ακόμα κι αν στην Αίγινα ή στην Αθήνα
νυχτώνει νωρίς..

a.k.a.

ανάρτηση από το '09  "η επόμενη μέρα"  
a.k.a.
εκλογές, η ίδια μελαγχολία..

Η Επόμενη Μέρα

αυτές οι εκλογές μ' άρεσαν γιατί:

1. πραγματοποιήθηκε ο πόθος του Ραφακίου να ψηφίσει: μπήκε δυο φορές στο παραβάν, μία με τον Χρόνη και μία με την Ελένη και βγαίνοντας ανακοίνωσε ενθουσιασμένη "ψήφισα δυο φορές! την Τρίτη που θ' ανοίξουν τα σχολεία, θα το πω στον κύριο Σπύρο!"

 2. μ' όλη αυτή την εκλογολογία, ξέχασαν τη γρίππη.
από αύριο τα κεφάλια μέσα και οι Κασσάνδρες στις οθόνες μας ξανά.
ετοιμαστείτε..

3. χτες - προχτές είχαμε άφθονες θέσεις παρκαρίσματος.
όπως γυρίζαμε βρίσκαμε θέση με τη μία, ούτε Πάσχα να ήταν δηλαδή!

ο εργατόκοσμος των καφέ του Παγκρατίου
(βλέπε babylon, mokai, ciao κλπ)
θα είναι στη θέση του από Τρίτη ξανά

4. χθες βράδυ, μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, είχαμε τον συνήθη (μετεκλογικό) καυγά σπίτι μας.
δεν μας κλόνισε ούτε η τούρτα του Χρόνη
(που παρεμπιπτόντως, είχε ένα κεράκι με τον αριθμό 5 και το σήμα της Μπάρμπι στη βάση του, εμφανέστατος δάκτυλος Ραφαηλίας δηλαδή)
ούτε η γενέθλιος ατμόσφαιρα.

πλακωνόμασταν άγρια, ειδικά με τη Μαρία-κουμπάρα, που λογικά δεν θα έπρεπε να τα πάρουμε μαζί της, μιας και με πληροφόρησε πως τις προάλλες πήγε στο Γερμανό κι αγόρασε μισό κιλό φέτα!

5. ο δήμος Αθηναίων είχε βάλει κάδους ανακύκλωσης, όπου μάζευε το χαρτομάνι των ψηφοδελτίων μεθοδικά.
στις ευρωεκλογές, που είχε κάνει το ίδιο, ανακύκλωσε χαρτί 110 τόνων, το οποίο αντιστοιχούσε σε 1200 δέντρα.

(έτσι δε χάσαμε το δάσος, μόνο το δέντρο δεν πήραμε είδηση)

6. ξύπνησε ο (πολιτικοποιημένος) νεολαίος μέσ' στον Χρόνη και ήρθε με διδακτικό ύφος, λέγοντας μου:

"μα δεν είναι σωστό να μη ψηφίσεις"
"γιατί;"
 
"γιατί, μπλα μπλα μπλαμπλα μπλα μπλα"
"..."
"θες να έρθουμε μαζί σου όλοι;"
"όχι"
"θες να πας με τα παιδιά;"
"όχι" 
"θες οι δυο μας;"
"όχι" 
"θες να σε πάω με τ' αυτοκίνητο;"
"όχι"
 "θες να μιλήσουμε γι' αυτό;" 
"όχι"

7. η Ελένη ψήφισε για πρώτη φορά!
γύρισε σπίτι ενθουσιασμένη, χαμογελαστή, με τη Ραφαηλία να χοροπηδάει δίπλα της και να της κρατάει σφιχτά το χέρι.

την κοίταζα και θυμόμουν με νοσταλγία το συναίσθημα της πρώτης φοράς: όταν είσαι ακόμα πολύ νέος και πιστεύεις πως μπορείς να αλλάξεις τα πάντα -με την ιδεολογία, τη στάση ζωής, την ψήφο σου.

δεν της είπα τίποτα.
την αγκάλιασα κι έτσι όπως την έσφιγγα στην αγκαλιά μου, αναρωτούμενη "μα για πότε μεγάλωσε αυτό το παιδί;" κατάλαβα πως ίσως, το κορίτσι μας, στη δική του σοφία, να μην έχανε το δάσος, αλλά ούτε και το δέντρο.

κι αυτός, ήταν ο πιο σπουδαίος λόγος που μου άρεσαν αυτές οι εκλογές
.................................................

ώρες αργότερα, στην αμμουδιά της Αναβύσσου, καθισμένη στα ξύλινα σκαλοπάτια της παιδικής χαράς, χάζευα τον ήλιο στα κεφάλια των παιδιών.

ο Χρόνης κολυμπούσε
η Ραφαηλία κι η Δήμητρα έκαναν κούνια
η Ελένη έστελνε (κλασσικά) μηνύματα στο κινητό.

κι η επόμενη μέρα ήταν ήδη εδώ
προτού καν ανοίξουν οι κάλπες..

Ημέρες


"η καλύτερη παρέα ήτανε τ' ακουστικά μου
κι ο καλύτερος μου φίλος
η ίδια η σκιά μου".


σεπτέμβριος στην αττική οδό.
ο Χρόνης οδηγεί
ο ουρανός πάνω μας σχεδόν δυο μέτρα απόσταση
ο Django στο πίσω κάθισμα κουρδίζει την κιθάρα του
-φθινόπωρο κι αθήνα.

οι μέρες της αίγινας τέλειωσαν.
"όλο τον αύγουστο γκρίνιαζα να γυρίσω στην αθήνα, τώρα θέλω να επιστρέψω στο νησί"
είπα στο Ελενάκι τις προάλλες και συμπλήρωσα "μού φαίνεται πως είμαι ανάποδος άνθρωπος τελικά".

"ποιος εσύ; όχι βέβαια! εσύ είσαι γλυκυτάτη!" κορόιδεψε ο Δημήτρης και γέλασε, όπως μόνο αυτός ήξερε να γελάει..
"σιωπή!" μουρμούρισα και μετά γέλασα μόνη μου, όπως μόνο εγώ ξέρω να γελάω.

η μαγική μου πόλη αναστέναξε γύρω μας.

ο Χρόνης οδηγεί.
ο ουρανός ούτε δυο μέτρα πάνω μας, με άσπρα σύννεφα κι έναν ήλιο που δύει.

όμως στην αίγινα έχει ήδη σκοτεινιάσει.
τα τζιτζίκια έχουν σωπάσει κι ακούγεται που και που η κουκουβάγια.
στη βεράντα κάθεται η Ραφαηλία και διαβάζει.

περνώ τη γέφυρα που ενώνει παρελθόν με παρόν και την τραβώ απ' το χέρι "έλα, σήκω, νύχτωσε πια"

χαμογελάω στο παιδί μου
και την επόμενη στιγμή κοιτάζω τον Χρόνη.
το αυτοκίνητο τρέχει. 
προσπερνάμε σύννεφα, δέντρα, πινακίδες
προσπερνάμε τον καιρό της νιότης και της παράλογης ελπίδας μας
προσπερνάμε το μέλλον
-όπως ακριβώς έχουμε προσπεράσει παλιότερα
παρελθόν και παρόν.

και είναι αύγουστος
και ίσως είναι ακόμα σεπτέμβρης
αλλά δεν έχει σημασία πια
καμμιά..

Ο μπάρμπα Μπρίλιος


ο μπάρμπα Μπρίλιος
είχε ένα γάλο
πολύ μεγάλο.
και τον ετάιζε
μέλι και ταχίνι
για να τον παχύνει.
και τον ετάιζε
ψωμί κι αλάτι
για να κάνει πλάτη.
και τον ετάιζε
ψωμί, γαρδούμπα
για να κάνει τούμπα.
και τον ετάιζε
ψωμί, μπουγάτσα
για να κάνει μπράτσα.
και τον ετάιζε
ψωμί και χόρτα
ώσπου δε χώραγε από την πόρτα.
ώσπου μια μέρα
με δίχως ήλιο
ο γάλος έφαγε...
τον μπάρμπα Μπρίλιο.

το σιγοτραγουδάω στο ριπίτ.
μαζί με τα τζιτζίκια
μαζί με τα τελευταία γέλια των παραθεριστών
-αύριο θα 'ναι μια ανάμνηση κι αυτοί-
μαζί με την κουκουβάγια τη νύχτα.

που και που το Ραφάκι έρχεται να ενώσει τη φωνή της με τη δική μου
απλώνω το χέρι, την τραβάω κοντά και για λίγο τραγουδάμε μαζί
-πρώτη φωνή εγώ, δεύτερη εκείνη.

