Ισημερία

 
αυτή η εξομολόγηση γράφτηκε καιρό πριν: στην τότε επέτειο της Ισημερίας.
δε νομίζω να γράψω κάτι άλλο, διαφορετικό, ακόμα κι αν περάσουν πολλές επέτειοι.
άλλωστε, δεν θα μπορούσα να διατυπώσω καλύτερα αυτό που σημαίνει για μένα η Ισημερία.
αλλάζει μόνο ο αριθμός του κάθε χρόνου που περνάει.
όλα τα υπόλοιπα μένουν τα ίδια.
ακριβώς..



έχω μιλήσει ξανά για την Ισημερία και το λόγο ύπαρξης της.

έχω πει πως ό,τι γράφω εδώ, σε τούτο το ημερολόγιο, βγαίνει κατευθείαν απ' την καρδιά μου, χωρίς φίλτρο, χωρίς σκέψη σχεδόν.

μιλώ για το (πάντα ζωντανό) παρελθόν, για το παρόν, για τα όνειρα που προσδοκούμε, για τις ελπίδες μας.
μιλώ για τον καιρό που ήμουν πολύ νέα, για τον καιρό που ο Χρόνης κι εγώ ήμασταν παιδιά σχεδόν, όπου μόνη μας έννοια ήταν η εκδρομή του Σαββατοκύριακου κι οι διακοπές του Αυγούστου.
μιλώ για τα χρόνια που περάσαμε προτού έρθουν τα δικά μας παιδιά στη ζωή, αλλά και γι' αυτά που μας ολοκλήρωσαν, όταν γίναμε γονείς.

όμως πιο πολύ μιλώ, για τις μέρες τις σημερινές.
γι' αυτά που ζούμε τώρα.
τα καθημερινά.

όταν έφυγε η μητέρα μου, για χρόνια ολόκληρα κάθε φορά που η έλλειψη της γινόταν αβάσταχτη, πήγαινα στη μεγάλη ντουλάπα όπου ακόμα κρέμονταν τα ρούχα της τακτικά και με τ' άρωμα της τυλιγμένα, άνοιγα την πόρτα και χωνόμουν μέσα.

έτσι, η μαμά μου μ' αγκάλιαζε και με παρηγορούσε.

αυτό ακριβώς είναι η δική μου Ισημερία: μια αγκαλιά που τυλίγει και διακτινίζει άμεσα στο παρελθόν, μια αγκαλιά αγαπημένη.

όταν κάποτε έρθει η στιγμή που ο Χρόνης κι εγώ, θα φύγουμε απ' αυτή τη ζωή, τα κορίτσια θα διαβάζουν για την εποχή όπου όλα ήσαν εύκολα, όπου όλα ήσαν σωστά και κυλούσαν όπως πρέπει κι ας διαμαρτύρονταν "ε, μα δεν αντέχω άλλο!"

θα θυμούνται την εποχή που άνοιγαν την πόρτα του σπιτιού και μέσα βρισκόταν πάντα ο μπαμπάς κι η μαμά, τα παιδικά χρόνια, τις Κυριακάτικες εκδρομές, τα πρώτα ποδήλατα, το πως αργά την Ανοιξη, ο πατέρας τις μάθαινε βουτιές και μακροβούτια στην παραλία της Αναβύσσου και πως η μητέρα καθόταν ώρες στην παραλία της Αίγινας με το βιβλίο στα χέρια και ένα φλυτζάνι ζεστό καφέ το κατακαλόκαιρο.

κι όποτε ξεφυλλίζουν τη δική μας Ισημερία, το παρελθόν θα γίνεται παρόν και το τότε, σήμερα.

όπως ακριβώς γινόταν όταν χρόνια πριν, άνοιγα τη μεγάλη, ξύλινη ντουλάπα της μαμάς μου και χωνόμουν δίχως δεύτερη σκέψη στην αγκαλιά της.

κι από όπου κι αν βρίσκομαι θα χαμογελώ μεσ' απ' τις γαλάζιες σελίδες της 
όπως ακριβώς πρωτοχαμογέλασα όταν έκανα την πρώτη μου ανάρτηση εδώ:

σαν σήμερα, πριν από δεκατέσσερα κιόλας χρόνια...

Σε μια συναυλία

 

 να πάμε σε μια συναυλία
να τραγουδήσουμε
να χορέψουμε
να χοροπηδήσουμε
να γυρίσουμε χαρούμενοι σπίτι
να πασαλειφτούμε με counterpain
και να κοιμηθούμε
-για πρώτη φορά-
με χαμόγελο...

