Ραφαηλία και μουσική

η συνομιλία ξεκίνησε με την απλή ερώτηση "τι φαί έχουμε;"


 και τελείωσε με την απόφαση: ποτέ ξανά η αυτόματη διόρθωση..
.................................................

 αργότερα, στο σπίτι, εντρυφώντας σε οικογενειακές φωτογραφίες:
"ρε μαμά,  ποιος ειν' εδώ στη φωτογραφία;"
"ο πατέρας μου πολύ νέος. ο παππούς σου"
"κοίτα τα φρύδια του πόσο κοντά είναι το ένα με το άλλο! σα να 'χει ένα φρύδι, ε;"
κι εγώ αφηρημένη:
"μη λες βλακείες! είχε πολλά φρύδια ο παππούς.."
..................................................

κάποια άλλη φορά, ό,τι θυμόμαστε-χαιρόμαστε!
"ρε μαμά, πως το λένε το άλλο μπλογκ σου;"
"gaze στα σύννεφα"
"gay στα σύννεφα; καλόοοο!!"
...................................................

αλλά πάντα υπάρχει η διάθεση του καλού Σαμαρείτη..
"αχ.."
"τ' είναι μαμά;"
"το χέρι μου.. πως με πονάει.."
"να στο τρίψω;"
"ρωτάς;"
απλώνω το χέρι.
έρχεται το Ραφαηλάκι και με τρίβει μ' αυτά τα δάχτυλα, που στη στιγμή γιατρεύουν κάθε πόνο!
αναστενάζω "ευχαριστώ αγάπη μου, είμαι πολύ καλύτερα.."
"εντάξει. πάω μέσα κι ό,τι θες φώναξε"
και φεύγοντας γυρίζει και μου χαμογελάει
"σε γηροκομώ, ε;"
.....................................................

 στα δύσκολα όμως, τη βγάζω καθαρή με τον ύμνο του λατρεμένου:


"σχεδόν δυο χρόνια κλείσανε που είμαστε ζευγάρι
και μας ζηλεύαν οι γνωστοί κι οι μέλλοντες κουμπάροι
και πάνω που η σχέση μας επήγαινε κανόνι
πετάς μια φράση πούστικια, θέλω να μείνω μόνη"

τραγουδάω δυνατά, παράφωνα 
"μόνη και πράσιν' άλογα, μωρή κακούργα βλάχα
το πιο τζιμάνικο παιδί το πέρασες για βλάκα
είμαι του πεζοδρόμιου, δεν είμαι κάνας Γάλλος
καμμιά δε μένει μόνη της αν δεν υπάρχει άλλος.."

 
και χαμογελάνε οι γείτονες που μ' ακούνε
χαμογελάει κι η ψυχή μου!
................................................................

Ραφαηλία και μουσική.
τι άλλο να ζητήσει κανείς απ' τη ζωή;
αυτά και μια θέση στον ήλιο


φτάνουν και περισσεύουν!

Ισημερία


αυτή η εξομολόγηση γράφτηκε καιρό πριν: στην τότε επέτειο της Ισημερίας.
δε νομίζω να γράψω κάτι άλλο, διαφορετικό, ακόμα κι αν περάσουν πολλές επέτειοι.
άλλωστε, δεν θα μπορούσα να διατυπώσω καλύτερα αυτό που σημαίνει για μένα η Ισημερία.
αλλάζει μόνο ο αριθμός του κάθε χρόνου που περνάει.
όλα τα υπόλοιπα μένουν τα ίδια.
ακριβώς..



έχω μιλήσει ξανά για την Ισημερία και το λόγο ύπαρξης της.

έχω πει πως ό,τι γράφω εδώ, σε τούτο το ημερολόγιο, βγαίνει κατευθείαν απ' την καρδιά μου, χωρίς φίλτρο, χωρίς σκέψη σχεδόν.

μιλώ για το (πάντα ζωντανό) παρελθόν, για το παρόν, για τα όνειρα που προσδοκούμε, για τις ελπίδες μας.
μιλώ για τον καιρό που ήμουν πολύ νέα, για τον καιρό που ο Χρόνης κι εγώ ήμασταν παιδιά σχεδόν, όπου μόνη μας έννοια ήταν η εκδρομή του Σαββατοκύριακου κι οι διακοπές του Αυγούστου.
μιλώ για τα χρόνια που περάσαμε προτού έρθουν τα δικά μας παιδιά στη ζωή, αλλά και γι' αυτά που μας ολοκλήρωσαν, όταν γίναμε γονείς.

όμως πιο πολύ μιλώ, για τις μέρες τις σημερινές.
γι' αυτά που ζούμε τώρα.
τα καθημερινά.

