Ντύσου μόνη σου!


-έτοιμη! πήγαινε να βάλεις κάλτσες και φύγατε
-πάω

μετά από λίγο:

-καλά βρε μωρό μου, μια γκρί και μια μπλε έβαλες;
-δεν είναι μπλε! και οι δύο γκρι είναι. αλλά, άλλο γκρι..

Απαντήσεις ενός υπερμοντερνιστή

η Τασούλα  με κάλεσε σ' ένα παιχνίδι, που πραγματικά το γουστάρω πολύ
(κι εμένα της στριμμένης, πολλά πράγματα μου αρέσουν, λίγα όμως μου γουστάρουν).

με κανόνες απλούς: απαντάς και καλείς άλλους τρεις.

πρώτα λοιπόν απαντώ:

στην έκθεση "Φαντασία της πραγματικότητας" 2 χρόνια πριν μοιράστηκε ένα ερωτηματολόγιο από την Υπερρεαλιστική Ομάδα Αθήνας.

οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις μου:

1) γιατί κλαις?
για να αδυνατίσω.

2) γιατί δεν κλαις?
για να μη χάσω πολύτιμα υγρά.

3) που είναι ο βάλτος?
η Πηνελόπη Δέλτα ξέρει.

4) ποιος και που είναι ο δεσμοφύλακας?
η ενοχή μου, παντού!

5) που συναντάς μια εντελώς δική σου άβυσσο?
στην ψυχή του ανθρώπου.

6) περιφρονείς κάτι?
την αγένεια.

7) θα ερωτευόσουν για πάντα?
γιατί, καταραμένη είμαι;

8) γιατί πουλιούνται τα "έργα τέχνης"?
γιατί υπάρχουν οι νεόπλουτοι.

9) μήπως να αφαιρεθούν τα εισαγωγικά στην παραπάνω ερώτηση?
οπωσδήποτε όχι. Γιατί να στεναχωρούμε τους "καλλιτέχνες";

10) do you remember revolution?
revolution is not solution (eniote dhladh)

11) θα ανέβαινες σ'ένα βουνό,αν το επέβαλε το ωροσκόπιο σου?
αναλόγως τι θα έλεγε ο γενάθλιος χάρτης μου.

12) θα σκότωνες τον παππού σου, αν το τζάμι δεν έσπαγε απ΄τον πάγο?
το τζάμι θα καθάριζα, τον παππού μου ποτέ!

13) θα μπορούσες να κλείσεις τα μάτια σου, αν η ζωή σου έστηνε καρτέρι ?
θα κλείσω τα μάτια
θ' ανοίξω τα χέρια
θα 'ρθουν να φωλιάσουν
λευκά περιστέρια..

14) θα κυλούσε η πέτρα του θανάτου το πρωί, εάν δεν κινδυνεύατε να τιμωρηθείτε από το νόμο?
εδώ δεν κυλάει η πέτρα της τιμωρίας, του θανάτου θα κυλήσει;

15)  .........
!!!!!!

16) θα εξετάζατε το ενδεχόμενο να διανύσετε μετά τα μεσάνυχτα απ'την αρχή μέρι το τέλος την οδό Αχαρνών,αν γνωρίζατε οτι ποτέ δεν θα σας συλλάβουν?
ποτέ! ούτε που θέλω να την ξέρω την Αχαρνών.
μόνο τους Αχαρνείς.

17) θα σκότωνες τον Μπους,αν σου χάριζαν 10 λαχταριστά εκλέρ?
να τον σκότωνα μπα, μια φτυαριά όμως στην κουρούπα θα του την έριχνα.

18) θα μου έδειχνες τα σαπισμένα σου δόντια,αν έβλεπες μέσα τους τα αστέρια?
σιγά μη σου δειχνα τις κουφάλες μου, ακόμα κι αν εβλεπες μέσα τους τον ήλιο της δικαιοσύνης!

19) θα έπεφτες στο πηγάδι αν ήσουν θλιμμένος?
μόνο αν στον πάτο υπήρχε σήραγγα να με οδηγήσει επάνω ξανά.

Οι ευκαιρίες


"το κακό με σένα και με μένα, είναι πως δίνουμε πολλές ευκαιρίες στους ανθρώπους.
ειδικά εσύ"
είπε η Ελένη και βγήκε από το δωμάτιο.

