To Σάββατο της Γης


μια βδομάδα σχεδόν, το Ραφάκι είχε τρελλαθεί με την "ώρα της γης".

τους είχε μιλήσει γι' αυτό ο δάσκαλος στην τάξη και η μικρή είχε καταλάβει μεν την όλη κίνηση, αλλά κάπου τα μπέρδεψε, με αποτέλεσμα να γυρίζει σ' όλο το σπίτι και να μας ανακοινώνει με μεγάλη της χαρά, πως "το Σάββατο θα μας κλείσουν τα φώτα και θα ζούμε με κεριά!"

επιτέλους έφτασε το πολυπόθητο Σάββατο και λίγη ώρα πριν την έναρξη της συσκότισης, ήρθε τρέχοντας μ' ένα σακίδιο στην πλάτη και μια μικρή ομπρέλα, ανοιχτή πάνω από το κεφάλι της.

"τι είν' αυτά μωρό μου;" τη ρώτησα απορημένη
"θα δεις μαμά!" απάντησε φουριόζα και γύρισε να φύγει, όταν πρόλαβα και την άρπαξα απ' το μανίκι

"την ομπρέλα, τι τη θες;"
"για τους κεραυνούς φυσικά!" με αποστόμωσε και έφυγε τρέχοντας να κάνει και τις άλλες ετοιμασίες της.

γελώντας μόνη μου, έβαλα ρεσσώ στα φαναράκια, τα άναψα, είπα στον Χρόνη να κλείσει τους υπολογιστές και στις οκτώμισυ ακριβώς, κατεβάσαμε το γενικό.
εμείς και κανείς άλλος στη γειτονιά.

το Ραφάκι πήρε τηλέφωνο τη Δήμητρα κι απ' τον ενθουσιασμό τους, τσίριζαν η μια στην άλλη, μ' όλη τη δύναμη της φωνής τους.

ο Χρόνης κι εγώ καθήσαμε στο τραπέζι υπό το φως των ρεσσώ

κι ο μεν Χρόνης διαπίστωνε ενθουσιασμένος πως "έτσι θα ήταν τα παλιά τα χρόνια κι οι άνθρωποι πιο κοντά ο ένας στον άλλον (θα ήταν)"εγώ δε, είχα ανοίξει το wi fi του κινητού μου και προσπαθούσα να βρω ασύρματο, αφύλακτο δίκτυο να δω αν θα τα καταφέρω να μπω.

ασύρματο δίκτυο βρήκα και τον κωδικό τον πέτυχα, αλλά δε μπορούσα να μπω, μάλλον λόγω μακρινού σήματος.

έτσι, φώναξα στο Ραφάκι να πάμε στο μπάνιο παρέα και το Ραφάκι ήρθε τρέχοντας, κρατώντας το φαναράκι της και κουνώντας το, κατευχαριστημένη πάνω-κάτω όσο εγώ έκανα μπάνιο.
ζαλίστηκα κι έτοιμη ήμουν να πέσω, αλλά το μωρό μου, μου 'λεγε κάθε τόσο:
"ωραία δεν σου φωτίζω μαμά;" και λυπόμουν να της πω για το κάβο ντόρο που μου 'κανε στη μπανιέρα.

μ' αυτά και μ' αυτά, πέρασε η ώρα κι επιτέλους ανοίξαμε τον γενικό.
φως παντού και γκρρρρ το ψυγείο που ξεκίνησε και τα μάτια μας να ανοιγοκλείνουν.

η Ραφαηλία έτρεξε, άνοιξε το σακίδιο της κι έβγαλε από μέσα ένα μπουκάλι νερό και καραμέλες.
τις μοίρασε πανευτυχής κι έτσι, μ' αυτόν τον Ραφαηλένιο επίλογο, τέλειωσε η μέρα της γης.

πολύ αργότερα, την έβαλα στο κρεββάτι να χαζέψει τηλεόραση και να κοιμηθεί.
τη χάιδεψα, τη φίλησα, τη σκέπασα
μετά πήγα στον Χρόνη που διάβαζε στον υπολογιστή του

και τέλος, μαζεύοντας τα παιχνίδια της Ραφαηλίας από ΠΑΝΤΟΥ, σκέφτηκα αν η Ελένη, που είχε βγει από νωρίς, περνούσε καλά.