όταν τα βράδυα φεύγει το Σοφάκι και μαζεύω το τραπέζι στη βεράντα
"και τον ετάιζε, μέλι και ταχίνι"
όταν πλένω τα χέρια στο νιπτήρα
"και τον ετάιζε, ψωμί μπουγάτσα"
όταν χαζεύω το πρόσωπο μου στον καθρέφτη του μπάνιου
"και τον ετάιζε, ψωμί και χόρτα"

"αυτό είναι το καλοκαίρι του μπάρμπα Μπρίλιου" κορόιδεψα χτες βράδυ και τεντώθηκα να πιάσω το κουτί με τα κορνφλέικς για το βραδυνό της Ραφαηλίας.
..................

τελευταία μέρα του Αυγούστου.
ποιος είχε γράψει "ο Αύγουστος είναι σκληρός μήνας";
ούτε που θυμάμαι πια..

τρεις μέρες ακόμα στην Αίγινα.
"αντίο Λιλιπούπολη, αντίο, αντίο" μουρμουράω συνειδητά για να διώξω τον μπάρμπα Μπρίλιο απ' το μυαλό, μα αυτός εκεί! το επόμενο λεπτό "ώσπου μία μέρα"
κι έρχεται το Ραφάκι "πάλι αυτό μαμά; σου 'χει κολλήσει για τα καλά"

δυναμώνω τη φωνή και μ' ακούει όλο το νησί:
..με δίχως ήλιο
ο γάλος έφαγε
τον μπάρμπα Μπρίλιο
τον μπάρμπα Μπρίλιο

κοιτάζω τη Ραφαηλία και γελάω:
"καλά να πάθει ο μαλάκας!" λέω ικανοποιημένη
και πηγαίνω να βάλω άλλο ένα φλυτζάνι καφέ.

κι είμαστε ακόμα στην Αίγινα
και είναι ακόμα καλοκαίρι..

Ιούλιος με τον Johnny και τον Bob



if you're traveling the north country fair
where the winds hit heavy on the borderline..

περπατώντας στη δική μου Αθήνα, τις ήσυχες μέρες του Ιουλίου.
περπατώντας σε "δρόμους παλιούς που αγάπησα"
πριν καιρό
σε δρόμους που αγαπώ ακόμα
-κι ας έχουν αλλάξει αμετάκλητα
κι εκείνοι κι εγώ.

"..έχω δει τον αιώνιο Υπηρέτη να γελάει
κρυφά, καθώς το παλτό μου κρατεί"
είχε γράψει κάποτε το φιλαράκι ο Eliot
όμως τότε ήμουν ακόμα απερίσκεπτα νέα
κι είχα κλείσει τις σελίδες, θυμάμαι, χαμογελώντας: δεν υπήρχε ίχνος νοσταλγίας πάνω στους ώμους ή στα μαλλιά μου
κι ο αιώνιος Υπηρέτης, σκεφτόμουν, θα αργούσε να έρθει πολύ.

αυτές τις μέρες του Ιουλίου, περπατάω ώρες στους δρόμους της πόλης.
μαζί μου σχεδόν πάντα ο Johnny κι ο Bob
"so if you're travelin' the north country fair
where the winds hit heavy on the borderline.."

που και που τινάζω τη σκόνη της νοσταλγίας
χαιρετάω γνωριμίες παλιές
-γεια σου Tennessee, γεια σου Henry, γεια σου κι εσένα Charles-
κι αγνοώ τον αιώνιο Υπηρέτη
-τούτη τη φορά, χαμογελάει πίσω από τη δική μου πλάτη
κρυφά.

αργά τ' απογεύματα, όταν γυρίζω μόνη σπίτι
κρατώ την πόρτα ανοιχτή για να περάσουν οι φίλοι
-αγαπημένοι από τα χρόνια της λαμπρής νεότητας
μέχρι τα τωρινά, τα ήσυχα.

σύντροφοι που ένωσαν την ανάσα τους με τη δική μου
σφυρίζοντας πάντα το ίδιο τραγούδι
βάζοντας στην ελπίδα μου φτερά·
κάνοντας έναν ακόμα Ιούλιο
μοναδικό
και απολύτως ερωτεύσιμο.

χαμογελάω:
"έτσι δεν είναι Johnny;"
χαμογελάει κι εκείνος, αφήνει την κιθάρα και γνέφει "έτσι".
..............................

in the darkness of my night
in the brightness of my day.

Fb αγάπη μου..


αυτή η αρβανιτάκη κάθε που τραγουδάει τις κουλαμάρες της τύπου "μα δε σε λένε γιάννη", λες κι έχει ένα κομπρεσέρ και μου το χώνει στ' αυτί!

Φάνης Χρονάκης: Έεεεεε αφού δεν σε λένε Γιάννη.....
Μαριλένα Γκρουέζα: σου λέω μου τσάκισε το νευρικό! τόσο καλή φωνή και να τραγουδάει όλο ανοησίες!! να πιω νερό εκεί που θα πλυθείς, μα δε σε λένε γιάννη (ή γιάνη -όπως θες πάρτο), ζωή που δε μοιράζεται είναι για τον @@@  (άντε, λείπει ο Χρόνης να με λογοκρίνει και ξώκειλα!)
............

"A.K.
ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ Β' ΑΘΗΝΩΝ
Αποφοίτησε από το 6ο Λύκειο Θεσσαλονίκης το 1984.
Είναι πτυχιούχος Γυμναστικής Ακαδημίας (ΤΕΦΑΑ) του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, και είναι Υποψήφια Διδάκτωρ στο Πανεπιστήμιο της Σπάρτης πάνω στο επιστημονικό αντικείμενο: «Ο ρόλος των Μ.Μ.Ε. στην καταπολέμηση της βίας».
Είναι πτυχιούχος της Σχολής Δημοσιογραφίας «Μπόνα».
Χειρίζεται άριστα Η/Υ σε περιβάλλον Windows"


χειρίζεται άριστα υπολογιστή σε περιβάλλον γουίντοους;;; τι λες φίλε μου!! ΑΠΙΣΤΕΥΤΟ!!!
είναι πτυχιούχος της σχολής "μπόνα";;; ΠΛΑΚΑ ΚΑΝΕΙΣ!!!!
έχει τελειώσει τη γυμναστική την ακαδημία;;; δηλαδή ΞΕΡΕΙ ΚΑΙ ΚΑΝΕΙ ΦΟΥΡΛΕΣ ΣΤΗ ΔΟΚΟ;; λιγοθυμάω!!
και.. και... και... ΥΠΟΨΗΦΙΑ ΔΙΔΑΚΤΩΡ στο πανεπιστήμιο της ΣΠΑΡΤΗΣ;; αλήθεια; μα αλήθεια;; ΑΠΛΑ ΔΕΝ ΤΟ ΠΙΣΤΕΥΩ!!
σε λίγο θα μου πείτε πως φτιάχνει και τα μενού στον ΤΡΑΓΑΝΟ ΚΑΒΟΥΡΑ!!
............

βλέπω μια παπαριά που έχει ανεβεί από φίλο φίλου (ο φίλος έχει κάνει λάικ, οπότε μπαίνει στην αρχική μου σελίδα).
πατάω να μη το βλέπω και ρωτάει το λόγο.
ότι ρίχνω φάσκελα στην οθόνη, δεν περιλαμβάνεται..
............

δηλαδή τώρα το paypal λειτουργεί;
...........

"επειδή μέσα σε μια σχέση είναι πολύ πιθανό να συμβούν αστοχίες, και διαψεύσεις, και απογοητεύσεις, τόσο που μπορεί να σε πληγώσουν, η αληθινή μεγάλη φιλία βασίζεται στο να μπορείς να συγχωρείς εβδομηκοντάκις" Νίκος Σιδέρης.

κι αν έχεις ΗΔΗ συγχωρήσει εβδομηκοντάκις, πρέπει να συνεχίζεται η "αληθινά μεγάλη φιλία" μέχρι να σου @@@ εντελώς τη ζωή;
μέχρι να σου ρίχνει το ηθικό οσάκις την ακούς;
όχι ευχαριστώ! δεν θα πάρω.
............

 κατάσταση:
Μαριλένα Γκρουέζα: αυτό με τη "μάνα" και τη "ζακέτα" έχει καταντήσει αηδία μέγιστη!
 
Helen Kontou: Μάνα. Πιάσε μια ζακέτα! Χαχαχαχ
Μαριλένα Γκρουέζα: αηδία λέμε!! σου είπα εγώ ποτέ "παιδί μου πάρε ζακέτα;"!
Helen Kontou: Όχι! Μπουφαααααααν
Μαριλένα Γκρουέζα: το ίδιο είναι;;
............