ευκαιρίες..
αυτό, είναι το μεγάλο μου ελάττωμα.
αυτό, που λειτουργεί εις βάρος όλων τελικά.

Ισημερία


έχω μιλήσει ξανά για την Ισημερία και το λόγο ύπαρξης της.

έχω πει πως ό,τι γράφω εδώ, σε τούτο το ημερολόγιο, βγαίνει κατευθείαν απ' την καρδιά μου, χωρίς φίλτρο, χωρίς σκέψη σχεδόν.

μιλώ για το (πάντα ζωντανό) παρελθόν, για το παρόν, για τα όνειρα που προσδοκούμε, για τις ελπίδες μας.
μιλώ για τον καιρό που ήμουν πολύ νέα, για τον καιρό που ο Χρόνης κι εγώ ήμασταν παιδιά σχεδόν, όπου μόνη μας έννοια ήταν η εκδρομή του Σαββατοκύριακου κι οι διακοπές του Αυγούστου.
μιλώ για τα χρόνια που περάσαμε προτού έρθουν τα δικά μας παιδιά στη ζωή, αλλά και γι' αυτά που μας ολοκλήρωσαν, όταν γίναμε γονείς.

όμως πιο πολύ μιλώ, για τις μέρες τις σημερινές.
γι' αυτά που ζούμε τώρα.
τα καθημερινά.

όταν έφυγε η μητέρα μου, για χρόνια ολόκληρα κάθε φορά που η έλλειψη της γινόταν αβάσταχτη, πήγαινα στη μεγάλη ντουλάπα όπου ακόμα κρέμονταν τα ρούχα της τακτικά και με τ' άρωμα της τυλιγμένα, άνοιγα την πόρτα και χωνόμουν μέσα.

έτσι, η μαμά μου μ' αγκάλιαζε και με παρηγορούσε.

αυτό ακριβώς είναι η δική μου Ισημερία: μια αγκαλιά που τυλίγει και διακτινίζει άμεσα στο παρελθόν, μια αγκαλιά αγαπημένη.

όταν κάποτε έρθει η στιγμή που ο Χρόνης κι εγώ, θα φύγουμε απ' αυτή τη ζωή, τα κορίτσια θα διαβάζουν για την εποχή όπου όλα ήσαν εύκολα, όπου όλα ήσαν σωστά και κυλούσαν όπως πρέπει κι ας διαμαρτύρονταν "ε, μα δεν αντέχω άλλο!"

θα θυμούνται την εποχή που άνοιγαν την πόρτα του σπιτιού και μέσα βρισκόταν πάντα ο μπαμπάς κι η μαμά, τα παιδικά χρόνια, τις Κυριακάτικες εκδρομές, τα πρώτα ποδήλατα, το πως αργά την Ανοιξη, ο πατέρας τις μάθαινε βουτιές και μακροβούτια στην παραλία της Αναβύσσου και πως η μητέρα καθόταν ώρες στην παραλία της Αίγινας με το βιβλίο στα χέρια και ένα φλυτζάνι ζεστό καφέ το κατακαλόκαιρο.

κι όποτε ξεφυλλίζουν τη δική μας Ισημερία, το παρελθόν θα γίνεται παρόν και το τότε, σήμερα.

όπως ακριβώς γινόταν όταν χρόνια πριν, άνοιγα τη μεγάλη, ξύλινη ντουλάπα της μαμάς μου και χωνόμουν δίχως δεύτερη σκέψη στην αγκαλιά της.

κι από όπου κι αν βρίσκομαι θα χαμογελώ μεσ' απ' τις γαλάζιες σελίδες της,

όπως ακριβώς πρωτοχαμογέλασα όταν έκανα την πρώτη μου ανάρτηση εδώ:

σαν σήμερα, κλείνοντας ένα χρόνο..

Ο επόμενος πελάτης


στο Ικέα ξανά.
βεβαίως ξανά!
κι ας ήταν Σάββατο κι ας γινόταν ο χαμός.

το Ικέα σημαίνει ψυχοθεραπεία, οπότε δεν το συζητάμε.
δεν πτοούμαι, ούτε από το ύφος θύματος του Χρόνη,
ούτε από το "μα δεν έχουμε τίποτα ανάγκη"
(πάντα υπάρχουν πράγματα που τα έχουμε ανάγκη, απλώς δεν τα έχουμε ακόμα ανακαλύψει),
ούτε από τίποτα.

