Η δική μου Αντέλμα


στη δική μου Αντέλμα
στη δική μου πόλη των νεκρών.

κατεβαίναμε το δρόμο προς την πύλη
έχοντας αφήσει πίσω μας τον αδερφό

-τ' όνομα που είχα συνηθίσει να διαβάζω μονάχα σε πτυχία
και στους αγώνες του σ.ο.π.
τώρα πια είναι χαραγμένο σ' ένα λιτό, μαρμάρινο σταυρό:
Δημήτρης Γκρουέζας.

κατεβαίναμε το δρόμο της Αντέλμα
το δρόμο των νεκρών
.........................

το πρωί, τα 'βαζα μ'  όποιον βρισκόταν μπροστά μου:
το Χρόνη, το Ραφάκι, μέχρι στη Νέλλυ φώναξα -μπλεκόταν συνεχώς στα πόδια μου
σάμπως να καταλάβαινε..

μετά, δάκρυα -ξανά
μετά, ο ίδιος πονοκέφαλος
μετά, με βαρέθηκα.
..........................

έβαλα το τζην -αυτό που μού είχε χαρίσει η Βιβή ένα χρόνο πριν-
τ' άσπρα nike -κάποτε πολύ τα αγαπούσα-
φόρεσα το μαύρο μακώ του Δημήτρη
τα γυαλιά ηλίου του
το μπλέ βαμβακερό μπουφάν -που χρόνια πριν είχα δωρίσει στο Χρόνη-

και φύγαμε για τη δική μου Αντέλμα
νωρίς το απομεσήμερο
............................

κατεβαίναμε το δρόμο προς την πύλη
είχαμε αφήσει πίσω μας τον αδερφό
ο Χρόνης βοηθούσε τη Μαρία
-δυσκολεύεται να περπατήσει, κοντεύει τα ογδόντα πια-
ενώ εγώ πήγαινα μπροστά.

όπως φτάναμε στην πύλη, άνοιξε μια στάλα ο ουρανός
λίγο γαλάζιο φάνηκε ανάμεσα στα σύννεφα, πάνω ακριβώς από τα κυπαρίσσια
και μια άγνωστη ελπίδα μ' έκανε να πάρω εύκολη ανάσα

"Χρόνη, Μαρία, σταθείτε!"

έβγαλα το κινητό
τσαφ! μια φωτογραφία

και ξαφνικά ο Δημήτρης βρισκόταν δίπλα μου
πιο πίσω η μητέρα -στα εξηνταεφτά της μάς αποχαιρέτισε "αντίο, αντίο παιδιά, να προσέχετε!"
ακόμα πιο πίσω, ντροπαλός ο πατέρας -κι αυτός στα εξηνταεφτά του είχε φύγει

απρόσμενα είχε ανοίξει ο ουρανός
να το γαλάζιο, να τα κυπαρίσσια, να η πιο εύκολη αναπνοή
και να την κι η ελπίδα:

σαν την επόμενη φορά
στην επόμενη επίσκεψη
νεράκι να κυλήσουν όλα

το απομεσήμερο που θα 'ρθει
στην πόλη των νεκρών..
.........................

"θα τραγουδώ και θα γελώ
με το Θεό κοντά μου
και θα μου φαίνονται μελό
τα κατορθώματά μου"