το σαββατοκύριακο
ήρθε και πέρασε γρήγορα.
πολύ γρήγορα.
όπως πάντα.
τι κάναμε
τι δεν κάναμε
τι θα ήθελα να κάνουμε
σάββατο το πρωί, η Ελένη κι εγώ, συναντήσαμε την una mama
και την Γκέλυ.
με την una mama
μιλάμε στα blogs σχεδόν από τότε που πρωτοξεκινήσαμε, γνωρίσαμε και την κορούλα τηςλ
με το που την είδα (τη μικρή), ένιωσα τέτοια συμπάθεια, που άπλωσα το χέρι μου και της χάιδεψα τα μαλλιά, χειρονομία, που έκανε την Ελένη
να μου πει κοφτά:
"μη της πιάνεις τα μαλλιά, της τα λαδώνεις!"
μετά, είπα χαζεύοντας τον Καλατράβα "καλέ, κοιτάχτε μια ωραία κούνια!"
νομίζοντας ότι αποτελεί εφέ κάποιου λούνα παρκ και η una με ρώτησε:
"τον Καλατράβα λες κούνια;"
ήταν όμορφα.
ακόμα καλύτερα: ήταν άνετα.
δεν υπήρξε αμηχανία, τα κορίτσια μιλούσαν μεταξύ τους κι αντάλασσαν msn, εμεις πίναμε τον καφέ μας και λέγαμε (σχεδόν) ταυτόχρονα τα νέα μας.
έπειτα τα κορίτσια έφυγαν κι η Ελένη κι εγώ περιδιαβαίναμε στο mall μέχρι να έρθει ο Χρόνης να μας μαζέψει.
την υπόλοιπη τραυματική εμπειρία θα σας την πω στα γρήγορα:
ο Χρόνης ήρθε, πάρκαρε στο γκαράζ και μας περίμενε, εμείς χαθήκαμε στο γκαράζ και τον ψάχναμε σαν τις τρελλές κόρες, για καλη μας τύχη μετά από τρία τέταρτα τον βρήκαμε και μετά μπλοκάραμε την έξοδο με το λάθος εισιτήριο που είχε βγάλει ο Χρόνης, αυτός πήγε να βγάλει καινούριο και μένα μου την έπεσε η Ασφάλεια από το μεγάφωνο, δίνοντας μου κοφτές διαταγές του τύπου " δεν ξέρετε να οδηγείτεεεε; πάρτε το αυτοκίνητο σας από κει, εμποδίζετε την έξοδο" και γώ έτοιμη ήμουν να απολογηθώ στην ασώματη φωνή, πως, ναι, ήθελα να μάθω να οδηγώ στα δεκαοχτώ μου, αλλά η μαμά μου δεν μ' άφηνε γιατί φοβότανε τ' αυτοκίνητα κι έτσι έφτασα στα πενήντα μου να μην ξέρω που ειναι το αμπραγιαζ και κυρίως ΤΙ είναι το αμπραγιάζ.
όμως, στο βάθος του τούνελ φάνηκε ο Χρόνης που ανέβαινε με την ησυχία του την ανηφορίτσα προς την έξοδο κι αφού φώναξα "έρχεται καλέ, έρχεται" μπήκα στ' αυτοκίνητο, έβαλα τη ζώνη και περίμενα να την κάνουμε στα γρήγορα.
στα πολύ γρήγορα.
το Σάββατο μίλησα αρκετά στο τηλέφωνο με αγαπημένη φίλη.
μιλήσαμε και μιλήσαμε και μιλήσαμε και ήμουν ευτυχής, γιατί λόγω ίωσης, μου είχε πολύ λείψει και είχαμε ένα σωρό νέα (και παλιά) να ανταλάξουμε.
στη διάρκεια του τηλεφωνήματος, έβαλα πλυντήριο, ετοίμασα το βραδυνό, τακτοποίησα τα πλυμένα και καθάρισα τον νιπτήρα.
την Κυριακή πήγαμε βόλτα στην παραλία.
μαζέψαμε βοτσαλάκια, αναπνεύσαμε βαθιά τον θαλασσινό αέρα, το Ραφάκι μας βρήκε κι έναν μικρό αστερία που είχε πετάξει η θάλασσσα.
τον πήραμε και τον βάλαμε στο αυτοκίνητο, δίπλα σ' έναν μεγαλύτερο που είχαμε βρει στο ίδιο μέρος.
το Ραφάκι τον τακτοποίησε προσεκτικά και μετά γύρισε και είπε στον Χρόνη:
μπαμπά, κοίτα μη το σανιδώσεις!
έκπληκτοι κοιταχτήκαμε με τον Χρόνη, αυτό το παιδί, που πάει και τις ψωνίζει τέτοιες εκφράσεις αρα γε;
-γιατί αν το σανιδώσεις θα πέσουν οι αστερίες!
και η Κυριακή έκλεισε με την Αμελί.
τραύμα.
μεγάλο.
δε φταίει που η Αμελί είναι αλλόκοτη σαν φάτσα.
δε φταίει που χώνει την περίεργη μύτη της παντού.
δε φταίει που κάνει ανοησίες.
φταίει που είναι τόσο η ίδια όσο και η ταινία απίστευτα σαχλή.
τόσο σαχλή, που δεν μπόρεσα να κοιμηθώ από τα νεύρα.
τόσο σαχλή, που ο γύψινος νάνος που συμπρωταγωνιστούσε έπαιζε καλύτερα από δαύτην.
τόσο σαχλή που δεν είδα το τέλος της ταινίας.
στις δύο έκλεισα το dvd σιχτιρίζοντας.
όμως θυμήθηκα τη συνάντηση μου με τα κορίτσια στο mall, το τηλεφώνημα με την καλή μου φίλη και τους αστερίες της Ραφαηλίας και χαμογέλασα.
ευχαριστημένη.
ήταν τα ζύγια που ισορροπούσαν στον Απολογισμό του Σαββατοκύριακου.
κι έκαναν να βαραίνουν τα καλά, τόσο, που η ασώματη φωνή, η Αμελί κι άλλα δυο - τρία χαζά γύριζαν στην απλή, κανονική τους διάσταση: αυτή του ασημάντου.
καλή βδομάδα να 'χουμε λοιπόν.
και όλοι εσείς οι οδηγοί, είπαμε, ε; Να μη το σανιδώνετε.
αλλιώς, οι αστερίες θα σας πέσουν κάτω.
κι άντε μετά να ψάχνετε, να βρείτε ζύγια..