χτες, σε μια προσπάθεια να διακτινιστώ στο πάντα λατρεμένο παρελθόν, κατέβηκα στην Αθήνα.
μόνη.
είχα τ' ακουστικά μου, είχα τον Django, είχα κλειστό το κινητό  ("κλείσαμε, αύριο πάλι"), τα είχα όλα.
δεν είχα την Ελένη
δεν είχα τον Φεβρουάριο
δεν είχα το '08

και τίποτα δεν ήταν το ίδιο.
ούτε καν το πλησίαζε..
............

Ο αδειούχος


"είμαι αδειούχος, είμαι αδειούχος, είμαι αδειούχος!"
ο Χρόνης ενθουσιασμένος μπαίνει σπίτι, ως φίλαθλος στη νίκη της ομάδας του.

η Ραφαηλία ακούγοντας τον απορεί: "τ' ειν' αυτό;"

"δεν θα πηγαίνει στη δουλειά.  αν είναι δυνατόν! δεν ξέρεις τι σημαίνει "αδειούχος";

από την αγανάκτηση ακούγομαι μέχρι την ταράτσα

"για πάντα; βγήκε στη σύνταξη;"
"όχι συνταξιούχος βρε! αδειούχος"
"ε, στην ηλικία του, με το 'να πόδι στη σύνταξη είναι.."
..........................................

aka κάνε παιδί να δεις καλό
κι όλα τα συναφή..

Riders on the storm

μεθαύριο δημοψήφισμα.
σήμερα όμως, τρεις Ιουλίου, δεν θα γράψω λέξη γι' αυτό.
θ' αναρτήσω κάτι παλιό, μιας  κι είναι τρεις Ιουλίου
μιας και σαν σήμερα έφυγε ο παλιόφιλος ο Jim
μιας που έτσι κι αλλιώς είμαστε ήδη όλοι
riders on the storm..
                                                                                                                       

                                                                                                                      21-4-2012


σαν τον δερβίση γύριζα στο σπίτι αυτές τις μέρες κι όλο κάτι έκανα.
πότε μαγείρευα, πότε σκούπιζα, πότε τακτοποιούσα  και στο τσακίρ κέφι διάλεγα: πλυντήριο πιάτων ή ρούχων να βάλω;

συγύριζα λοιπόν, έπλενα, άπλωνα, μάζευα και ξεσκαρτάριζα μέχρι που αποκαμωμένη ένα απόγευμα ρίχτηκα ως πτώμα στο κρεββάτι και φώναζα έναν έναν να 'ρθει να με γιατροπορέψει.
να μου φέρουν καφέ ή pepsi max, να μου ρίξουν ένα ελαφρύ σκέπασμα, έστω, να μου τρίψουν λίγο τα κατάκοπα μου ποδαράκια.

ματαίως όμως!

ο Χρόνης κοιμόταν τον ύπνο του αδειούχου, το Ελενάκι άκρως απασχολημένο δε βρισκόταν καλά καλά στο σπίτι και το Ραφάκι καταδέχτηκε μεν να έρθει, έτοιμη όμως την είχε τη δικαιολογία: "δε μπορώ τώρα, έχω δουλειά!"

τι είδους δουλειά είχε, αυτή κι ο Χάρρυ Πότερ το ήξεραν..

αγανάκτησα!
"εμ εδώ είναι σαν τους τρεις Σωματοφύλακες!" φώναξα "αλλά απ' την ανάποδη! όχι ένας για όλους κι όλοι για έναν, αλλά ένας για όλους και κανένας για τον ένα!"

ανακάθισα στο κρεββάτι

"να σου πω κάτι όμως; αν ξεκινούσα τη ζωή μου τώρα, ούτε γάμο θα 'κανα, ούτε παιδιά, ούτε τίποτα! ακούς; τίποτα! μόνο θα 'χα μια καριέρα ΝΑ! θα ζούσα σ' ένα σπίτι ΝΑ! και θα σου 'λεγα 'γω μετά!"

το Ραφάκι με κοίταζε πληγωμένο, έτοιμο να δακρύσει.

"τι με κοιτάς; τώρα δεν έχεις δουλειά; άντε, πήγαινε μέσα, άντε!" ειρωνεύτηκα κι έπεσα πίσω στα μαξιλάρια, ξεφυσώντας τον αέρα του δικαίου.

μετά από μισή ώρα μπήκε ξανά στο δωμάτιο.
στα χέρια κρατούσε μια κάρτα.

την άφησε πάνω στο γραφείο και βγήκε με τους ώμους σκυφτούς λες και κουβαλούσε όλο το βάρος του κόσμου.

έσκυψα στο γραφείο και διάβασα:

  "Για ΜΑΜΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟ"


 

Για ΜΑΜΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟ

Αγαπητή Μαμά

Σε ξέρω χρόνια και θέλω να σε ρωτήσω: Αμα ήσουν και πάλι μικρή και είχε την ευκαιρία... θα ήθελες να είχες εμένα;

Αν όχι στον λόγο μου θα είμαι καλό παιδί και κλαίω τώρα.. Σε παρακαλώ άλλαξε γνώμη και ξέρω τα πάντα για 'σένα!

Είσαι διαβήτης, σου αρέσει το πορτοκαλί, από παγωτό καραμέλα με Συρόπι θέλεις να σου ρίξω στον τάφο σου, σου αρέσει το Riders on the Storm και αυτός που το τραγούδαγε πέθανε γιατί η κοπέλα του του έδωσε παραπάνω δόση. Ξέρω ακομα κι ότι σου αρέσουν τα Αντρικά Μπουφάν, δεν σου αρέσει η λέξη "αερόπλανα" έχεις μανία με τις ταινίες με τους εξωγήινους και φοράς πάντα αθλητικά (παπούτσια).

Ξέρω πολλά ακόμα αλλα θα πάρουν χρόνια.

Γι' αυτό σε παρακαλώ σε λατρεύω!

Ορίστε μια Αφιέρωση τι κάναμε το καλοκαίρι.


κι ήμουν ζωγραφισμένη στην κούνια στην Αίγινα, να πηγαίνω πάνω κάτω και να τραγουδάω -τι άλλο;- riders on the storm.
.................................................................

να λοιπόν ένας τρόπος να φεύγει η κούραση  μεμιάς

να κι ένας άλλος, για να παρηγοριέσαι με το διαβήτη που σου 'ρθε κατακέφαλα: παγωτό με σιρόπι καραμέλα όταν πια θα 'σαι αλλού..

να κι ένας ακόμα, για να γνωρίσει το παιδί σου τον Jim Morrison και να αποτυπωθεί στη μνήμη η ζωή όταν φεύγει τόσο άδικα..

και κυρίως, να ο μοναδικός τρόπος, για να βεβαιώνεσαι πως ό,τι έχεις κάνει είναι απολύτως σωστό
και πως, χίλιες ζωές αν ζούσες ακόμα

ακριβώς τα ίδια θα έκανες..


http://www.isimeria.com/2012/04/riders-on-storm.html 

Το ξύπνημα


περνάω έξω απ' το δωμάτιο της Ραφαηλίας.
είναι πρωί ακόμα, σχεδόν αξημέρωτα και φυσικά κοιμάται τον ύπνο του δικαίου.
στέκομαι στην πόρτα, την κοιτάζω πόσο μεγάλωσε..
"ο χρόνος παίρνει άλλη έννοια όταν βλέπουμε τα παιδιά μας" μουρμουράω και κατακλύζομαι από ένα κύμα νοσταλγίας για όλα εκείνα που πέρασαν και δεν θα ξανάρθουν ποτέ·

οι Κυριακές στην Ανάβυσσο
οι ταινίες που βλέπαμε με την Ελένη
οι ανοιξιάτικες εκδρομές στην Αίγινα

η ζωή που ήταν εύκολη, χωρίς απουσίες..

μπαίνω μέσα, απλώνω τα χέρια, την αγκαλιάζω
χαϊδεύω τα ξανθά της τα μαλλιά
τη φιλάω στην κορυφή του κεφαλιού

αρχίζει και ξυπνάει "τ' είναι μαμά;"

συγκινημένη τη σφίγγω στην αγκαλιά μου:
"σ' αγαπάω μωρό μου!  σ' αγαπάω τόσο πολύ και συ μεγαλώνεις τόσο γρήγορα!"

τη φιλάω ξανά και της χαϊδεύω το πρόσωπο.

κι εκείνη ανοίγει τα μάτια
με κοιτάζει
και λέει:

"τι έπαθες; σε ψέκασαν πρωί πρωί;"
...................................................