.......

πολύ πολύ αργότερα, πήγα ξανά στο δωμάτιο των παιδιών, να δω αν όλα ήταν εντάξει.

η τηλεόραση έπαιζε τη Μικρή Γοργόνα
η Ραφαηλία κοιμόταν βαθιά
τα αστεράκια στο ταβάνι την κοίταζαν
και το πάπλωμα, είχε πέσει το μισό στο πάτωμα.

έκλεισα την τηλεόραση, μάζεψα το πάπλωμα, άναψα το φως της νύχτας, έσκυψα να τη φιλήσω
κι έτσι όπως τη σκέπαζα, κάτι θυμήθηκα και σήκωσα το πάπλωμα να δω τα ποδαράκια της: φυσικά φορούσε τις κάλτσες της ακόμα..

χαμογελώντας αναρωτήθηκα πότε επιτέλους θα κόψει αυτή τη συνήθεια κι έπιασα να τραβάω απαλά τα καλτσάκια, για να τα βγάλω.

το Ραφάκι, κούνησε τα δαχτυλάκια, τεντώθηκε, μουρμούρισε κάτι στον ύπνο της

κι ένα ακόμα ευλογημένο Σάββατο είχε τελειώσει.

Ισημερία


αυτή η εξομολόγηση γράφτηκε καιρό πριν: στην τότε επέτειο της Ισημερίας.
δε νομίζω να γράψω κάτι άλλο, διαφορετικό, ακόμα κι αν περάσουν πολλές επέτειοι.
άλλωστε, δεν θα μπορούσα να διατυπώσω καλύτερα αυτό που σημαίνει για μένα η Ισημερία.
αλλάζει μόνο ο αριθμός του κάθε χρόνου που περνάει.
όλα τα υπόλοιπα μένουν τα ίδια.
ακριβώς..

έχω μιλήσει ξανά για την Ισημερία και το λόγο ύπαρξης της.

έχω πει πως ό,τι γράφω εδώ, σε τούτο το ημερολόγιο, βγαίνει κατευθείαν απ' την καρδιά μου, χωρίς φίλτρο, χωρίς σκέψη σχεδόν.

μιλώ για το (πάντα ζωντανό) παρελθόν, για το παρόν, για τα όνειρα που προσδοκούμε, για τις ελπίδες μας.

μιλώ για τον καιρό που ήμουν πολύ νέα, για τον καιρό που ο Χρόνης κι εγώ ήμασταν παιδιά σχεδόν, όπου μόνη μας έννοια ήταν η εκδρομή του Σαββατοκύριακου κι οι διακοπές του Αυγούστου.

μιλώ για τα χρόνια που περάσαμε προτού έρθουν τα δικά μας παιδιά στη ζωή, αλλά και γι' αυτά που μας ολοκλήρωσαν, όταν γίναμε γονείς.

όμως πιο πολύ μιλώ, για τις μέρες τις σημερινές.

γι' αυτά που ζούμε τώρα.
τα καθημερινά.

όταν έφυγε η μητέρα μου, για χρόνια ολόκληρα κάθε φορά που η έλλειψη της γινόταν αβάσταχτη, πήγαινα στη μεγάλη ντουλάπα όπου ακόμα κρέμονταν τα ρούχα της τακτικά και με τ' άρωμα της τυλιγμένα, άνοιγα την πόρτα και χωνόμουν μέσα.

έτσι, η μαμά μου μ' αγκάλιαζε και με παρηγορούσε.

αυτό ακριβώς είναι η δική μου Ισημερία: μια αγκαλιά που τυλίγει και διακτινίζει άμεσα στο παρελθόν, μια αγκαλιά αγαπημένη.

όταν κάποτε έρθει η στιγμή που ο Χρόνης κι εγώ, θα φύγουμε απ' αυτή τη ζωή, τα κορίτσια θα διαβάζουν για την εποχή όπου όλα ήσαν εύκολα, όπου όλα ήσαν σωστά και κυλούσαν όπως πρέπει κι ας διαμαρτύρονταν "ε, μα δεν αντέχω άλλο!"

