Ο απολογισμός

"Ραφαηλία, έκανες τον απολογισμό σου για τη χρονιά που πέρασε;"
 "τι έκανα;" 
 "τον απολογισμό σου" 
 "τ' είν' αυτό;" 
 "τι νομίζεις πως είναι;" 
 "να στέλνεις κάρτες" 
"όχι. είναι να σκεφτείς τις πράξεις σου. αν ήσουν καλό ή κακό παιδί" 
 "εγώ ήμουν κακό παιδί.." 
 "γιατί;" 
 "γιατί αντιμιλούσα" 
"σε ποιον;" 
 "σε σένα.." 
"και τι θα πάρεις γι' αυτό;"

περιμένω να μου πει πως, δεν θα πάρει τίποτα.  
πως φέτος, δεν θα έχει κανένα δώρο από τον άγιο Βασίλη.
μένει σκεφτική για αρκετή ώρα και μετά χαρούμενη λέει:

 "Δόξα!"

Αγαπημένε μου Χρόνη..


Mαριλένα: αγαπημένε μου Χρόνη: θέλω ένα apple iPhone 3G, με λειτουργικό σύστημα: Mac OS X, με εσωτερική μνήμη 16GB, με multi-touch οθόνη, με wi-fi 802.11 b/g, με safari browser για την πλοήγηση στο web, με πρόσβαση σε υπηρεσίες push email με την τεχνολογία microsoft exchange activeSync, ξεκλείδωτο και όχι με το άθλιο μενού της vodafone.

Χρόνης: ένα ελαφάκι για το Μαριλενάκι!



Να τα πούμε;


ένα από τα πολύ αγαπημένα έθιμα των Χριστουγέννων, για τη Ραφαηλία, είναι τα κάλαντα.
παίρνει το τριγωνάκι, παίρνει την Ελένη και ξεκινάει τον αγώνα στα μαγαζιά της γειτονιάς και όχι μόνο.
άλλοι καταστηματάρχες την αφήνουν να τα πει, άλλοι όχι.

χτες βράδυ έψαξε, έψαξε και τελικά βρήκε καταχωνιασμένο σ' ένα συρτάρι το τρίγωνο της.
το οποίο τρίγωνο, δεν ανεβαίνει με τ' άλλα Χριστουγεννιάτικα παιχνίδια στο πατάρι.
όοοχι. παραμένει εύκαιρo, μη τυχόν καθιερωθούν τα κάλαντα να λέγονται και κάποια άλλη εποχή εκτός των Χριστουγέννων.
πχ την Πρωτομαγιά.
να μη δυσκολευτούμε να το βρούμε: ένα τσουπ! να κάνουμε και να το "ο Μάιος μας έφτασε, εμπρός βήμα ταχύ" με το γκλιν γκλιν του τριγωνακίου.

το βρήκε λοιπόν και πήγε τρέχοντας στον Χρόνη:
"μπαμπά, να τα πω;"
"να τα πεις!"
άρχισε να τραγουδάει, άκουγα στην αρχή το γκλιν γκλιν κι αργότερα τη φωνή του Χρόνη που τη διέκοπτε και τη διόρθωνε.
άκουγα και τη δική της που διαμαρτυρόταν.

μετά από λίγο, έρχεται επαναστατημένη στο δωμάτιο μου:
"μαμά, γεννιέται ή γεννιάται;"
"γεννάται"
"αα.. "


δεν πτοήθηκε όμως. με ρώτησε αποφασισμένη:
"να στα πω;"
"και δεν τα λες"
πήρε φόρα κι άρχισε
"καλήν ημέραν άρχοντες
κι αν εί-
κι αν είναι ορισμός σας
Χριστού τη Θεία Γέννηση
να πω
να πω στ' αφεντικόοο σας"
"ποιο αφεντικό σας βρε; στ' αρχοντικό σας, λένε"
"καλά, στ' αρχοντικό σας"


