Γιόλα Π. (συμμαθήτρια και φίλη)

η σκόνη του χρόνου που στροβιλίζεται,
η σκόνη του χρόνου που  κάθεται στα μαλλιά και στην καρδιά μας,
η σκόνη του χρόνου που μας σκεπάζει σιγά σιγά
και την αποτινάζουμε σε κάθε -ξαφνική μας- θύμηση.

καλό ταξίδι..

Η ζωή στην εξοχή

η ζωή στην εξοχή είναι ήσυχη.
η ζωή στην εξοχή είναι ξένοιαστη.
η ζωή στην εξοχή απλά κυλάει.
και νιώθω -παράξενα- καλά γι' αυτό..

διαβάζω πολύ
-Τόλκιν και Ντίκενς και ίσως λίγο Μπάρκερ-
βλέπω ατέλειωτα σειρές
-It's always sunny in philadelphia και
alias και
law and order-
που και που κάποια ταινία
-stranger than fiction και
next stop wonderland και
fargo-
κολυμπάμε
μαγειρεύω
πλένω με μια ολοένα αυξανόμενη εμμονή κάθε πιάτο που λερώνεται εκείνη ακριβώς τη στιγμή που θα λερωθεί
ακούμε μουσική, μα τραγουδάμε κιόλας
-riders on the storm και
hey soul sister και
χαρά στον έλληνα που ελληνοξεχνά-
και μετά τις επτά το απόγευμα, βγαίνω σαν τον κούκο κάθε μία ώρα, και φωνάζω
"Ραφαηλίαααα"

σιωπή

"Ραφαηλίαααα"

από μακριά ακούγεται μια φωνή:
"τιιι;"

"δε λένε "τι"!! "ορίστε" λένε"
"ορίστεεε"
"δε σε θέλω κάτι. απλά να δω που είσαι"
"καλά"

στις δέκα μαζεύεται.
κόκκινη, ιδρωμένη, λαχανιασμένη

"μα γιατί μαμά από τώρα;"
"δέκα είναι η ώρα βρε μωρό!"
"μα τα παιδιά ακόμα παίζουν.."
"αυτά μπορεί να παίζουν μέχρι αύριο"
"μα.."
"δεν έχει "μα" και "ξεμά" κανόνισε να τσακωθούμε!"

μουτρώνει για λίγο.
σε πέντε λεπτά όμως, έχει κιόλας ξεχαστεί..

τα πεύκα δίπλα και γύρω και πάνω μας υψώνονται μέχρι τον ουρανό σχεδόν
-και στο πιο κοντινό, η κούνια κρέμεται με χοντρό σκοινί, δίπλα της η αιώρα-
τα τζιτζίκια τζτζτζτζ από τις έξι το χάραμα
το Ραφάκι στον ύπνο του μουρμουράει κι απλώνει το χέρι, μ' αγγίζει και κοιμάται βαθύτερα
την κοιτάζω, τι να ονειρεύεται;
πατητές
και κρυφτό
και φιδάκι και μονόπολη
και πολύ τρέξιμο στην κατηφόρα.

η ζωή στην εξοχή κυλάει τόσο ήσυχα, που θα μπορούσα να μείνουμε για μέρες και μέρες και μέρες ακόμα.
..................................................

όμως έχω τη βεβαιότητα,
πως το σπίτι μας στην Αθήνα
αναστενάζοντας, με υπομονή τα βράδυα
-μας περιμένει..

Δέκα και Εκατόν Δέκα Χρόνια Καλά!

δέκα χρόνια..

δέκα χρόνια αγάπης
γέλιου
χαράς

δέκα χρόνια με πολλές στιγμές ευτυχίας

δέκα χρόνια με φορές που κοιμάσαι με μούτρα
ή με ώρες που περνάς θυμωμένη μαζί μου
-μέχρι που έρχεσαι ντροπαλά και ρωτάς "φίλες;"

δέκα χρόνια, που κάθε τους λεπτό καμαρώνω για σένα
δέκα χρόνια κιόλας..

τα πρώτα δέκα χρόνια της ζωής σου, κλείνεις σήμερα
καλό μου, να τα εκατοστήσεις

πάντα στο δρόμο του Θεού να βρίσκεσαι καρδιά μου
πάντα γερό και δυνατό μωρό μου να είσαι
πάντα του κόσμου τα καλά και τα όμορφα χαμόγελα, να ξημερώνουνε κάθε πρωί
για σένα!

