Ο θαυμαστής!


αν θέλετε το πιστεύετε: προχτές το απόγευμα, είχα την κατάκτηση μου στο σούπερ μάρκετ της γειτονιάς!

ο Χρόνης ήταν λίγα μέτρα πίσω μου κι εγώ έσκυβα εξεταστικά πάνω από τα μεγάλα καλάθια με το καινούριο εμπόρευμα, όταν τον είδα: μετρίου αναστήματος, παχουλός, με ανοιχτό πουκάμισο ως κάτω, άσπρα μαλλιά κολλημένα επιμελώς στο κεφάλι του, να με κοιτάζει λάγνα και να τραγουδάει ένα τραγούδι του αείμνηστου Ζαμπέτα..

τραγουδούσε τόσο δυνατά, που ο κόσμος γύρω σταματούσε και τον κοίταζε.

όσο εγώ έκανα την αδιάφορη, τόσο αυτός έκανε τσαλίμια με τη φωνή του και είχε τέτοια κέφια, που σε μια στιγμή μου φάνηκε πως λίγο ακόμα και θ' άρχιζε να χορεύει ανάμεσα στα ράφια!

κοίταξα πίσω μήπως δω τον Χρόνη, αλλά εκείνος ως συνήθως ήταν εξαφανισμένος κι ο θαυμαστής άρχισε να 'ρχεται προς το μέρος μου, αρχίζοντας μεν καινούριο τραγούδι, αλλά με την ίδια χάρη, τσαχπινιά και διακριτικότητα που είχε και στο προηγούμενο.

τον άκουγα λοιπόν που ερχόταν τραγουδώντας και χτυπώντας ρυθμικά το κόκκινο καλάθι που κρατούσε, όταν αίφνης φάνηκε ο Χρόνης και του έκανα νόημα γρήγορα: "έλα δω, καλέ!"

ο μεν Χρόνης ήρθε με το πάσο του
ο δε θαυμαστής έφυγε κι αυτός με το δικό του πάσο

κι έμεινα εγώ να υπόσχομαι στον εαυτό μου, πως αν ξαναπατήσω το ποδαράκι μου σ' αυτό το σούπερ μάρκετ, να με φτύσετε!
 

Χρόνια Πολλά (δεκαεννιά χαμόγελα)

..με το ίδιο ακτινοβόλο χαμόγελο, εδώ και δεκαεννιά χρόνια.
μόνο που αυτό δεν είναι πια φαφούτικο, δεν είναι το χαμόγελο ενός μωρού,
δεν είναι το χαμόγελο ενός παιδιού, που του λείπουν τα μπροστινά δοντάκια,
δεν είναι το χαμόγελο του κοριτσιού που πρωτομπαίνει δειλά στην εφηβεία
ούτε καν το αυτάρεσκο, της όμορφης κοπέλας μπροστά στον καθρέφτη..

αλλά είναι
το αστραφτερό
τρυφερό
γεμάτο κατανόηση
συμπόνια
γεμάτο αγάπη
χρώματα
γεμάτο μουσική
και ζεστασιά

το αγαπημένο χαμόγελο της δεκαεννιάχρονης μας κόρης..

σήμερα, που μετράει δεκαεννιά χρόνια που μπήκε στη ζωή μας
σαν σήμερα, 17 του Μάη, που την κράτησα πρώτη φορά στην αγκαλιά μου
σήμερα, που χαμογελάει έτσι όπως μας χαμογέλασε δεκαεννέα χρόνια πριν

με το ίδιο ακριβώς ακτινοβόλο χαμόγελο
με τον ίδιο ακριβώς μοναδικό της τρόπο..

σήμερα και πάντα να είναι ευλογημένο το παιδί μας,
σήμερα και πάντα, να χαρίζει την αγάπη της απλόχερα,
σήμερα και πάντα, να λατρεύει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο τη ζωή!

Χρόνια της Πολλά!
 

Delivery

βρίσκομαι στην κουζίνα και μαγειρεύω ως συνήθως διάφορα, με τους ελιγμούς και την ταχύτητα ταχυδακτυλουργού.