τελείωσε τα κάλαντα και κάθησε δίπλα μου
"μαμά;"
"λέγε"
"θα μου δώσεις και λεφτά αν θα τα πω καλά;"

"βεβαίως"
"θα αφήσεις κι άλλα παιδιά να στα πούνε;"
"αμέ!"
"και θα δώσεις λεφτά και στ΄ άλλα παιδιά άμα τα πουν καλά;"


σου λέει: "αυτά ειναι διαφυγόντα κερδη! θα μπορούσαν να πάνε σε μένα και θα τα πάρουν άλλοι;"

"φυσικά θα δώσω!"
συνθηκολόγησε: "εντάξει"
σηκώθηκε κι έφυγε απ' το δωμάτιο.

πριν μια ώρα, ξανάρχισε τις πρόβες.
όχι μόνο τις τραγουδιστικές: κι αυτές του βεστιαρίου βεβαίως.

πέρσυ, με κάποια από τα χρήματα που έβγαλε από τα κάλαντα, μ' έβαλε και της αγόρασα παπούτσια.
αλλά, όχι ό,τι κι ό,τι παπούτσια.
γοβάκια στολισμένα με ασημένια στρας και μπαρέτες!
τριάντα ευρώ έδωσε για να τα αποκτήσει.

έβαλε λοιπόν τα βαρύτιμα παπούτσια και μου 'ρθε σαν τον Γιάννη Φλωρινιώτη
"εεεε;;;;" στριφογύρισε χαρούμενη
"κούκλα, κούκλα!"
"να τα πω;"
"άντε πάλι!"
"δε θες;"
"πως δε θέλω μωρό μου! πέστα"
"καλήν ημέραν άρχοντες

........"

"μπράβο το μωρό μου, μπράβο"
"κι όταν τελειώνω, κάνω κι αυτό: δες!"
και χτύπησε ένα γκλινν! το τριγωνάκι.
"βρε τι είσαι εσύ; ο Μανώλης Χιώτης των Χριστουγέννων;!"
γέλασε και βγήκε χοροπηδηχτά από το δωμάτιο.
.....................................................

αν λοιπόν αύριο περάσει από τα μέρη σας ένα ξανθό κοριτσάκι,
με αστραφτερά γοβάκια
με τα δυο μπροστινά της δοντάκια να λείπουν
που όμως ξέρει και χειρίζεται το τρίγωνο σαν τον Μανώλη Χιώτη
αφήστε το να σας πει τα κάλαντα:
μπορεί να κάνει μερικά λαθάκια
αλλά οι ευχές της βγαίνουν μέσα από την καρδιά της..

καλά Χριστούγεννα!


Η δύναμη και η παρηγοριά

ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, είναι ένας από τους συγγραφείς, που αγαπώ πολύ.
παιδάκι ήμουν, στην γ' δημοτικού, όταν ο αη Βασίλης, μου 'φερε δώρο μια στοίβα βιβλία: ανάμεσα τους, τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη.
μπήκε από τότε στην καρδιά μου και δεν έφυγε ποτέ.

πριν αρκετά χρόνια, διαβάζοντας ένα βιβλίο για τον άγιο Νικόλαο τον Πλανά, έφτασα σ' ένα κεφάλαιο, όπου μιλούσε για τους ψάλτες που τον συνόδευαν στο μικρό εκκλησάκι του αγ. Ελισσαίου στην Πλάκα: τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και τον ξάδερφο του Αλέξανδρο (κι αυτόν) Μωραϊτίδη.

ήταν το διάστημα που ο Παπαδιαμάντης πέρασε στην Αθήνα.
κι ήταν ο άγιος Νικόλαος ο Πλανάς και το εκκλησάκι του αγ. Ελισσαίου, αυτά που έκαναν τη ζωή του στην Αθήνα (αν και τόσο μακριά απ' την αγαπημένη του Σκιάθο), αγαπητή.