Κάτω απ' τη μαρκίζα


ό,τι από σένα τώρα έχει μείνει
σε μια φωτογραφία της στιγμής
είναι αυτό που δεν τολμούν τα χείλη
σ’ εκείνο το τοπίο της βροχής.
όλα μου λεν πως έχεις κιόλας φύγει
κι ας λάμπει η ξενοιασιά της εκδρομής
εσύ όπου κι αν πας, σ’ όποιο ταξίδι,
σε λάθος στάση θα κατεβείς..

ανέβαινα τη φιλολάου, το mp3 δυνατά
να μην ακούω φωνές, αυτοκίνητα, να μην ακούω τίποτα
παρά μόνο αυτά που αγαπούσα·
αυτά που ακόμα αγαπώ

όταν ξαφνικά
άρχισε να παίζει η "μαρκίζα"

κι ήμουν απροετοίμαστη
και δεν υπήρχε ίχνος άμυνας
δεν υπήρχε καν ένα τσιγάρο ν' ανάψω.

ανηφόριζα, προσπαθώντας να κρύψω το βρεγμένο μου πρόσωπο
"αχ ρε" μονολογούσα "αχ ρε.."



χρόνια μετά και κάτω απ’ τη μαρκίζα
σε βρήκα που `ρθες για να μη βραχείς
ίδια η βροχή τα μάτια σου τα γκρίζα
μα τίποτα, όπως πάντα, δε θα πεις.
μονάχα εγώ ρωτώ χωρίς ελπίδα
πού μένεις, πού κοιμάσαι και πώς ζεις
κι εσύ που ξέρεις όσα η καταιγίδα
δεν έχεις κάτι για να μου πεις..

Το χαμόγελο


αυτό το καλοκαίρι που μοιάζει με φθινόπωρο·

"μαμά, μαμά κοιμάσαι;"
ανοίγω τα μάτια κι αντικρύζω το φεγγοβόλο χαμόγελο της Ραφαηλίας
"τι ώρα είναι παιδί μου;"
"οκτώ"
"θ' αργήσεις, τρέχα! καλή επιτυχία!"
"σ' ευχαριστώ μαμά" μ' αγκαλιάζει και φεύγει, χωρίς καμμία απολύτως βιασύνη.

Ιούνιος που μοιάζει περισσότερο Σεπτέμβρης
όμως
το καλοκαίρι είναι ήδη εδώ.
...........................

"cold water surrounds me"
κι ό,τι νομίζω πως αφήνω πίσω μου
το βρίσκω ξανά μπροστά

έτσι, το παρελθόν γίνεται μέλλον
και το μέλλον το έχω ήδη ζήσει.
................................

"summertime, and the livin' is easy"
τραγουδά η Ella
κάνοντας τη ζωή μας
ευκολότερη.


"μαμά, μαμά κοιμάσαι;"
ανοίγω τα μάτια "τι ώρα είναι;"
"οκτώ"
"θ' αργήσεις, τρέχα!"

με αγκαλιάζει, με φιλάει
και καθώς φεύγει γυρίζει το κεφάλι
χαμογελά
κι ένα ολόκληρο ξανθό καλοκαίρι
φεγγοβολάει

στο -σχεδόν πάντα- αφηρημένο
χαμόγελο της..



Ο βασιλιάς της σκόνης


..ένα καθρεφτάκι, ο ήλιος με τυφλώνει
άρχισε ο πάγος μέσα μου να λιώνει
έφτασε το καλοκαίρι τόσο ξαφνικά


στο ριπίτ τον τελευταίο καιρό.
σκύβω να χαϊδέψω τη Νέλλυ
μαζεύω, πλένω, απλώνω
και
μπήκε ο ήλιος στην ψυχή μου πριν προλάβω
όσα μου έλεγε η βροχή να καταλάβω

ξανά και ξανά.

κι έρχεται το Ραφάκι σήμερα το πρωί:
"μαμά, τραγουδάει ακόμα ο Παυλίδης;"
"ναι, αμέ! πριν λίγες μέρες έβγαλε καινούριο δίσκο"
"α ωραία!"
"εμένα απ' τα παλιά του, ξέρεις ποιο μ' αρέσει πιο πολύ;"
"ποιο;"
"ο βασιλιάς της σκόνης! το θυμάσαι;"

κι αμέσως διακτινίζομαι στον χρόνο:
κυριακάτικα απομεσήμερα, στο δρόμο για την Ανάβυσσο.
πάνω απ' τα λιμανάκια στη Βουλιαγμένη αρχή καλοκαιριού
παιδιά κάνουν μπάνιο
αεροπτεριστές ίπτανται σ' ένα ουρανό εκτυφλωτικά γαλάζιο
τα κορίτσια στο πίσω κάθισμα ξαπλωμένες μιλάνε
κι ο Χρόνης οδηγεί σοβαρός μισοτραγουδώντας τ' αγαπημένα κομμάτια που βάζω:
Παυλάκης, Παυλίδης, Django
το soundrack της Kυριακής μας.

"ναι, ρε μαμά, πως δεν το θυμάμαι!"

η φωνή της Ραφαηλίας με προσγειώνει.
την κοιτάζω χαμογελώντας "αλήθεια;"

"ναι! το έβαζες και μου 'λεγες "εσύ είσαι!"
....................................

εννοείται πως τόσα χρόνια μετά, το δωμάτιο της παραμένει το ίδιο: μέσα στη σκόνη και στην ακαταστασία
αντιπροσωπεύοντας επάξια το μωρό μου

τον βασιλιά της σκόνης..

Το σαλιγκάρι


η Ραφαηλία μού δείχνει τις φωτογραφίες που τράβηξε όλη τη βδομάδα.
βλέπω με τα δικά της μάτια την αυλή του σχολείου, το πάρκο, τους περαστικούς, την παρέα της.. μέχρι που εμφανίζεται μία (όπως νομίζω) άσχετη φωτογραφία: ένα αυτοκίνητο.
απορώ:

"τ' ειν' αυτό;"
"αυτοκίνητο ρε μαμά"
"το βλέπω. αλλά γιατί το φωτογράφισες; τι το ιδιαίτερο έχει αυτό το αυτοκίνητο;"
"μα δε βλέπεις; είναι σαλιγκάρι!"

και ο Χρόνης που μας ακούει:

"τι "σαλιγκάρι" βρε βλήμα; σκαθάρι! άκου σαλιγκάρι.."

Χρόνια Πολλά!


..κι αυτό που μου λείπει τώρα που ζεις μακριά μας
είναι το χιούμορ σου.

ξέχασα να γελάω σαν να μην έχω πρόβλημα κανένα
ξέχασα πως να γίνομαι ξανά κορίτσι ανέμελο -η γιαγιά!
μ' εκείνο το γέλιο το αυθόρμητο
που μόνο εσύ κατορθώνεις να βγάζεις απ' την καρδιά μου
ξέχασα..

όμως, κάθε φορά που μας τηλεφωνείς
κάθε φορά που ακούω την αγάπη στη φωνή σου
το γέλιο, τα πειράγματα, τ' αστεία σου
θυμάμαι ολοκάθαρα, σαν να 'ταν χτες
την πρώτη φορά που σ' αγκάλιασα
κι άλλαξε ο κόσμος όλος

κι ας πέρασαν πια ακριβώς 
χρονάκια εικοσπέντε από τότε ..

σαν σήμερα λοιπόν καρδιά μου
σαν σήμερα ήρθες στη ζωή μας
γεμίζοντας την φως
όνειρα
χαμόγελα, ελπίδες..

χρόνια πολλά μωρό μου, παιδί μου!
χρόνια πολλά
χρόνια καλά
χρόνια ευλογημένα

χρόνια γλυκά
να έρθουν στη ζωή σου

χρόνια πολύχρωμα
ζωγραφιστά
χρόνια
αγαπημένα
.................................................

ένα στην τύχη.. θυμάσαι; εδώ: Η ταινία

Το διάβασμα


"πότε δίνει το πρώτο μάθημα η Ραφαηλία;"
"την τρίτη. μαθηματικά"
"και;"
"και τι;"
"διάβασε καθόλου σήμερα;"
"κοίτα, σηκώθηκε το πρωί κατά τις δέκα. για τα δεδομένα της, λογική ώρα"
"ας πούμε"
"έλα βρε Χρόνη, αυστηρό σε βρίσκω! τέλος πάντων, σηκώθηκε, έβαλε τ' ακουστικά κι άκουγε μουσική απ' το κινητό όση ώρα έκανε πως τακτοποιεί το γραφείο της"
"μάλιστα.."
"κράτησε ώρα η "τακτοποίηση". κάποια στιγμή πήγα να δω τι κάνει"
"και χάζευε"
"όχι. είχε ξαπλώσει στην κάτω κουκέτα και διάβαζε"
"τι διάβαζε; μαθηματικά;"
"όχι. τον μικρό Νικόλα.."
.................................

