Τρίχες


σκηνή πρώτη.

η Ελένη κάνει αποτρίχωση στα πόδια της.
ακούγεται τρέξιμο στο διάδρομο και μπαίνει στο δωμάτιο μου η Ραφαηλία.

-μαμά, η Σταχτοπούτα είχε τρίχες στα πόδια;
-φυσικά. όλοι έχουν τρίχες στα πόδια.
-τις έβγαζε;
-πως δεν τις έβγαζε!
-ναι, αλλά εγώ δεν έχω δει να έχει κοκκινάκια στα πόδια της..
-οι κοκκινίλες είναι για λίγο. μετά φεύγουν και τα πόδια γίνονται όπως πριν. αλλά χωρίς τρίχες.
-καλά.


σκηνή δεύτερη.

σταματάει να ακούγεται το μηχανάκι της αποτρίχωσης κι ακούγεται η φωνή της Ελένης:
-έξω!
-μαμάαα, με διώχνειιιι!
-έξω!

και βγαίνει το μικρό, σπρωγμένο βίαια έξω από το δωμάτιο.

αγανακτισμένη βάζω τις φωνές:

-καλά, δε μπορείτε να καθήσετε δυο λεπτά ήρεμες; και εντάξει η μικρή, εσύ ολόκληρη γαϊδούρα, δε ντρέπεσαι;
-εγώ να ντραπώ; εγώ;; που ήρθε και μου είπε "τι ωραία που τα έκανες! τώρα θα μπορεις να φοράς και κοντά, φούστες και σορτς. αλλά τι λεω;; σορτς; χαχαχαχα, αφου εσύ εχεις κυτταρίτιδα"



Σκηνή τρίτη.

το Ραφαηλάκι προσπαθώντας να τα μπαλώσει, με σπρώχνει και μπαίνει στη μέση.

-έλα Ελένη, για πλάκα το 'πα. ίσα ίσα που εγώ λέω "μπράβο" που ξυρίζεις το τρίχωμα σου!!

παίρνει ανάποδες η μεγάλη, τη σπρώχνει και αναφωνεί:

-μιλαει κι αυτη που ειναι ξανθιά κι εχει την αρκούδα στα πόδια της!!

Ο δάσκαλος της οδήγησης

ο καιρός περνάει.. τα χρόνια περνούν, ενηλικιωθήκαμε επιτέλους και στα σχεδόν πενήντα μας, αποφασίσαμε να πάρουμε αυτοκίνητο.

ο Χρόνης οδηγεί απ' τα δεκάξι του. δίτροχο. ξεκίνησε με το μοτοποδήλατο που πήγαινε σχολείο, συνέχισε με μηχανή και τώρα στην Αίγινα υπάρχει μια "βρε άνθρωπε ξέρεις από βέσπα;"

κάποια στιγμή στα έξαλλα χρόνια της νιότης του, αποφάσισε να πάρει κι ένα δίπλωμα αυτοκινήτου.
μάθε τέχνη κι άστηνε που λένε.
το πήρε το δίπλωμα, όμως αμάξι δεν πήρε, συνέχισε με τα μηχανάκια.

Μέχρι φέτος το καλοκαίρι, που επαναστάτησα και είπα με φωνή-τρομπέτα "basta" στον easy-vespa-rider, ήτανε κι ο καιρός ευνοϊκός για να μου γίνει το χατήρι κι έτσι αποφασίστηκε να πάρουμε αυτοκίνητο.
το δίπλωμα το είχε πάρει τριάντα χρόνια πριν.
ίσχυε φυσικά, αλλά δεν θα 'πρεπε να κάνει και μερικά μαθήματα να θυμηθεί τα παλιά; όχι πολλά, γιατί αφ' ης στιγμής οδηγούσε μηχανάκι και είχε οδική συμπεριφορά, μία επανεκκίνηση χρειαζόταν μόνο.

ήρθε λοιπόν κι ο αδερφός μου, να συζητήσουμε τα "πως" και τα "που".
και από κει ξεκινάει το γλέντι. γιατί, ό,τι πει ο αδερφός μου, εγώ είμαι εντελώς του αντιθέτου. από ιδεολογία.

έλεγε λοιπόν αυτός "Χρόνη θες έξι - εφτά μαθήματα"
έλεγα εγώ "σιγά! με τέσσερα-πέντε είν' εντάξει. όλα του τα χρόνια οδηγεί"

συνέχιζε αυτός "δεν είναι ΚΑΘΟΛΟΥ το ίδιο"
απαντούσα εγώ "ίδιο και καταϊδιο είναι" με φωνή που όσο πήγαινε γινόταν και πιο τσιριχτή.
ο Χρόνης δεν έλεγε τίποτα.