δεν θα μιλήσω για το έργο του ή για το ποιος ήταν. τα έχουν πει αυτά άλλοι, πολύ καλύτερα απ' όσο θα μπορούσα ποτέ εγώ να πω ή να γράψω.

όμως, αυτό που σκέφτομαι, ειναι τα Χριστούγεννα: που είναι πάντα συνδεδεμένα με τ' όνομα του
ειδικά αυτά τα Χριστούγεννα: διαβάζοντας τον, καταλαβαίνεις, πως παρηγοριά μπορείς να βρεις μονάχα σε ό,τι αληθινό υπάρχει
και πως σ' αυτούς τους δύσκολους καιρούς, μπορείς ν' αντλήσεις δύναμη απ' τις σελίδες του.

κι ίσως αυτό που μετράει για μένα τελικά, είναι, πως όπως με παρηγορούσε τότε, στην πιο αθώα στεναχώρια που είχα
με την ίδια ακριβώς δύναμη, μπορεί ακόμα και τώρα να το κάνει,

καθώς βλέπω και ζω όλα αυτά που γίνονται σήμερα
.......
καλά να είστε
και ο καθένας μας εύχομαι να βρει τη δική του δύναμη και παρηγοριά.
τα σχόλια, ας τα κλείσουμε γι' αυτό το ποστ..


και ποιος να μου το 'λεγε, πως τέσσερα χρόνια μετά, θ' αναζητούσα ακριβώς αυτή την ανάρτηση, για να τη μεταφέρω εδώ: http://www.isimeria.com/2012/04/blog-post_09.html αναζητώντας την ίδια δύναμη, την ίδια παρηγοριά..

Ποιος Κώστας;

έρχεται η Ελένη κρατώντας μια αφίσα από ένα περιοδικό (totally spies) της Ραφαηλίας.
η αφίσα είναι μια φωτογραφία του Κώστα Καραφώτη.
δείχνει τον τραγουδιστή στη Ραφαηλία και τη ρωτάει:
"τι τον θέλεις αυτόν; πρώτα απ' όλα, ξέρεις ποιος είναι;"

το Ραφάκι ύπουλα προσπαθεί στα γρήγορα να διαβάσει το όνομα, αλλά η Ελένη προλαβαίνει και διπλώνει την αφίσα.
το μικρό μένει για λίγο σιωπηλό κι έπειτα λέει:

"αμέ! ξέρω"
"ποιος είναι;"
"ο Κώστας"


αυτό, έχει προλάβει να το διαβάσει

"ποιος Κώστας;" ρωτάει η Ελένη
"ο Καραμανλής!"


Στην επιφάνεια

κι όπως γυρίζαμε πίσω, πέντε η ώρα κι είχε κιόλας σκοτεινιάσει
απ' τα βαριά σύννεφα
ξαφνικά, ανοίξαν οι ουρανοί και βρεθήκαμε στην καρδιά της μπόρας

στην Ανάβυσσο, στη Σαρωνίδα
κι αργότερα στα λιμανάκια
να μη βλέπουμε σχεδόν καθόλου

οι υαλοκαθαριστήρες χριπ-χραπ χριπ-χραπ
στη μέγιστη ταχύτητα κι όμως η ορατότητα ελάχιστη
φοβόμουν πολύ
τα παιδιά πίσω, χάζευαν τις αστραπές και τα ποτάμια στο δρόμο
ο Χρόνης κρατούσε το τιμόνι μ' όλη του την προσοχή
και ξαφνικά ένιωσα
λες και βρισκόμουν τόσες μέρες,
στον πάτο της θάλασσας
μετρώντας τις ανάσες μου

και ξαφνικά βρέθηκα, με μια απλή ώθηση των ποδιών
στην επιφάνεια
....στη σημερινή Κυριακάτικη βόλτα μας
....

εξακολουθούσα να φοβάμαι
αλλά μετά από μιας ολόκληρης βδομάδας το λαχάνιασμα
επιτέλους
μπορούσα να ανασαίνω ήρεμα

επιτέλους..