θα θυμούνται την εποχή που άνοιγαν την πόρτα του σπιτιού και μέσα βρισκόταν πάντα ο μπαμπάς κι η μαμά, τα παιδικά χρόνια, τις Κυριακάτικες εκδρομές, τα πρώτα ποδήλατα, το πως αργά την Ανοιξη, ο πατέρας τις μάθαινε βουτιές και μακροβούτια στην παραλία της Αναβύσσου και πως η μητέρα καθόταν ώρες στην παραλία της Αίγινας με το βιβλίο στα χέρια και ένα φλυτζάνι ζεστό καφέ το κατακαλόκαιρο.

κι όποτε ξεφυλλίζουν τη δική μας Ισημερία, το παρελθόν θα γίνεται παρόν και το τότε, σήμερα.

όπως ακριβώς γινόταν όταν χρόνια πριν, άνοιγα τη μεγάλη, ξύλινη ντουλάπα της μαμάς μου και χωνόμουν δίχως δεύτερη σκέψη στην αγκαλιά της.

κι από όπου κι αν βρίσκομαι θα χαμογελώ μεσ' απ' τις γαλάζιες σελίδες της,

όπως ακριβώς πρωτοχαμογέλασα όταν έκανα την πρώτη μου ανάρτηση εδώ:

σαν σήμερα, πριν από δύο κιόλας χρόνια...

Κυριακή στο Σούνιο


"στο Σούνιο! να πάμε στο Σούνιο!"


για πλάκα το 'πα, η Ραφαηλία τρελλάθηκε.
στο αυτοκίνητο μου φάνηκε πως είχα να μπω μήνες κι όχι μόλις δέκα μέρες.
κάθισα στη θέση μου, τα κορίτσια πίσω, ο Χρόνης δίπλα κι αμέσως με κατέκλυσε η αίσθηση του "αυτή τη στιγμή βρίσκομαι εκεί ακριβώς που πρέπει".

"ας πάμε στο Σούνιο λοιπόν" είπα και γύρισα προς τα πίσω "να δούμε και το Ναό. εντάξει κορίτσια;"
"εντάξει μαμά" απάντησαν εν χορώ κι η Ελένη συνέχισε "καλά, γιατί τέτοια αγάπη Ραφαηλία για το Σούνιο;"
"για να το πω στον κύριο Σπύρο"
"δεν το πιστεύω!" είπε η Ελένη κι άρχισε να γελάει
ενώ ο Χρόνης "βρε τ' είναι τούτη;" απόρησε.
"το παρεξηγείτε το μωρό" διαμαρτυρήθηκα "για τη γνώση θέλει να πάει, απλά, θέλει να το μοιραστεί και με το δάσκαλο της"
"ναι, εμένα μου λες;" κάγχασε η Ελένη
"φυσικά!" διαφώνησα "να σου πω: Ραφάκι;"
"ναι, μαμά;"
"δε μου λες, αν ήταν καλοκαίρι και τα σχολεία κλειστά, θα ήθελες να πηγαίναμε στο Σούνιο;"
"βέβαια!"
"ορίστε!" γύρισα θριαμβευτικά στους άλλους
"θα πήγαινα, και το Σεπτέμβρη που θα άνοιγαν τα σχολεία, θα το έλεγα στον κύριο Σπύρο!"
...........................................................


οι φωτογραφίες, τραβηγμένες από το κινητό μου.
καλή βδομάδα να 'χουμε.


Σάββατο της βροχής


Σάββατο της βροχής
του σπιτιού
της καφέ ζάχαρης
των κοριτσιών
το δικό μας

ο Χρόνης σήμερα μάς λείπει: έχει παρουσίαση και σαν καλός μαθητής, έτρεξε πρωί πρωί, για να είναι στην ώρα του, ακριβής.
το Ραφάκι έκανε όλα τα μαθήματα από χτες -Παρασκευή- να μη τα έχει σήμερα
(κι έτσι μπορεί να πηγαινόρχεται ανενόχλητη, μεταξύ γραφείου και κρεββατιού, κάνοντας μια στάση για το κουκλόσπιτο).
η Ελένη αγόρασε καινούριο υπολογιστή και ένα δείγμα φούστας
εγώ, ξανάρχισα από την πρώτη σαιζόν, το criminal minds κι ερωτεύτηκα για δεύτερη φορά τον Gideon.