πάω στοίχημα πως ο Goscinny θα ήταν περήφανος για τη δική μου petit Raphaëlia

ο Ευκλείδης πάλι
όχι..

Αντίο μάγκα μου..


"μαμά μη κλαις και μη στεναχωριέσαι! ο Μίκυς είναι στον Παράδεισο με τον θείο και την Ελλη! και δεν είναι πια μεγάλος. είναι κουτάβι και τρέχει, όλη μέρα τρέχει!"

Αυτή η Ανοιξη


"αν νομίζεις πως δε με πονάει αυτό που κάνω.. γελιέσαι" λέει η Μελίνα
και μου φέρνει ένα κόμπο στο λαιμό αυτή η άνοιξη πoυ άργησε πολύ
"αν νομίζεις πως δε με πονάει αυτό που κάνω.. γελιέσαι
αγάπη που 'γινες δίκοπο μαχαίρι".


ακούω Παυλίδη: τις περισσότερες φορές που ταξιδεύω με τα μάτια κλειστά
ένας μικρός λαθρεπιβάτης από δίπλα με κοιτάει σιωπηλά

όμως στην καρδιά μου, παίζει πάντα ο χαρμάνης κι άφραγκος Παυλάκης -στο ριπίτ.

γέρασα πια κι ακόμα δε σοβαρεύτηκα:
"Ραφάκι, ο γιατρός είπε να βάζεις οφθαλμικές σταγόνες, τεχνητά δάκρυα για την ξηροφθαλμία"
"τίποτα δεν είπε βρε μαμά. μια χαρά με βρήκε!"
"καλά. εγώ λέω επιβάλλονται οι σταγόνες γιατί κάθεσαι πολλές ώρες στον υπολογιστή"
"εντάξει"
"οι καλύτερες είναι αυτές που δεν έχουν συντηρητικά"
"ό,τι να 'ναι"
"αλλά είναι πανάκριβες! σκέφτηκα μια μέθοδο πιο οικονομική"
"..."
"να σου ρίχνω δυο χαστούκια! δάκρυα φυσικά κι ανέξοδα!"
"αχαχαχα γελάσαμε πάλι!"

βλέπω παλιές ταινίες και καινούριες σειρές
παίρνω cold and flu -αυτή η ίωση ακόμα με ταλαιπωρεί-
και τραγουδάω παράφωνα
άσε με εδώ, μ’ αρέσει απ' το βυθό
να βλέπω που επιπλέεις

αλλά είμαι πια σκιά της παλιάς μου σκιάς
John Hurt
κάνε μου χώρο να καθήσω δίπλα σου.

"ξεχνάω πως έφυγες ρε!" μονολογώ σχεδόν κάθε μέρα "κι όλο απλώνω το χέρι να σου τηλεφωνήσω"
ο Χρόνης όμως έρχεται και μου κρατάει το απλωμένο χέρι
και να το τό μισοχαμόγελο
αχ ρε αχ..

"orange is the new black"
η σειρά που ανακάλυψα όταν με τηγάνιζε η ίωση.
η σειρά που ανακαλύπτω κάθε βράδυ: σαν ανταμοιβή, γιατί η ίωση μου "πείραξε" λιγάκι τον διαβήτη.

και κάπως έτσι, όλα, ισορροπούν

"πέθανε η μαμά μου. μόλις μου τηλεφώνησε η θεία μου.
το πρώτο που σκέφτηκα ήταν να την πάρω να της το πω"


σίγουρα orange is the new black για μένα.


βλέπω λοιπόν σειρές καινούριες και ταινίες παλιές, ασπρόμαυρες.

φτιάχνω οθόνες ανοιξιάτικες και τις κρατάω για μια μέρα ακριβώς.
μετά, γυρνάω ξανά στις χειμωνιάτικες.



όμως, αρχίζω να τραγουδάω ξανά, σχεδόν κάθε μέρα.
παράφωνα όπως πάντα και στην αρχή ψιθυριστά.
μετά, όσο πάει δυναμώνει η φωνή: στο τέλος ακούγομαι σχεδόν σ' όλο το σπίτι.
χαμογελάει το Ραφάκι, χαμογελάει κι ο Χρόνης
και είμαι σίγουρη πως κάπου στη Στοκχόλμη
το Ελενάκι, χαμογελάει κι αυτό...

...
κι όπως φεύγουνε οι μέρες και περνούν τα χρόνια τόσο μοιάζει ν’ αντηχεί πιο καθαρά
σαν κραυγή από πουλί που διψασμένο αιώνια
καθρεφτίζεται στης λίμνης τα νερά.

Κι άλλο fb μάστορα!


όταν πετυχαίνω με τη μία να συνδέσω το δίσκο στη θύρα του υπολογιστή, θα είναι ΠΑΝΤΑ στην προβληματική θύρα..

βγαίνει η κυριούλα (λόγω αρρώστειας ξεχνώ ποια δημοσιογράφα ακριβώς είναι, μία του mega με γουρλωτά μάτια) και διαφημίζει τη βραδυνή της εκπομπή λέγοντας "μια εικόνα χίλιες λέξεις!"
έτσι είναι.
αν έχεις νοητικά προβλήματα..
αν είσαι αστοιχείωτος..
ή αν διαβάζεις μόνο "βιβλία" με εικόνες.

κάνει το τεστ η άλλη "ποια προσωπικότητα είσαι".
η Misery αγάπη μου, η Misery κι ακόμα δεν το 'χεις καταλάβει..

όταν βλέπω να ευχαριστούν "από καρδιάς"
να εύχονται "από καρδιάς"
ν' αφιερώνουν "από καρδιάς"
να γελάνε-κλαίνε-διασκεδάζουν "από καρδιάς"
 ..ανατριχιάζω
-με την πολύ κακή την έννοια.

η πρόταση του φβ να γίνω φίλη με τα "άτομα που ίσως γνωρίζω" είναι καραπετυχημένη! είμεθα όλοι, στο ίδιο ακριβώς ηλικιακό γκρουπ: η νεολαία της ΕΠΟΝ!
εκτός του Χασάν και του εμπορικού συλλόγου Σοφάδων. αυτοί είναι αγνώστου περιόδου..

με πέρασε στο ύψος το Ραφάκι! με σωτάρει επίσης κάθε μέρα στο τηγάνι και το καταευχαριστιέται! κι αφού με ψήσει, τότε, μ' αγκαλιάζει, με φιλάει, τα ξεχνάω όλα και φτου κι απ' την αρχή την επομένη.

Ιανός. όχι το βιβλιοπωλείο, ο θεός των ρωμαίων. η απορία: με τι είδους κριτήριο επέλεξαν ένα διπρόσωπο ρωμαίο θεό οι νονοί του συγκεκριμένου βιβλιοπωλείου;
όμως μιας και η αισθητική του ανήκει στους νεόπλουτους-νεόκοπους της απλής ανάγνωσης και "Γανυμήδη" να το έλεγαν, οι ίδιοι ΑΚΡΙΒΩΣ θα σύχναζαν εκεί..

α ρε Πανουσόπουλε μέγα.. ρισπέκτ!

«Do you feel lucky, punk?»

Ψαρογιάννης, Ψαρογιώργης, Ψαραντώνης, Ψαροπούλα..
ψάρωσα τώρα..

ΟΛΑ τα καταλαβαίνω, όμως κάνω το κορόιδο και σωπαίνω φίλτατοι!

βλέπω στην κεντρική (μου) σελίδα φωτογραφία και τρελαίνομαι! πατάω "δε θέλω να το βλέπω" κι εξαφανίζεται.
ακολουθεί η ερώτηση "γιατί δε θέλετε να το βλέπετε;" με τετραγωνάκια για τσεκάρισμα.
το "είναι κακόγουστο" δεν περιέχεται.
θλίψη..

αυτό, που σου χαλάει ένα πράμα, το λες για να μοιραστείς τον πόνο σου και ακούς "το δικό μου δεν έχει χαλάσει ΠΟΤΕ!"




τι καταπληκτική χρονιά! σ' ευχαριστώ που είσαι δίπλα μου!

Ραφαηλία


 πριν λίγες μέρες:

"κοπελιά!" ΕΣΕΝΑ είπε "κοπελιά" μαμά!! αχαχαχαχχ άκου "κοπελιά!!" χαχχχχχ"
"σουτ βρε, μη γελάς! μας κοιτάζει όλος ο κόσμος!"
..............................................

στη Ραφαηλία, που όσο μεγαλώνει κρατάει ακέραιο το ίδιο γέλιο, το ίδιο χιούμορ, το ίδιο πείραγμα σαν τότε που ήταν μικρό κοριτσάκι.