Χρόνια Πολλά
Χρόνια Ευλογημένα να έρθουν στη ζωή σου

παιδί μου..




(κι ακόμα όταν γυρίζω και σε βλέπω ξαφνικά, αναρωτιέμαι που τάχα πήγε το μωρό που μέχρι χτες, κοιμόταν ήσυχα στην αγκαλιά μου..
και μ' έκπληξη θαυμάζω το πόσο γρήγορα ψηλώνεις και μεγαλώνεις και κατανοείς
και
 -πράγμα που μου φαίνεται απίθανο κι όμως συμβαίνει-
κάθε μέρα να σ' αγαπάω, ακόμα πιο πολύ

Erich Maria Remarque: Drei Kameraden

λίγες μέρες πριν, έφυγε ο Χρόνης. η άδεια τέλειωσε κι άρχισε η δουλειά.
τις πρώτες ώρες ήμουν σαν τον ανάπηρο -κι αυτό πολύ με παραξένεψε.
έπειτα συνειδητοποίησα, πως ο Χρόνης είναι ο σύντροφος μου και το παράξενο θα ήταν να μην ένιωθα έτσι.
ο σύντροφος τύπου Ρεμάρκ λοιπόν, μάζεψε τα πράγματα του, τα τακτοποίησε σ' ένα σακ βουαγιάζ και μ' αποχαιρέτησε.

τα κορίτσια είχαν ήδη κατέβει για μπάνιο κι έτσι ήμουν μόνη στη βεράντα και τον κοίταζα να κατηφορίζει το δρόμο για το καράβι, μέχρι που έστριψε στη γωνιά και χάθηκε.

τότε ήταν που ένιωσα την αναπηρία.

την άλλη μέρα μουρμούριζα σαν τον Αντλερ, ταυτόχρονα αναλύοντας και κάνοντας τις δουλειές του σπιτιού.
η Ελένη που είχε στραβοκοιμηθεί, παραπονιόταν σταθερά ανά δεκάλεπτο "η μέση μου, μ' έχει πεθάνει η μέση μου"
το Ραφάκι έπαιζε στην αιώρα με κούκλες, κούκλους και πευκοβελόνες, τραγουδώντας και μιλώντας στις Μπάρμπες και στους Μπάρμπους της
κι ήταν απλά, η "άλλη μέρα".

το απόγευμα, κάνοντας καφέ αναστέναξα: δεν αντέχω πια, όλα μόνη μου τα κάνω! ούτ' ένα χαμόγελο δε βρίσκω έτοιμο, ούτ' ένα καφεδάκι, με πονάει και το χέρι μου..
κι η Ελένη ακούγοντας με, παραπονέθηκε για μια ακόμα φορά: μήπως νομίζεις πως εγώ είμαι καλά; με πεθαίνει η μέση μου!

και το Ραφάκι που τόση ώρα σώπαινε, μας κοίταξε και είπε: "κι εγώ χάλια είμαι.."
"γιατί μωρό μου;"
ανησύχησα
 "τι έγινε μπεμπέ;"
θορυβήθηκε η Ελένη

"χάλια είμαι, χάλια! αφού ακούω συνέχεια και τις δυο σας κορίτσια να παραπονιέστε και  να γκρινιάζετε, χάλια με κάνετε, χάλια"
................................

ο Χρόνης έρχεται τις Παρασκευές.
στρώνουμε καθαρά σεντόνια και σκουπίζουμε το σπίτι απ' την άμμο περιμένοντας όχι την επιστροφή του ασώτου, αλλά την επιστροφή του συντρόφου.

η Ελένη θα φύγει σε λίγες μέρες, όχι για Μύκονο και Σαντορίνη, αλλά για Μύκονο και Κεφαλονιά.
θα γυρίσει όμως ξανά, μέχρι να έρθει η ώρα να μας αποχαιρετήσει πάλι..
όχι για πιο καθαρές ακρογιαλιές, αλλά για πιο χορευτικά βράδυα.

το Ραφάκι κι εγώ, είμαστε οι μόνες σταθερές του Αυγούστου.
εμείς και τα κινητά της οικογένειας που έγιναν πια γουόκι τόκι!
.............................

αυτό τον όμορφο μήνα Αύγουστο, που κάθε του μέρα, είναι μια "άλλη" μέρα