Ελένη: τα ήσυχα βράδια

..τα ήσυχα βράδια
η Αθήνα θ' ανάβει
σαν μεγάλο καράβι
που θα 'σαι μέσα κι εσύ"


ήταν η Αρλέτα το '86 και το -τότε- soundrack της ζωής με τον πατέρα σου.
είχαμε τότε το "καίκι" μια παλιά bmw, που όπως έτρεχε ακουγόταν ακριβώς σαν τα μεγάλα ψαροκάικα την ώρα που μπαίνουν στα λιμάνια.
εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν mp3's, αλλά walkman. στο walkman το "τσάι γιασεμιού", αυτός οδηγούσε, εγώ σφιγγόμουν πάνω του και το καίκι έτρεχε..

αργότερα πήγε στρατό. επισκεπτήριο, του πήγαινα στο τάπερ γεμιστά, ντομάτες και πιπεριές. έτρωγε και μετά ξάπλωνε στο παγκάκι στο στρατόπεδο: το κεφάλι του στα πόδια μου κι αποκοιμιόταν ξεθεωμένος. καθόμουν ακίνητη και χάζευα τα δέντρα, στ' αυτιά μου τ' ακουστικά με "τα ήσυχα βράδια", πιο μετά με τ' ακουστικά στο τραίνο του γυρισμού κι αργότερα στο αεροπλάνο για τη Σάμο:
"ακόμα κι αν φύγεις
για το γύρο του κόσμου"

σιγοψιθύριζα μέχρι στα όνειρα μου.

πέρασαν χρόνια από τότε.
όταν ήρθες εσύ, το καίκι το δώσαμε.
ήμασταν πια τρεις κι οι ευθύνες είχαν αλλάξει: εσύ ήσουν πλέον η μεγάλη προτεραιότητα, το κέντρο του κόσμου μας.
έτσι, το καίκι πήγε ν' αρμενίσει αλλού, με δυο ανθρώπους ξανά, ίσως και μ' έναν.

στο ντουλάπι μπήκαν και τα "ήσυχα βράδια".
σ' αυτό το μικρό ντουλαπάκι της καρδιάς, που φυλάμε τα πολύτιμα της ζωής μας.
εδώ και καιρό όμως, απ' το κλειστό ντουλαπάκι άρχισε σιγά σιγά ν' ακούγεται ολοένα και δυνατότερο το "τραγούδι της ερήμου"

το soundrack της ζωής με τον πατέρα σου, που τώρα γίνεται το soundrack της δικής μας ζωής:

"και δε θα σου λείπω
γιατί θα 'ναι η ψυχή μου
το τραγούδι της ερήμου
που θα σ' ακολουθεί"


παιδί μου

τώρα που ετοιμάζεσαι να πετάξεις, τώρα που γυρίζεις πίσω και κοιτάς
 "μπορώ;"
"ναι, μπορείς! μπορείς κόρη μου, μπορείς να φτάσεις όσο ψηλά θες, μπορείς να ξαπλώσεις στα σύννεφα, ν' ακουμπίσεις στα κύματα, να παίξεις με τον άνεμο, να μπεις απ' τ' ανοιχτό παράθυρο σπίτι ξανά, μπορείς να κάνεις αυτό που βαθιά επιθυμείς, όλα τα μπορείς"

αγάπη μου

ξέρω πως είναι δύσκολο.
όταν με κοιτάς χαμογελάω, κάνω ανόητα αστεία, τρέχω να σηκώσω ένα τηλέφωνο που δεν χτυπάει για να μη με δεις να δακρύζω, όμως..
ξέρω πως κάνεις το σωστό.
ξέρω πως είναι για καλό.