μέχρι που φτάνει η στιγμή να βρούμε σε ποια σχολή οδηγών θα πάει.
λέει ο αδερφός μου "εδώ, στη γωνία πιο πάνω, είναι ένας πολύ καλός δάσκαλος. έχει πάει κόσμος γνωστός κι όλοι είναι ευχαριστημένοι"
"βλακείες! ξέρω εγώ που θα πάει" και γυρίζοντας στον Χρόνη "μη τον ακούς. όλα τα ξέρει! άποψη πια για όλα!"

"βρε δεν είναι δική μου γνώμη. πήγανε γνωστοί σου λέω"
"ε και; εγώ έχω έναν καταπληκτικό! όλο το Παγκράτι μιλάει γι' αυτόν. βέβαια λενε πως ειναι μπήχτης, αλλά (γυρίζοντας στον Χρόνη) εσένα τι σε νοιάζει; κοπέλα είσαι;"

ο Χρόνης μια κοιτούσε εμένα μια τον αδερφό.
γυρίζει ο αδερφός και με ρωτάει:

"και ποιος ειν' αυτός"
"αν θέλω σου λέω!"
"και να μη μου πεις χέστηκα! εγώ θέλω να μάθω οδήγηση;;"
"θα σου πω, μήπως και σου χρειαστεί. είναι ο .. αααα, δε θυμάμαι πως τον λένε. πάντως με την κόρη του την Κάτια ήμασταν συμμαθήτριες"

και τότε μίλησε κι ο Χρόνης:
"καλά, αυτός ο δάσκαλος, πόσο χρονών είναι;"

Η Ζωή Τραβάει Την Ανηφόρα



γι' αυτά τα παιδιά.
για όλα τα παιδιά.

η ζωή τραβάει την ανηφόρα κι όσο περνάει απ' το χέρι μας, δε θα το βάλουμε κάτω.

ποτέ!

Η εξωγήινη


δε θυμάμαι αν στο είχα πει
μα σ' αγαπούσα,
πίσω απ' το φεγγάρι είχα κρυφτεί
και σε κοιτούσα..
στη θάλασσα, στη θάλασσα...

ιούλιος κι ο ήλιος καίει.
έχουμε κατεβεί στη θάλασσα, έχουμε κάνει μπάνιο κι είμαστε όλοι σε κατάσταση παραλυσίας (όλοι εκτός του Ραφακίου, το οποίο παίζει κουβαδακοφτυαρίζοντας) ξαπλωμένοι στις ψάθες και χαζεύουμε.
ο Χρόνης ψιλοκοιμάται, η Ελένη είναι δίπλα μου και τραγουδάει μουρμουρίζοντας, εγώ κοσκινίζω την άμμο.

η Ελένη σταματάει το τραγούδι και παρατηρώντας τα μικρά βοτσαλάκια που κρατάω στα χέρια μου, ρωτάει:

-δε μου λές, έχεις φάει ποτέ άμμο;
- ε;
-άμμο, λέω, έχεις φάει ποτέ; θυμάμαι πέρσυ, που έτρωγα ένα ροδάκινο, έπεσε άμμος πάνω του, τη φύσηξα, αλλά δεν έφυγε τελείως και τελικά το πέταξα το ροδάκινο.
-γιατί;
-τι γιατί; δεν τρωγόταν καθόλου.
-για λίγη άμμο; Σιγά!

σκύβω πάνω της και της λέω εμπιστευτικά:
-μη το πεις πουθενά, αλλά εγώ, όταν πεινάω, λίγη άμμο την τρώω.
-τι κάνεις; χαχαχα, γελάσαμε πάλι..
-αλήθεια βρε. να, για κοίτα!


κάνω πως παίρνω άμμο και κάνω πως τη βάζω στο στόμα μου και την καταπίνω. είμαι φο-βε-ρη!! καλά, έχω εξασκηθεί πολλά χρόνια δουλεύοντας κατ' αυτόν τον τρόπο τη μάνα μου, τον αδερφό μου, ενίοτε τον Χρόνη, εεε, τη μικρή δε θα καταφέρω;
 

-την έφαγες;
-εμ τι την έκανα; την καμάρωσα;
-αλήθεια, την κατάπιες;
-φυσικά

και χαμογελώντας ξάπλωσα στην ψάθα μου.
-άσε με τώρα να πάρω έναν υπνάκο να τη χωνέψω..


έκτοτε συχνά-πυκνά, η Ελένη ερχόταν και με ρωτούσε:
-μαμά, πλάκα έκανες, ε;
εγώ αντί απαντήσεως αναστέναζα και της έλεγα αοριστίες του τύπου "έτσι είναι αν έτσι σου αρέσει" κι άλλα τέτοια.