ήταν μια εξαιρετική διαδρομή, με τα αγαπημένα μου τραγουδάκια στο αυτοκίνητο
(μια ευχάριστη αλλαγή, από το "καφέ καφέ το χρώμα του καφέ" της Ραφαηλίας και το "Δρακουμέλλλλ, απαίσια φάτσα, απαίσια ράτσα" που κάνει το Χρόνη πάντα να κουνά αποδοκιμαστικά το κεφάλι του σαν γηραιά Βικτωριανή κυρία και να μουρμουράει αποδοκιμαστικά "ωραίες εκφράσεις")
με άδεια την Αττική οδό μιας και όλος ο κόσμος την είχε κοπανήσει για το χωριό του, με την Ανοιξη να λέει "ήρθα, ήρθα, προμηθευτήκατε τα ζιρτέκ σας;".

σε ελάχιστο χρόνο είχαμε φθάσει στο Ικέα.
σε ακόμα λιγότερο είχαμε ψωνίσει τα απαραίτητα: μαξιλάρια, χρονόμετρο, κρεμάστρες, ένα ξυπνητήρι, ένα σετ κουτάλες, μπισκότα, κασπώ, κι άλλες κρεμάστρες
(παρά την έντονη διαμαρτυρία του Χρόνη, "έχουμε τόσες ξύλινες κρεμάστρες σπίτι, αυτό είναι υλικό: το ξύλο, όχι το πλαστικό. το ξύλο που είναι φυσικό, ζωντανό, που δε γίνεται μέσω αυτού μετανάστευση καρκινογόνων ουσιών, το ξύλο...")
μπαταρίες, λάμπες και μετά τα πήραμε όλα τούτα και πήγαμε στο ταμείο που είναι μόνο για σακούλες κι ήταν φυσικά άδειο.

πήγα και στήθηκα πίσω από την ταμία με μια μεγάλη χάρτινη σακούλα, ενώ ο Χρόνης πίσω άδειαζε τα πράγματα, τα "χτυπούσε" η κοπέλα, τα άρπαζα εγώ ως άλλος ζογκλέρ και τά 'βαζα ταχύτατα στη χάρτινη σακούλα μου.
πληρώσαμε, πήραμε και τα πράγματα και πήγαμε στο παρκινγκ που είχαμε αφήσει το αυτοκίνητο.
μπήκαμε μέσα, βάλαμε το mp3 και χαζεύαμε τα αεροπλάνα που προσγειώνονταν, ενώ τρώγαμε πατατάκια Ικέα και πίναμε νεράκι δροσερό.

η διαδρομή της επιστροφής ήταν το ίδιο ευχάριστη, με τον Γερμανό να τραγουδάει "ο κοσμάκης με ψωμί μόνο δε ζει.." κι εγώ να μεταφέρομαι στη Σίφνο και στη Μήλο..

σκοτείνιαζε σιγά σιγά κι όταν φτάσαμε σπίτι ήταν πλέον νύχτα.
μπήκαμε μέσα, ο Χρόνης αναστενάζοντας, εγώ φωνάζοντας στα κορίτσια:
"παιδιά, ελάτε να δείτε τι σας πήρα".
η Ελένη και το Ραφάκι ήρθαν και με απήλλαξαν από το περιττό βάρος των ψωνίων, με μεγάλη τους χαρά, ακούμπησαν τη σακούλα στο τραπέζι κι άρχισαν να βγάζουν τα πράγματα, θαυμάζοντας τις κρεμάστρες, το χρονόμετρο και τα μαξιλάρια.

όταν η Ελένη είπε "τι ειν' αυτό;" και η Ραφαηλία φώναξε "δικό μου, δικό μου" ένα καμπανάκι χτύπησε μέσα μου "γκλιν γκλιν" κι ανασηκώθηκα απο την καρέκλα που ειχα σωριαστεί για να δω: η Ελένη κρατούσε έναν ασημένιο σωλήνα ή έτσι τουλαχιστον μου φάνηκε.