ο Χρόνης, όταν αργότερα θα διαβάσει το ποστ, θα μου κάνει παρατήρηση για τον Gideon, όπως ακριβώς μου είχε κάνει και για τον Sakis: στην καρδιά μου, μόνο αυτός έχει δικαίωμα να μπαινοβγαίνει.
το Ραφάκι, θα διασκεδάσει μόνο και μόνο με την ιδέα πως δεν έχει διάβασμα, μια που χτες -Παρασκευή- ετοίμασε μέχρι και τα αγγλικά του φροντιστηρίου.
η Ελένη θα εκστασιαστεί με τα vista, η άποψη μου είναι ότι τα xp είναι σαφώς καλύτερα
(αλλά εδώ δεν πλακωθήκαμε για τη φούστα, στην τεχνολογία θα κολλήσουμε;)
εγώ, έχω πολύ ακόμα criminal, αλλά έμαθα (για μεγάλη μου απογοήτευση) πως ο Gideon έφυγε απ' την τελευταία σαιζόν..

κι έτσι,
αυτό το Σάββατο της βροχής
του σπιτιού
της καφέ ζάχαρης
των κοριτσιών

αυτό ακριβώς το Σάββατο
θα κάνουμε ο καθένας μας αυτό που θέλει

ξέροντας όμως πως στο βάθος
είμαστε πάντα, όλοι μαζί..

Ο Αδάμ κι η Σάρρα

η Ελένη ήταν ήδη δέκα χρονών, όταν η Ραφαηλία ήρθε στη ζωή μας
κι ο αδερφός μου, μαθαίνοντας το, είπε για τον σαραντάχρονο (τότε) Χρόνη
"μα καλά, ο Αβραάμ νομίζει πως είναι;"
και γέλασα πολύ, γιατί εκείνη τη στιγμή μου διέφευγε πως η γυναίκα του Αβραάμ ήταν η Σάρρα
κι αφού ο Χρόνης ήταν ο γηραιός Αβραάμ
εγώ οπωσδήποτε θα ήμουν η Σάρρα
η οποία την εποχή που γέννησε, τα ενενήντα τα 'χε κλεισμένα σίγουρα.

πάλι καλά όμως, γιατί λίγα χρόνια μετά, στα γενέθλια μου,
ο Δημήτρης, ήρθε τραγουδώντας τον "πενηντάρη" και εμμένοντας στο στίχο:
"όταν έπιανες πενήντα
μια φορά κι ένα καιρό
ήθελες δυο νοσοκόμες
κι ένα μόνιμο γιατρό.."

φέτος όμως του το ξεπλήρωσα:
εγώ ήμουν αυτή που του το τραγούδησε
και φάλτσα και δυνατά
(και κυρίως παράφωνα)
εμμένοντας στον στίχο:
"όταν έφτανες πενήντα
την παλιά την εποχή
σου φωνάζαν όλοι
"γέρο! άντε και καλή ψυχή..."

κι η αλήθεια είναι πως αυτόν μεν,
τον ανατρίχιαζε λίγο το τραγουδάκι,
εμένα δε, μου 'δινε μεγάλη χαρά!

δεν ξέρω πως τα θυμήθηκα όλ' αυτά..
η Ελένη πια έχει τελειώσει το λύκειο κι έχει πάρει το δρόμο της
το Ραφάκι, με μας να τη στηρίζουμε, χτίζει το δικό της αύριο
ξεκινώντας από το σπίτι με τα μαθήματα ζωής
κι ύστερα στο σχολείο, όπου διδάσκεται μαθηματικά και γλώσσα
ιστορία και θρησκευτικά και αγγλικά
κι όπου μαθαίνει να χρησιμοποιεί τις γνώσεις της στην καθημερινότητα.

