Η χούντα (τότε, στη ζωή μου)



στη δική μου ζωή χούντα σήμαινε:

"στο περιγιάααλι το κρυφό.."
"σσσττ! τρελλάθηκες;"

ατέλειωτες αγορεύσεις στα σχολικά προαύλια
ατέλειωτα "επίκαιρα" στον κινηματογράφο

απότομη σιωπή όταν μπαίναμε στο δωμάτιο και οι γονείς συζητούσαν.
απότομη σιωπή παντού.

δίσκοι βινυλίου που εξαφανίστηκαν
βιβλία που καταχωνιάστηκαν
(όμως, όσο να 'ναι, κάποια απ' αυτά ξέφευγαν απ' το αφηρημένο βλέμμα της μητέρας μου: θυμάμαι το Οδός Αβύσσου Αριθμός 0 -να το κατεβάζω σκονισμένο από κάποιο ράφι- θυμάμαι τον Βράχο, θυμάμαι κι άλλα.. κι άλλα..)

στη δική μου τη ζωή, η χούντα ξεκίνησε όταν πήγαινα τετάρτη δημοτικού.
στη δική μου τη ζωή, η χούντα τέλειωσε όταν πήγαινα τετάρτη γυμνασίου.
..............................................

πλέον, μόνο τ' αφιερώματα στην τηλεόραση μάς τη θυμίζουν

(δεν είναι ότι ξεχνάμε
είναι πως δεν αντέχουμε να θυμόμαστε..)

Ισημερία

 
αυτή η εξομολόγηση γράφτηκε καιρό πριν: στην τότε επέτειο της Ισημερίας.
δε νομίζω να γράψω κάτι άλλο, διαφορετικό, ακόμα κι αν περάσουν πολλές επέτειοι.
άλλωστε, δεν θα μπορούσα να διατυπώσω καλύτερα αυτό που σημαίνει για μένα η Ισημερία.
αλλάζει μόνο ο αριθμός του κάθε χρόνου που περνάει.
όλα τα υπόλοιπα μένουν τα ίδια.
ακριβώς..



έχω μιλήσει ξανά για την Ισημερία και το λόγο ύπαρξης της.

έχω πει πως ό,τι γράφω εδώ, σε τούτο το ημερολόγιο, βγαίνει κατευθείαν απ' την καρδιά μου, χωρίς φίλτρο, χωρίς σκέψη σχεδόν.

μιλώ για το (πάντα ζωντανό) παρελθόν, για το παρόν, για τα όνειρα που προσδοκούμε, για τις ελπίδες μας.
μιλώ για τον καιρό που ήμουν πολύ νέα, για τον καιρό που ο Χρόνης κι εγώ ήμασταν παιδιά σχεδόν, όπου μόνη μας έννοια ήταν η εκδρομή του Σαββατοκύριακου κι οι διακοπές του Αυγούστου.
μιλώ για τα χρόνια που περάσαμε προτού έρθουν τα δικά μας παιδιά στη ζωή, αλλά και γι' αυτά που μας ολοκλήρωσαν, όταν γίναμε γονείς.

όμως πιο πολύ μιλώ, για τις μέρες τις σημερινές.
γι' αυτά που ζούμε τώρα.
τα καθημερινά.

όταν έφυγε η μητέρα μου, για χρόνια ολόκληρα κάθε φορά που η έλλειψη της γινόταν αβάσταχτη, πήγαινα στη μεγάλη ντουλάπα όπου ακόμα κρέμονταν τα ρούχα της τακτικά και με τ' άρωμα της τυλιγμένα, άνοιγα την πόρτα και χωνόμουν μέσα.

έτσι, η μαμά μου μ' αγκάλιαζε και με παρηγορούσε.

αυτό ακριβώς είναι η δική μου Ισημερία: μια αγκαλιά που τυλίγει και διακτινίζει άμεσα στο παρελθόν, μια αγκαλιά αγαπημένη.