"τι ειναι τούτο καλέ;" είπα με απορία.
κι ήταν αυτό:

"αν είναι δυνατόν" μουρμούρισα.
"αυτά, μόνο η μάνα σας τα κάνει" είπε ο Χρόνης.

μέσα στη βιασύνη μου, είχα βάλει και τον Επόμενο Πελάτη του Ικέα.
πάλι καλά που δεν έβαλα την ίδια την ταμία.

το πιο ωραίο;
τα παιδιά σημασία δεν δώσαν σε ό,τι τους είχα αγοράσει.
με το διαχωριστικό ξετρελλάθηκαν και του βρήκαν και θέση: πάνω στον υπολογιστή της Ραφαηλίας.

αφήστε που δεν με αφήνουν καν να το επιστρέψω..

Θέμα εμπιστοσύνης


είναι θέμα εμπιστοσύνης.

εμπιστευόμουν ανέκαθεν, εύκολα τους ανθρώπους.

φυσικά υπήρξαν φορές που έκανα λάθος.
φυσικά υπήρξαν φορές που μου την έφεραν.
όμως, δε νιώθω πως είμαι εγώ η χαμένη.

εξακολουθώ και εμπιστεύομαι το ίδιο εύκολα.
δεν μπορώ, αλλά, δεν θέλω να αλλάξω.

κι ας την πατάω.

στο τέλος της μέρας, μ' έναν μαγικό τρόπο, δεν είμαι εγώ που την έχω πατήσει.

κι αυτό φτάνει..

Η απορία


πριν τέσσερα χρόνια στο σούπερ μάρκετ.

έχω πάει με τη Ραφαηλία, έχουμε ψωνίσει και περιμένουμε τη σειρά μας στο ταμείο για να πληρώσουμε.
μπροστά μας είναι μια κυρία που περιμένει κι αυτή, έχοντας δίπλα το καλάθι της γεμάτο ψώνια.

το Ραφάκι σκύβει και παίρνει κάτι από το καλάθι της κυρίας (δεν θυμάμαι πια τι ακριβώς) κι εγώ με τη σειρά μου, το παίρνω από το χεράκι της λέγοντας "Ραφαηλία, αυτό δεν είναι δικό μας, άφησε το σε παρακαλώ" και το βάζω στη θέση του.

αλλά του μωρού μου, του έχει γυαλίσει απίστευτα αυτό το κάτι και με το που το επιστρέφω, σκύβει και το παίρνει ξανά.

ακολουθεί η ίδια παραινετική φράση "Ραφαηλία, άφησε το, δεν είναι δικό μας", εις μάτην όμως.

μετά από έξι - εφτά φορές που επαναλαμβάνεται η ίδια σκηνή, η κυρία, στρέφεται πίσω και μου λέει:
-δεν ακούει ο μικρός, ε;
-η μικρή,
κοριτσάκι είναι.

και η απορία της κυρίας:

-μα, σας άκουσα που τον φωνάζατε!
δεν είναι ο Ραφαηλίας;
........................................

Το σπουργιτάκι.


πρωί πρωί πάλι με πονοκέφαλο.
θυμώνω πολύ.
δεν του επιτρέπω να με κάνει ό,τι θέλει και να μαυρίζω και τους άλλους γύρω μου.

αρχίζω να τραγουδάω λοιπόν, μ' αυτήν την εντελώς παράφωνη φωνή που έχω κι από πίσω μου με ακολουθεί η Ραφαηλία, μουρμουρίζοντας τα δικά της.

-μωρό μου,γ ονατίζω μπροστά της
θέλεις να ξεσκονίσεις;
-ναι, ναιιιι

τίποτα δεν κάνει πιο χαρούμενο ένα παιδί, από το να του δείξεις πως το εμπιστεύεσαι.

-ωραία. πάμε στο δωμάτιο μου. εγώ θα κάνω τα τζάμια κι εσύ θα ξεσκονίσεις. εντάξει;
-εντάξει μαμά
-θα τα κάνεις πολύ καλά όμως!
-τέλεια θα τα κάνω, θα δεις!