βλέποντας χτες την αδερφή της να ντύνεται, κάπως της φάνηκε και της φώναξε γελώντας:
"Ελένη, είσαι σαν τη Σάρρα"
"ποιά Σάρρα;" ρώτησε η Ελένη απορώντας
"του Αδάμ! ο Αδάμ και η Σάρρα"

αχταρμά τα 'χει κάνει στο μυαλό του αυτό το παιδί
σκέφτηκα χαμογελώντας
και θυμήθηκα τον Ιούλιο και την Ιουλιέτα
και θυμήθηκα τη νύχτα, που πήραμε τον αδερφό μου να του πούμε
πως το Ραφάκι θα 'ρχόταν σε λίγο καιρό στη ζωή μας
κι εκείνος, αφού γελώντας, χάρηκε πολύ, αναρωτήθηκε:
"μα ποιος νομίζει πως είναι ο Χρόνης;! ο Αβραάμ;"
και εννοούσε αυτόν της Σάρρας
και οπωσδήποτε όχι της Εύας..
.....................................................

κι ήταν ο Χρόνης τότε εκατό
κι εγώ ενενήντα

ακριβώς!

Jump in the line


μιλώ με την Ελένη:
"και πόσα αγόρια έχετε στο τμήμα;"
"τέσσερα"
"πως είναι;"
"τον ένα τον λέμε Ψυχάκια"
"περίεργο επίθετο, ε;"
"......"


εντάξει.
δεν καταλαβαίνω και πολλά σήμερα.
ούτε χτες καταλάβαινα, ούτε όμως και προχτές.
ειδικά προχτές: αυτό το άγριο βράδυ της Τετάρτης, που γύρισα διπλωμένη απ' τους πόνους, με δύο είδη κολικών..
σιγά μη μου έφτανε μόνο ο ένας!

το Ραφάκι σοκαρισμένο πήγε στο δωμάτιο του: πρώτη φορά έβλεπε τη μαμά να κλαίει από τον πόνο
(αργότερα κάθησε στο γραφείο της και ζωγράφισε τις δυο μας. να φέρει τη ζωγραφιά της, να παρηγορηθώ)
η Ελένη, φοβισμένη, ερχόταν κάθε τρεις και λίγο και μου πρότεινε να πάω στον γιατρό.
ο Χρόνης, με ρωτούσε πως νιώθω και με συμβούλευε να κάνω υπομονή.
ο δε αδερφός μου (ειδήμων στους κολικούς του νεφρού) μου 'στειλε τα παυσίπονα με λεπτομερείς οδηγίες.
έτσι, ξημερώθηκα (σχεδόν) μια χαρά.

από τότε προσέχω λες κι είμαι γυάλινη (ο πόνος υποβόσκει παρ' όλα τα λατρεμένα buscopan)
κάθομαι στο κρεββάτι βλέποντας bones και csi και σηκώνομαι μόνο για τις απαραίτητες δουλειές: μαγείρεμα και ό,τι άλλο ήθελε προκύψει.

αύριο δεν θα βγω καθόλου.
ούτε την Κυριακή.
βόλτα για μένα δεν έχει: ακόμα φοβάμαι.

αλλά, όσο μεγαλώνει η μέρα
κι έρχεται εξήμισυ κι έχει ακόμα φως
και τα Μαρτιάτικα απογεύματα γίνονται τόσο φωτεινά
το γυάλινο που νιώθω, σιγά σιγά μ' αφήνει

και μ' ένα τσακ! έτοιμη νιώθω ξανά, για Σαββατιάτικο χορό

Jump In the Line

όπως παλιά

Η Ανοιξη


"πάτα ελαφρά γιατί πατάς πάνω στα όνειρα μου"έγραψε ο Yeats πριν πολύ πολύ καιρό
κι όλες οι γάτες του κόσμου ερωτεύτηκαν
κι όλες ήρθαν να φωνάξουν τον Ερωτα τους, έξω ακριβώς απ' το δωμάτιο μου,
πάνω στα κεραμίδια, στο σπιτάκι, πίσω στην αυλή.

