Καλά Χριστούγεννα!


Indian Summer πέρσι τέτοια εποχή.
το Ραφάκι ετοιμαζόταν να πάει στη Σουηδία, στα παιδιά, ευκαιρία για μένα να μη στολίσω, όμως, μέσα μου έπαιζε συνέχεια "I love you, the best Better than all the rest" και αντιστάθμιζε κάπως τις γιρλάντες και τις χριστουγεννιάτικες μπάλες που έλειπαν.

"Senza Fine" φέτος:
δεν με νοιάζει για το φεγγάρι
δεν με νοιάζει για τα αστέρια
εσύ για μένα είσαι το φεγγάρι και τα αστέρια
εσύ για μένα είσαι ο ήλιος και ο ουρανός
εσύ για μένα είσαι όλα όσα..
..όλα όσα θέλω να έχω

και η Ραφαηλία εδώ, στην αγκαλιά μας.

"μαμά;"
"έλα!"
"μπορώ να φάω αυτά τα άσπρα τα στρογγυλά που έστειλε η Νίκη;"
"ποια είναι τ' άσπρα τα στρογγυλά;"
"αυτά!"
"κουραμπιέδες λέγονται παιδί μου! ΚΟΥΡΑΜΠΙΕΔΕΣ! άκου "άσπρα στρογγυλά! τι άλλο θ' ακούσω από σένα;;"
"καλά".

κάνουμε βόλτες.
απογευματινές, χειμωνιάτικες βόλτες.
ο Χρόνης οδηγεί, δίπλα του εγώ μουρμουράω αγαπημένα τραγούδια, στο πίσω κάθισμα η Ραφαηλία με τ' ακουστικά στ' αυτιά της.

όταν θέλω κάτι, απλώνω το χέρι και κάνω νοήματα.
βγάζει τ' ακουστικά και μ' ένα ύφος ατέρμονης υπομονής "τι θέλεις μαμά μου;" μού λέει.

"ξύλο" μου 'ρχεται να της πω, όπως λέγαμε στα δικά μου δεκαεφτάχρονα χρόνια και θυμάμαι την έκφραση της δικιάς μου μαμάς όταν έπαιρνα το ύφος της υπομονής και δες! κύκλος είναι όλα κι εκεί που νομίζεις πως τέλειωσες φτου κι απ' την αρχή.
κι ίσως είναι λίγο αστεία όλα τούτα και γελάω και φουρκίζεται η Ραφαηλία "μόνη σου!" με επιπλήττει, φοράει ξανά τ' ακουστικά κι ούτε που δίνει σημασία πια στη νοηματική μου.

"άνθρωποι είμαστε και σφάλματα κάνουμε" τραγουδάω, μα δεν μ' ακούει κανείς.
ο Χρόνης οδηγεί σοβαρός λες κι είναι ο σωφέρ της miss Daisy, η Ραφαηλία έχει βάλει τέρμα τη μουσική κι η Αττική οδός έχει τους δικούς της ήχους.

έξω σκοτεινιάζει.
τα φώτα του δρόμου έχουν ανάψει, σε λίγο θα γυρίσουμε σπίτι, σε λίγες μέρες θα βγούμε ξανά, και να ο κύκλος πάλι, αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής ή μάλλον η ίδια η ζωή.

Χριστούγεννα σε τέσσερις μέρες.

η Ραφαηλία φέτος στην αγκαλιά μας
κι εμείς στην αγκαλιά του σπιτιού, σ' ένα παρελθόν που ζωντανεύει γύρω μας.
και δες! είναι όλοι εδώ: η μητέρα, ο αδερφός, η γιαγιά κι ο παππούς, σ' άλλα Χριστούγεννα που έχουν περάσει πια, όμως μάς άφησαν τη ζεστασιά και το γέλιο τους.

και είναι η θαλπωρή που μάς τυλίγει
η μουσική απ' τα παλιά
οι υποσχέσεις σε ένα μέλλον φωτεινό
-σαν το βλέμμα της Ελένης-
 που κάνει την καρδιά μας να χαμογελά·

κι ίσως αυτός να είναι ο κύκλος που θ' αγαπήσω περισσότερο απ' όλους.

γιατί όχι;
στο κάτω κάτω, δεκαεφτά χρονών είμαι ακόμα
και ελπίζω..

καλά κι ευλογημένα Χριστούγεννα
σε όλους!

Τα χαμόγελα


να παίρνω βαθιά ανάσα και να βυθίζομαι στη μουσική
να κλείνω τα μάτια και την πόρτα της καρδιάς
και μονάχα
ν' ακούω.

στην αρχή ήταν ο Django
έπειτα ήρθε κι ο Παυλάκης

χαρμάνης κι άφραγκος
μεσάνυχτα Αθήνα

στο βυθό δεν έχει κύμα
ούτε βαθαίνει η ρυτίδα της ψυχής
στο βυθό ακούς
"and super girls don't cry"

κι είναι
το Σάββατο της ψύχρας·

μπουφάν χειμωνιάτικο
δάχτυλα λυγισμένα, κρύα
κι ένας συννεφιασμένος ήλιος
στον ουρανό μου.

