Τα εγγόνια


"ορίστε μας! να δούμε τι άλλο θ' ακούσω" είπα στον Χρόνη νευριασμένη κλείνοντας το τηλέφωνο.
 "τι έγινε;" απόρησε
"τι να γίνει; με την Ελένη μιλούσα"  
"και;;"
"και τη ρώτησα τι ώρα γύρισε χτες"
μιμήθηκα τη φωνή της Ελένης: "νωρίς γύρισα μαμά!"
"ε, δεν είσαι ευχαριστημένη;"
"τι ώρα είναι το "νωρίς", ξέρεις;"
 "έντεκα, δώδεκα;"
"θα 'θελες" σάρκασα "τρείς το χάραμα, είναι το "νωρίς"  
"τρεις το χάραμα;;"
"μάλιστα! και δεν είναι αυτός ο λόγος που νευρίασα"  
"έχει κι άλλο;"
"πως δεν έχει!"  
"για πες"
"τη ρώτησα ποιος τη γύρισε σπίτι. ο τάδε μου 'πε. την ξαναρωτάω: ο τάδε είναι καλό αγοράκι; της αρέσει; μήπως τον βλέπει σοβαρά; καταλαβαίνεις.."  
"είκοσι χρονών είναι βρε Μαριλένα.."
"βρε δεν πά' να 'ναι κι εβδομήντα! άκου: μου είπε να μη τη ρωτάω για τέτοια θέματα, γιατί αυτή δεν αντέχει τις σχέσεις, την "πνίγουν" και την κάνουν να νιώθει πίεση και άγχος κι άλλα τέτοια καλά"
 "έτσι είπε;"
"έτσι! αυτά, είναι τα δικά σου γονίδια! κι όταν τη ρώτησα "εσύ δηλαδή δεν θα παντρευτείς ποτέ σου; δεν θα κάνεις παιδιά;" ξέρεις τι μου απάντησε;"
"τι;"  
"που θες να ξέρω από τώρα;"  
"έλαα! παίρνεις τα λόγια της τοις μετρητοίς.."
"το στυλ με τσαντίζει, όχι τα λόγια της! αν δεν θέλει να παντρευτεί να μη το κάνει! προκειμένου να νιώθει πίεση και καταπίεση, να μη το κάνει! μήπως νομίζεις πως κι εγώ θέλω ντε και καλά, να δω εγγόνια;"

και το Ραφάκι, που τόση ώρα παρακολουθεί αμίλητο, γυρίζει, με κοιτάζει με προσοχή και λέει:  

"κι αν δεις εγγόνια μαμά, τι θα τους πεις;"
 ................................................

αφιερωμένο στην Ελένη και στο καινούριο μας μωρό!
να είναι πάντα ευλογημένο και χαρούμενο!
και όλοι να είναι Καλά για να το καμαρώνουν.
αυτό και όσα άλλα έρθουν να κατασκηνώσουν στην καρδιά τους.

Μπάνιο το απόγευμα

"Ραφάκι, έτοιμη; άντε νυχτώνει σε λίγο! θες να πας για μπάνιο ή όχι;"
"εντάξει μαμάα"

έρχεται τρέχοντας φορώντας το μαγιώ της

"έτοιμη!"
"ε, φόρα κι ένα μπλουζάκι! έτσι θα κατεβείς στην παραλία; σαν την Εύα;"
"ποια Εύα;"
"του Αδάμ!"
.........

Ο σκαντζόχοιρος

από τότε που ήρθαμε, γκρινιάζω.
όλα με ενοχλούν, όλα με πειράζουν: οι γείτονες, ο καιρός, η θάλασσα, το βιβλίο που τελειώνει και που θα 'βρω άλλο τόσο καλό, οι ταινίες που πήρα ή μαλλον αυτές που δεν πήρα και πως ξέχασα τους Κοέν, όλα, μα όλα με πειράζουν.
ένα όμως μου είναι καρφί στο μάτι: οι κότες της διπλανής.

τρεις κότες που βολτάρουν κατά πως τους αρέσει στα δικά μας τα μέρη, τσιμπολογώντας και επιθεωρώντας σχολαστικά κάθε σπιθαμή του εδάφους.
τρεις κότες σουρομαδημένες, μικρές, δυο καφέ και μία μαύρη.
τρεις κότες που όσο και να τους κάνω "ξουτ, ξουτ" με κοιτάνε περιφρονητικά και συνεχίζουν ανενόχλητες την περατζάδα τους.