στη μικρότερη μας κόρη, που θαρρώ πως είναι ακόμα μωρό κι έτσι ακριβώς την αντιμετωπίζω, κάνοντας τη να νευριάζει κάθε τέταρτο της ώρας.

στο δικό μας Ραφάκι, που σήμερα γιορτάζει:
χρόνια Πολλά
χρόνια Καλά
χρόνια Ευλογημένα!

αγάπη μου..

Χριστός Ανέστη!


η άνοιξη είναι πια εδώ..
το ίδιο και το χαμόγελο μας
το αυθόρμητο γέλιο της Ραφαηλίας
το σημερινό τηλεφώνημα της Ελένης "μαμά μου Χριστός Ανέστη!"
τα κόκκινα αυγά που είχα βάψει γκρινιάζοντας "του χρόνου έτοιμα να πάρουμε", βαλμένα στη μέση του τραπεζιού
ο Χρόνης που μας αγκαλιάζει "Χρόνια Πολλά!"
ο Μίκυς που γαυγίζει την Ακκα
η Ακκα που αδιαφορεί
η Νέλλυ που κοιμάται
-τελευταία κάνει ολονύκτια πάρτυ ξυπνώντας με τα χαράματα-
η Πόπη που αργεί να βγει απ' τη χειμερία και με κάνει ν' ανησυχώ λιγάκι

η ζωή που χαμογελάει
τελικά

και φέτος Πάσχα

Χριστός Ανέστη!

Καλή Αντάμωση


Μεγάλη Παρασκευή σήμερα
κι εσύ ήσουν εκεί.

καλή αντάμωση ρε!

καλή αντάμωση..

Post-it

“I don't hate people. I just feel better when they aren't around”
είχε πει κάποτε ο Hank
και όσο περνάει ο καιρός
συμφωνώ
-σχεδόν απολύτως-
μαζί του.

κι ύστερα
μπαίνω στο μπάνιο
και βλέπω αυτό:


και όλα ισιώνουν.

μέσα μου
γύρω μου

μεμιάς
γίνεται ανάλαφρος ο αέρας.

ανασαίνω..

Ισημερία


αυτή η εξομολόγηση γράφτηκε καιρό πριν: στην τότε επέτειο της Ισημερίας.
δε νομίζω να γράψω κάτι άλλο, διαφορετικό, ακόμα κι αν περάσουν πολλές επέτειοι.
άλλωστε, δεν θα μπορούσα να διατυπώσω καλύτερα αυτό που σημαίνει για μένα η Ισημερία.
αλλάζει μόνο ο αριθμός του κάθε χρόνου που περνάει.
όλα τα υπόλοιπα μένουν τα ίδια.
ακριβώς..




έχω μιλήσει ξανά για την Ισημερία και το λόγο ύπαρξης της.

έχω πει πως ό,τι γράφω εδώ, σε τούτο το ημερολόγιο, βγαίνει κατευθείαν απ' την καρδιά μου, χωρίς φίλτρο, χωρίς σκέψη σχεδόν.

μιλώ για το (πάντα ζωντανό) παρελθόν, για το παρόν, για τα όνειρα που προσδοκούμε, για τις ελπίδες μας.
μιλώ για τον καιρό που ήμουν πολύ νέα, για τον καιρό που ο Χρόνης κι εγώ ήμασταν παιδιά σχεδόν, όπου μόνη μας έννοια ήταν η εκδρομή του Σαββατοκύριακου κι οι διακοπές του Αυγούστου.
μιλώ για τα χρόνια που περάσαμε προτού έρθουν τα δικά μας παιδιά στη ζωή, αλλά και γι' αυτά που μας ολοκλήρωσαν, όταν γίναμε γονείς.

όμως πιο πολύ μιλώ, για τις μέρες τις σημερινές.
γι' αυτά που ζούμε τώρα.
τα καθημερινά.

όταν έφυγε η μητέρα μου, για χρόνια ολόκληρα κάθε φορά που η έλλειψη της γινόταν αβάσταχτη, πήγαινα στη μεγάλη ντουλάπα όπου ακόμα κρέμονταν τα ρούχα της τακτικά και με τ' άρωμα της τυλιγμένα, άνοιγα την πόρτα και χωνόμουν μέσα.

έτσι, η μαμά μου μ' αγκάλιαζε και με παρηγορούσε.

αυτό ακριβώς είναι η δική μου Ισημερία: μια αγκαλιά που τυλίγει και διακτινίζει άμεσα στο παρελθόν, μια αγκαλιά αγαπημένη.

όταν κάποτε έρθει η στιγμή που ο Χρόνης κι εγώ, θα φύγουμε απ' αυτή τη ζωή, τα κορίτσια θα διαβάζουν για την εποχή όπου όλα ήσαν εύκολα, όπου όλα ήσαν σωστά και κυλούσαν όπως πρέπει κι ας διαμαρτύρονταν "ε, μα δεν αντέχω άλλο!"

θα θυμούνται την εποχή που άνοιγαν την πόρτα του σπιτιού και μέσα βρισκόταν πάντα ο μπαμπάς κι η μαμά, τα παιδικά χρόνια, τις Κυριακάτικες εκδρομές, τα πρώτα ποδήλατα, το πως αργά την Ανοιξη, ο πατέρας τις μάθαινε βουτιές και μακροβούτια στην παραλία της Αναβύσσου και πως η μητέρα καθόταν ώρες στην παραλία της Αίγινας με το βιβλίο στα χέρια και ένα φλυτζάνι ζεστό καφέ το κατακαλόκαιρο.

κι όποτε ξεφυλλίζουν τη δική μας Ισημερία, το παρελθόν θα γίνεται παρόν και το τότε, σήμερα.

όπως ακριβώς γινόταν όταν χρόνια πριν, άνοιγα τη μεγάλη, ξύλινη ντουλάπα της μαμάς μου και χωνόμουν δίχως δεύτερη σκέψη στην αγκαλιά της.

κι από όπου κι αν βρίσκομαι θα χαμογελώ μεσ' απ' τις γαλάζιες σελίδες της,

όπως ακριβώς πρωτοχαμογέλασα όταν έκανα την πρώτη μου ανάρτηση εδώ:

σαν σήμερα, πριν από οχτώ κιόλας χρόνια..

Τα μικρά μπαλκόνια amore mio


"έχω μεγαλώσει σε ένα μπαλκόνι
που αντί για θέα, είχε άλλο μπαλκόνι"
τραγουδά ο Σαββόπουλος
κι όσο κι αν έχω διακόψει τις σχέσεις μαζί του, είναι τόσο ακαταμάχητο το συγκεκριμένο κομμάτι, που το ερωτεύομαι κεραυνοβόλα!

η αλήθεια είναι πως σπανίως δεν ερωτεύομαι τραγούδι του Λάκη.
πέρσυ το καλοκαίρι ήταν το "ελπίζω", παλιότερα η "Θήβα", ακόμα πιο παλιά "της νύχτας τα ηχεία".
"του του του
του του του του"
εκείνος τραγουδά μαζί με τον Σαββόπουλο

και το Ραφαηλάκι, που είναι αποκλειστικά της ξένης μουσικής, ενθουσιάζεται.

"τα μικρά μπαλκόνια
έχουνε τιμόνια
χαρές, γιορτές, βουβές ματιές
όμορφα χρόνια"
μουρμουράει σχεδόν άθελα της
και την αγκαλιάζω σφιχτά
-το μωρό μου.

και ξαφνικά έρχεται το amore mio του Μαραβέγια·
μ' ένα ρυθμό χορευτικό
μ' ένα ρυθμό περασμένων καιρών
"τσα τσα τσα
απαπα
πω πω πω πω
σ' αγαπώ"
κι ερωτεύομαι ξανά.

κι ενθουσιάζομαι και το βάζω στο ριπίτ.
με κάνει να χαμογελάω
με κάνει να το σφυρίζω φάλτσα στη Νέλλυ
στην 'Ακκα, στον Μίκυ
σε όποιον έχει την αμφίβολη χαρά να βρίσκεται δίπλα μου

..μέχρι που καταφθάνει η Ραφαηλία.
κι ενθουσιάζομαι ξανά "Ραφάκι, έλα! έλα!!"

έχει πιάσει τ' αυτί της περί τίνος πρόκειται και..
"δεν θέλω μαμά!"
"έλα βρε αγάπη μου, χάνεις!"
"μα δεν θέλω σου λέω!"
"αφού δεν ξέρεις ακόμα τι θα βάλω! πως προεξοφλείς πως δεν θα σ' αρέσει;"
"γιατί δεν μας αρέσουν τα ίδια βρε μαμά"
"καλά" αναστενάζω και συμπληρώνω ύπουλα "όταν πεθάνω δεν θα ξέρεις τι μ' άρεσε, δεν θα ξέρεις τι ν' ακούς για να με θυμάσαι!"