"μαθήματα αισιοδοξίας" ξανά στην οθόνη
χαμογελάω, χαμογελάει η Ραφαηλία
μαζί κι ο Χρόνης

α ρε Δημήτρη, το ξέρω πως χαμογελάς κι εσύ..

κι όλα πάνε καλά
κι όλα καλά θα πάνε

τούτο το Σάββατο
στο μακρινό κι εξωτικό
Παγκράτι..

Γενέθλια

1η Νοεμβρίου

"εντάξει, με συγχύζεις κι έχω και τα γενέθλια μου!"
"γενέθλια; έλα ρε μαμά, έχεις γενέθλια σήμερα;"
"πού να το θυμηθείς ε; αχ.. μόνο το Ελενάκι με θυμάται..δώδεκα και ένα χτες το βράδυ μου 'στειλε μήνυμα!"
"ναι, σιγά! άσε μας πια με το Ελενάκι! ώστε γενέθλια ε; πόσο είσαι;"
"βαρέθηκα! αλήθεια σού λέω: βαρέθηκα! τόσα χρόνια ακόμα δεν έμαθες πόσο είμαι;"
"για λέγε! πόσο;"
"σήμερα γίνομαι εξήντα!"
"έλα ρε μαμά, αλήθεια; δε σου φαίνεται καθόλου! καθόλου λέμε!"
"σοβαρά;"
"ναι σου λέω!"
"και πόσο φαίνομαι;"

πηγαίνει ένα βήμα πίσω, γέρνει το κεφάλι, με κοιτάζει κι αποφαίνεται:

"πενηνταέξι".
............................

Το ποίημα

γύρισε προχτές απ' το σχολείο το Ραφάκι
"μαμά, έγραψα ένα ποίημα για σένα".

το διάβασα
κι έπειτα κοίταξα τη δεκαεφτάχρονη πια κόρη μου

την αγκάλιασα,
την αγκάλιασα σφιχτά
τη φίλησα

κι ήταν σα να γινόμουν νέα ξανά
σαν να μην υπήρχαν οι απουσίες στη ζωή μας
-όλοι εδώ βρίσκονταν-
κανένα κενό.

"μαμά, έγραψα ένα ποίημα για σένα"

παιδί μου...


'Αγχος

το άγχος δεν έχει φωνή
αλλά καταφέρνει να ουρλιάξει,
ξυπνώντας την καρδιά της μητέρας μου.
της λέω να σκεπάζεται τη νύχτα,
γιατί ίσως η κουβέρτα να την σκεπάσει με όνειρα
που δεν βγήκαν ποτέ αληθινά.
ίσως η κουβέρτα να καλύψει το ουρλιαχτό
που βγάζει το άγχος τα μεσάνυχτα.
δεν κλειδώνει την πόρτα
γιατί η μοναξιά έχει το κλειδί
του δωματίου της.
η μοναξιά είναι χειρότερη από το άγχος.
δεν ουρλιάζει αλλά ψιθυρίζει.
ψιθυρίζει σε ένα δωμάτιο
το οποίο ταξιδεύει
σε μια θάλασσα γεμάτη από κάδρα
με τα αγαπημένα της πρόσωπα.
πρόσωπα της μητέρας μου.
οι νύχτες είναι δύσκολες
αλλά κρατώ την καρδιά της μητέρας μου
όσο πιο δυνατά μπορώ
με χέρια που τρέμουν
γιατί αναρωτιέμαι,
πως γίνεται κάτι τόσο εύθραυστο
να είναι τόσο δυνατό;

Ταξίδια


διαβάζω για την ιλαρά και δεν θυμάμαι αν την έχω περάσει.
μάλλον ναι, σκέφτομαι.

έπειτα, απλώνω το χέρι να πάρω τηλέφωνο τον Δημήτρη
(ρε, έχουμε περάσει ιλαρά;)
αλλά μετά θυμάμαι πως έχει πλέον φύγει.
και μού λείπει.
πολύ..

αυτό που με σώζει είναι το tardis.
όποτε η απουσία γίνεται δύσκολη
 μπαίνω μέσα και προσγειώνομαι στον πλανήτη της εφηβείας μου.
ξενοιασιά
και όλοι βρίσκονται ακόμα εκεί.

σιγά σιγά χειμωνιάζει
σιγά σιγά σκοτεινιάζει.

να διαβάσω ξανά τ' αγαπημένα βιβλία
-ακούς Χόλντεν;-
να ξενυχτήσω με ταινίες πού με καθόρισαν
να τραγουδήσω "δεν μπορεί κανείς να ξέρει"

και να θυμηθώ πως αυτό που με σώζει τελικά
είναι το tardis:

η επιστροφή
-χωρίς να υπάρχουν καν
οι οδηγίες χρήσεως..

Απογεύματα


νοστάλγησα τα χειμωνιάτικα απογεύματα.
εκείνα που έρχονται μουντά, παγωμένα
δίχως φως, σχεδόν δίχως ήχο.

κίτρινα φύλλα στο ρείθρο του δρόμου
έρημα, δίχως τέντες μπαλκόνια
αυτοκίνητα να περνούν σιωπηλά.

νοστάλγησα την ανάσα στον κρύο αέρα
την ήσυχη ώρα που έρχεται
το λιτό γκρίζο που σβύνει.