με το που τις βλέπω μου γυαλίζει το μάτι.
"γαμώκοτες" τις ανεβάζω "σκατόκοτες" τις κατεβάζω, πολλές φορές μάλιστα, χωρίς να πάρω είδηση το Ραφάκι που έρχεται πίσω μου και απορεί με την κατάντια της καλής μανούλας.

"τι κοιτάς εσύ;" τη ρωτάω απότομα
"τίποτα μαμά, τον κόκορα" μου απάνταει συνεσταλμένα
"ποιον κόκορα μωρέ; κότες είναι, δεν τις βλέπεις;"
"ο μαύρος είναι κόκορας μαμά. έχει αυτό κάτω απ' το σαγόνι και τ' άλλο πάνω στο κεφάλι!" και με τα χέρια, κάνει το σχήμα του λειριού.

σκέφτομαι να τη διορθώσω, αλλά βαριέμαι και γυρίζω να παρακολουθήσω ξανά τις κότες μουγκρίζοντας σιγά

όμως τα βράδια που έρχονται, είναι απίστευτα όμορφα:
έχει τόσο σκοτάδι, που βλέπεις τ' αστέρια να φέγγουν χλωμά στο μαύρο ουρανό,
τις σκιές των πεύκων να πέφτουν πυκνές και μυστηριώδεις,
κουκουβάγιες και γρύλους ν' ακούγονται μέχρι σχεδόν το χάραμα,
πυγολαμπίδες σκαρφαλωμένες στον τοίχο του σπιτιού,
μολυντήρια να τρέχουν βιαστικά μόλις ανάψει το φως της βεράντας
και που και που αφουγκράζεσαι τον ήχο του νερού απ' το λάστιχο που τρέχει, ποτίζοντας τη λεμονιά.

κι αυτό μου φτάνει
κι αυτό με αποζημιώνει
...........................

ο Χρόνης ανέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά του σπιτιού.
"τρέχα, τρέχα, έλα να δεις"
"τ' είναι καλέ;" θορυβήθηκα κι έσπρωξα πίσω την καρέκλα
"έλα σου λέω!"
τον ακολούθησα.

κατεβήκαμε στη λεμονιά. το νερό έτρεχε απ' το λάστιχο κι αυτή ποτιζόταν αναστενάζοντας στο βραδυνό αεράκι.
"κοίτα" μου 'δειξε στη ρίζα της ο Χρόνης
έσκυψα
σκοτάδι πυκνό, το φως της βεράντας δεν έφτανε μέχρις εκεί.
πλησίασα περισσότερο κι είδα ένα πλασματάκι, δίπλα ακριβώς απ' το νερό.

"τ' είν' ετούτο;"
"σκαντζόχοιρος!"

κάτι έλιωσε μέσα μου
"σκαντζόχοιρος.." χαμογέλασα
"να φωνάξω το παιδί" είπε ο Χρόνης
"μη τη ξυπνήσεις, είναι αργά.."

χαζεύαμε το σκαντζόχοιρο για ώρα κι ύστερα γυρίσαμε κι αρχίσαμε ν' ανεβαίνουμε σιγά τα σκαλοπάτια.
η ώρα ήταν περασμένη πια..

την άλλη μέρα, ο Χρόνης ενθουσιασμένος πήγε στο Ραφάκι:
"Ραφαηλία, τι είδαμε χτες το βράδυ;!"
"τι μπαμπά;"

πλησίασα κοντά τους:
"άσε Χρόνη, άσε να της πω εγώ"

"Ραφάκι, είναι τόσο"
της έκανα το σχήμα με τα χέρια μου
"έχει ένα κεφαλάκι τόσο"
της έκανα ξανά το σχήμα με τα χέρια μου
"έχει χεράκια τόσα"
άντε πάλι το σχήμα
"και γύρω γύρω έχει πολλά αγκάθια"

το Ραφάκι με κοίταξε, κοίταξε τον Χρόνη, με ξανακοίταξε και είπε:

"κότα;"
..................................