μωρό μου

ακόμα κι αν πας στην άκρη του κόσμου, δίπλα σου θα βρίσκομαι: να σου κρατάω το χέρι, να σε σκεπάζω όταν κοιμάσαι, να 'μαι εκεί μ' ένα ποτήρι νερό όταν διψάς

κόρη μου

στα βήματα σου, πάντα άπλωνα τα χέρια και σε πρόσεχα: μη πέσεις, μη σκοντάψεις, μη τρεκλίσεις.
έμαθες όχι μόνο να περπατάς, αλλά να τρέχεις, να γίνεσαι ένα με τον άνεμο
κι όπως περνούσαν τα χρόνια, έμενα πίσω σου, να σε κοιτώ και να σε καμαρώνω,

γι' αυτό, όταν απόψε έρθει η ώρα ν' αγκαλιαστούμε, να χωριστούμε, μη δώσεις σημασία αν με δεις να κλαίω: είναι που είμαι περήφανη για σένα.
για το κορίτσι μας, που πάνω απ' όλα έγινε μια υπέροχη κοπέλα,

που θα τρώει όλο της το φαί
που θα ντύνεται καλά όταν έξω κάνει κρύο
που θα καπνίζει τρία τσιγάρα μόνο, Παρασκευές και Σαββατόβραδα
που θα μπαίνει συχνά στο skype να μιλά με τη μαμά της
που θα φροντίζει να 'ναι πάντα γερή και χαρούμενη
που θα περπατά με το κεφάλι ψηλά
που δεν θ' αφήσει τη νοσταλγία να χαράξει, ούτε μια τοσοδούλα ρυτίδα στην ψυχούλα της

κι αυτό θέλουμε μόνο.

όσο για μένα, όπως τότε, έτσι και τώρα, θα χαζεύω που..

..τα ήσυχα βράδια
θα περνάει φωτισμένο
της ζωής μου το τρένο
που θα 'σαι μέσα κι εσύ"


παιδί μου..

Η παρκετέζα

καθαρίζω την αποθήκη.
σημαίνει:
"γίνεται το σύμπαν να χωράει σ' ένα δωματιάκι ένα επί τρία;"
"ε, σε μας, γίνεται!"

ανακατατάξεις.
σημαίνει:
"είχαμε τόσα πράματα, που δεν ξέραμε καν πως τα 'χαμε;"
"σαφώς!"

αποφάσεις.
σημαίνει:
"μπορώ να τα κρατήσω όλα;"
 "ΟΧΙ!"

εκπλήξεις.
σημαίνει:
"χρόνια το είχα χαμένο αυτό!" 
"τώρα που το βρήκες, πέτα το!"

καθαρίζω την αποθήκη, σημαίνει πως παίρνουν δρόμο ένα υπέροχο, καινούριο ροζ Ραφαηλένιο ποδήλατο, ένας ιονιστής που μόνο φίλτρα θέλει, γλάστρες και γλαστράκια, σιδερένιες βάσεις για γλάστρες και γλαστράκια, πορσελάνινες σαπουνοθήκες, καλαθάκια, ένα ζευγάρι πατίνια κι άλλα μικρά και μεγάλα, που μερικά απ' αυτά τα χαρίσαμε και τα υπόλοιπα τα πήρε ο Χρόνης, τα πήγε στον κάδο της ανακύκλωσης και τα 'ριξε μέσα με μια απονιά, που σου 'φερνε δάκρυα στα μάτια..

μέχρι που φτάσαμε στην παρκετέζα.
η παρκετέζα, ήταν μια παλιά hoover της μαμάς μου, η οποία εκείνα τα χρόνια, έκανε τα παρκέ να λάμπουν χωρίς καθόλου κούραση ή κόπο.
απλά, τη βάζαμε στη πρίζα, πατούσαμε το κουμπί και οι δυο δίσκοι που είχε στην κεφαλή της γύριζαν γρήγορα γρήγορα, κάνοντας σε λίγα λεπτά το ξύλο να λάμπει.
μετά το γυάλισμα, άφηνε τα πατώματα με μια μυρωδιά φρέσκου βερνικιού, θαύμα!

αυτή την παρκετέζα λοιπόν ξέθαψε ο Χρόνης κι αφού την κοίταξε καλά καλά, με ρώτησε:

"τη hoover τη θέλεις;"
"ναι!"
"καταλαβαίνω πως είσαι συναισθηματικά δεμένη με τα πράγματα της μαμάς σου, αλλά δε γίνεται να τα κρατήσουμε εφόσον δεν τα χρησιμοποιούμε! εδώ δεν χωράμε εμείς καλά καλά, πόσο μάλλον.."
"μα τη χρησιμοποιώ! πως δεν τη χρησιμοποιώ!"
"ναι, ε; και πότε τη χρησιμοποίησες τελευταία φορά;"
"προχτές!"