πάμε μέσα, της δίνω το ξεσκονόπανο, παίρνω κι εγώ το azax για τα τζάμια κι αρχίζουμε να καθαρίζουμε, η Ραφαηλία με προσήλωση κι εγώ εξακολουθώντας να τραγουδάω
"μικρό σπουργίτακι μου έλα
ν' ανοίξουμε οι δυο τα φτερά
εγώ είμαι για σένα η κοπέλα
κι εσύ είσαι για μένα η χαρά"

η Ραφαηλία έχει ξεσκονίσει την τηλεόραση και συνεχίζει με το τραπεζάκι.

-Ραφάκι;
-ναι;
-τραγούδησε μαζί μου. έτσι το ξεσκόνισμα γίνεται καλύτερο!
-δεν το ξέρω αυτό το τραγούδι
-έλα, βρε, εύκολο είναι:"τσίου τσίου τσίου
ο σολίστ του κρύου
τρέμει και τινάζει τα φτερά
"
πάμε μαζί.
-εντάξει:τσίου τσίου τσίου
ο σωλήνας του κρύου...

Καλημέρα, τι κάνεις;


πριν λίγο.

φωνάζω: άντε κορίτσια θ' αργήσετε.
Ελένη: νωρίς είναι ακόμα.
Ραφάκι: καλημέρα χαρά μου
καλημέρα ζωή
καλημέρα τι κάνεις;
σ' αγαπάω πολύ..

στέκεται απέναντι μου και μου τραγουδάει.
ανοίγω τα χέρια μου κι έρχεται και μ' αγκαλιάζει.

Ραφάκι: σ' αγαπάω μαμά.
λιώνω: κι εγώ μωρό μου.
Ραφάκι: σ' αγαπάω πιο πολύ από χτες.
χαμογελώ: κι εγώ λιγότερο από αύριο.

μπλοκάρει.
στέκεται ακίνητη και το σκέφτεται.
"τι εννοείς;"
γελάω "άστο"
έρχεται η Ελένη "πάμε"

τις βγάζω στην πόρτα.
τις φιλάω και τις βλέπω να μπαίνουν στο ασανσέρ.

καλημέρα τι κάνεις
σ' αγαπάω πολύ..


πολύ αργότερα

ρωτώ: τo 'δωσες το καινούριο σου τηλέφωνο στον Πέτρο;
Ελένη: όχι ακόμα, αλλά θα του το δώσω αυριο.
απορώ: γιατί δεν το 'δωσες;
Ελένη: γιατί το ξέχασα!
κοροϊδεύω: ωραίος έρωτας..
Ελένη: τι έρωτας, αφού αυτός τα 'χει με τη Μαριλένα.
θαυμάζω: αν κρίνω από το όνομα, μια κούκλα θα 'ναι!!
Ελένη: ναι ο νάνος!
ενδιαφέρομαι: είναι κοντούλα; ξέρεις πως λέγονται οι κοντούλες; Αφροδίτη της τσέπης!
Ελένη: Αφροδίτη του κ...
αποδοκιμάζω: μμμμ, ωραίες εκφράσεις..
Ελένη: έχει και μια φωνή!
ρωτώ: τσιριχτή;
Ελένη: το αντίθετο: βαριά, σαν άντρας!
Μαρ: βρε, αυτές οι φωνές ειναι γοητευτικές. καπνίζει;
Ελένη: όχι. κάθε φορά που τη βλέπω, με χαιρετάει μ' αυτή τη φωνή "γκαλημέρα Ελένη".
αυστηρά: έλα το κοριτσάκι..
Ελένη: ξέρεις με ποιον τα 'χε πριν;
ενδιαφέρομαι: με ποιον;
Ελένη: με τον Θανάση!
με έκπληξη: τον γνωστό Θανάση;
Ελένη: ναι τον κοντό. τα νανάκια..
θυμάμαι: ο Θανάσης από μικρός όλο κοιτούσε τα κοριτσάκια. τον θυμάμαι απ' το δημοτικό.
Ελένη: θα τη σούταρε σίγουρα.
παρατηρώ: πω πω κακία.
Ελένη: δεν ειναι κακία. θα τη σούταρε και τη μάζεψε ο Πέτρος μου, που είναι φιλόζωος και μαζεύει όλα τα παρατημένα.
αποδοκιμαστικά: έλα τώρα!
Ελένη: τουλάχιστον, με την άλλη που τα είχε, τον μπάμπουρα, δε συγχυζόμουν που τους έβλεπα.
ακούω καλά; : ποιος ειναι ο μπάμπουρας;
Ελένη: η προηγούμενη.
ξανά απορώ: γιατί μπάμπουρας;
Ελένη: γιατί φοράει ένα πράσινο λαχανί μπουφάν κι είναι ολοστρόγγυλη σα μπάλα.
ξανά αποδοκιμάζω: αλλάζει συνέχεια κοπέλες αυτός;
Ελένη: όχι, μόνο φέτος.
συμβουλεύω: ε, αφού είναι αλλού, εσύ σαν καλό κορίτσι, να αφήσεις τα αγοράκια και να κοιτάξεις το διάβασμα σου.
Ελένη: σταμάτα να τα λες "αγοράκια" δεν είμαστε στο δημοτικό πια!
σηκώνεις το τηλέφωνο: "Ελενηη ένα κοριτσάκι". το κοριτσάκι ειναι δεκαοχτώ χρονών πια..
την αποπαίρνω: άντε, άντε, που θα μου κάνεις και παρατήρηση.
το μωρό φωνάζει μέσα. πάμε.
Ελένη: τώρα.
την τραβάω: σήκω καλέ! πάμε!!



