χτες βράδυ, δύο καλεσμένοι ήρθαν στα γενέθλια μου.
ο ένας ήταν ο αδερφός μου. η άλλη η κουμπάρα μου.
η Ραφαηλία, η οποία κάθε πέντε λεπτά, ρωτούσε:
-εγώ θα σβύσω το κεράκι, ε μαμά;
-ναι μωρό μου.
-πρώτα εγώ και μετά εσύ, ε;
-ναι μωρό μου.
-αν δεν θέλεις να το σβύσεις εσύ, δεν πειράζει. ξαναφυσάω εγώ για σένα.
-καλά μωρό μου.
η Ελένη, η οποία εκείνη την ώρα βρήκε να κάνει ένα "σοβαρό τηλεφώνημα".
όταν τη φώναξα μουρμούρισε δυσαρεστημένη:
-τι θέλεις;
-κάθησε καλέ μαζί μας.
-σε λίγο. τώρα μιλάω για κάτι σοβαρό.
την ξαναφώναξα μετά από δέκα λεπτά και τη ρώτησα:
-για την κατάληψη μιλάτε παιδί μου;
-όχι μαμά. για κάτι άλλο.
-μα τι συμβαίνει επιτέλους; να ανησυχήσω;
-για τις διακοπές λέμε. όταν τελειώσουμε το σχολείο, το καλοκαίρι.
ο Χρόνης, ο οποίος, είχε βρει ένα κεφάτο θέμα για συζήτηση, σχετικά με το νερό που χρειάζεται η μηχανή του αυτοκινήτου και το λάδι (που χρειάζεται η μηχανή του αυτοκινήτου) και το ότι δε μπορείς να έχεις ειδικό σκουπάκι για να καθαρίζεις το εσωτερικό του αυτοκινήτου (γιατί πιάνει χώρο) κι ότι στην ηλικία του δεν μετράει αυτός τον αέρα (στα λάστιχα του αυτοκινήτου), αλλά βάζει το παιδί στο βενζινάδικο να το κάνει (γιατί ό,τι μπορεί αυτός να αποφύγει, θα το αποφύγει, αααα, αυτά τα έκανε ο ίδιος όταν ήταν νέος, τώρα του τελείωσε).
το κλού της βραδιάς ήταν η τούρτα.
που την πήραμε από τη Δωδώνη (πολύ μας αρέσει η Δωδώνη εμάς. η Δωδώνη κι ο Τσίρος).
στείλαμε λοιπόν την Ελένη να πάρει τούρτα καραμέλα.
ο υπάλληλος της είπε, πως είχε μεν τούρτα καραμέλα, αλλά ήταν στον ψύκτη καθότι το κανονικό ψυγείο είχε χαλάσει.
η Ελένη την πήρε την τούρτα.
και η τούρτα ήταν εξαιρετική.
σήμερα. γιατί χτες ήταν παγωμένη και ίσα που κοβότανε.
η καραμέλα ήταν λίγο πικρή, αλλά ο αδερφός μου, υπέρμαχος της πικρίλας μας τόνιζε πως:
"στη φύση υπάρχουν οι εξης γεύσεις: η γλυκειά, η ξινή, η πικρή κι η αλμυρή. κι εμεις έχουμε εξαφανίσει την πικρή, που κάνει παρα πολύ καλό. αδυνατίζει..." και δεν θυμάμαι τι άλλο κάνει, στο "αδυνατίζει" κόλλησα.
βρε λες;
μπαααα..
ο ένας ήταν ο αδερφός μου. η άλλη η κουμπάρα μου.
δεν θα επεκταθώ στη βραδιά των γενεθλίων, ούτε για το πως ήμουν σωριασμένη στην πολυθρόνα, ούτε για τις υποδείξεις που είχα για τον καθένα, τύπου "τα τετράγωνα κουταλάκια είναι του παγωτού, βάλε τα άλλα", ούτε για τις ανόητες απαντήσεις τύπου "γιατί, τα τετράγωνα δε χωράνε στο στόμα;", αλλά θα σας "πω" λίγα απ' όλη τη βραδιά, να δείτε τι τράβηξα η γυναίκα.
και δεν ήταν μόνο ένας ο ένοχος, αλλά όλοι.
ανεξαιρέτως.
και δεν ήταν μόνο ένας ο ένοχος, αλλά όλοι.
ανεξαιρέτως.
ο αδερφός, ο οποίος με το που μπήκε μου είπε:
-θυμάσαι καθόλου το τραγούδι του Ζαμπέτα "ο πενηντάρης";
-εεε, λίγο, κάτι θυμάμαι
-"όταν έφτανες πενήντα
-θυμάσαι καθόλου το τραγούδι του Ζαμπέτα "ο πενηντάρης";
-εεε, λίγο, κάτι θυμάμαι
-"όταν έφτανες πενήντα
στην παλιά την εποχή
σου φωνάζαν όλοι "γέρο,
σου φωνάζαν όλοι "γέρο,
άντε και καλή ψυχή".
-με υποχρέωσες!
-χαχχχχ τώρα τη σύγχυσες τη μαμά! συνήθως λέει "με υπερχρέωσες" σαν αυτή την ηλίθια διαφήμιση. μπράβο θείε!
-με υποχρέωσες!
-χαχχχχ τώρα τη σύγχυσες τη μαμά! συνήθως λέει "με υπερχρέωσες" σαν αυτή την ηλίθια διαφήμιση. μπράβο θείε!
η κουμπάρα μου, η οποία σταθερά κάθε δέκα λεπτά, έλεγε:
-πω πω, αρρώστησες και δεν ήρθε η φιλενάδα σου! πω πω, πω πω!!