όταν κάποτε έρθει η στιγμή που ο Χρόνης κι εγώ, θα φύγουμε απ' αυτή τη ζωή, τα κορίτσια θα διαβάζουν για την εποχή όπου όλα ήσαν εύκολα, όπου όλα ήσαν σωστά και κυλούσαν όπως πρέπει κι ας διαμαρτύρονταν "ε, μα δεν αντέχω άλλο!"

θα θυμούνται την εποχή που άνοιγαν την πόρτα του σπιτιού και μέσα βρισκόταν πάντα ο μπαμπάς κι η μαμά, τα παιδικά χρόνια, τις Κυριακάτικες εκδρομές, τα πρώτα ποδήλατα, το πως αργά την Ανοιξη, ο πατέρας τις μάθαινε βουτιές και μακροβούτια στην παραλία της Αναβύσσου και πως η μητέρα καθόταν ώρες στην παραλία της Αίγινας με το βιβλίο στα χέρια και ένα φλυτζάνι ζεστό καφέ το κατακαλόκαιρο.

κι όποτε ξεφυλλίζουν τη δική μας Ισημερία, το παρελθόν θα γίνεται παρόν και το τότε, σήμερα.

όπως ακριβώς γινόταν όταν χρόνια πριν, άνοιγα τη μεγάλη, ξύλινη ντουλάπα της μαμάς μου και χωνόμουν δίχως δεύτερη σκέψη στην αγκαλιά της.

κι από όπου κι αν βρίσκομαι θα χαμογελώ μεσ' απ' τις γαλάζιες σελίδες της 
όπως ακριβώς πρωτοχαμογέλασα όταν έκανα την πρώτη μου ανάρτηση εδώ:

σαν σήμερα, πριν από δεκατέσσερα κιόλας χρόνια...

Σε μια συναυλία

 

 να πάμε σε μια συναυλία
να τραγουδήσουμε
να χορέψουμε
να χοροπηδήσουμε
να γυρίσουμε χαρούμενοι σπίτι
να πασαλειφτούμε με counterpain
και να κοιμηθούμε
-για πρώτη φορά-
με χαμόγελο...

Η κυρία με τας καμελίας

  

"καμέλια. τι είναι η καμέλια; φυτό;"
"ε ναι ρε Χρόνη, φυτό! τι θες να 'ναι; ξύλο;"
"εννοώ λουλούδι;"
"ναι"
"και η κυρία με τας καμελίας; τι τις έκανε τις καμέλιες;"
"τις μύριζε! τι λες να τις έκανε; να τις έτρωγε;"
"όχι ρε βλάκα! μπορεί να τις φορούσε!"
"άσε μας βραδιάτικα με τις κυρίες και τις καμέλιες! τις μύριζε, τις φορούσε, τις έτρωγε. όλα μαζί! κάτσε διάβασ' το να μάθεις!"
"εσύ το 'χεις διαβάσει;"
"όχι. εγώ δε διαβάζω για φυτά!"
.............................................................

Ο εμβολιασμός και οι πα-ρε-νέργειες!


Σάββατο.
έχουμε πάει με τον Χρόνη στο κέντρο υγείας κι έχουμε κάνει το εμβόλιο.
όλα καλά, γυρίζουμε σπίτι και πέφτω με τα μούτρα στο διάβασμα: astrazeneca, παρενέργειες, κάλυψη κλπ.

όπου διαβάζω πως οι ήπιες παρενέργειες είναι επιθυμητές γιατί σημαίνει πως αντιδρά ο οργανισμός και κάνει αντισώματα.
αργά το πρωί έγινε ο εμβολιασμός, οι ώρες περνάνε, τίποτα!
κανένα σημείο πως ο οργανισμός αντιδρά, οπότε αρχίζω να ανησυχώ.

"βρε Χρόνη, μήπως δε "πιάνει" εμένα το εμβόλιο;"
"μια χαρά σε πιάνει! μια χαρά!"

σιγά μη καθησυχαστώ!
είμαι πεπεισμένη πως κάτι δεν πάει καλά.
ώσπου νωρίς το βραδάκι αρχίζει επιτέλους να ανεβαίνει η θερμοκρασία μου.

