Ελπίζω


"μαμά, δες! σου στέλνω φωτογραφία"

έμεινα να κοιτάζω την οθόνη:
το Ραφάκι στην κούνια να αιωρείται στον ίδιο ρυθμό που ονειρεύομαι..

"πόσο μεγάλωσες!" ψιθύρισα
και μετά δυνατά "σίγουρα θα μ' έχεις περάσει στο ύψος, ε μωρό;"
γέλασε.

ψήλωσε και μεγάλωσε όμως το γέλιο της παρέμεινε το ίδιο: ρυάκια που κατρακυλάνε μ' ασημένιο ήχο, νερό που τραγουδάει κυλώντας.

"ναι, μαμά! ουου! σ' έχω περάσειιι! θα δεις!"

θα δω, πως δε θα δω!

ετοίμασα αποσκευές.
μουσικές, ταινίες
φόρτωσα το nook με τα βιβλία του καλοκαιριού
πήρα γυαλιά: μακριά, κοντά, ηλίου
κι άρχισα να αποχαιρετώ το σπίτι
το σπίτι μας.

"ελπίζω σε χαμόγελα" είχε τραγουδήσει κάποτε ο Λάκης μαζί με τους φίλους του
"ελπίζω" σιγοτραγουδούσα σήμερα κι εγώ
ρίχνοντας στη βαλίτσα ό,τι εύρισκα μπροστά μου
-καρτ ποστάλ της περασμένης εφηβείας μου κυρίως-
ενώ κοιτούσα τη φωτογραφία της Ραφαηλίας στην κούνια.

"ελπίζω σε χαμόγελα, σε πρόσωπα, ελπίζω σ’ ανώτερες ψυχές
σε καθαρά μυαλά, σε μένα, σε σένα αληθινά ελπίζω"

κι ήταν η ελπίδα, που για άλλη μια φορά μ' έκανε να ονειρευτώ, καθώς ετοίμαζα τούτο το απομεσήμερο τις μελλοντικές μου αναμνήσεις.

άρχισα να αποχαιρετώ το σπίτι
το σπίτι μας
τον σκονισμένο δρόμο
την πόλη που αγάπησα όσο καμμιά
το quintet του Καλαντζή
τον ιούλιο που πέρασε αστραπή με το soundracks του Γρηγορέα

κι οι φευγαλέες στιγμές που περνούσαν μπροστά μου
έμοιαζαν με ταινία παλιά σε σινεμά θερινό
με κύμα αναπάντεχο σ' ακύμαντη θάλασσα -ήταν εκείνες οι στιγμές που είχα ήδη ξεχάσει..

σταματούσαν για λίγο στους ήχους του τραγουδιού
"στην αγάπη, και στης νύχτας το φεγγάρι, ελπίζω
στο χιόνι, που πέφτει μόνο του το βράδυ
στο καλό"

με κοιτούσαν,
κι ύστερα έφευγαν ξανά..

"μαμά, δες!"

"έρχομαι!"
.....................................
 
έναρξις τον Σεπτέμβριο 
-ελπίζω..

 

Χτες Κυριακή


τελευταία βλέπω γύρω μου με μια διαύγεια που νόμιζα χαμένη.
τα βράδια ακούω Bruce και "streets of Philadelphia".
αυτό λες να φταίει;
ή ο Damien "cold water surrounds me";

χτές περπάτησα οχτώ χιλιόμετρα.
με βήμα ταχύ και το mp3 στο φουλ
-να μην ακούω τίποτα απ' τους θορύβους του δρόμου.

μεσημέρι με ήλιο λαμπρό:
παγκράτι, βασιλίσσης σοφίας, πλατεία μαβίλη, αλεξάνδρας, λουκάρεως
δεκάλεπτη στάση στην πλατεία γκύζη
κι ύστερα πάλι πίσω.

με τον Παυλάκη να τραγουδάει δυνατά "στο δρόμο οι φάτσες μακρινές είναι και ξένες"
προσπέρασα στάσεις λεωφορείων
τα γρασίδια του Βενιζέλου
του παναθηναϊκού το γήπεδο

κι ήταν σαν να βόλταρα στη γέφυρα που ενώνει
παρόν και παρελθόν.
..........

