Το ποίημα

γύρισε προχτές απ' το σχολείο το Ραφάκι
"μαμά, έγραψα ένα ποίημα για σένα".

το διάβασα
κι έπειτα κοίταξα τη δεκαεφτάχρονη πια κόρη μου

την αγκάλιασα,
την αγκάλιασα σφιχτά
τη φίλησα

κι ήταν σα να γινόμουν νέα ξανά
σαν να μην υπήρχαν οι απουσίες στη ζωή μας
-όλοι εδώ βρίσκονταν-
κανένα κενό.

"μαμά, έγραψα ένα ποίημα για σένα"

παιδί μου...


'Αγχος

το άγχος δεν έχει φωνή
αλλά καταφέρνει να ουρλιάξει,
ξυπνώντας την καρδιά της μητέρας μου.
της λέω να σκεπάζεται τη νύχτα,
γιατί ίσως η κουβέρτα να την σκεπάσει με όνειρα
που δεν βγήκαν ποτέ αληθινά.
ίσως η κουβέρτα να καλύψει το ουρλιαχτό
που βγάζει το άγχος τα μεσάνυχτα.
δεν κλειδώνει την πόρτα
γιατί η μοναξιά έχει το κλειδί
του δωματίου της.
η μοναξιά είναι χειρότερη από το άγχος.
δεν ουρλιάζει αλλά ψιθυρίζει.
ψιθυρίζει σε ένα δωμάτιο
το οποίο ταξιδεύει
σε μια θάλασσα γεμάτη από κάδρα
με τα αγαπημένα της πρόσωπα.
πρόσωπα της μητέρας μου.
οι νύχτες είναι δύσκολες
αλλά κρατώ την καρδιά της μητέρας μου
όσο πιο δυνατά μπορώ
με χέρια που τρέμουν
γιατί αναρωτιέμαι,
πως γίνεται κάτι τόσο εύθραυστο
να είναι τόσο δυνατό;