τα έρημα του χειμώνα απογεύματα
δέντρα που μένουν ακίνητα
περιμένοντας πάντα
μια πρώιμη άνοιξη.

..μουντά, παγωμένα
δίχως φως
σχεδόν δίχως ήχο.

Fb αγάπη μου


πόσο κομπλεξικός πρέπει να 'σαι, για να κρίνεις τον άλλον που τιμά τη θρησκεία του;
και όχι μόνο κρίνεις, αλλά κράζεις κιόλας!
στους ουραγούς δε, που επευφημούν όποια παπαριά "ειπωθεί" δεν αναφέρομαι καν.
εμετούλης.
απλά εμετούλης τύπου ρουκέτα..
υγ
αφιερωμένο στις δημοσιογραφάρες που πιάσαν στο στόμα τους τη Χαρούλα.
.......................................

 τι λυσσάνε όλοι μ` αυτή την πανσέληνο! λυκάνθρωποι είναι πια;
........................................

πάνω στο ζάπινγκ τις προάλλες, "έπεσα" στη συναυλία "όλοι μαζί μπορούμε". δεν με αφορούν συνθέτες διαμένοντες στην φιλοθέη, γενικώς δεν με αφορούν άνθρωποι οι οποίοι έχουν εξαργυρώσει πλήρως τη μακρινή και χαμένη πλέον ιδεολογία τους. όμως με αφορά, η άποψη του λατρεμένου Ασλάνογλου για δαύτους..
http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=82885
..........................................

τελικά έμαθα να κρατάω αποστάσεις -κι αυτό μ' έσωσε!
κάλλιο αργά παρά ποτέ..
...........................................

γιατί τόσος ντόρος γι' αυτή την παπαριά, τη "μάντισσα";
aka απορίες του ιουλίου...
...........................................

καζαντζάκης, ασκητική: "τι θα πει ευτυχία; να ζεις όλες τις δυστυχίες".
ουδέν σχόλιον..
............................................

στην αρχική μου σελίδα "βγαίνουν" τα likes που κάνουν φίλοι σε ό,τι τους αρέσει. βλέπω λοιπόν και μένω έκθαμβη, με τα ρατσιστικά σχόλια που διαβάζω αρκετά συχνά κάτω από κάποιες φωτογραφίες! πριν λίγο πχ διάβασα κάτω από φωτογραφία γνωστού συνθέτη υπέρβαρου "πρέπει να βρωμάει ανυπόφορα αυτός!". και άλλα τέτοια ωραία και ευγενή.
φίλε μου, ο υπέρβαρος ίσως και να μυρίζει κάπως όταν ιδρώνει. οι ρατσιστικές όμως απόψεις, οι οποίες αφορούν οιαδήποτε ιδιαιτερότητα, διάκριση κλπ βρωμοκοπάνε βόθρο! κι αυτή η μπόχα δε βγαίνει με σαπούνι και νεράκι όπως ο ιδρώτας.
αυτή η μπόχα μένει και πνίγει τον άλλο που σε πλησιάζει..
...............................................

ανατρίχιασα.. τι σπουδαίες δημοσιογραφάρες έχουμε ρε φίλε, πως κεντάνε οι ανθρώποι γράφοντας, πως μιλάνε το εγγλέζικο μαζί με το ελλήνικο... φάιν ντρίκιν φίλε μου και ντρίγκι ντρίγκι ντρίγκι μάνα μου αντάμα!

..................................................

με δημοσιογραφάρες ξεκίνησα αυτή την ανάρτηση, με δημοσιογραφάρες την κλείνω.
ντρίγκι ντρίγκι πλέον
παντού...

Πόπη


στην καρδιά μας
ήσουν πρώτη...

Χρόνια ευλογημένα!

από το Ελενάκι και τη μακρινή Σουηδία
στη Ραφαηλία στην Αίγινα
χτες βράδυ:


γέλασε η Ραφ  "μαμά, δες, η Ελένη! πρώτη μού ευχήθηκε η Ελένη!"

στο μωρό της οικογένειας λοιπόν, Χρόνια Πολλά!

χρόνια καλά
χρόνια Ευλογημένα να έρθουν στη ζωή της!

στη δική μας Ραφαηλία
χρόνια όμορφα
την περιμένουν στη σειρά

 

όπως ακριβώς ευχόμαστε 
όπως ακριβώς ελπίζουμε
όπως ακριβώς χαμογελάμε!
χρόνια όπου όλα θα πηγαίνουν

σωστά.. 

Αντίο Νέλλυ


"μη κλαις μαμά μου! η Νέλλυ είναι με τον θείο, δεν σου είπα τ' όνειρο που είδα προχτές;"

αντίο Νέλλυ..
πάντα θα γουργουρίζεις στην αγκαλιά μου
όπως ακριβώς έκανες όλ' αυτά τα χρόνια·

αλλά πια θα σ' ακούω 
μονάχα εγώ
...

Ιούλιος



χάνομαι γιατί χαζεύω -το θυμάμαι απ' τα μακρινά χρόνια του γυμνασίου.
χάνομαι γιατί χαζεύω -μια παραλλαγή αγαπημένη.