όταν έφυγε η μητέρα μου, για χρόνια ολόκληρα κάθε φορά που η έλλειψη της γινόταν αβάσταχτη, πήγαινα στη μεγάλη ντουλάπα όπου ακόμα κρέμονταν τα ρούχα της τακτικά και με τ' άρωμα της τυλιγμένα, άνοιγα την πόρτα και χωνόμουν μέσα.

έτσι, η μαμά μου μ' αγκάλιαζε και με παρηγορούσε.

αυτό ακριβώς είναι η δική μου Ισημερία: μια αγκαλιά που τυλίγει και διακτινίζει άμεσα στο παρελθόν, μια αγκαλιά αγαπημένη.

όταν κάποτε έρθει η στιγμή που ο Χρόνης κι εγώ, θα φύγουμε απ' αυτή τη ζωή, τα κορίτσια θα διαβάζουν για την εποχή όπου όλα ήσαν εύκολα, όπου όλα ήσαν σωστά και κυλούσαν όπως πρέπει κι ας διαμαρτύρονταν "ε, μα δεν αντέχω άλλο!"

θα θυμούνται την εποχή που άνοιγαν την πόρτα του σπιτιού και μέσα βρισκόταν πάντα ο μπαμπάς κι η μαμά, τα παιδικά χρόνια, τις Κυριακάτικες εκδρομές, τα πρώτα ποδήλατα, το πως αργά την Ανοιξη, ο πατέρας τις μάθαινε βουτιές και μακροβούτια στην παραλία της Αναβύσσου και πως η μητέρα καθόταν ώρες στην παραλία της Αίγινας με το βιβλίο στα χέρια και ένα φλυτζάνι ζεστό καφέ το κατακαλόκαιρο.

κι όποτε ξεφυλλίζουν τη δική μας Ισημερία, το παρελθόν θα γίνεται παρόν και το τότε, σήμερα.

όπως ακριβώς γινόταν όταν χρόνια πριν, άνοιγα τη μεγάλη, ξύλινη ντουλάπα της μαμάς μου και χωνόμουν δίχως δεύτερη σκέψη στην αγκαλιά της.

κι από όπου κι αν βρίσκομαι θα χαμογελώ μεσ' απ' τις γαλάζιες σελίδες της,

όπως ακριβώς πρωτοχαμογέλασα όταν έκανα την πρώτη μου ανάρτηση εδώ:

σαν σήμερα, πριν από εννιά κιόλας χρόνια...

Η Καθαρά Δευτέρα


μέρες τώρα η Ραφαηλία μιλάει για την Καθαρά Δευτέρα.
"να πάμε στο βουνό. να πάμε όπως πηγαίναμε παλιά.
από τότε που παντρεύτηκε η Ελένη δεν έχουμε ξαναπάει!
έλα ρε μαμά, έλαα!"

χωρίς το Ελενάκι, δεν είναι το ίδιο.
όμως κοιτάζω τη μικρή που παρακαλάει και κάτι μέσα μου λιώνει
"εντάξει μωρό μου, ας πάμε.."

γέλασε χαρούμενη όταν της το 'πα
"είσαι σίγουρη;" με ρώτησε ο Χρόνης
"αμέ!" απάντησα
και μετά πρότεινα να το κανονίσουμε για τις εφτά το πρωί, όπου δεν θα υπάρχει ακόμα ίχνος ανθρώπου πουθενά.

αυτή τη φορά γέλασαν κι οι δυο τους.
εγώ πάλι, δεν αστειευόμουν καθόλου.
................

σήμερα, Σάββατο της βροχής.
γυρίζοντας η Ραφαηλία από το φροντιστήριο ήθελε καφέ.
τελευταία ανακάλυψε τον καφέ κι έχει ενθουσιαστεί.

τόσο με τον καφέ, όσο και το "ισχύει" που ξεφουρνίζει κάθε τόσο αντί για "ναι".

"όταν γύριζα έβρεχε μαμά" είπε χαρούμενη κρατώντας το φλυτζάνι της.
"χάλασε ο καιρός μωρό μου"
"ναι, ωραία. μ' αρέσει η βροχή"
"όμως έτσι, δεν θα μπορέσουμε μεθαύριο να πάμε εκδρομή"
"γιατί;"
"τι γιατί; με τις καταιγίδες, εμείς ορειβασία θα κάνουμε;"
"μπορούμε να πάμε στη θάλασσα"
"με τη βροχή;"
"ναι ρε μαμά, στην Ανάβυσσο. όπως παλιά"
"μα θα βρέχει!"
"ε δεν πειράζει. θα καθόμαστε κι οι τρεις κάτω απ' το υπόστεγο, θα βλέπουμε τη θάλασσα και θα σκεφτόμαστε τη μοίρα μας."


κι αυτό το έλεγε απολύτως σοβαρά.

ισχύει!