με κοιτά
"θ' ακούω τα μικρά  μπαλκόνια!"
λέει, χαμογελά, κάνει στροφή και φεύγει χοροπηδηχτά.

λίγο μετά την αφουγκράζομαι που μουρμουράει μηχανικά:
"είμαι ένας δραπέτης που όμως το πληρώνει
ήμουν επιβάτης στο μικρό μπαλκόνι
άφησα μια γλάστρα πάνω στο χαρτόνι"

κι εγώ -η χορωδία του Χαρίτωνα μόνη μου- συμπληρώνω απ' την άλλη άκρη του σπιτιού στη διαπασών:
το ξέρω πως σου φώναξα καρδιά μου
μα μίλησες σκληρά
με πλήγωσες βαθιά
και σ' έστειλα ξανά
να να να
να να να

amooooore mio..

Διάβασε ένα ebook

ανάρτηση, σταθερά επαναλαμβανόμενη κάθε Μάρτιο.
...............................................................................


  
ανάρτηση από το καλοκαίρι.
αφιερωμένη στην εβδομάδα των ebooks: από αύριο Κυριακή 3 Μαρτίου έως το Σάββατο στις 9.
για μας, που αγαπάμε τα βιβλία.
όχι την όσφρηση, την αφή ή οποιαδήποτε άλλη αίσθηση αφήνει το τυπωμένο χαρτί, αλλά την ανάγνωση αυτή καθ' αυτή.
αν λοιπόν αγαπάς το διάβασμα, αν αγαπάς τα βιβλία -να τα διαβάζεις μόνο, όχι να τα μυρίζεις, να τα κρατάς, να μασουλάς το χαρτί ίσως- δοκίμασε ένα ebook.
που ξέρεις.. μπορεί και να σ' αρέσει.


 eReader και ξερό ψωμί!


έμαθα να διαβάζω πριν πάω σχολείο.
έμαθα να διαβάζω πριν πάω σχολείο και το πρώτο μου βιβλίο ήταν ένας τόμος της ελληνικής μυθολογίας -θαυμάσιο και φυσικά, ακατάλληλο για την ηλικία μου.

θυμάμαι, χάζευα τον Κρόνο που έτρωγε τα παιδιά του και μετά διάβαζα χωρίς κόπο την περιγραφή του πίνακα.
αυτό ήταν το πρώτο μου ανάγνωσμα και έκτοτε κύλησε πολύ νερό στ' αυλάκι.
σχεδόν όλο το δημοτικό ήταν αφιερωμένο σε έλληνες συγγραφείς: αγαπημένος Παπαδιαμάντης, αλλά και Λουντέμης, Καζαντζάκης, Σολωμός, Τέλος Αγρας, Παλαμάς, λατρεμένος Μυριβήλης, Βάρναλης, Πολέμης και Βιζυηνός, Καρυωτάκης και Βαλαωρίτης. Αριστοτέλης.
αργότερα ήρθε ο Νάνος, στα χρόνια του γυμνασίου πια.

σ' αυτά του δημοτικού, δεν ξεχνώ την κερκόπορτα απ' όπου μπαινόβγαιναν οι αδερφές Μπροντέ, η Τζαίην Ωστιν, η Δάφνη ντυ Μωριέ, ο Εριχ Μαρία Ρεμάρκ, ο Ιούλιος Βερν, ο Στέφαν Τσβάιχ.

όταν τέλειωσα το δημοτικό και πήγα στο γυμνάσιο οι έλληνες μ' εγκατέλειψαν. οι νεότεροι δηλαδή.
την κερκόπορτα τη χρησιμοποιούσαν πια ελάχιστοι απ' αυτούς: ο Μανόλης Αναγνωστάκης, η Ιωάννα Καρατζαφέρη, η Μάρω Δούκα, η Μαργαρίτα Λυμπεράκη, ο Λειβαδίτης, οπωσδήποτε ο Ασλάνογλου.

σε αντίθεση με τους ξένους που ολοένα πλήθαιναν: Χένρυ Τζαίημς, Μπορίς Βιαν, Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, Ράιχ, Λίζα Αλθερ, Ντίκενς, Σου Κάουφμαν, Μαγιακόβσκι, Κάφκα, Ντοστογιέβσκι, πολυαγαπημένος Γκόρκυ, Ρεμπώ..

πέρασαν χρόνια πολλά όπου ήμουν μόνιμα μ' ένα βιβλίο στο χέρι: όταν μαγείρευα, όταν έφτιαχνα λίστες για ψώνια, σχεδόν όταν τηλεφωνούσα.. πάντα μ' ένα βιβλίο: ειχε γίνει η φυσική προέκταση του χεριού μου.
μέχρι..
μέχρι που ξαφνικά, έπαψα να βλέπω.
τουλάχιστον τόσο καλά, όπως παλιά.
θυμάμαι τη μέρα που κοιτούσα κάποια σελίδα και δυσκολευόμουν αρκετά να τη διαβάσω.

την επομένη πήγα στον οφθαλμίατρο.
και δυο μέρες μετά είχα τα πρώτα μου γυαλιά διαβάσματος. διόλου βοηθητικά, διόλου παρηγορητικά: δυσκολευόμουν πολύ, πιεζόμουν, εξακολουθούσα να μη μπορώ να αναγνώσω άνετα.

ήταν ακριβώς η εποχή που άρχισα να ασχολούμαι με τον υπολογιστή.
κι ήταν λες κι έφυγε κάτι και το κενό που άφησε, άρχισε να συμπληρώνεται από κάτι άλλο, διαφορετικό.

φυσικά, τίποτα δεν θα μπορούσε να αντικαταστήσει το διάβασμα..
όμως μιας και δεν μπορούσα να διαβάζω, θα μπορούσα να γράφω και να έχω ενίοτε μια επικοινωνία με ανθρώπους που δυνητικά θα ταίριαζα μαζί τους.

έτσι γεννήθηκε η Ισημερία και πάνε κιόλας σχεδόν έξι χρονάκια από τότε.
έγραφα, διάβαζα άλλους γράφοντες, ενημερωνόμουν για το είδος της τεχνολογίας που μ' ενδιέφερε, γενικά ήταν ένας θαυμαστός, καινούριος κόσμος, που λέει κι ο φίλος μας ο Χάξλεϋ.

κι όλ' αυτά μέχρι πριν λίγες μέρες.
μέχρι προχτές που μετέφερα ebooks στην ταμπλέτα μου, πειραματικά στην αρχή, για να διαπιστώσω με έκπληξη αργότερα, πως μετά από τόσο καιρό, επιτέλους διάβαζα!
διάβαζα και διάβαζα και διάβαζα ξανά!

από το πρωί μέχρι το βράδυ, με τις πευκοβελόνες να πέφτουν στη βεράντα, να έχουν κάνει βουνά και να μην έχω διάθεση να σηκωθώ να τις σκουπίσω, με τα τζιτζίκια να τζιτζικίζουν πάνω απ' το κεφάλι μου, με τον Χρόνη και το Ραφάκι να πηγαίνουν για μπάνιο κι εγώ να μη πηγαίνω μαζί τους:
"δε γίνεται" τους είπα προχτές "είναι αδύνατον ν' αφήσω τον Σάντι στην τύχη του" και τους κούνησα αφηρημένα το χέρι όπως έφευγαν.

ψάχνοντας ν' αντικαταστήσω το tablet μου με κάτι πιο ειδικό, όπως ένα ereader διάβασα τόσες ..χμμ ελληνικούρες, από διάφορους σχολιαστές, που παραλίγο, να χάσω ξανά την όραση μου.
κι αυτή τη φορά όχι από πρεσβυωπία, αλλά από την άκρατη ανοησία!
για "μυρωδιά" βιβλίου διάβασα, για τις αισθήσεις γενικότερα διάβασα, για την παράδοση και τα ήθη κι έθιμα της Ελλάδας διάβασα, ό,τι και να θυμηθώ, είναι άκρως επιζήμιο τόσο για την όραση όσο και για τα νεύρα μου.

για μας όμως που δε βλέπουμε καλά,
για μας όμως που διαβάζουμε στ' αλήθεια πολύ και δεν έχουμε χώρο ν' αποθηκεύουμε τα βιβλία μας ή έστω, να τα πάρουμε μαζί στις διακοπές
για όλους που ζούμε σ' αυτό τον έρμο πλανήτη, όπου μ' έναν εγωισμό καθαρά παιδικό προτιμάμε να κόβονται δέντρα για χαρτί, αντί να φορτώνονται σελίδες ηλεκτρονικά
για όλους που δεν έχουν (έχουμε) την οικονομική άνεση ν' αγοράζουμε ένα βιβλίο τη βδομάδα

και γι' άλλα, που αυτή τη στιγμή δε θυμάμαι,
αλλά που όταν πατάω το πλήκτρο κι ανοίγει η σελίδα μου 'ρχονται όλα στο μυαλό,
ο "αναγνώστης" είναι το επόμενο βήμα.