"τι να κάνει ο παλιόφιλος ο Holden;" αναρωτήθηκα προχτές κι αποφάσισα να τον πάρω μαζί μου στην Αίγινα -πάει καιρός απ' την τελευταία ανάγνωση· σχεδόν ένας χρόνος πια.

το σπίτι είναι δροσερό.
ο ανεμιστήρας στο ταβάνι γυρίζει αργά, η ζέστη είναι παρηγοριά.
με τυλίγει, μου ψιθυρίζει "καλοκαίρι".
η ζέστη και η μυρωδιά του παγωμένου καφέ όταν κάνω βόλτα στην πλατεία.

θα πάω στο σούπερ μάρκετ μεσημέρι.
να είναι άδειο, να γυρίζω στους διαδρόμους μόνη, να χτυπάει το καλάθι στα πόδια.
κι ύστερα, στη διαδρομή για το σπίτι, να βλέπω τους δρόμους έρημους.

"δρόμοι παλιοί που αγάπησα.."
διάβαζα Αναγνωστάκη στα χρόνια του γυμνασίου.
Αναγνωστάκη και Ρένο Αποστολίδη
"..παράτησαν τα σπίτια τους σε ξένους
να περνάμε από έξω, να τα αναγνωρίζουμε
και να μην τολμάμε να σφυρίξουμε".

μπλε τοίχοι, παλιές φωτογραφίες, ζωγραφική των παιδιών
να η δική μου κάψουλα του χρόνου:
να διακτινίζομαι στο παρελθόν όποτε θέλω
χωρίς καν να μπαίνω στο Tardis!

ιούλιος.
το σπίτι είναι δροσερό.
ο ανεμιστήρας γυρίζει αργά
η ζέστη παρηγοριά..

sittin' on the dock of the bay τραγουδάει ο Otis όπως κάθε καλοκαίρι
παρέα κουνάμε μπρος πίσω τα πόδια πάνω απ' τ' ακίνητα νερά·

και δεν θέλει πολύ ακόμα
να ξημερώσει..

Καλοκαίρι


το χταπόδι δώρο από το Ελενάκι.
πιο πίσω, η ζωγραφική της Ραφαηλίας στο νηπιαγωγείο.
βότσαλα και αχιβάδες μαζεμένα στις Κυριακάτικες εκδρομές της Αναβύσσου.

καλοκαίρι πια..
"μπήκε ο αέρας από το παράθυρό μου,
τα 'ριξε όλα κάτω, που είναι το μυαλό μου"
μα σάμπως είχα ποτέ;

να ξυπνάμε στο σπίτι.
ν' ακούω τη Ραφαηλία να βάζει γάλα τα πρωινά
να γυρίζει αργά ο ανεμιστήρας στο ταβάνι
να ξέρω πως
δεν είμαι πια σκιά της παλιάς μου σκιάς.

καλοκαίρι πια..
"ένα καθρεφτάκι, ο ήλιος με τυφλώνει,
άρχισε ο πάγος μέσα μου να λιώνει".

το χταπόδι κρέμεται από το ταβάνι
δώρο από το Ελενάκι.
Σουηδία - Παγκράτι
οκτώ πλοκάμια δρόμος.

να ξυπνάμε στο σπίτι.
να μιλάμε, να γελάμε
να κάνουμε βόλτες.
 
καλοκαίρι πια..

Βόλτες



κάνουμε βόλτες.
καλοκαίρι πια, πέρασε ένας μήνας και..

τ' απογεύματα κάνουμε βόλτες
κι είναι όμορφα.

κάνουμε βόλτες και..
δόξα τω Θεώ
είναι Καλά!

Senza Fine



δεν με νοιάζει για το φεγγάρι
δεν με νοιάζει για τα αστέρια...
εσύ για μένα είσαι το φεγγάρι και τα αστέρια...
εσύ για μένα είσαι ο ήλιος και ο ουρανός...
εσύ για μένα είσαι όλα όσα...
όλα όσα θέλω να έχω!

Ένας ουρανός


άνοιξη
και
ένας ουρανός
πάντα φωτεινός


σιγοτραγουδάω καθώς στριφογυρίζω σπίτι κάνοντας δουλειές
-μόνο τις απαραίτητες-
καθώς σπρώχνω στο πλυντήριο κάλτσες και φανέλες
και στ' άλλο πλυντήριο πιάτα και ποτήρια

άνοιξη πια..

"θα συμφιλιωθώ μ' όσα εχθρευόμουν χρόνια" αποφάσισα σε μια επίδειξη γενναιοψυχίας προχτές
και έκανα φιλότιμες προσπάθειες στ' αλήθεια, όμως δεν τα κατάφερα ούτε καν για μια μέρα!

"κι ένας φαλάκρας απέξω κι από μέσα" τραγούδησα δυνατά στο σούπερ μάρκετ, όταν μού πήρε άδικα τη θέση ένας εβδομηντάχρονος με λίγα μαλλιά και πολύ θράσος.

όχι, δεν τα κατάφερα.

μου 'λειψε να χαζεύω το ακτινοβόλο πρόσωπο της Ελένης
μου 'λειψαν οι βόλτες μας στο κέντρο της Αθήνας τα μεσημέρια
μου 'λειψε το χαμόγελο της
μου 'λειψε..