σε μια στιγμή έρχεται η Ελένη φουριόζα, ανοίγει το ψυγείο, παίρνει ένα αναψυκτικό και πάει να φύγει το ίδιο βιαστικά και πολυάσχολα, όπως ακριβώς μπήκε.

"περίμενε λίγο βρε μωρό μου!" διαμαρτύρομαι στην ήδη γυρισμένη πλάτη της
"ρίξε μια ματιά σ' αυτά που φτιάχνω! κάτσε να σου πω τα μυστικά της μαγειρικής.
έτσι, που όταν έρθει η ώρα να παντρευτείς, να ξέρεις να τα φτιάχνεις κι εσύ το ίδιο ωραία.."

γυρίζει και με κοιτά με γνήσια απορία:
"μα εγώ δεν θα μαγειρεύω. θα παίρνω delivery"
"τα delivery όμως δεν είναι τόσο νόστιμα. όσο για υγιεινά; δεν το συζητάμε καν!"
"αλλά δεν εννοώ κανονικό delivery μαμάκα μου.
εσύ θα είσαι το delivery μου!"
................................................

ο δρόμος της κατσαρόλας,
δεν θα τελειώσει
ποτέ..

Στο μπάνιο (αύριο η Γιορτή της Μαμάς)

"μαμά;"
"μμμ"

σκυμένη στη μπανιέρα, καθάριζα τα πλακάκια και σκεφτόμουν πως καλά θα ήταν να κάναμε μια ανακαίνιση, αλλά με τον Χρόνη σε μόνιμη κατάσταση διαβάσματος, σιγά μη το αποφασίζαμε!
κι εκεί που έτριβα τους αρμούς με οδοντόβουρτσα και με την αποφασιστικότητα του μανιακού που έχει κηρύξει μόνιμο πόλεμο στα άλατα, να σου το τό Ραφάκι πίσω μου:

"μαμά;"
"μμμ"
"μαμά, να σε ρωτήσω κάτι;"
"για πες.."

έτριβα κι έτριβα, ως φαντάρος σε καψόνι, περνώντας από τον ένα αρμό στον επόμενο και επιθεωρώντας το αποτέλεσμα κατευχαριστημένη, όταν το Ραφάκι ρώτησε:
"μαμά, θα ήθελες να σου μιλάει η σκιά σου;"
"μου λες που πας και σκέφτεσαι κάτι τέτοια;"
"όμως, θα ήθελες;"
"όχι!"

κάθισα στο γείσο της μπανιέρας και κοίταξα, από το παρατηρητήριο της Ακκας έξω:
μια δεκαοχτούρα κουρνιασμένη σε κάποιο περβάζι, μουρμούρισε κάτι και τίναξε τα φτερά της.
γι' αυτό η Ακκα, κάθεται ώρες ολόκληρες στο παράθυρο του μπάνιου, ρεμβάζοντας πίσω απ' τα κάγκελα: χαζεύει τα πουλιά!

"θα 'θελες να σου μιλάνε τα χέρια σου;"
"δεν θα 'θελα να μου μιλάει κανείς!"
γέλασα και πέταξα την οδοντόβουρτσα μέσα στη μπανιέρα.
"να είχες εκατό χέρια;"
"σαν τη Λερναία Υδρα;"
"αυτή, είχε εκατό κεφάλια"
"εγώ, έχω όμως ένα στόμα, που μπορεί να σε κάνει μια μπουκιά, να, για δες!"

και την άρπαξα, τη σήκωσα ψηλά κι έκανα πως τη μασουλάω.
αυτή γέλασε και μ' έσπρωξε
κι έξω απ' το παράθυρο, μια άλλη δεκαοχτούρα,
ήρθε και κάθησε δίπλα στη φίλη της

ή μήπως στη μαμά της;
.....

Αν θα μπορούσα..

"αν θα μπορούσα τον κόσμο να άλλαζα
θα ξαναέβαφα γαλάζια τη θάλασσα"
λίγα χρόνια πριν τραγουδούσε ο πρώην Πυξ Λαξ στο ραδιόφωνο, με την ευγενική συνεργασία της Ραφαηλίας, η οποία μόλις τον άκουγε ερχόταν σφαίρα στην κουζίνα, σκαρφάλωνε στο πλυντήριο των πιάτων και τον συνόδευε μ' όλη της την καρδιά!