Τα Χριστουγεννιάτικα στολίδια

τα κορίτσια στόλισαν

δεν βάζουμε πια το μεγάλο δέντρο.
είναι μπελάς.
ειδικά όταν οι γιορτές περνούν και θα πρέπει όλες οι μπάλες και τα αγγελάκια, τα παιχνίδια και τα κουδουνάκια, να μαζευτούν, να τυλιχτούν προσεκτικά και να κρυφτούν για τα επόμενα Χριστούγεννα, σε πιάνει η ψυχή σου με τόσο πολλά μπιχλιμπίδια.

λιγότερα να βάλουμε, σαφώς δε γίνεται: Χριστουγεννιάτικα στολίδια, σημαίνει χρυσά και κόκκινα και πράσινα και ασημένια και μπιρμπιλόνια και καμπανούλες και γιρλάντες και φωτάκια και απ' όλα.

έτσι, πριν δύο χρόνια, αγοράσαμε ένα μικρό, γλυκό δεντράκι κι έκτοτε αυτό στολίζουμε.
περίμεναν λοιπόν τα κορίτσια να μπει ο Δεκέμβρης και το πρώτο Σάββατο, ανέβηκε η Ελένη στο πατάρι, κατέβασε το δέντρο και μαζί με το Ραφάκι, πιάσανε δουλειά.
όταν τελείωσαν, το σπίτι ήταν πια γιορτινό.

"και του χρόνου, και του χρόνου" είπαμε και τις αγκαλιάσαμε και τις δυο, τις σφίξαμε στην αγκαλιά μας τόσο που διαμαρτυρήθηκαν και μετά καθήσαμε και χαζεύαμε το δεντράκι μας.

ήταν υπέροχο
......

από κείνο το Σάββατο, κάθε φορά που τα βλέπω όλα τούτα χαμογελάω
καταλαβαίνοντας πως στην πραγματικότητα, αυτά ακριβώς είναι τα Χριστουγεννιάτικα μας στολίδια: τα χαμόγελα των παιδιών, που φωτίζουν όλο το σπίτι.

σαν τα φωτάκια που κρέμασαν στο δέντρο κι ακόμα περισσότερο.

κι ακόμα..


Το φωτισμένο δωμάτιο

όταν η Ελένη ήταν έξι χρονών, χρειάστηκε να μπούμε εσπευσμένα στο νοσοκομείο.
ήταν Πρωτοχρονιά, πρώτη μέρα του καινούριου χρόνου και το παιδί καιγόταν στον πυρετό μέρες πολλές.
ο παιδίατρος, μας έλεγε πως δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας, αλλά εγώ μη αντέχοντας άλλο να τη βλέπω έτσι, την έντυσα βιαστικά στις εφτά το πρωί και άρον άρον πήραμε ένα ταξί με τον Χρόνη για το Παίδων.

ο ταξιτζής, κάπνιζε.
εγώ, στο πίσω κάθισμα, κρατούσα την Ελένη αγκαλιά
την Ελένη μας, που είχε σαρανταένα πυρετό κι έτρεμε.
κάναμε υπομονή και δεν λέγαμε τίποτα.
ε, Παγκράτι - Παίδων, πόσο να κάνει πια;

όμως αυτός, τέλειωσε το τσιγάρο του κι αμέσως άναψε άλλο.
διαμαρτυρηθήκαμε:
"μα έχουμε άρρωστο παιδί, δεν μπορείτε να μην καπνίσετε για λίγο;"
για να λάβουμε την απάντηση:
"εδώ είναι το δικό μου αυτοκίνητο! αν δεν σας αρέσει, να κατεβείτε!
που μου ήρθατε πρώτη μέρα του χρόνου, με τέτοια!!"


δεν είπαμε τίποτα, σεβαστήκαμε την Ελένη, φτάσαμε στο νοσοκομείο και μπήκαμε γρήγορα στα επείγοντα.
εξέτασαν το παιδί και έκαναν αμέσως εισαγωγή.