βάζω το θερμόμετρο, βλέπω τον ελαφρύ πυρετό και αρχίζω να χοροπηδάω ενθουσιασμένη:
"πα-ρε-νέργειες
πα-ρε-νέργειες
πα-ρε-νέργειες!!!".

βγαίνει η Ραφαηλία απ' το δωμάτιο της και με κοιτάει απορημένη
"τι έπαθες ρε μαμά;"
"κάνει δουλειά το εμβόλιο!"
"α μπράβο!"
κάνει στροφή ξαναμπαίνει μέσα, βάζει τ' ακουστικά της και απογειώνεται για τον πλανήτη της.

η νύχτα πέρασε με μένα να θερμομετριέμαι κάθε τρεις και λίγο, να παίρνω παρακεταμόλη και να βάζω θερμοφόρα στα κρύα μου πόδια.
την επομένη ήμουν καλύτερα, το βραδάκι ανέβηκε ξανά για λίγο και αυτό ήταν.

πέρασαν λίγες μέρες, είχα ξεχάσει πια το εμβόλιο και τις αγωνίες μου κι ήμουν στην κουζίνα βάζοντας φαγητό στον Μάστορα.

αίφνης μπαίνει η Ραφαηλία μέσα.
με κοιτάζει, χαμογελάει κι αρχίζει να χοροπηδάει φωνάζοντας δυνατά:
"πα-ραι-σθήσεις
πα-ραι-σθήσεις
πα-ραι-σθήσεις!"

"σουτ καλέ! τι λες εκεί; σ' ακούει όλη η πολυκατοικία! τι παραισθήσεις;;"
"αυτό δεν έλεγες προχτές;"
"ΠΑΡΕΝΕΡΓΕΙΕΣ έλεγα βλήμα! άκου "παραισθήσεις"!!! να νομίζει ο κόσμος, άντε μη πω!!!".

γέλασε, έκανε στροφή, φόρεσε τ' ακουστικά της κι απογειώθηκε για τον μακρινό της πλανήτη.

χάϊδεψα τον Μάστορα γελώντας σιγανά.
εκείνος κούνησε τα μουστάκια του μυρίζοντας τον αέρα και κοίταξε ένα σημείο πάνω απ' το κεφάλι μου.
ύστερα έσκυψε ξανά στο μπολ του  και τίποτα πια δεν είχε σημασία.

ούτε για κείνον
ούτε για μένα...






 

Φτάνει μόνο..

"φτάνει μόνο να θυμάσαι και το φιλμ
οι ομπρέλες του Χερβούργου στο Μαξίμ"
σιγοτραγουδάω καθώς μαγειρεύω - πλένω - απλώνω.

τελείωσε η άνοιξη των Χριστουγέννων και ήρθε η βαρυχειμωνιά.
χιόνια παντού.
απέναντι -στις τέντες των μπαλκονιών-
στα κεραμίδια του διπλανού σπιτιού
στις νερατζιές του δρόμου.

"φτάνει μόνο..."
αφηρημένα κοιτάζω απ' τη μπαλκονόπορτα 
ένα κόσμο έρημο.

χαμογελάω "να θυμάσαι και το φιλμ"
σκεπάζω την 'Ακκα που κρυώνει
-γέρασες αγάπη μου-
και ξέρω πως η Νέλλυ με βλέπει από κάπου
και με προσέχει.

έχει μια μελαγχολία ευπρόσδεκτη αυτή η εποχή της σιωπής:
ένα χαμόγελο που μένει μισό
οι βόλτες που έχουν σταματήσει πια
τα δειλινά που χάνουμε στην Αττική οδό·
όλα εκείνα που κάποτε μας έδιναν χαρά
τώρα έχουν χαθεί.

διαβάζω ξανά τα ίδια βιβλία
βλέπω ταινίες που έχω δει πολλές φορές
και περιμένω μια 'Ανοιξη που ίσως αργήσει να 'ρθει.