τη μισή νύχτα, την πέρασα άγρυπνη
κι όταν ήρθε το πρωί, είχε έναν αέρα που έκανε τις τρίχες του κόκκινου γάτου να ανασηκώνονται
αλλά κι ένα γαλάζιο στον ουρανό, που αστραποβολούσε!

ας λένε ό,τι θέλουν οι ειδικοί: πως η Ανοιξη έρχεται (τάχα) στις 21 του Μάρτη
οι γάτοι και ο ουρανός ξέρουν καλύτερα

κι ίσως ίσως κι ο Yeats..

Σάββατο ακόμα


Σάββατο κι ο Χρόνης να διαβάζει απ' το πρωί, όλη μέρα
Σάββατο κι η Ελένη σπίτι, να κάνει στοίβες τα ρούχα της, να τα τακτοποιεί
Σάββατο και το Ραφάκι να μη λέει να διαβάσει κι όλο να το αναβάλλει
Σάββατο κι εγώ να θέλω να 'μαι όλη μέρα στο κρεββάτι

Σάββατο ένα χρόνο πριν:
...η Ελένη κι εγώ περιδιαβαίναμε στο mall μέχρι να έρθει ο Χρόνης να μας μαζέψει.

η υπόλοιπη τραυματική εμπειρία στα γρήγορα:
ο Χρόνης ήρθε, πάρκαρε στο γκαράζ και μας περίμενε, εμείς χαθήκαμε στο γκαράζ και τον ψάχναμε σαν τις τρελλές κόρες, για καλή μας τύχη μετά από τρία τέταρτα τον βρήκαμε και μετά μπλοκάραμε την έξοδο με το λάθος εισιτήριο που είχε βγάλει ο Χρόνης, αυτός πήγε να βγάλει καινούριο και μένα μου την έπεσε η Ασφάλεια από το μεγάφωνο, δίνοντας μου κοφτές διαταγές του τύπου " δεν ξέρετε να οδηγείτεεεε; πάρτε το αυτοκίνητο σας από κει, εμποδίζετε την έξοδο" και γώ έτοιμη ήμουν να απολογηθώ στην ασώματη φωνή, πως, ναι, ήθελα να μάθω να οδηγώ στα δεκαοχτώ μου, αλλά η μαμά μου δεν μ' άφηνε γιατί φοβότανε τ' αυτοκίνητα κι έτσι έφτασα στα πενήντα μου να μην ξέρω που ειναι το αμπραγιάζ και κυρίως τι είναι το αμπραγιάζ.

όμως, στο βάθος του τούνελ φάνηκε ο Χρόνης που ανέβαινε με την ησυχία του την ανηφορίτσα προς την έξοδο κι αφού φώναξα "έρχεται καλέ, έρχεται" μπήκα στ' αυτοκίνητο, έβαλα τη ζώνη και περίμενα να την κάνουμε στα γρήγορα. στα πολύ γρήγορα.

Σάββατο πολλά χρόνια πριν
ο Χρόνης κι εγώ στην Αίγινα
το σπίτι παγωμένο και κλειστό
παρκάρουμε τη μηχανή κάτω απ' τα πεύκα
κι ανεβαίνουμε γελώντας τα σκαλοπάτια της βεράντας

Σάββατο, ακόμα πιο πίσω
στην Ελλη και στο Πτι Παλαί και στο Λητώ και στο Παλλάς
και πιο μετά, στο Καρτιέ στη Μασσαλίας

κι ακόμα πιο πίσω
σε συναυλίες, στο Κύτταρο ξανά, στις Εσπερίδες

και γυρίζοντας σήμερα ξανά

Σάββατο κι ο Χρόνης να διαβάζει απ' το πρωί, όλη μέρα
Σάββατο κι η Ελένη σπίτι, να κάνει στοίβες τα ρούχα της, να τα τακτοποιεί
Σάββατο και το Ραφάκι να μη λέει να διαβάσει κι όλο να το αναβάλλει
Σάββατο κι εγώ να θέλω να 'μαι όλη μέρα στο κρεββάτι
..........................

κι η Κυριακή να είναι ακόμα -ευτυχώς
πολύ μακριά..