όμως "όλα φωτίζονται στο φως του παρελθόντος"
κι έτσι, φτάνει μέχρις εδώ ο ήχος του γέλιου της
κι έτσι γελάμε μαζί!

ένας ουρανός
πάντα φωτεινός
ένας ουρανός μ' αστέρια
που έχει χίλια καλοκαίρια

φυλαγμένα στην ψυχή

ψυχή μου..

άνοιξη πια..

Καλή Ανάσταση!


"βρε Ελενάκι, δες τ' αυγά μας! φέτος τα έβαψα με παντζάρια. πως σου φαίνονται;"
"α πολύ ωραία είναι μαμά! σαν τ' αυγά του δεινόσαυρου"
"τι να σου πω τώρα... άκου σαν του δεινόσαυρου! σα Φαμπερζέ είναι! "
"Φαμπερζέ λέγονται εκείνα τα ωραία; δεν το 'ξερα! πολύ μ' αρέσουν τα Φαμπερζέ!"
"τα δικά μου είναι καλύτερα! ίδια Φαμπερζέ!"
"ναι μαμά μου!"
"άκου σαν του δεινόσαυρου!" 
..............................................
και γελούσα κι ήταν σαν να βρισκόταν το Ελενάκι δίπλα μου ακριβώς!
Αθήνα - Σουηδία ένας Rex δρόμος..
...............................................

Καλή Ανάσταση σε όλους μας!

να είμαστε καλά
να ελπίζουμε
να χαμογελάμε
πάνω απ' όλα να έχουμε Πίστη..
 
κι απόψε στις δώδεκα:
Χριστός Ανέστη
Αληθώς!

Φανταστικό ντοκυμανταίρ ἑνός ἐγκλήματος


σχεδόν σαράντα χρόνια από την πρώτη ανάγνωση.

έβαλα τη σκάλα, ανέβηκα κι άρχισα να ψάχνω στα ράφια
ψηλά.
σε βιβλία που δεν διαβάζω πια, που όμως αγαπώ ακόμα.
σε βιβλία που σηματοδότησαν μια ολόκληρη εποχή
-κι ας είναι πλέον ξεχασμένα.

βρισκόταν εκεί.
μαζί με τ' άλλα των σαράντα και βάλε χρόνων.

κατέβηκα, έβαλα τη σκάλα στη θέση της, πήρα ένα φλυτζάνι καφέ
άνοιξα την πρώτη σελίδα και ..χάθηκα·

σχεδόν σαράντα χρόνια
από την πρώτη ανάγνωση..

Ισημερία


αυτή η εξομολόγηση γράφτηκε καιρό πριν: στην τότε επέτειο της Ισημερίας.
δε νομίζω να γράψω κάτι άλλο, διαφορετικό, ακόμα κι αν περάσουν πολλές επέτειοι.
άλλωστε, δεν θα μπορούσα να διατυπώσω καλύτερα αυτό που σημαίνει για μένα η Ισημερία.
αλλάζει μόνο ο αριθμός του κάθε χρόνου που περνάει.
όλα τα υπόλοιπα μένουν τα ίδια.
ακριβώς..



έχω μιλήσει ξανά για την Ισημερία και το λόγο ύπαρξης της.

έχω πει πως ό,τι γράφω εδώ, σε τούτο το ημερολόγιο, βγαίνει κατευθείαν απ' την καρδιά μου, χωρίς φίλτρο, χωρίς σκέψη σχεδόν.

μιλώ για το (πάντα ζωντανό) παρελθόν, για το παρόν, για τα όνειρα που προσδοκούμε, για τις ελπίδες μας.
μιλώ για τον καιρό που ήμουν πολύ νέα, για τον καιρό που ο Χρόνης κι εγώ ήμασταν παιδιά σχεδόν, όπου μόνη μας έννοια ήταν η εκδρομή του Σαββατοκύριακου κι οι διακοπές του Αυγούστου.
μιλώ για τα χρόνια που περάσαμε προτού έρθουν τα δικά μας παιδιά στη ζωή, αλλά και γι' αυτά που μας ολοκλήρωσαν, όταν γίναμε γονείς.

όμως πιο πολύ μιλώ, για τις μέρες τις σημερινές.
γι' αυτά που ζούμε τώρα.
τα καθημερινά.

όταν έφυγε η μητέρα μου, για χρόνια ολόκληρα κάθε φορά που η έλλειψη της γινόταν αβάσταχτη, πήγαινα στη μεγάλη ντουλάπα όπου ακόμα κρέμονταν τα ρούχα της τακτικά και με τ' άρωμα της τυλιγμένα, άνοιγα την πόρτα και χωνόμουν μέσα.

έτσι, η μαμά μου μ' αγκάλιαζε και με παρηγορούσε.

αυτό ακριβώς είναι η δική μου Ισημερία: μια αγκαλιά που τυλίγει και διακτινίζει άμεσα στο παρελθόν, μια αγκαλιά αγαπημένη.

όταν κάποτε έρθει η στιγμή που ο Χρόνης κι εγώ, θα φύγουμε απ' αυτή τη ζωή, τα κορίτσια θα διαβάζουν για την εποχή όπου όλα ήσαν εύκολα, όπου όλα ήσαν σωστά και κυλούσαν όπως πρέπει κι ας διαμαρτύρονταν "ε, μα δεν αντέχω άλλο!"