να' ναι η κάθε σου μέρα
μια καινούρια αρχή
καλημέρα τι κάνεις
σ' αγαπάω πολύ..

Η Καθαρά (μας) Δευτέρα.


και του χρόνου! να είμαστε όλοι καλά και να περάσουμε μια όμορφη Καθαρά Δευτέρα, αλλά, την επόμενη φορά να πετάξουμε τον αετό!

ή στραβός είν' ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε.

εμμμ, δεν θα έπρεπε να με προϊδεάσει ο πρωινός διάλογος;

"Ελένη, θα πάρω μαζί ελιές. δε θέλεις!"
"θέλω!"
"φυσικά θέλει. Ελένη τις έκανε ο παππούς. είναι πολύ καλές"
 είπε την άποψη του ο Χρόνης, βέβαιος για την ορθότητα των λόγων του.

"βρε Χρόνη, τζάμπα θα τις κουβαλάω. αφού άλλες ελιές τρώει αυτή"

κι η Ελένη: "είναι ασιδέρωτες;"
"είναι!"
"δε μ' αρέσουν"
"το 'ξερα.."

ή κάποιο άλλο περιστατικό;

"που πας να παρκάρεις καλέ;"
 ανασηκώθηκα κι έβγαλα το κεφάλι μου έξω απ' το παράθυρο του αυτοκινήτου

δώ, δε βλέπεις; έχει χώρο"
απάντησε ο Χρόνης κοιτώντας με επιτιμητικά

"εδώ, δεν είναι πάρκινγκ!"
"ναι μωρέ, δεν είναι.."
κορόιδεψε, βέβαιος γι' άλλη μια φορά, για την ορθότητα των λόγων του!

 "κοίτα έρχονται κι οι πυροσβέστες!"
ανοίγω το παράθυρο
"φεύγουμε αμέσως. νομίζαμε πως ήταν πάρκινγκ"
 "δεν είναι" 
 ο πυροσβέστης ευγενέστατος!

ο καταλάβαμε"
χαμογέλασα σκουντώντας το Χρόνη

"εντάξει, δεν πειράζει" 
 ο πυροσβέστης εξακολουθούσε να είναι ευγενέστατος
"έλα Χρόνη, πάμε γρήγορα!"

ή στη διαδρομή του βουνού.

ανεβαίναμε, ανεβαίναμε και τελειωμό δεν είχε αυτό το μονοπάτι.
στο δρόμο βλέπαμε παρέες, μέχρι που πια δεν συναντούσαμε άνθρωπο, αλλά εμείς εκεί: ούτε σε ορειβατικό σύλλογο να ανήκαμε.

μετά από περπάτημα ώρας κι αφού φτάσαμε στην κορυφή κι αφού στρώσαμε κάτω και καθήσαμε, άνοιξε ο Χρόνης τον αετό, και ιδού η πρώτη έκπληξη: έλειπε ένα εξάρτημα.
το είχαν αφήσει τα παιδιά στο σπίτι.