αφού τέλειωνε το τραγούδι, έκλεινα το ραδιόφωνο και μάθαινα στο Ραφάκι κι ένα τραγουδάκι του
-πάλαι ποτέ συναγωνιστή- Σαββόπουλου:
εδώ είναι Βαλκάνια
δεν είναι παίξε-γέλασε
ντιλέμ ντιλέμ ντιλέμ!

να μαθαίνει από τώρα, εκτός από το χρώμα της θάλασσας και τι ακριβώς σημαίνουν τα Βαλκάνια, αλλά και πως να ζει σ' αυτά.

γιατί εδώ, όντως είναι Βαλκάνια όπως λέει κι ο Σαββόπουλος ή η Antiqua όπως λέει κι ο Πετρόπουλος και όντως ζούμε σε μια χώρα, όπου το πρόβλημα μας δεν είναι μόνο ότι ξεβάφει η θάλασσα, αλλά και πως όλοι, βάζουμε ένα χεράκι να την ξεβάψουμε μια ώρα αρχύτερα.

κι αυτό αφορά, τόσο τα μεγάλα, τα πολύ μεγάλα θέματα, όσο και τα μικρά, που ναι μεν είναι ελάσσονος αξίας, αλλά σου δυσκολεύουν τη ζωή και σε κάνουν να νιώθεις την απαξίωση πάνω σου.

όπως ακριβώς ένιωσα κι εγώ πέρσυ με το θέμα του Δήμου Αθηναίων.
το θυμάστε; εδώ είναι.
φυσικά δεν πήρα ποτέ απάντηση.
και να 'ταν αυτό μόνο..

μερικές φορές αισθάνομαι ως δεύτερος Δον Κιχώτης, που ματαίως κονταροχτυπιέται με τους ανεμόμυλους.
κι εκεί που του τελειώνει η ανάσα κι αποφασίζει πως έχασε τη μάχη, κάτι γίνεται και φτου κι απ' την αρχή.

το τελευταίο "κάτι γίνεται" σε μένα, ήρθε από τη wind:
πριν λίγο καιρό, αντιμετώπισα ένα πρόβλημα μ' αυτήν.
ή μάλλον δύο προβλήματα.
και είχα το δίκιο με το μέρος μου.

ε και;
και με τον Δήμο Αθηναίων είχα το δίκιο με το μέρος μου,
και με την πεταλούδα που βρήκα σε συσκευασία παγωτού, είχα το δίκιο με το μέρος μου,
και με την τράπεζα είχα το δίκιο με το μέρος μου
(εκεί να δείτε το ανατριχιαστικό: ακόμα κι αν γνωρίζει η τράπεζα πως έχει κλαπεί η πιστωτική και η ταυτότητα σου, αυτός που τα πήρε, έχει δικαίωμα να βγάλει δάνειο στο δικό σου όνομα!)
κι έχουν υπάρξει αρκετές καταστάσεις, όπου είχα το δίκιο με το μέρος μου.

στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως, σε ελάχιστο χρόνο και τα δύο μου τα προβλήματα, είχαν λυθεί.
δεν είμαι σίγουρη αν είναι και η πολιτική της εταιρείας που συνέβαλλε στο να λυθεί γρήγορα το ζήτημα, όμως είμαι εντελώς σίγουρη, πως τον μεγαλύτερο ρόλο τον έπαιξε ο επαγγελματισμός της κυρίας (Σ.) που το ανέλαβε.
εξυπηρετήθηκα άμεσα, με ευγένεια και με τρόπο που δεν θυμίζει καθόλου την Antiqua που ζω σ' όλη μου τη ζωή.

στην Antiqua για παράδειγμα, ουδείς βλέπει το ρολόι, προκειμένου να κάνει τη δουλειά του.
πριν λίγους μήνες, στις τρεις το μεσημέρι, τηλεφώνησαν από κάποια εταιρεία, η οποία έχει αναλάβει να διαφημίζει τα δάνεια και τις κάρτες κάποιας τράπεζας, για να ενημερώσουν ως προς τις νέες τους προσφορές.
στην παρατήρηση μου, πως η ώρα είναι ακατάλληλη για τέτοιου είδους ενημερώσεις, η τηλεφωνήτρια εξερράγη και:
"τρεις η ώρα είναι κυρία! εμείς δουλεύουμε αυτή την ώρα!"
φώναξε εκνευρισμένη και μου έκλεισε το τηλέφωνο!

