Jurassic Park


χτες βράδυ, είχα μία από τις συνηθισμένες μου κρίσεις προσωπικότητας.

καθότι (όπως έχουν ήδη διαπιστώσει όσοι με γνωρίζουν αρκετά καλά) εντός μου, κατοικούν δύο κυρίες:
η άνετη και χαλαρή Μαριλένα 1, η οποία με μια κομψή κίνηση του κεφαλιού της αναθέτει σε όποιον από την οικογένεια έχει την ατυχία να βρίσκεται τη συγκεκριμένη στιγμή κοντά της, μια δουλειά του σπιτιού και
η τρελλή νοικοκυρά Μαριλένα 2, που την πιάνει κρίση νοικοκυροσύνης, πάντα, μετά τις έντεκα το βράδυ.

λίγο πριν τα μεσάνυχτα λοιπόν, οργώνω το σπίτι με το γυάλινο βλέμμα ενός γνήσια τρελλού και ξεσκονίζω, καθαρίζω, μετακομίζω, τακτοποιώ, αποθηκεύω, φτιάχνω στοίβες με πράγματα που θέλω να χαρίσω, οργανώνω ντουλάπες και σιφονιέρες, φτιάχνω λίστες υποχρεωτικών εργασιών όλων ανεξαιρέτως των μελών της οικογένειας (που οφείλουν να τις κάνουν αν θέλουν να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο) και άλλα του ιδίου ύφους.

χτες βράδυ, ξεκίνησα την επιθεώρηση μου από το δωμάτιο των παιδιών.

η Ραφαηλία (φυσικά) κοιμόταν ενώ η Ελένη με ακολουθούσε κατά πόδας με την αγωνία ζωγραφισμένη έντονη στο πρόσωπο της.

προσπέρασα βιαστικά τα αυριανά τους ρούχα που κρέμονταν έτοιμα να φορεθούν την επομένη το πρωί, έσκυψα κάτω από τα γραφεία τους μουγκρίζοντας δυσαρεστημένη από τη θέα των μολυβιών και των μικροπαιχνιδιών που ήταν αραδιασμένα στο χαλί και σηκώθηκα, σαρώνοντας το υπόλοιπο δωμάτιο στο λεπτό.

και τότε ΤΟΝ ΕΙΔΑ!
ακριβώς πάνω από το κουτί που τυλίγεται το ρολό της μπαλκονόπορτας ένας μεγάλος δεινόσαυρος, όπου πάνω του σωριάζονταν όλη η σκόνη των χιλιετιών που μεσολάβησαν από την εξαφάνιση του, μέχρι να εύρει τον δρόμο να σκαρφαλώσει και να αναπαυθεί πάνω στο κουτί του ρολό!

γύρισα και κοίταξα την Ελένη:
-δε μου λες, μήπως θυμάσαι πόσους ακριβώς μήνες σου λέω να κατεβάσεις αυτό το απολίθωμα και να το καθαρίσεις; ρώτησα με ιδιαίτερα γλυκειά φωνή.
-μμμμ, ναι, καλά μαμά, θα το κάνω αύριο οπωσδήποτε, απάντησε το μωρό μου ελαφρώς φρικαρισμένο.
-όχι αγάπη μου, δεν θα το κάνεις αύριο..
-εντάξει, μου χαμογέλασε το αθώο παιδί. θα το κάνω το Σαββατοκύριακο.
-τώρα θα το κάνεις βρε!! που θα μου πεις το Σαββατοκύριακο! σιγά μη το κάνεις τα Χριστούγεννα. 'ή καλύτερα το καλοκαίρι. τι λές; να το αφήσουμε για το καλοκαίρι καλύτερα;;
-τώρα; να βάλω τη σκάλα να το κατεβάσω τώρα;
-ακριβώς! μήπως έχεις αντίρρηση;

δεν είπε τίποτα. πήγε κι έφερε τη σκάλα, ανέβηκε στα γρήγορα και κατέβασε τον δεινόσαυρο.

της τον τράβηξα στην κυριολεξία από τα χέρια και έτρεξα στο μπάνιο, όπου τον έπλυνα και τον έπλυνα και τον έπλυνα μέχρι να φύγει όλη η αστρική σκόνη από πάνω του.
έπειτα, τράβηξα την κουρτίνα και τον άφησα στη μπανιέρα να στεγνώνει.

τρεις ώρες μετά το σπίτι ήταν ήσυχο.
όλοι κοιμόντουσαν, μέχρι κι οι γάτες είχαν κουραστεί να παίζουν ποδόσφαιρο με τις τρελλόμπαλες της Ραφαηλίας και γουργούριζαν ήσυχες.
η μια στην πλάτη της Ελένης (που γι' αυτό το λόγο κοιμάται πάντα μπρούμυτα) κι η άλλη στο καλάθι της στο διάδρομο.

εγώ, έβλεπα law and order.
τελείωσε το law και πήγα στο μπάνιο να πλύνω τα δόντια μου: το law πάντα μου προκαλεί συγκινησιακό πρόβλημα και το βλέπω έχοντας δίπλα μου απόθεμα σοκολατών.

τράβηξα την κουρτίνα της μπανιέρας (η κλειστή κουρτίνα με παραπέμπει στο Ψυχώ και στη Λάμψη) για το βράδυ.

και στη μπανιέρα μέσα βρισκόταν μια τεράστια πράσινη σαύρα.

κι εγώ ήμουν ολομόναχη στο μπάνιο.

κι η σαύρα μου χαμογέλασε.

κι εγώ έπεσα στο δάπεδο.

και τότε, σε μια στιγμή απίστευτης διαύγειας, κατάλαβα πως ο Hitchcock, ο Kubrick κι ο Spielberg, εκδικήθηκαν κι οι τρεις μαζί την τρελλή νοικοκυρά, χτες το βράδυ στο Παγκράτι στις τρεις η ώρα το χάραμα..

η μαμά τους προφανώς, ποτέ δεν θα καθάριζε μετά τις έντεκα το βράδυ...

Cut