-και τώρα; είπε η Ραφαηλία έτοιμη να κλάψει.
δεν έχει αετό;

στα μέσα της διαδρομής όμως, είχαμε δει έναν άλλο παρατημένο.
να απογοητεύσουμε τα παιδιά;
ποτέ!

έτσι, κατέβηκε ο Χρόνης, έφερε τον αετό, μα μέχρι να τον φέρει, σταμάτησε ο αέρας.
πήρε τους δυο αετούς η Ραφαηλία, τους έστρωσε κάτω κι έπαιζε "κουζίνα".

πήρα κι εγώ την Ελένη κι ανεβήκαμε στην κορυφή και θαυμάζαμε την Αθήνα πιάτο από κάτω και θυμόμουν αναμνήσεις από τότε που ο μπαμπάς της δεν ήταν μπαμπάς της αλλά το αγόρι μου και ήμασταν στη Σίφνο διακοπές με τη σκηνή μας κι ανεβοκατεβαίναμε τα βουνά της Σίφνου και μου ' χασε τα γυαλιά μου κι όλα ήταν τότε απίστευτα εύκολα.

κι ακούσαμε ένα "κρακ".
και λέει η Ελένη:
"αυτή θα 'ναι η Ραφαηλία, που θα 'σκισε τον αετό".

κατεβήκαμε το μονοπάτι και πήγαμε στον Χρόνη και στο Ραφάκι, που έπαιζαν δίπλα δίπλα.
δηλαδή ο Χρόνης έτρωγε και το Ραφάκι του μιλούσε.

καθησαμε κι εμείς κοντά τους, σηκώθηκε μετά από λίγο κι ένα ψυχρό αεράκι, σηκώθηκε κι ο Χρόνης να πετάξει τον αετό.
ποιον αετό;
το Ραφάκι είχε κάνει μια τρύπα να! στη μέση.

-ας το καλό! μουρμούριζα τσαντισμένη.
αυτά συμβαίνουν και σ' άλλους ή μόνο σε μας;

και το Ραφάκι να 'χει συννεφιάσει,  ο αετός... που ονειρευόταν όλη τη βδομάδα, να πετάει ψηλά στον ουρανό κι αυτή να τον κρατάει και να καμαρώνει..

σηκώθηκα και την αγκάλιασα.
-μη στεναχωριέσαι μωρό μου. την άλλη Κυριακή, σίγουρα θα τον πετάξουμε.
-αλήθεια;
-στο λόγο μου!

κι έτσι την άλλη Κυριακή, εσείς, δεν ξέρω τι θα κάνετε, εμείς πάντως θα πετάξουμε αετό.
στο βουνό ή στη θάλασσα, άγνωστο ακόμη.

κι όπως μετά κατεβαίναμε το μονοπάτι και τα κορίτσια μάζευαν αγριολούλουδα γελώντας κι έτρεχαν μπροστά μας, κάποια ομοιότητα τη βρήκα μεταξύ Υμηττού και Σίφνου.
κοίτα να δεις, πως ακόμα και τώρα, υπάρχουν φορές που όλα γίνονται, απίστευτα εύκολα..

ΥΓ
αετό μπορεί να μη πετάξαμε, αλλά πέταξε η Ραφαηλία.
τη φωτογραφία την τράβηξε η Ελένη και πιστεύω πως το παιδί αυτό, θα μπορούσε να κάνει μια χαρά καριέρα ως φωτογράφος.

Το πουλί.


μία πρόσκλησηη, μα τι πρόσκληση!!
παιχνίδι, για τα δικά μου τραγούδια της ντροπής.

και ως τραγούδια της ντροπής ορίζονται, αυτά που ακούμε, αυτά που σιγοτραγουδάμε, αυτά που μας αρέσουν, αλλά; ντρεπόμαστε και μόνο που τα ξέρουμε.

η αλήθεια είναι πως δε ντρέπομαι για κάτι που μου αρέσει, όμως, χτες βράδυ, είδα από μια διαφορετική οπτική γωνία το όλο θέμα.

ο Χρόνης διάβαζε (ως συνήθως) όταν πήγα και στάθηκα απέναντι του.