μέχρι που κάποια μέρα, ήρθε η καταπληκτική ερώτηση:
-αν ήσουν εξωγήινη, θα μου το 'λεγες;
και έλαβε την καταπληκτική απάντηση:
-εννοείται πως όχι!

από τότε, αχχχ από τότε, υπάρχει μια μόνιμη κατάσταση σπίτι μας.
η Ελένη με παραφυλάει.
εγώ κάνω πως μου ξεφεύγουν διάφορα και την τρομάζω, ειδικά το βράδυ, την πατάει στο τάκα-τάκα. χαμογελάω με τρελό χαμόγελο, την αρπάζω ξαφνικά από το χέρι και την τραβάω κοντά μου απότομα, τάχα μου να τη φιλήσω, ζει δηλαδή ένα πράμα σαν τη γυναίκα του αστροναύτη (πάντα αγαπημένη ταινία).

και το καταπληκτικότερο όλων, η φοβερή ατάκα που μου πέταξε προχτές:
έχει έρθει στο κρεββάτι μου να δούμε μαζί το Roswell. δεν της αρέσει καθόλου και στριφογυρίζει και μ' εκνευρίζει γιατί δεν μ' αφήνει να το παρακολουθήσω ήσυχη.
κάποια στιγμή μου σπάει εντελώς τα νεύρα και της λέω επιτακτικά:

-άντε στο κρεββάτι σου επιτέλους!
-όχι, δεν πειράζει, θα δω το τέλος και θα φύγω.
-βρε άντε πήγαινε που σου λέω!
-γιατί;
-γιατί θέλω να μείνω μόνη μου!!
-γιατί; για να κλωνοποιήσεις τ' αυγά σου;

Η Χορτοφάγος


πριν λίγο καιρό, η Ραφαηλία αρρώστησε.
η επόμενη μέρα την βρήκε μια χαρά, αλλά μπήκαμε σε επιφυλακή, ανησυχώντας μήπως με τη λήξη της ίωσης, ξεκινήσει (ως δευτερογενής) σκωληκοειδίτις.
σήμερα, έληξε η καραντίνα κι όλα πήγαν καλά, δόξα τω Θεώ.

τη μέρα που αρρώστησε λοιπόν και τριγύριζε στο δωμάτιο μου χαζεύοντας και μη έχοντας τι να κάνει, της έκανα το χατήρι: έγραψε στις φίλες μου.

έκανε την αρχή με τα κορίτσια της Χ, συνέχισε με την Ευγενία και κατέληξε στο δικό μου μπλογκ.
κι εκεί τη σταμάτησα, γιατί "όταν παίρνω φόρα, φόρα κατηφόρα..."

αντιγράφω λοιπόν εδώ, τα τρία μηνύματα που άφησε και αφήνω την ορθογραφία της ως έχει. ξέρω, είναι δύσκολο να διαβαστεί, αλλά δεν πειράζει. έχει τη γοητεία της η γραφή της πρώτης δημοτικού κι ας μη διαβάζεται και τόσο εύκολα..

στα κορίτσια 
γεια σας κοριτσια.Τι κανετε καλα;εγω ειμαι αροστη ομος περναι λιγο η αροστηα.Και μολης ηπια το φαρμακο μου περασε λιγο και σινιλθα. Και νωμιζω οτι αυριο θα παιρασει η θα ειμαι καλιτερα απο τορα.Παντος ξερω οτι ειμαι καλιτερα.πολα φιλια Ραφαηλια

στην Ευγενία
γεια σου Εβγενια ειμαι η Ραφαηλια σημερα εκανα εμετο. ειχα βαλει τι λεξι ξερασα αλα η αθοα μαμα με εβαλε και το εζβισα η ατιμι.ειχα πιρετο αλα η μαμα μου εδοσε φαρμακο.αντε μου δινις χερετισματο ευχαριστω.Πολα φιλια Ραφαηλια.

σε σας (μέσω του δικου μου μπλογκ) 
γεια σας ειμαι η Ραφαηλια. σειμερα το προι που σικωθικα ποναγιε η κιλια μου, μετα μου ειρθε ο βρομερος εμετος, μετα ιδα λιγι τιλεοραση και μετα απο λιγι ωρα μου ειρθε ο μαλακος ο υπνος. Ομος επιδι ειχε ζεστη στο δοματιο μου η Μαμα μου με πιρε στο δικο τις δοματιο και κιμιθικα.Μετα απο λιγι ωρα ξιπνισα και μου εδοσε φαρμακο.καιτορα μου δινι να φαω σουποφυδε.Και τορα ειμαι καλιτερα απο ποτε. και χορτασα επιδι ειμαι χορτοφαγος χα χα χα φιλια πολα Ραφαηλια

και σ' όλους μας, περαστικά μας!