το ίδιο βράδυ, καθόμουν στον θάλαμο, σε μια καρέκλα δίπλα στο κρεββάτι της.
ήταν αργά, πολύ αργά, δύο ή τρεις το χάραμα.
ο θάλαμος σκοτεινός, έξω η νύχτα σκοτεινή
μόνο σ' ένα σπίτι απέναντι, σε μια παλιά πολυκατοικία, κάποιος είχε πάρτυ.
ήταν το μοναδικό μέρος στον κόσμο με φως και τις κουρτίνες τραβηγμένες.
λίγα ζευγάρια είχαν μείνει
ίσως ένα από αυτά να χόρευε σιγά, δεν θυμάμαι καλά

μα θυμάμαι πως σκεφτόμουν:
"κοίτα. δίπλα μας είναι και ιδέα δεν έχουν, πως ένα άρρωστο παιδί, το δικό μου το παιδί, πως πολλά άρρωστα παιδιά αυτή τη νύχτα στριφογυρίζουν ανήσυχα στον ύπνο τους ή αποκαμωμένα κοιμούνται ακίνητα ή μένουν ξάγρυπνα με τα μάτια ανοιχτά να κοιτάζουν το ταβάνι.
αλλά προπάντων ιδέα δεν έχουν, πως όπως χορεύουν, όπως ξαπλώνουν στον καναπέ, υπάρχει κάποιος που τους βλέπει, κάποιος που χαζεύει τις κινήσεις τους.
ανίδεοι στον φωτισμένο τους κόσμο"


δεν ξέρω γιατί θυμήθηκα αυτή την ιστορία σήμερα.
απ' το πρωί, τριγυρνάει στο μυαλό μου, λες και κάτι θέλει να μου πει

λες κι είμαστε εμείς στο φωτισμένο δωμάτιο
λες κι είναι όλη η Αθήνα μας στο φωτισμένο δωμάτιο
κι ανίδεοι για ό,τι πραγματικά συμβαίνει
δεν βλέπουμε πέρα απ' τις φλόγες
τίποτα.

απολύτως.


Η ζωή τραβάει την ανηφόρα


κάηκε η Αθήνα, αφού πρώτα κάηκε η καρδιά μας.
η ζωή τραβάει την ανηφόρα
όμως για ποιους;

η ζωή σταμάτησε για τον Αλέξη
για τη μάνα
τον πατέρα
τους δικούς του.

η ζωή λοιπόν τραβάει την ανηφόρα
για όλους όσοι έμειναν πίσω
να τον θυμούνται
και να τους καίγεται η καρδιά.

όπως ακριβώς η Αθήνα.

Μια ζωή την έχουμε!


"μαμά;"
"ναι;"
"έχεις δει το "
η δε γήινη να φοβάται τον άντρα";
"ποια να φοβάται;"
γήινη"
"αμέ, πως δεν το 'χω δει. έχω δει και τον άντρα πως φοβήθηκε τη γήινη όταν την είδε ολοσούμπητη μπροστά του!"
"πες μου, το 'χεις δει;"
"το 'χω δει"
"σου άρεσε;"
"πολύ! δε μου λες, εσύ θυμάσαι την ταινία που είδατε προχτές με την Ελένη;"
"ποια;"
"
μια ζωή την έχουμε"
"κι αυτή μου άρεσε πολύ"
"θυμάσαι το τραγούδι που έλεγε ο Κλέων;"

"πως δεν το θυμάμαι!"
"μπορείς να μου το τραγουδήσεις;"

γελάει και παίρνει πόζα καλλιτεχνική:

"μια ζωή την έχουμε
κι αν δεν την γλεντήσουμε
τι θα καταλάβουμε
τι θα καταντήσουμε
τι θα καταλάβουμε
τι θα καταντήσουμε.."

καλό μας Σαββατόβραδο!