θα θυμούνται την εποχή που άνοιγαν την πόρτα του σπιτιού και μέσα βρισκόταν πάντα ο μπαμπάς κι η μαμά, τα παιδικά χρόνια, τις Κυριακάτικες εκδρομές, τα πρώτα ποδήλατα, το πως αργά την Ανοιξη, ο πατέρας τις μάθαινε βουτιές και μακροβούτια στην παραλία της Αναβύσσου και πως η μητέρα καθόταν ώρες στην παραλία της Αίγινας με το βιβλίο στα χέρια και ένα φλυτζάνι ζεστό καφέ το κατακαλόκαιρο.

κι όποτε ξεφυλλίζουν τη δική μας Ισημερία, το παρελθόν θα γίνεται παρόν και το τότε, σήμερα.

όπως ακριβώς γινόταν όταν χρόνια πριν, άνοιγα τη μεγάλη, ξύλινη ντουλάπα της μαμάς μου και χωνόμουν δίχως δεύτερη σκέψη στην αγκαλιά της.

κι από όπου κι αν βρίσκομαι θα χαμογελώ μεσ' απ' τις γαλάζιες σελίδες της,

όπως ακριβώς πρωτοχαμογέλασα όταν έκανα την πρώτη μου ανάρτηση εδώ:

σαν σήμερα, πριν από δέκα κιόλας χρόνια...

'Ανοιξη


"εγώ είμαι πια σκιά της παλιάς μου σκιάς"
-και το snowpiercer έτρεχε σ' ένα καινούριο παγωμένο κόσμο.

άνοιξη.

έβαλα στο mp3 τον Johnny και τον Bob να τραγουδάνε
και κοίταξα έξω: ήλιος.

"if you're traveling the north country fair
where the winds hit heavy on the borderline"

ψιθύριζα μαζί με τα φιλαράκια
και με την άκρη του ματιού έβλεπα το snowpiercer
να παίρνει με ταχύτητα τις μεγάλες στροφές.

χτες βράδυ ονειρεύτηκα τον Δημήτρη.
είχε τη Νέλλυ στην αγκαλιά του
και όπως ξύπνησα και άνοιξα τα μάτια μπερδεμένη
-είναι αλήθεια πως έχει φύγει;-
την είδα να κάθεται στο μαξιλάρι, πάνω από το κεφάλι μου
και γουργουρίζοντας να με κοιτάζει.

πρώτη επίσημη μέρα της άνοιξης.

το δέντρο είχε ανθίσει στο σπίτι της Νίκης και του Πάνου την Κυριακή.
τα κλαδιά πάνω από το κεφάλι μας ήσαν γεμάτα με μικρά ανθάκια
και στο τραπέζι φρέσκος, ζεστός καφές.

χαμογελαστή ζωή
ήσυχη

κι ένας καφές
που κάποιος έφτιαξε για μένα.

αχ.. ν' άνοιγα τα μάτια και να ήμουν παιδί ξανά.

να ήμασταν -λέει- όλοι μαζί:
η μητέρα
-μού έφερνε πάντα καφέ, ακόμα κι όταν είχε αρρωστήσει βαριά-
η γιαγιά, ο παππούς
ο Δημήτρης..

να κολυμπούσα, να έτρεχα
να χόρευα μέχρι το χάραμα όπως παλιά

να τσακωνόμουν με το ίδιο πείσμα
να γελούσα, να έκλαιγα το ίδιο δυνατά
ν' απελπιζόμουνα για μια ανοησία.
...............................

ανεβοκατεβαίνω στο snowpiercer.
άλλοτε είμαι σκιά της παλιάς μου σκιάς
και άλλοτε όχι.

άλλοτε παίρνω μαζί μου τον Bob και τον Johnny στη βόλτα
και άλλοτε τραγουδάω μόνη.

μα όπως και να 'χει, πάντοτε κάποιος βρίσκεται κοντά: ο Holden
ο Παυλάκης, η Μαργαρίτα
ο Tennessee, o Charles και η Charlotte
-όλα τα φιλαράκια.

κι αυτοί είναι που φέρνουν τα χρόνια της χαμένης εφηβείας στην καθημερινότητα μου.

αυτοί
και τ' ανθισμένο δέντρο στην αυλή
του Πάνου  και της Νίκης.

Η γιαγιά μας η καλή


διάλογος με τον ακτινοδιαγνώστη σήμερα:

"θα πρέπει να βγάλετε τα σκουλαρίκια σας"
"δύσκολο, δύσκολο..."

τα σκουλαρίκια μου είναι μπάρες και πέντε στο σύνολο.
άντε να ξεβιδώσεις τις μπιλίτσες, χωρίς καθρέφτη, χωρίς βοήθεια..

και κει που μουρμούριζα αγχωμένη βιδώνοντας και ξεβιδώντας, έρχεται ο πιτσιρικάς ο γιατρός δίπλα μου και συνεχίζει τις οδηγίες:
"οτιδήποτε άλλο έχετε στο κεφάλι, θα πρέπει να βγει. τσιμπιδάκια, πιαστράκια..
αν έχετε και κάτι μέσα στο στόμα σας, να το βγάλετε κι αυτό!"