Το σίδερο κι εγώ

νομίζω πως έφτασε πια ο καιρός να αναφερθώ στο απύθμενο, στο τυφλό, στο απροκάλυπτο μου μίσος: στο σίδερο.
όοχι, δεν θα υποκριθώ πως είμαι η σούπερ νοικοκυρά, που ξημεροβραδιάζεται με το ξεσκονόπανο στο χέρι, βάζει πλυντήρια, αλλάζει λάμπες, μαγειρεύει, σιδερώνει, απλώνει, σφουγγαρίζει.
όχι, εγώ καλή είμαι, μόνο στο πρώτο, παραδέχομαι σεμνά: μια χαρά ξημεροβραδιάζομαι! έτσι ακριβώς, σκέτα.
τα υπόλοιπα τα κάνω βέβαια, αλλά με την αλέγρα διάθεση του φυλακισμένου που ανεβαίνει πρόσχαρα τα σκαλιά για την κρεμάλα.

με το σίδερο όμως, δεν τα πάω καθόλου καλά.
και εντάξει τα παιδιά.
έχω ψήσει την Ελένη να σιδερώνει μόνη τα ρούχα της, τα τελευταία δύο χρόνια.
τη μικρή, την έχω τακτοποιήσει κι αυτή.
ήτοι το καλοκαίρι, της παίρνω μόνο βαμβακερά. όσο για τα χειμωνιάτικα της αποτελούνται από τζην και πουλόβερ, που πάει να πει, από το σκοινί στη ντουλάπα μ' ενα μαγικό πέταγμα!
σημασία έχει ο τρόπος που τα απλώνεις όταν είναι βρεγμένα, να μην τσαλακωθούν και σ' αυτό είμαι κορυφή!

σεντόνια, πετσέτες και λοιπά είδη, δε γνωρίζουν τι ακριβώς σημαίνει "σίδερο" και καλά θα κάνουν να μη το μάθουν ποτέ.
η απόλυτη καθαριότης, τούς αρκεί.

γιατί εκεί.. εκεί καραδοκεί η λόξα μου: φοράμε και πλένουμε. με το πλυντήριο η σχέση μου είναι ερωτική: το αγαπώ, το καθαρίζω, το έχω σκεπασμένο μη μου λερώνεται και το μεταχειρίζομαι σχεδόν καθημερινά με σεβασμό και δέος.

μη τα πολυλογώ όμως, ο Χρόνης ναι, αυτός, είναι πρόβλημα.
αδίκως προσπαθώ χρόνια να τον πείσω, πως τα σιδερωμένα ρούχα τον κάνουν να φαίνεται μεγάλος και τυπικός.
τον γερνάνε, τον αλλοιώνουν. αυτός, δεν πείθεται με τίποτα.

δοκίμασα να εφαρμόσω την εξής μέθοδο: "πατάμε" μόνο τις μανσέτες απ' το πουκάμισο. ούτως ή άλλως, μόνο αυτές φαίνονται όταν φοράει πουλόβερ.
δεν ήθελε, δεν ήθελε.
να φοράει φόρμες στη δουλειά. αν το βλέμμα σκότωνε, θα ήμουν ήδη νεκρή!
να φοράει βερμούδες στη δουλειά το καλοκαίρι.
μ' απάντησε: "τι λες; να πηγαίνω καλύτερα με το μαγιό μου;"
κι όταν πήγα να του απαντήσω "ε, καλά υπερβολές.."
"η ερώτηση ήταν ρητορική" πέταξε τσαντισμένος κι έφυγε απ' το δωμάτιο.

έπειτα, του πρότεινα να φοράει δερμάτινα. τα δερμάτινα τα βρήκα πολύ καλή ιδέα: ο Μικ Τζάγκερ, ο Ροντ Στιούαρτ κι η Σούζυ Κουάτρο, δερμάτινα φορούσαν. γι' αυτους ήταν καλά, του Χρόνη του ξύνιζαν;;

το καλό το παληκάρι όμως, βρίσκει κι άλλο μονοπάτι.
μονοπάτι βρήκα, αλλά όπως όλα τα μονοπάτια που βρίσκω εγώ, ήταν μονόδρομος και με ρίσκο.
κανείς όμως ποτέ δεν με κατηγόρησε για δειλία κι έτσι προχώρησα στη Μακιαβελική εφαρμογή: εξαφάνιζα τα ρούχα του.

τα 'χωνα κάτω κάτω στο καλάθι με τα πλυμένα, όπου περίμεναν υπομονετικά να αλλάξει η σεζόν, για να μπουν στις σακούλες κι από κει στο πατάρι.
και φυσικά, να δώσουν τη σειρά τους στο καλάθι, σ' αυτά που φοριούνταν την επόμενη εποχή.