καταλαβαίνετε λοιπόν, πως μετά από τέτοιου είδους εμπειρίες, πόση εντύπωση μου έκανε το περιστατικό με την κινητή.

έτσι, για να μη γκρινιάζω μόνο
και για να ελπίζω, πως κάποια στιγμή, πολλά θα διορθωθούν
και θα γίνουν επιτέλους όπως θα πρέπει να είναι.

Πρωτομαγιά η Ημερη

"μπαμπάαα, δεν έχει καθόλου λουλούδια εδώ!"
διαμαρτυρήθηκε το Ραφάκι, κοιτώντας απογοητευμένα γύρω της.

"Χρόνη, τέτοια αποψίλωση, έκανες ποτέ στη Θήβα;" γέλασα και θυμήθηκα την εποχή του στρατού,έπειτα, έδειξα λίγο πιο κάτω στη Ραφαηλία "να μωρό μου, εκεί έχει μερικές μαργαριτούλες ακόμα"

το καλλωπιστικό δάσος της Καισαριανής είχε αδειάσει από τα αγριολούλουδα, αλλά είχε γεμίσει με κόσμο που περήφανα κρατούσε τα πρωτομαγιάτικα στεφάνια του
-στο παράλληλο μονοπάτι που βαδίζαμε εμείς όμως, δεν υπήρχε σχεδόν κανείς.
όλοι προτιμούσαν τα εύκολα μέρη κι έτσι ήμασταν σχεδόν μόνοι
μόνο η Μαρία διαμαρτυρόταν κάθε τρείς και λίγο "γέρασα πια, που με φέρατε; τι νομίζετε, πως είμαι αυτή που ήμουν κάποτε και πήγαινα παντού;"

ο Χρόνης έφτιαχνε το στεφάνι, με τα λουλούδια που του πηγαίναμεη Ελένη τραβούσε φωτογραφίες
η Μαρία μάζευε λουλούδια για το βάζο
το Ραφάκι έψαχνε για μαργαριτούλες
κι εγώ θυμόμουν τη μητέρα μου και τις παλιές πρωτομαγιές..

"μεγάλωσαν πια τα κορίτσια" ψιθύρισα κι η Μαρία
"τ' είπες;" με ρώτησε
"τα παιδιά!" φώναξα "μεγάλωσαν"
σταμάτησε η Μαρία και κοίταζε την Ελένη και τη βαφτισιμιά της συγκινημένη,
"έλα" της είπα, να τη προλάβω μη μου δακρύσει και της έδειξα ένα μέρος απόμερο "τι λες; πάμε να καθήσουμε;"
"πάμε"
"ελάτε παιδιά!"


ο Χρόνης τέλειωσε το στεφάνι και το θαυμάσαμε όλοι
"αχχχ, τι ωραίοοοο.. και του χρόνου!"
το κρέμασε στο δέντρο από πάνω μας μέχρι να φύγουμε, μη μας τσαλακωθεί
τα παιδιά έφαγαν κρουασάνεμείς καραμέλλες
ήπιαμε δροσερό νεράκι
το Ραφάκι φωτογράφιζε τα πάντα με το μεγαλύτερο zoom που υπήρχε στο κινητό
και γω τράβηξα τη Μαρία κοντά μου και τη φίλησα, γιατί προτύτερα την είχα μαλλώσει..

"τσαφ!" ακούστηκε κι απέναντι μας η Ελένη, μας τράβηξε φωτογραφία
ενώ από πάνω μας τα σύννεφα έτρεχαν σ' έναν ουρανό, απίστευτα καθαρό και γαλάζιο
κι ήξερα ήδη,
πως ήταν το σημερινό απόγευμα της Πρωτομαγιάς
ένα από αυτά, που η θύμηση του θα μ' έκανε να χαμογελάω
πάντα..