αγαπώ τα (πάρα πάρα πολλά) βιβλία μου και πάντα θα τα φροντίζω.
όμως την επόμενη φορά που θα θελήσω να διαβάσω ξανά ένα απ' αυτά, θα το σκανάρω και θα το περάσω στο reader μου.

κι αυτό δε λέγεται "πρόοδος" ή "συμβιβασμός" ή ο,τιδήποτε.
αυτό λέγεται "διαβάζω ξανά"
και το αίσθημα που βγαίνει μόνο που βλέπω αυτή την πρόταση,
είναι γνήσια κι ανόθευτη
ευτυχία.
....................................................................

"μαμάαα; πότε θα 'ρθεις για μπάνιο;"

"τα απογεύματα του Αυγούστου μωρό μου!
τα απογεύματα του Αυγούστου.."

Τα της νοικοκυράς


οι κάλτσες της νοικοκυράς: μια άσπρη, μια γκρι.
η γάτα της νοικοκυράς: εμφανίσιμη και κούκλα!!
η 'Αννα Χρυσάφη της νοικοκυράς: στα παλιά του Χατζιδάκι.
η ίδια η νοικοκυρά: δουλευταρού όπως πάντα..

Το όνομα


"το όνομα που είχα συνηθίσει να διαβάζω μονάχα σε πτυχία
και στους αγώνες του σ.ο.π.
τώρα πια είναι χαραγμένο σ' ένα λιτό, μαρμάρινο σταυρό:
Δημήτρης Γκρουέζας"

είχα γράψει καιρό πριν στη δική μου Αντέλμα.

σήμερα, μ' ένα κόμπο στο λαιμό
που δε λέει να φύγει 
διαβάζω την ονομασία του 1ου open τουρνουά:
Δημήτρης Γκρουέζας
................

"σαν όνειρο μου φαίνονται όλ' αυτά"

"μα κι η ζωή μας, ένα όνειρο μήπως δεν είναι;"

Βροχή μου


"βρέχει και στους καταυλισμούς
χορεύουν τα παιδιά"

τραγουδούσε το Ραφάκι εκείνη τη διάφανη Κυριακή έξι χρόνια πριν.
η Ελένη δίπλα της, με το κεφάλι ακουμπισμένο στο μπουφάν και κλειστά τα μάτια αναπολούσε τη ζωή που θα ερχόταν -μια νοσταλγία για ένα μέλλον που ήδη της ανήκε.
ο Χρόνης οδηγούσε με μισοκατεβασμένο παράθυρο, να μπαίνει το χειμωνιάτικο αεράκι να μας ψυχραίνει
κι εγώ χάζευα τους αιωροπτεριστές όπως κολυμπούσαν στον αέρα, πάνω από τα λιμανάκια της Βουλιαγμένης.

"η άνοιξη, περαστικιά
απ’ το σπίτι,
έσυρε μια χαρακιά
στο φεγγίτη"
χόρευε στο  μυαλό μου χτες και "άνοιξη" μονολογούσα "επιτέλους άνοιξη".
χαμογελούσα στον Τέλλο Άγρα, όμως άκουγα ξανά τη μητέρα που "παπατρέχα" με πείραζε για τις προβλέψεις μου τις ανοιξιάτικες.
διαμαρτυρόμουν τότε "ποιος παπατρέχας; μα δες πως ζέστανε ο καιρός!" κι έβγαινα στο μπαλκόνι με κοντομάνικα μπλουζάκια, να τ' αποδείξω..

σήμερα βρέχει.

"βρέχει κι εγώ τυλίχτηκα
σ’ αυτή την αγκαλιά
στα σκουριασμένα σύννεφα, στα φύλλα"

τραγουδάει ακόμα το Ραφάκι και μ' αρέσει πολύ
.......

θα σηκωθώ, θα φτιάξω καφέ
θ' ακούσω τον ήχο της βροχής στα κεραμίδια
θ' αφουγκραστώ το ήσυχο σπίτι
θα χαμογελάσω ξανά στη σκέψη της μητέρας
-"παπατρέχα μου" και μ' αγκάλιαζε και με φιλούσε
όπως ακριβώς αγκαλιάζω και φιλάω εγώ το Ραφάκι σήμερα-

θα βάλω Django
-Limehouse Blues, September Song, Minor Swing

κι ύστερα
ίσως αναπολήσω το μέλλον που θα 'ρθει
έτσι όπως μόνο τα δεκαοχτάχρονα κορίτσια μπορούν να αναπολούν:
με το κεφάλι γερμένο πίσω, ακουμπισμένο σ' ένα μπουφάν διπλωμένο
με μάτια κλειστά
μαλλιά αφηρημένα αφημένα
καθισμένες στο πίσω κάθισμα ενός γαλάζιου αυτοκίνητου που τρέχει
κάποια διάφανη Κυριακή του χειμώνα
μόλις έξι χρονάκια πριν

-δύο λεπτά ακριβώς
από τότε..

Το παράπονο


σ' αυτή τη γη ήρθα, να συναντήσω τον dr Who
ν' ανοίξω την πόρτα του Tardis, να βάλω μέσα την οικογένεια
-δίποδους και τετράποδους-
δυο - τρεις αγαπημένους φίλους
και να την κάνω.

αντί γι' αυτό,
βρήκα τον House και τα vicodin
τους Bergman -Ingmar Ingrid-
και τον Rimbaud

-παράπονο, δεν έχω.

"τι κάνεις μαμά μου;" ρωτάει το Ελενάκι σχεδόν κάθε μέρα
και για μια στιγμή ξεχνώ πως είναι πια κι αυτή μαμά κι έτοιμη είμαι να την συμβουλέψω να ντύνεται καλά πριν βγει έξω, γιατί  "στη Σουηδία έχει κρύο πολύ!"
σβήνω αυτό που γράφω και στέλνω καρδούλες κόκκινες, χρωματιστές.

ξεχνώ πως κι η Ραφαηλία έχει μεγαλώσει.
έτσι παραξενεύομαι όταν με σιγοψήνει -εφηβεία- κι αναρωτιέμαι τι τάχα της συμβαίνει.
μετά θυμάμαι "σχεδόν δεκαπέντε" κι απλώνω το χέρι να της χαϊδέψω τα μαλλιά.
"μαμά μου" ανταποκρίνεται αμέσως, σφίγγοντας με στην αγκαλιά της

-παράπονο, δεν έχω.

ο Δημήτρης βρίσκεται πάντα μαζί μας
έμαθα να χαμογελάω πια όταν μιλώ για κείνον, να κρύβω το παράπονο της απουσίας του
-ακόμα κι από μένα.

τα απογεύματα, τούτα τα σκοτεινά, κρύα απογεύματα
παίρνω ένα βιβλίο αγαπημένο -διαβασμένο ίσως ξανά και ξανά-
δυο κούπες καφέ και μια κούπα με πράσινο τσάι
έρχεται η Νέλλυ να ζεσταθεί στην αγκαλιά μου κι εμείς οι κοπέλες, διαβάζουμε.

ώρες μετά, όλο το σπίτι ησυχάζει:
το Ραφάκι κοιμάται στην πάνω κουκέτα
ο Χρόνης δουλεύει στον υπολογιστή
ο Μίκυς -γέρασες μάγκα μου- βλέπει όνειρο πως τρέχει ακόμα σαν κουτάβι·

ο dr Who έχει παρκάρει το Τardis στην ταράτσα
το μεθυσμένο καράβι του Rimbaud ανεβαίνει το δρόμο
η βρεφική κούνια του Baudelaire λικνίζεται σε βαβήλ σκοτεινό·

το μελισσόχορτο έχει αντικαταστήσει τον καφέ και το τσάι
τα παρηγορητικά φώτα των απέναντι μένουν μέχρι το χάραμα ανοιχτά
το μικρό κορίτσι της θάλασσας παίζει πάντα στο βάθος του μυαλού μου
-ω ναι, la petit fille de la mer το soundtrack της ζωής μου τελικά

κι εγώ, ανάμεσα σε όλ' αυτά, να ανασαίνω βαθιά και ήσυχα
εισπνοή - εκπνοή απόλυτα συνειδητά

παράπονο δεν έχω πια
παρά μονάχα
ένα..