-πες μου, ποιο τραγούδι που σου αρέσει πολύ, σε κάνει να ντρέπεσαι γι' αυτό;
Χρ: ε;
-ποιο τραγούδι που σ' αρέσει σε κάνει να ντρέπεσαι λέμε!
Χρ: τι θες τώρα;
-θέλω να γράψω ένα τραγούδι που να μ' αρέσει και ταυτόχρονα να ντρέπομαι γι' αυτό, αλλά δε βρίσκω κανένα.
Χρ: όλα αυτά που τραγουδάς, σ' αρέσουν;
- βεβαίως. κι έχω μεγάλη γκάμα, εεεε;
Χρ: για κανένα δε ντρέπεσαι;
-όχι βέβαια!
Χρ: ε δεν πειράζει. ντρεπόμαστε εμείς για σένα..

για ένα λεπτό έμεινα άφωνη από αυτό το ύπουλο χτύπημα, αλλά επανήλθα τάχιστα.

-ωραία. για γίνε πιο συγκεκριμένος.
Χρ: αυτό, που 'λεγες πριν λίγο.
-ποιο καλέ; πολλά έλεγα.
Χρ: που το φώναζες;
-όλα τα φωνάζω.
Χρ: όχι κι όλα. όταν κάνεις μπάνιο, τραγουδάς τα καταθλιπτικά σου ξεψυχισμένα:
όλα σε θυμίζουν
απλά κι αγαπημέναααα..
-δεν το λέω πια αυτό.
Χρ: ναι. τώρα λες το άλλο το χαρούμενο:
φταίμε κι οι δυο
που ζούμε χώριααα..
-θα μου πεις τώρα ποιο λες ή θα μου σπάσεις τα νεύρα;
Χρ: εχμμμ, α! του Χρηστάκη!
-το πουλί; αυτό είναι Υμνος!
άκου ντρέπεσαι!

και φεύγοντας φωνάζω με την καλή μου τη φωνή:

-κι αν ντρέπεσαι, να βάλεις κόσκινο.
Αλλά, δε φταίει κανείς:
εγώ φταίω, που δέχτηκα και μπήκα στο κλουβί.
αντί, να ζήσω ελεύθερο πουλί
κι όχι κορόϊδο στο κλουβί!

άντε πάμε:

δεν θέλω μόνιμη αγκαλιά, δεν θέλω μόνιμα φιλιά
δεν θέλω έλεγχο τι κάνω και που πάω
τi ώρα γύρισα εχθές, με ποιες αλήτευα προχθές
τέτοια σκλαβιά δεν την μπορώ, δεν τη βαστάω

θα ζήσω ελεύθερο πουλί κι όχι κορόιδο στο κλουβί
για μια μονάχα θηλυκιά να κελαηδάω
θα χτίσω είκοσι φωλιές κι άμα γουστάρω αγκαλιές
από κανάρα σε κανάρα θα πετάω

ώπα!!

Θέλω


θέλω να πάμε στην Αίγινα.
να κατεβούμε στην αμμουδιά, να καθίσω στη μικρή πάνινη καρέκλα μου, με το βιβλίο και τον ζεστό μου καφέ και να μην υπάρχει ψυχή γύρω.

μέχρι να βραδιάσει.

κι ύστερα να πάμε πάνω, στο σπίτι κι όταν η νύχτα προχωρήσει και ξαπλώσουμε, να ακούγονται απέξω, μόνο οι κουκουβάγιες και οι δεκαοχτούρες.

μόνο..
(ο τρόπος, τώρα που το Ραφάκι μας είναι, δόξα τω Θεώ, καλά, είναι αυτός που θα επιθυμούσα πάρα πολύ, για να αναρρώσω κι εγώ).

Σήμερα το πρωί


σήμερα το πρωί στις οκτώμισυ:
βλέποντας τον Oράτιο στο csi
με την Ακκα να κοιμάται πάνω στο λεπτό πάπλωμα στα πόδια μου
με την άνοιξη να έχει βάλει το ένα της πόδι στο κατώφλι της ζωής μας
με τα παιδιά στο σχολείο
τον Χρόνη στη δουλειά
μ' ένα μπωλ σοκολάτα παρφέ στο χέρι
με ησυχία σ' όλο το σπίτι

ξαφνιάστηκα όταν κατάλαβα πόσο ήσυχα τελικά είναι όλα αυτά που μας κάνουν να νιώθουμε έτσι.

τουλάχιστον εμένα.

τίποτε άλλο.
αυτό μου φτάνει.