Η κυρία με τας καμελίας

  

"καμέλια. τι είναι η καμέλια; φυτό;"
"ε ναι ρε Χρόνη, φυτό! τι θες να 'ναι; ξύλο;"
"εννοώ λουλούδι;"
"ναι"
"και η κυρία με τας καμελίας; τι τις έκανε τις καμέλιες;"
"τις μύριζε! τι λες να τις έκανε; να τις έτρωγε;"
"όχι ρε βλάκα! μπορεί να τις φορούσε!"
"άσε μας βραδιάτικα με τις κυρίες και τις καμέλιες! τις μύριζε, τις φορούσε, τις έτρωγε. όλα μαζί! κάτσε διάβασ' το να μάθεις!"
"εσύ το 'χεις διαβάσει;"
"όχι. εγώ δε διαβάζω για φυτά!"
.............................................................

Ο εμβολιασμός και οι πα-ρε-νέργειες!


Σάββατο.
έχουμε πάει με τον Χρόνη στο κέντρο υγείας κι έχουμε κάνει το εμβόλιο.
όλα καλά, γυρίζουμε σπίτι και πέφτω με τα μούτρα στο διάβασμα: astrazeneca, παρενέργειες, κάλυψη κλπ.

όπου διαβάζω πως οι ήπιες παρενέργειες είναι επιθυμητές γιατί σημαίνει πως αντιδρά ο οργανισμός και κάνει αντισώματα.
αργά το πρωί έγινε ο εμβολιασμός, οι ώρες περνάνε, τίποτα!
κανένα σημείο πως ο οργανισμός αντιδρά, οπότε αρχίζω να ανησυχώ.

"βρε Χρόνη, μήπως δε "πιάνει" εμένα το εμβόλιο;"
"μια χαρά σε πιάνει! μια χαρά!"

σιγά μη καθησυχαστώ!
είμαι πεπεισμένη πως κάτι δεν πάει καλά.
ώσπου νωρίς το βραδάκι αρχίζει επιτέλους να ανεβαίνει η θερμοκρασία μου.

βάζω το θερμόμετρο, βλέπω τον ελαφρύ πυρετό και αρχίζω να χοροπηδάω ενθουσιασμένη:
"πα-ρε-νέργειες
πα-ρε-νέργειες
πα-ρε-νέργειες!!!".

βγαίνει η Ραφαηλία απ' το δωμάτιο της και με κοιτάει απορημένη
"τι έπαθες ρε μαμά;"
"κάνει δουλειά το εμβόλιο!"
"α μπράβο!"
κάνει στροφή ξαναμπαίνει μέσα, βάζει τ' ακουστικά της και απογειώνεται για τον πλανήτη της.

η νύχτα πέρασε με μένα να θερμομετριέμαι κάθε τρεις και λίγο, να παίρνω παρακεταμόλη και να βάζω θερμοφόρα στα κρύα μου πόδια.
την επομένη ήμουν καλύτερα, το βραδάκι ανέβηκε ξανά για λίγο και αυτό ήταν.

πέρασαν λίγες μέρες, είχα ξεχάσει πια το εμβόλιο και τις αγωνίες μου κι ήμουν στην κουζίνα βάζοντας φαγητό στον Μάστορα.

αίφνης μπαίνει η Ραφαηλία μέσα.
με κοιτάζει, χαμογελάει κι αρχίζει να χοροπηδάει φωνάζοντας δυνατά:
"πα-ραι-σθήσεις
πα-ραι-σθήσεις
πα-ραι-σθήσεις!"

"σουτ καλέ! τι λες εκεί; σ' ακούει όλη η πολυκατοικία! τι παραισθήσεις;;"
"αυτό δεν έλεγες προχτές;"
"ΠΑΡΕΝΕΡΓΕΙΕΣ έλεγα βλήμα! άκου "παραισθήσεις"!!! να νομίζει ο κόσμος, άντε μη πω!!!".

γέλασε, έκανε στροφή, φόρεσε τ' ακουστικά της κι απογειώθηκε για τον μακρινό της πλανήτη.

χάϊδεψα τον Μάστορα γελώντας σιγανά.
εκείνος κούνησε τα μουστάκια του μυρίζοντας τον αέρα και κοίταξε ένα σημείο πάνω απ' το κεφάλι μου.
ύστερα έσκυψε ξανά στο μπολ του  και τίποτα πια δεν είχε σημασία.

ούτε για κείνον
ούτε για μένα...