λες και αφ' ενός επίτηδες το έκανα και αρρώστησα, αφ' ετέρου, καμμία σημασία δεν είχε που εγώ καιγόμουν, σημασία είχε πως η κουμπάρα είχε φτιαχτεί να δει τη φίλη μου!
-πω πω, αρρώστησες και δεν ήρθε η φιλενάδα σου! πω πω, πω πω!!
λες και αφ' ενός επίτηδες το έκανα και αρρώστησα, αφ' ετέρου, καμμία σημασία δεν είχε που εγώ καιγόμουν, σημασία είχε πως η κουμπάρα είχε φτιαχτεί να δει τη φίλη μου!
η Ραφαηλία, η οποία κάθε πέντε λεπτά, ρωτούσε:
-εγώ θα σβύσω το κεράκι, ε μαμά;
-ναι μωρό μου.
-πρώτα εγώ και μετά εσύ, ε;
-ναι μωρό μου.
-αν δεν θέλεις να το σβύσεις εσύ, δεν πειράζει. ξαναφυσάω εγώ για σένα.
-καλά μωρό μου.
η Ελένη, η οποία εκείνη την ώρα βρήκε να κάνει ένα "σοβαρό τηλεφώνημα".
όταν τη φώναξα μουρμούρισε δυσαρεστημένη:
-τι θέλεις;
-κάθησε καλέ μαζί μας.
-σε λίγο. τώρα μιλάω για κάτι σοβαρό.
την ξαναφώναξα μετά από δέκα λεπτά και τη ρώτησα:
-για την κατάληψη μιλάτε παιδί μου;
-όχι μαμά. για κάτι άλλο.
-μα τι συμβαίνει επιτέλους; να ανησυχήσω;
-για τις διακοπές λέμε. όταν τελειώσουμε το σχολείο, το καλοκαίρι.
ο Χρόνης, ο οποίος, είχε βρει ένα κεφάτο θέμα για συζήτηση, σχετικά με το νερό που χρειάζεται η μηχανή του αυτοκινήτου και το λάδι (που χρειάζεται η μηχανή του αυτοκινήτου) και το ότι δε μπορείς να έχεις ειδικό σκουπάκι για να καθαρίζεις το εσωτερικό του αυτοκινήτου (γιατί πιάνει χώρο) κι ότι στην ηλικία του δεν μετράει αυτός τον αέρα (στα λάστιχα του αυτοκινήτου), αλλά βάζει το παιδί στο βενζινάδικο να το κάνει (γιατί ό,τι μπορεί αυτός να αποφύγει, θα το αποφύγει, αααα, αυτά τα έκανε ο ίδιος όταν ήταν νέος, τώρα του τελείωσε).
το κλού της βραδιάς ήταν η τούρτα.
που την πήραμε από τη Δωδώνη (πολύ μας αρέσει η Δωδώνη εμάς. η Δωδώνη κι ο Τσίρος).
στείλαμε λοιπόν την Ελένη να πάρει τούρτα καραμέλα.
ο υπάλληλος της είπε, πως είχε μεν τούρτα καραμέλα, αλλά ήταν στον ψύκτη καθότι το κανονικό ψυγείο είχε χαλάσει.
η Ελένη την πήρε την τούρτα.
και η τούρτα ήταν εξαιρετική.
σήμερα. γιατί χτες ήταν παγωμένη και ίσα που κοβότανε.
η καραμέλα ήταν λίγο πικρή, αλλά ο αδερφός μου, υπέρμαχος της πικρίλας μας τόνιζε πως:
"στη φύση υπάρχουν οι εξης γεύσεις: η γλυκειά, η ξινή, η πικρή κι η αλμυρή. κι εμεις έχουμε εξαφανίσει την πικρή, που κάνει παρα πολύ καλό. αδυνατίζει..." και δεν θυμάμαι τι άλλο κάνει, στο "αδυνατίζει" κόλλησα.
κάποια στιγμή ένιωσα απίστευτα κουρασμένη και σύρθηκα μέχρι το κρεββάτι μου.
οι υπόλοιποι ετοιμάστηκαν να φύγουν.
η κουμπάρα γιατί ήθελε να δει το "δέκα" (που δεν είναι η ταινία, έμαθα πως έχει βγει και σήριαλ), ο αδερφός μου γιατί είχε δουλειά.
οι υπόλοιποι ετοιμάστηκαν να φύγουν.
η κουμπάρα γιατί ήθελε να δει το "δέκα" (που δεν είναι η ταινία, έμαθα πως έχει βγει και σήριαλ), ο αδερφός μου γιατί είχε δουλειά.
πρώτα έφυγε η κουμπάρα, αφού μου ευχήθηκε "και του χρόνου, πολύχρονη, περαστικά", μισοτρέχοντας για να προλάβει να δει το δέκα (που σας είπα, δεν είναι η ταινία. αλλιώς θα μ' έκανε πολύ να ανησυχήσω η εμμονή της κουμπάρας να δει τα κοτσιδάκια της Μπο Ντέρεκ..
μετά από λίγο ετοιμάστηκε κι ο Δημήτρης, που αφού μου έδωσε το δώρο μου (το οποίο πρόκειται πάντα περί χρηματικού ποσού, ακολουθούμενου από τη φράση "πάρε ό,τι σου αρέσει" και πολύ μου αρέσει όντως το συγκεκριμένο δώρο) μου είπε:
-θυμήθηκα και το υπόλοιπο.
-ποιο υπόλοιπο;
-όταν έπιανες πενήντα
-θυμήθηκα και το υπόλοιπο.
-ποιο υπόλοιπο;
-όταν έπιανες πενήντα
μια φορά κι ένα καιρό
ήθελες δυο νοσοκόμες
κι ένα μόνιμο γιατρό..
βρε λες;
μπαααα..