μας πιάσαν τα γέλια και σηκώνοντας τα χέρια, ένευσα: εντάξει, παρ' την.

βοήθησα μάλιστα να βγει απ' την αποθήκη αν και δεν το 'θελα καθόλου, όπως δεν ήθελα να δω τις σακούλες που ο άκαρδος γέμιζε με θησαυρούς!
μερικούς απ' αυτούς, πρόλαβα και τους φυγάδευσα στο πίσω μπαλκόνι κι άλλους στο μπάνιο καμουφλαρισμένους ως πράματα του jumbo.

έπειτα γύρισα κι ευσυνείδητα προσπάθησα να βοηθήσω αρχικά μεταφέροντας κι έπειτα τηλεφωνώντας σε γνωστούς για το ποδήλατο και τα παλιά παιχνίδια.

μ' αυτά και μ' αυτά, καθαρίστηκε η αποθήκη.
τώρα όλα είναι χρηστικά, συμμετρικά κι έμεινε μάλιστα χώρος για να μπαίνουν οι γάτες, ν' ανεβαίνουν στη σκάλα που είναι ακουμπισμένη στον τοίχο δίπλα στο παράθυρο και να ρεμβάζουν -με τα μουστάκια τους να τρέμουν απ' την ευχαρίστηση- στο αεράκι που μπαίνει απ' τ' ανοιγμένο τζάμι.

και τελικά, ίσως αυτό να ήταν το μεγαλύτερο όφελος του "καθαρίσαμε την αποθήκη"

επιτέλους.

Επιστροφή στο σπίτι

το Ελενάκι μάς περίμενε στο δρόμο: άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου, με τράβηξε απ' τη θέση του συνοδηγού και μ' έπνιξε στα φιλιά.
("μου έλειψες μαμά μου, μού έλειψες"
"σου έλειψα!! γιατί τότε δεν ήρθες να κάνεις διακοπές με τη δόλια μάνα; ε;; γιατί αφού σου έλειπα;"
"γκρίνιααα. ακόμα δεν ήρθες γκρίνιααα")

η Ακκα δεν με αναγνώρισε. εν καιρώ φυσικά θυμήθηκε ποια ακριβώς είμαι, αλλά τις πρώτες ώρες, με κοίταζε μ' αυτό το απλανές βλέμμα, της ηλίθιας γάτας.

η Νέλλυ -aka σκύλος- όχι μόνο με αναγνώρισε, αλλά με εκδικήθηκε δεόντως
("τρεις μήνες έλειπες; πάρε να 'χεις άκαρδη!")
και οσάκις περνούσα μπροστά της, μια άπλωνε το χέρι και με γρατζουνούσε, μια με δάγκωνε μ' αυτό το -συγκινητικά- φαφούτικο στόμα, μια νιαούριζε "εδώ είμαι" επίμονα.

το Ραφάκι πήγε -πρώτη μέρα- σχολείο
("μαμάαα, του χρόνου γυμνάσιο, ε; ανυπομονώ!!"
"θα περάσει ο χρόνος προτού καλά καλά το καταλάβεις.. και να δεις τι ωραία που θα περνάς στο γυμνάσιο: ενδιαφέροντα μαθήματα, καθηγητές, καθηγήτριες, καμμία σχέση με το δημοτικό"
"εγώ πάντως ανυπομονώ, γιατί τότε θα με αφήνεις να πηγαίνω σινεμά με τις φίλες μου")

το σπίτι μού φάνηκε παράξενα όμορφο.
μού έφτιαξα καινούρια γωνιά για διάβασμα,
καινούρια γωνιά στον Χρόνη -για το δικό του διάβασμα,
κυνήγησα  την Ελένη με σκοπό να τη βάλω να τακτοποιήσει επιτέλους τη ντουλάπα της -σιγά μη τα κατάφερνα,

έπλυνα ατέλειωτα πλυντήρια,
τακτοποίησα,
πότισα,
άπλωσα,
ξάπλωσα και άκουσα τους ήχους της πόλης
-της πόλης μου
κι ένιωσα πως το καλοκαίρι είχε πλέον τελειώσει.