μα δεν πειράζει.
έχει μια μελαγχολία ευπρόσδεκτη ετούτη η εποχή
σιωπηλή
ήσυχη
με χαμόγελα μισά

και το Μαξίμ να παίζει ξανά και ξανά
τις Ομπρέλες του Χερβούργου.

όπως τότε που ήμασταν νέοι
όπως τότε που η ζωή μας ήταν
χρωματιστή.

Δημήτρης

 

 εφτά κιόλας χρόνια από τότε που "έφυγες"..

όμως ακόμα πηγαίνω στη φωτογραφία σου και σού μιλάω
ακόμα ξεχνιέμαι και μιλώ στον ενεστώτα για σένα.

σαν σήμερα τα γενέθλια σου.
θα έφερνες τούρτα, θα μαζευόμασταν, θα γελούσαμε
θα τραγουδούσα -όπως πάντα- παράφωνα
θα τσακωνόμασταν -όπως πάντα- αρμονικά
και όλα -όπως πάντα- θα ήσαν καλά.

σαν σήμερα..
σαν...


.................................................................

όταν η μεγάλη παρηγοριά είναι η δική μου θνητότητα.
όταν, θα βρεθούμε πάλι μαζί, όπως ήμασταν μέχρι χτες


Σκηνές από ένα lockdown

  

μια νοσταλγία που με τυλίγει σαν σύννεφο
για όλα εκείνα που δεν έζησα ακόμα.

"τα καλύτερα παιδιά" μουρμουράω στην Ακκα, στον Μάστορα, στη Μούσου 
όπως μπλέκουν στα πόδια μου και σκύβω να τα χαϊδέψω.

"χάνω τα καλύτερα μου χρόνια τόσους μήνες κλεισμένη μέσα!"
μού είπε πριν λίγο η Ραφαηλία καθώς της έφτιαχνα τσάι στην κουζίνα.

"εγώ..." 
ξεκίνησα να λέω και με διέκοψε εκνευρισμένη: "ξέρω, ξέρω! αλλά εγώ δεν είμαι εσύ κι εμένα δεν μου αρέσει να είμαι μ' ένα βιβλίο στο χέρι όλη μέρα, ούτε να βλέπω κάθε μέρα ταινίες, ούτε να κάθομαι σπίτι συνέχεια!"

χαμογέλασα και σέρβιρα το τσάι.
το πήρε και πήγε στο δωμάτιο της ξεφυσώντας και κλείνοντας την πόρτα πίσω της λες και ήμουν εγώ η αιτία του απαγορευτικού.

ανασήκωσα τους ώμους κι έβαλα ένα ακόμα φλυτζάνι καφέ.
μετά πήρα τη Μυρσίνη και κάθισα στην αγαπημένη μου πολυθρόνα.

τότε ήρθε: μια νοσταλγία που με τύλιξε σαν σύννεφο 
για όλα εκείνα που δεν έζησα ακόμα.

κι αυτά δεν ήταν οι βόλτες και οι εκδρομές -ποτέ δεν ήταν άλλωστε.

ήταν η βεβαιότητα πως όλα θα πάνε καλά
πως τα παιδιά στη Σουηδία είναι εντάξει
πως η Ραφαηλία βγαίνει και γελάει χαρούμενη
κι ο Χρόνης μουρμουράει αλλά έρχεται να δούμε ξανά "παρακαλώ γυναίκες μην κλαίτε".

αναστέναξα, ήρθε η Μούσου αγκαλιά και μπήκαμε παρέα στο Tardis.

"μετά τα Χριστούγεννα του ’74, μια παλιά γνωστή μου με πλεύρισε κι αν ενδιαφερόμουν να γίνω μέλος στην Οργάνωσή της έπρεπε να συμπληρώσω ένα ερωτηματολόγιο..."

η Μυρσίνη
για άλλη μια φορά η Αρχαία Σκουριά
και η γη που στροβιλίζεται σ' ένα δικό της σύμπαν.

η Μούσου χασμουρήθηκε
εγώ χαμογέλασα
και τίποτα πια δεν είχε σημασία...