Ο Οράτιος μου


ονειρεύτηκα πως πέθανε ο Οράτιος.
ονειρεύτηκα, πως ξύπνησα το πρωί δίπλα στο απύρετο πια Ραφάκι και πηγαίνοντας να ζεστάνω το γάλα της, πέρασα να του ρίξω μια ματιά, όπως κάνω κάθε μέρα, σ' αυτά τα δυό χρόνια που ζει κοντά μας.
κι ονειρεύτηκα πως είχε πεθάνει..

έτσι, το βρίσκω λίγο ανόητο να κλαίω τώρα για ένα πουλί, που είναι νεκρό, σίγουρα μόνο, στο όνειρο μου.

άντε να ξυπνήσω λοιπόν, να δω τον γαλάζιο Οράτιο να φτεροκοπάει απ' τη χαρά του όποτε μπαίνει κάποιος από μας, φουριόζος στο δωμάτιο
άντε να ξυπνήσω λοιπόν, να πάω κοντά του, να με δει, να 'ρθει κοντά στην πόρτα του κλουβιού του, για να παίξει
άντε να ξυπνήσω λοιπόν, γιατί αυτό το άσχημο όνειρο, κράτησε πολύ

κι είναι πολύ ανόητο, να κλαίω τώρα για ένα πουλί, που είναι νεκρό, σίγουρα μόνο, στο όνειρο μου.

Τις τρεις τελευταίες μέρες


αυτές τις τρεις τελευταίες μέρες στο σπίτι, εκτός της κύριας δραστηριότητας μου, να τρέχω με δυο θερμόμετρα στο χέρι και να θερμομετρώ τη Ραφαηλία, μια με του υδραργύρου, μια με το ηλεκτρονικό (μια φορά μάλιστα, πήρα κι ένα τρίτο, του υδραργύρου κι αυτό) για να τσεκάρω, ποιο πάει καλά (εγώ πάντως, σίγουρα δεν πήγαινα), έκανα κι άλλα ενδιαφέροντα πράματα:
δεν κοιμόμουν σχεδόν καθόλου τη νύχτα (παρακολουθώντας τον Ραφαηλένιο πυρετό, που δόξα τω Θεώ, δεν υπερέβη το 38.3)  έδινα διαταγές σ' όποιον έβρισκα μπροστά μου (φυσικά, κανείς δεν μ' άκουγε, ούτε δίποδος - ούτε τετράποδος) αγόρασα τη φριτέζα που τηγανίζει μόνο με μια κουταλιά λάδι (και σύντομα θα μετοικήσω στη χώρα της πατάτας) διακόσμησα με μηνυματάκια κι άλλες αηδιούλες, το ξεχασμένο μου face book (που το θυμήθηκα μετά από τόσο καιρό, μόνο και μόνο για να κοντράρω τον αδερφό μου "το δικό μου είναι πιο ωραίοοο!") κόντεψα να αγοράσω καινούριο κινητό (ακόμα δηλαδή, δεν έχω διαφύγει του κινδύνου) ανακάλυψα το Cold Water του Damien Rice (Cold, cold water surrounds me now..) στριμμένιασα με την Ελένη (που όταν είναι άρρωστο το Ραφάκι, δεν του κάνει ΟΛΑ του τα χατήρια) όμως, άφησα ήσυχο τον Χρόνη (τουλάχιστον, για το μεγαλύτερο μέρος της μέρας)
έτσι, αποχαιρετήσαμε τις Απόκριες, αποχαιρετήσαμε και την Καθαρά Δευτέρα κι απ' αυτές τις τρεις τελευταίες μέρες, δεν έμειναν, παρά μόνο λίγα ασημένια στρας, σκόρπια, να γυαλίζουν στο σπίτι κάνοντας τις αχτίνες του ήλιου να πέφτουν πάνω τους κάνοντας τις γάτες να απλώνουν διστακτικά το χέρι τους για να τα πιάσουν κάνοντας εμένα να χαμογελάω όταν τα βλέπω στο πάτωμα ή στο κρεββάτι μου και να αρνούμαι να τα μαζέψω
κι ίσως ακόμα κάνοντας την Ανοιξη,
να θέλει να έρθει γρηγορότερα σε μας..