μού πήρε πέντε λεπτά για να καταλάβω, πως εννoούσε μασέλα..

'Ο,τι κι αν αρχίσω


..όποια πόρτα κι αν χτυπήσω
τίποτα δε φτάνει
στο δικό σου ουρανό


και Ανάβυσσος ξανά.

ήλιος
μια άνοιξη που δεν άργησε να έρθει
μια άνοιξη που είναι ήδη εδώ.

η Ραφαηλία στο πίσω κάθισμα χαμογελούσε
ακούγοντας τα δικά της τραγούδια

κάθε πρόταση που ξεκινούσαμε ο Χρόνης κι εγώ
άρχιζε με τη λέξη "θυμάσαι;"

και ήταν σχεδόν όπως παλιά.

έτρεχε το γαλάζιο μας αυτοκίνητο στο δρόμο
πάνω απ' τα λιμανάκια της Βουλιαγμένης
χαρταετοί πετούσαν στον ουρανό
αεροπτεριστές στην Ανάβυσσο

και, ναι, ήταν σχεδόν όπως παλιά.

Κυριακή
κι ένας ήλιος
που έπεφτε μέσα στη θάλασσα.

"ωραία είναι σήμερα" ψιθύρισα
ο Χρόνης μ' άκουσε και χαμογέλασε "ωραία"

το Ραφαηλάκι στο πίσω κάθισμα
άκουγε μουσική
και κοιτούσε έξω απ' το παράθυρο.

και η Άνοιξη
ήταν ήδη εδώ..

Το soundtrack


bridge over troubled water
κάθε μέρα
like a bridge over troubled water
I will lay me down
το soundtrack της κάθε μέρας.

ήταν βαρύς αυτός ο χειμώνας
βαρύς και δύσκολος.

είχα τα φιλαράκια όμως κοντά
κι όποτε ο ουρανός σκοτείνιαζε
τραβούσαν την καρέκλα, κάθονταν δίπλα
και μού κρατούσαν το χέρι.

χαμογελούσα "γεια σου Holden"
"γεια σου Boris"
"γεια σου και σένα Μάρω"
έπαιρνα ανάσα βαθιά
και όλα γίνονταν πιο εύκολα.

bridge over troubled water
κάθε μέρα
αυτόν τον σκληρό χειμώνα που
-επιτέλους-
 φεύγει.

Η 'Ανοιξη


"δε μπορώ να απλώνω άλλο! κουράστηκα! γέρασα! τα 'φτυσα!
έχω που έχω την τενοντίτιδα, έχω και όλες αυτές τις κάλτσες!
τι παίζει πια μ' αυτές τις κάλτσες; ούτε εργοστάσιο να ήμασταν τόσες πολλές! πρέπει ντε και καλά να φοράς κάλτσες κάθε μέρα;"

"και πως θα πηγαίνω στη δουλειά ρε Μαριλένα;"

"με σανδάλια! δε σ' αρέσουν τα σανδάλια; εσύ παραπονιέσαι πως όλο ζεσταίνονται τα πόδια σου.
μια χαρά θα παίρνουν αέρα έτσι"

"στη δουλειά με σανδάλια;"

"γιατί; πιο ωραία είναι νομίζεις τα παπούτσια; χίλιες φορές τα σανδαλάκια!
ίσα-ίσα που θα μοιάζεις και με τον Αστερίξ!"
.......................................

απάντηση -τουλάχιστον σοβαρή- δεν έλαβα.
ούτε τον έπεισα να αποχωριστεί τις κάλτσες.

είχε όμως μια τόσο όμορφη λιακάδα
που έπιασα τον εαυτό μου -σχεδόν άθελα μου- να χαμογελάει.

κι η 'Ακκα που κοιμόταν στην πολυθρόνα στον ήλιο
χαμογελούσε στον ύπνο της κι αυτή.

κι έξω -ίσως να ερχόταν-
η άνοιξη..

Γεια σου Λουκιανέ!


πηγαίναμε στην Ανάβυσσο εκείνα τα χρόνια
τ' απομεσήμερα της Κυριακής.

τα κορίτσια στο πίσω κάθισμα μιλούσαν
γύριζα και τις κοιτούσα χαμογελαστή
στο τιμόνι ο Χρόνης σοβαρός

και σχεδόν πάντα ο "μικρός ήρωας" του Λουκιανού
σ' αυτά που ακούγαμε.

τ' αγαπούσα αυτό το τραγούδι.
τ' αγαπούσα πολύ..

μού θύμιζε τη μητέρα
και τραγουδούσα κάνοντας την πρώτη και τη δεύτερη φωνή.

τα κορίτσια γελούσαν
ο Χρόνης γελούσε κι εκείνος
εγώ με μπάσα φωνή "εγώ δεν ξεκουράζομαι ποτέ"
κι ήταν όμορφα.

ναι, ήταν όμορφα.

αποχαιρετήσαμε τα απομεσήμερα της Αναβύσσου:
-ακόμα κι αν πάμε ξανά
τίποτα δεν θα είναι το ίδιο.