ερχόταν το φθινόπωρο, ερχόταν κι ο Χρόνης και με ρωτούσε
"αυτό το μπεζ το παντελόνι, το 'χεις δει πουθενά;"
"ποιο μπεζ;" έκανα την αδιάφορη. "όλα σου τα παντελόνια μπεζ και καφέ είναι. καλά, δε βαριέσαι αυτό το χρώμα ποτέ;"
"το 'χεις δει ή όχι;"
"όχι!"
"και που πήγε;"
"ξέρω 'γώ; να πάρει τον αέρα του στο chiao;"
μετά έσκαγα στα γέλια γιατί έβρισκα πολύ αστείο το αστείο μου, ενώ αυτός έφευγε απ' το δωμάτιο αγέρωχος και σιωπηλός.
καλά, όχι και τόσο αγέρωχος με το σορτς και το μακό, αλλά σιωπηλός σίγουρα..

όμως, δεν ήταν λύση αυτή.
κι ακόμα δηλαδή, λύση δεν είναι.
υπάρχει νομίζω ένα πλυντήριο, όπου τα ρούχα δε βγαίνουν τσαλακωμένα. θα ερευνήσω και θα σας πω.
προς το παρόν, το εναλλακτικό σχέδιο, είναι να πείσω την Ελένη, να σιδερώνει καμμιά Κυριακή δυο τρία ρουχαλάκια του μπαμπά της.

λέμε τώρα...

Χρόνια Πολλά και Ομορφα :)



μούργος said...
Happy Birthday To You(για το Ραφάκι σου!!) :D

ευχαριστώ!

Κρουαζιέρα θα σε πάω

Κρουαζιέρα θα σε πάω (μέρος πρώτο)


το πλοίο θα σαλπάρει το βραδάκι
πάρε το μετρό για Πειραιά
μέσα στο γλυκό καλοκαιράκι
να πάμε κρουαζιέρα στα νησιά

κάπως έτσι τ' ονειρεύομουνα το ξεκίνημα των διακοπών.

δευτέρα πρωί. πολύ πρωί.
ξύπνησα από τις βαλίτσες που έσερνε ο Χρόνης στο διάδρομο και πετάχτηκα απ' το κρεββάτι "φεύγεις;" 
"ναι" φιλί βιαστικό. 
"το απόγευμα θα έρθουμε κι εμείς. θα σου τηλεφωνήσω να κατέβεις στο λιμάνι"
ο αδερφός ήταν ήδη κάτω και περίμενε.
έτσι είχαμε συννενοηθεί.

θα πήγαιναν πρώτα οι δυο τους, να μεταφέρουν τα πράγματα, να αγοράσουν ξηρά τροφή για την ταίστρα (απ' όπου τρώνε όχι μόνο οι γάτες της γειτονιάς, αλλά και ο,τιδήποτε κυκλοφορεί εκεί γύρω) και να ρίξουν μια ματιά στο σπίτι, προτού καταφθάσει η υπόλοιπη οικογένεια.
έπειτα ο αδερφός μου θα γύριζε και μεις θα συνεχίζαμε.

μόλις έκλεισε η πόρτα πήγα και ξύπνησα τα κορίτσια.
"διακοπές, διακοπέεεεες" έκανα με άφωνο ουρλιαχτό και τις ταρακούνησα μέχρι να αρχίσουν να διαμαρτύρονται κι οι δυο τους.
διακοπές σημαίνει γάλα στο κρεββάτι και κορνφλέικς στο δίσκο.
σημαίνει επίσης και συνεχείς επιβεβαιώσεις.

"τις γάτες, τον Οράτιο, τη χελώνα, τα φυτά, τα ετοιμάσαμε όλα για τον θείο;"
"ναι μαμά"
"του είπα που είναι οι κονσέρβες;"
"ναι μαμά"
"το λάστιχο το έβαλα; του εξήγησα πως να ποτίζει;"
"ναι μαμά"
"τη χελώνα του είπα να μη την ταίζει στο ενυδρείο;"
"ναι μαμά"
"του θύμισα να μη βγάζει τον Οράτιο με τον καύσωνα στο μπαλκόνι;"
"ναι μαμά"
"τα νεύρα πας να μου σπάσεις με το "ναι μαμά" συνέχεια;"
"όχι μαμά" 

και φορτωθήκαμε τις χειραποσκευές.

μέχρι και η Ραφαηλία είχε το δικό της σακίδιο: μέσα είχε βάλει τη Μπάρμπι εξωγήινο κι έναν πράσινο κροκόδειλο.
το δικό μου, ζύγιζε έναν τόνο.
αυτό είναι το δράμα μου: τελευταία στιγμή σκέφτομαι τι έχω ξεχάσει και φτάνω να σηκώνω δεκαπεντάκιλες τσάντες!