γύρισα κι είναι τόσοι οι μήνες που έλειψα, που η μνήμη μου έχει βραχυκυκλώσει: στέκομαι σαν χαζή μπροστά στην καφετιέρα και προσπαθώ να θυμηθώ πως ακριβώς λειτουργεί ή κοιτάζω τα κοντρόλ και δεν θυμάμαι ποιο αντιστοιχεί σε τι.

όμως προχτές, όπως καθόμουν στον υπολογιστή και δίπλα μου ακουγόταν το γουργουρητό της ξαπλωμένης Νέλλυς -aka σκύλος- που επιτέλους μ' είχε ξανά δίπλα της και σ' αυτό το γουργουρητό ακουγόταν σχεδόν η ασφάλεια, η βαθειά χαρά, η ηρεμία της, τότε συνειδητοποίησα πως κάπως έτσι θα πρέπει να αισθάνθηκα κι εγώ μόλις βγήκαμε απ' το πλοίο και μπήκαμε στο αυτοκίνητο για την επιστροφή.

κι όσο για τον καφέ, δεν ανησυχώ διόλου:
γρήγορα θα θυμηθώ πως λειτουργεί η καφετιέρα,
ο καφές θα πέφτει όπως πρέπει στο άδειο μου φλυτζάνι
κι αυτή θα είναι μια τέλεια, μελλοντική στιγμή.

μέχρι τότε,
καλό μας φθινόπωρο
και καλό μου, υπέροχο, απόλυτα ερωτεύσιμο, καινούριο μου tattoo!

Αφρίζω - Αφρίζεις;

μεταξύ του κρόνεμπεργκ και της ανοησίας, τι επιλέγετε; τον κρόνεμπεργκ ασφαλώς..
γκρίνιαζα για δυο ώρες με το eastern promises, μέχρι που είδα την ανοησία: τη ντέμι μουρ στους joneses.

δεν είναι ότι η ντέμι μου θυμίζει απελπιστικά την ελενίτσα από το ρετιρέ.
αυτό θα μπορούσα να το παραβλέψω.
δεν είναι ότι μου είναι τόσο αντιπαθής όσο τα κουφώματα αλουμινίου.
κι αυτό θα μπορούσα να το παραβλέψω.
δύσκολο αλλά όχι αδύνατο.

είναι ο αφόρητος συνδυασμός της ελενίτσας και των κουφωμάτων που με χτυπάει κατακέφαλα, έτσι, που με κάνει σχεδόν να αφρίζω.

παρόμοια άφρισα και με το dune - κι άφριζα για μια βδομάδα ολόκληρη μέχρι να το τελειώσω
έπειτα άρχισα τον Θόλο, τον Δεινόσαυρο -νύσταξα λίγο
κι ο Εκο στα μισά της Πράγας του, έγινε ακατανόητος.

αναρωτιέμαι όμως κατά βάθος, αν τελικά, όλα είναι θέμα εποχής.
αναρωτιέμαι αν θα 'μουν και σήμερα γοητευμένη με το week end και τον γκοντάρ
αν θα 'βλεπα ξανά Μπέργκμαν μέχρι τελικής πτώσης, αν θα ερωτευόμουν γι' άλλη μια φορά, τον αφρό των ημερών
αν θα διάβαζα ξανά και ξανά Χένρυ Τζαίημς κι αν η κάθε ανάγνωση έφερνε κι άλλες κρυφές πτυχές στο φώς

και καταλήγω πως ίσως ναι, ίσως όχι.

όπως και να 'χει πάντως, τα κουφώματα αλουμινίου, θα τα μισούσα πάντα.
αυτό είναι το μόνο σίγουρο..






υγ
 το σύμβολο του απείρου, είναι το tattoo που αποφάσισα να κάνω.
στον αριστερό μου καρπό, στη δεξιά μεριά του καρπού.
το άπειρο.
πάντα.
τι καλύτερο από δαύτο;