η Ελένη στη Σουηδία με τη δική της οικογένεια πια
η Ραφαηλία ετοιμάζεται να πετάξει με τα δικά της φτερά
ο Χρόνης κι εγώ μ' εγγόνια·

όμως ξέρω
πως σε κάποιο μέρος κρυφό
ακόμα το γαλάζιο μας αυτοκίνητο τρέχει
τα κορίτσια στο πίσω κάθισμα γελούν
εμείς στο μπροστινό ανταλάσσουμε κρυφές ματιές
και ο Λουκιανός τραγουδά
"πού είσαι τώρα και σ’ έχω χάσει,
καλέ μου φίλε Γιώργο Θαλάσση".


γεια σου Λουκιανέ!

εσένα ξέρω πως δεν θα σε χάσουμε

ποτέ..

Τρία χρόνια


ο Χρόνης ακούμπησε το ποτηράκι με τα κόλλυβα στη βάση του μαρμάρινου σταυρού κι έφυγε να φωνάξει ιερέα για το τρισάγιο.
σε λίγο, ένα περιστέρι ήρθε, πλησίασε το ποτήρι, άρχισε να τσιμπάει διστακτικά κι ύστερα το αναποδογύρισε, να φάει με την ησυχία του.

ο Αγιορείτης ιερέας μνημόνευε τον αδερφό,
πίσω του εμείς συγκρατούσαμε τα δάκρυα μας·
όμως το περιστέρι ήταν εκεί, το περιστέρι που στο τέλος μ' έκανε να κλάψω και να γελάσω μαζί...

αχ ρε.. και στον θάνατο ακόμα να με κάνεις να χαμογελάω...

κι ήταν το μήνυμα αγαπημένου φίλου του Δημήτρη, που μ' έκανε να χαμογελάσω ακόμα μια φορά:

"Εύχομαι και ελπίζω μια μέρα να είμαστε πάλι μαζί.
Και με αυτή τη σκέψη και ελπίδα, δεν με τρομάζει τόσο η σκέψη του θανάτου μου.
Ξέρω πως αυτό που συνέβη στους δικούς μου ανθρώπους θα τους συνέβαινε έτσι κι αλλιώς κάποτε και θα συμβεί και σε μένα"


τρία χρόνια.

ξέρω πως θα βρεθούμε ξανά.

εσύ, η μαμά, ο πατέρας, η θεία, ο παππούς, όλοι..
......................................................

"..κι ήσασταν λέει όλοι μαζί εκεί χαρούμενοι κι αγκαλιασμένοι"

Indian summer


τελευταία ακούω πολύ indian summer
"I love you, the best
Better than all the rest"

κι ήρθε καινούριος χρόνος στη ζωή μας.

"ελπίζω σε χαμόγελα, σε πρόσωπα, ελπίζω σ’ ανώτερες ψυχές
σε καθαρά μυαλά, σε μένα, σε σένα αληθινά ελπίζω"
αχ ρε Λάκη, έτσι: να υπάρχεις πάντα στο βάθος του μυαλού μου, να σιγοτραγουδάς για να χαμογελάμε!

ήρθε και το Ραφάκι μας.
περιμέναμε στην αναμονή του αεροδρομίου όταν άνοιξε η πόρτα και μια ψηλή κοπέλα βγήκε βιαστική.
"Ραφαηλία!" φώναξα, έτρεξα και την αγκάλιασα.
την αγκάλιασε κι ο Χρόνης, αλλά εκείνη σιγά μην ήταν μαζί μας!
η καρδιά της είχε μείνει πίσω στα παιδιά, στη Σουηδία.

"Χρόνη, στείλε μήνυμα στην Ελένη, πως το αεροπλάνο αφίχθη"
είχα πει πριν λίγη ώρα στον Χρόνη, γιατί το Ελενάκι είχε δώσει σαφείς εντολές: μόλις έρθει η Ραφαηλία, να μου το πείτε!

κάτι έγραψε, τον ρώτησα "εντάξει;"
"ναι!"
"για να το δω!"
"ορίστε!"
διάβασα "έφτασε το αεροπλάνο"
"αυτό σου 'πα εγώ να γράψεις;" διαμαρτυρήθηκα "το αεροπλάνο αφίχθη! αυτό είπα! αφίχθη! γιατί δεν το 'γραψες έτσι;"
"εε, ήταν καθαρεύουσα"
"και τι σημαίνει αυτό βρε τσομπάνη;;;" φώναξα κοκκινίζοντας απ' τη φούρκα·
αλλά τον Χρόνη τον έπιασαν τα γέλια, γέλασα κι εγώ μαζί του και κοίταξα ξανά την πόρτα, περιμένοντας να βγει το ξενιτεμένο.

κι έτσι είμαστε πάλι τρεις
-σ' ένα σπίτι που τελευταία ακούγεται πολύ το indian summer των doors

"that I meet in the summer
Indian summer"

και η καρδιά μας χτυπάει σ' αυτόν ακριβώς τον ρυθμό.

η δική μας.
γιατί της Ραφαηλίας, έχει μείνει εκεί, στη Σουηδία, στα παιδιά.


και στο μείον εικοσιδύο που έδειχνε το θερμόμετρο
μια νύχτα πριν πάρει το αεροπλάνο
και 'ρθει στην Ελλάδα...