η Ελένη, το μόνο σώφρον άτομο, είχε περιορίσει αυστηρά το βάρος του δικού της σακιδίου, στέλοντας με τον πατέρα της σχεδόν όλα της τα πράγματα, αλλά την πάτησε (όπως άλλωστε την πατάνε όλοι οι σώφρονες άνθρωποι) καθότι φορτώθηκε αρκετά από τα δικά μου.

έτσι, ασθμαίνοντας, καταχαρούμενες και ψιλοαγχωμένες (εγώ) μπήκαμε σ' ένα ταξί και "πάρε το μετρό για Πειραιά".

στο λιμάνι, η αναμενόμενη κίνηση.
"ελάτε κορίτσια, γρήγορα"
πλήρωσα τον ταξιτζή και κατεβήκαμε
"πάμε, πάμε, Ελένη το νου σου τη μικρή, πάω να βγάλω εισιτήρια"
"ναι μαμά"
"μαμάαα, με σπρώχνειιιι"
"Ελένη!"
"δεν προχωράει"
"και τι σημαίνει, πως πρέπει να την τσουλάς; καροτσάκι είναι;"
"μόλις που την ακούμπησα. αλλά μας κάνει την πριγκίπισσα"
"δεν κάνω την πριγκίπισσα" ούρλιαξε το Ραφάκι και γύρισε όλο το λιμάνι να τη δει.

"πριγκίπισσα!"
"δεν είμαι!!"
"πριγκίπισσα!!!"
"μαμάααα!!"


έτσι, σ' αυτήν την ευχάριστη κατάσταση, πήγα στο γκισέ κι έκοψα τα εισιτήρια μας.
"αυτό είναι, ε;" έδειξα το καράβι.
"μάλιστα"
"τι ώρα φεύγει;"
"στις δυόμιση"
"ευχαριστώ"
πήρα τα εισιτήρια και πήγα στα κορίτσια που δεν τσακώνονταν πια, αλλά συζητούσαν για το αν θα πηγαίναμε για μπάνιο το απόγευμα.

"μπα, πρώτη μέρα, θα 'χουμε δουλειές. αύριο θα πάμε" είπε η Ελένη αλλά η Ραφαηλία βρήκε τη λύση αμέσως:
"εσύ δε μπορείς να με πας;"
"κι εγώ δουλειές θα κάνω"
"ελάτε, παιδιά. σε μια ώρα φεύγει, αλλά θα μπούμε από τώρα να βρούμε θέση".


αφού κάναμε τα ακροβατικά μας στη σκάλα που ψιλοκουνούσε, αναρριχηθήκαμε και στην επόμενη σκάλα που οδηγούσε στο κατάστρωμα και κοιτάξαμε για το που θα καθήσουμε.
το κατάστρωμα γεμάτο.
"σουξέ ως συνήθως έχει η Αίγινα" σκέφτηκα απελπισμένη.
ευτυχώς, ευτυχώς, στην αριστερή πλευρά, υπήρχε ένα παγκάκι μισοκρυμμένο, όπου καθόταν ένας κύριος μόνος του.

"μπορούμε να καθήσουμε;"
"ασφαλώς"
και πήγε ο άνθρωπος άκρη άκρη για να μας κάνει χώρο.
σωριάστηκα δίπλα του, κάθισε κι η Ελένη, η Ραφ ήθελε όρθια, κοιτούσε κάτω τη θάλασσα.
"επιτέλους" ψιθύρισα στην Ελένη "όλα καλά πήγαν" 
"φυσικά" χαμογέλασε το καλό μου το παιδί "λέω ν' ακούσω μουσική ή μήπως θες να μιλήσουμε:"
"όχι, όχι, άκουσε τη μουσική σου" 

έβγαλε το mp3 της, έβαλε τ' ακουστικά και άνοιξε την ένταση στο τέρμα.
"θα κουφαθείς" σκέφτηκα να της πω, αλλά γιατί να της το χαλάσω; μήπως θα το χαμήλωνε; σιγά!

το πλοίο κουνιόταν ελάχιστα, ήταν πολύ ευχάριστα, η Ελένη άκουγε μουσική, το Ραφάκι έβλεπε τη θάλασσα και σιγοτραγουδούσε, ο Χρόνης θα μας περίμενε στο λιμάνι.. τι καλύτερο μπορούσα να ζητήσω για την αρχή των διακοπών μας;
χαμογέλασα.

το πλοίο έβαλε μπροστά τις μηχανές.
εξακολούθησα να χαμογελάω.
πόσο γρήγορα περνούσε η ώρα.. "κιόλας δυόμιση" σκέφτηκα. κοίταξα το ρολόι μου.
όχι, δεν ήταν δυόμιση, ήταν δύο.
πετάχτηκα λες και με τσίμπησε μέλισσα.
δύο; ήταν δύο;
ποτέ τα πλοία για την Αίγινα δεν έφευγαν νωρίτερα! ούτε αργότερα! για να ακριβολογούμε, πάντα έφευγαν στην ώρα τους.
κοίταξα τα παιδιά.
μετά κοίταξα τον κύριο δίπλα μου.
με κοίταξε κι αυτός.
κοιταζόμασταν και φοβόμουν να ρωτήσω.

ποιος ξέρει τι σκεφτόταν αυτός. ότι τα 'χασα; ότι τον ερωτεύτηκα; ότι κάποια βίδα άρχιζε να μου λασκάρει;
επιτέλους μου βγήκε η φωνή:
"συγνώμη, να κάνω μια ηλίθια ερώτηση;"
"να την κάνετε" 

η Ραφαηλία είχε έρθει κοντά μας.
"μαμά;"
"σώπα"

 γύρισα στον κύριο
"πού πηγαίνει αυτό το πλοίο;"
"στη Σαλαμίνα"
"μαμά, εμείς στην Αίγινα δεν πηγαίνουμε; πρώτα θα πάμε στη Σαλαμία; που είναι η Σαλαμία μαμά; μαμάαα, γιατί δεν απαντάς;"

......................................................................

Κρουαζιέρα θα σε πάω (μέρος δεύτερο)


το πλοίο ξεκίνησε κι έμεινα να κοιτάζω θλιβερά την προκυμαία που απομακρυνόταν, ενώ το ένα μου καμάρι χοροπηδούσε "Σα-λα-μί-α, Σα-λα-μί-α" και το άλλο κουνούσε το κεφάλι και μουρμούριζε "αν το έκανα εγώ, τι είχα ν' ακούσω!!"
ξαφνικά απέκτησα ενδιαφέρον για τον κύριο δίπλα που με κρυφοκοίταζε ενώ που και που, του ξέφευγε κι από ένα γελάκι.

έκανα πως δεν καταλάβαινα και προσπαθούσα να δώσω την εντύπωση μιας αξιοπρεπούς κυρίας που έχει τον έλεγχο της κατάστασης στα χέρια της.
λίγο δύσκολο, μιας που ούτε το λάθος μου (μα να μπερδέψω τα πλοία;!) αλλά ούτε και η εμφάνιση μου (τα μαλλιά μου είχαν ορθωθεί από την αναστάτωση ακτινωτά στο κεφάλι μου και ήμουν σαν αχινός) έπειθαν γι' αυτό.

"μαμά, τι θα κάνουμε;" ρώτησε η Ελένη.
"τι θα κάνουμε; θα πάμε στη Σαλαμίνα και θα γυρίσουμε κανονικά. σάμπως μπορούμε να κάνουμε και τίποτ' άλλο;"
"είναι μακριά η Σαλαμίνα;"
"ξέρω και 'γω; καμμιά ώρα δε θα 'ναι;"
"μαμά, μαμά!! ωραία είναι κι εδώ! εκδρομή πάμε πριν τις διακοπές μαμά;"
ούρλιαξε με τη συνηθισμένη διακριτικότητα της η Ραφαηλία κι όταν ένευσα καταφατικά, ξαναούρλιαξε "ωραίαα! μ' αρέσει αυτό.."

αναστενάζοντας πήρα τηλέφωνο τον Χρόνη.
"πού είστε;; πλάκα κάνεις!"
μακάρι να 'κανα πλάκα. όχι για τίποτ' άλλο, αλλά γιατί θα ήμουν το ανέκδοτο του φετεινού καλοκαιριού..

κόψαμε εισιτήρια από έναν εξυπηρετικότατο ελεγκτή (που μάλιστα μας έκοψε δυο μισά μόνο), πληροφορηθήκαμε πως μόλις φτάναμε στο νησί, το επόμενο καραβάκι για τον Πειραιά θα έφευγε σε μισή ώρα και μετά, προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου να χαλαρώσει (χα!) και να απολαύσει τη διαδρομή.

ο διπλανός κύριος απεδείχθη ένας εξυπηρετικότατος ξεναγός, αφού μετά από δισταγμό λίγων λεπτών, άρχισε να μου εξηγεί καταλεπτώς το τι ακριβώς βλέπαμε απέναντι:
"αυτό είναι το Πέραμα, παλιά δεν ήταν έτσι, τώρα κοιτάξτε πολυκατοικίες που έχουν κτιστεί, καμμιά σχέση με τα προηγούμενα σπίτια. εεε όλα αλλάζουν κι αυτό άλλαξε, αλλά προς το καλύτερο.."
απ' αυτά τα μέρη έχω παντελή άγνοια, αλλά μήπως κατάφερνα ν' ακούσω με προσοχή;

δίπλα μου τα παιδιά είχαν έναν άκρως σοβαρό διάλογο, που έκανε το ένα μου αυτί να είναι στραμμένο στον συνταξιδιώτη και το άλλο σ' αυτές:

"αν ήσουν ζώο, ξέρεις τι ζώο θα ήσουν;" η Ελένη στη μικρή.
"πεταλούδα!"
"σιγά μην ήσουν πεταλούδα. χάμστερ θα ήσουν κρ κρ κρ"
"όχι δε θα ήμουν χάμστερ, πεταλούδα θα ήμουν. κι εσύ ξέρεις τι θα ήσουνα;"
"ελάφι"
"ναι, καλά! παγώνι θα ήσουνα. μαμά, πως κάνει το παγώνι; ε; εεε; παγώνι θα ήσουνα γιατί η μαμά είπε πως κάνεις σαν το παγώνι!"
"είπες τέτοιο πράγμα;"
η Ελένη μου 'ριξε μια ματιά δηλητήριο.

ο κύριος δίπλα μου εξηγούσε τι ακριβώς είναι η αμμοβολή και πως αυτή γίνεται στα σκουριασμένα μέρη των πλοίων που βλέπαμε απέναντι.

"αγάπη μου εννοούσα πως έχεις ωραία μαλλιά σαν τα φτερά του παγωνιού"
"όχι, όχι"
τσίριξε ο μικρός Ιούδας "είπες πως καμαρώνει σαν το παγώνι κι όλο ψωνίζει ρούχα και ξημεροβραδιάζεται στη Μπέρσκα κι είναι ένα παγώνι"
"σκασμός"
της ψιθύρισα με σφιγμένα δόντια κι ένα αστραποβόλο χαμόγελο.
"έτσι, ε; για κοίτα ποιος μιλάει: μ' αυτό το κοκορίσιο κεφάλι, δε θα μπέρδευες τα καράβια;" μου σφύριξε η Ελένη.

ο κύριος δίπλα είχε αφήσει τα ναυτεργατικά κι είχε πιάσει τα οικογενειακά:
"εγώ λοιπόν, χρήματα βγάζω δεν έχει ανάγκη η γυναίκα μου να δουλεύει και της αφήνω μπόλικα, αλλά τι πήγε κι έκανε αυτή η .. άντε μη πω; έβγαλε κάρτα!!".
ενώ άκουγα τα κατά της πιστωτικής της κυρίας του κυρίου, ενώ τα παιδιά μου είχαν συμφιλιωθεί πια, ενώ το κεφάλι μου άρχισε να γυρίζει από την ταλαιπωρία, το πλοίο έπιασε λιμάνι στη Σαλαμίνα.

"μαμά, μαμά κατεβαίνουμε. μαμά, τι θα κάνουμε τώρα; θα γυρίσουμε στην Αθήνα; τώρα φεύγει το καράβι; γκούντις έχει εδώ; μου φαίνεται πως πρέπει να πάμε στα γκούντις. ωραία είναι η Σαλαμία μαμά. μπάνιο θα κάνουμε;"
ο ελεγκτής, καλή του ώρα του ανθρώπου, μας έδειξε το καράβι που θα 'φευγε σε μισή ώρα.
"αυτό είναι! εντάξει;"
"ναι, ναι ευχαριστούμε πολύ"
του χαμογέλασα.
"φεύγει σε μισή ωρίτσα"
"να πάμε να πάρουμε ένα μπουκάλι νερό και θα ανέβουμε αμέσως"
"αυτό είναι, ε;"
"ναι, το είδα, ευχαριστώ"
"μη πάτε στο διπλανό!"
"αυτό μου 'λειπε"
είπα κοκκινίζοντας και κατεβήκαμε τη σκάλα του πλοίου.

τροχάδην στο περίπτερο να πάρουμε νερό. τι νερό, νερά!
μετά τροχάδην ξανά στο καραβάκι που 'φευγε για Πειραιά.
ανεβήκαμε, καθήσαμε στο κατάστρωμα, δε μας άρεσε, αλλάξαμε δέκα θέσεις μέχρι να βολευτούμε.
στο τέλος βολευτήκαμε.
σιγά σιγά το καραβάκι γέμισε.

πέρασε και η ώρα, έβαλε μπροστά τις μηχανές το πλοίο και ξεκίνησε.
η Ραφαηλία κρεμάστηκε από τα κάγκελα και κοίταζε το νησί.
"αντίο Σαλαμία, αντίο" είπε και μετά γύρισε σε μας
"πάντως ωραίο μέρος είναι, ε;" ρώτησε.
"Χαβάη" της απάντησα χαμογελώντας και δεν ήταν κι εντελώς ψέμματα.
γέλασε και μαζί της γέλασε και η Ελένη.

πηγαίναμε προς τον Πειραιά και αυτή τη φορά, δεν είχαμε κάνει λάθος..