αργότερα, καθισμένες στο αγαπημένο καφέ της Νίκης στην Αιόλου
κοιτούσαμε έξω απ' το παράθυρο: τα τραπεζάκια ήταν γεμάτα.
κάτω απ' τις τέντες κόσμος χαμογελούσε-γελούσε-συζητούσε
κορίτσια με καλοκαιρινά φορέματα διέσχιζαν τον πεζόδρομο
-με βήματα σχεδόν χορευτικά-
κι ο σερβιτόρος νεαρός και καλόκεφος, κουβαλούσε παγωμένα νερά και καφέδες.

κι ήταν καλά.
ήταν στ' αλήθεια καλά.

πολύ αργότερα το ίδιο βράδυ, βλέποντας "run Forrest run!"
το μυαλό μου γυρνούσε συνεχώς στη μέρα που πέρασε.
ψαχούλευα τις στιγμές με την ίδια προσοχή που κάποτε ψαχούλευα το ψάρι, για τη μικρούλα Ραφαηλία.

κι ήξερα ήδη, πως όλα τούτα θα τα θυμόμουν με το χαμόγελο της νοσταλγίας.
θα ξεχνούσα τη θλίψη
τη γκρίζα Κυριακή
του Χρόνη τα τηλεφωνήματα  "έλα! είσαι εντάξει;"

και θα θυμόμουν, το πόσο ειρηνικά χαζεύαμε τον κόσμο
που χαμογελούσε-γελούσε-συζητούσε
πίνοντας παγωμένο καφέ και νερό σ' εκείνη την πλατεία.

"αυτό που έχει σημασία στη ζωή δεν είναι τι σου συμβαίνει, αλλά τι θυμάσαι και πως το θυμάσαι"
είχε πει κάποτε το φιλαράκι ο Gabriel
και ναι, αυτό είναι που έχει

-και πάντα είχε-
σημασία

τελικά..

La pettite fille de la mer


"ακόμα έχω στο νου μου ένα κομμάτι του εαυτού μου
ανέμελο να γυρνάει σε ουρανούς να πετάει.."

ακούγεται πολλές φορές τη μέρα.

το 'χω περάσει στο κινητό -ringtone- και δεν σηκώνω το τηλέφωνο, τ' αφήνω να χτυπάει: "τι κι αν τα χρόνια περνάνε, το σώμα μου κι αν γερνάει
ακόμα μέσα μου έχω ένα παιδί που γελάει"

ρισπέκτ φίλε μου, ρισπέκτ!
-μετά στην επανάκληση, ακούω την απορία "έλα, τι έγινες;"
"δουλειές.."

καλοκαίρι πια.
στην Αθήνα του Μάνου
στην Αθήνα του Γκάτσου
"χαρά της γης και της αυγής
μικρό γαλάζιο κρίνο"

στην Αθήνα της περασμένης μας νιότης
-καλοκαίρι.

το σπίτι είναι σκοτεινό και δροσερό
οι αναμνήσεις ασπρόμαυρες.
οι ζωγραφιές των κοριτσιών στους μπλε μου τοίχους
και τα τετράγωνα επιτραπέζια χαρτομάντηλα επάνω στο γραφείο
-δώρο του Χρόνη-
κάνουν πολύχρωμη την ενήλικη μου ζωή.

"μ' άσπρα πουλιά και σύννεφα
τον ουρανό θα ντύσω"
τραγουδούσε κάποτε ο Καζαντζίδης
κι αυτό το πετάρισμα της καρδιάς στο άκουσμα της φωνής του
είναι ίδιο ακόμα και σήμερα
-στην Αθήνα του Μάνου
-στην Αθήνα του Γκάτσου
-εν τέλει, στη δική μου Αθήνα..

"καλοκαίρι και καταχνιά" του Tennessee
"ο γυάλινος κόσμος"
"το γλυκό πουλί της νιότης"
"η νύχτα της ιγκουάνα"
"ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι"
-πόσο αγαπημένο-

Tennesse λοιπόν κι ελάχιστα άλλα..

μακριά τα αστραφτερά παιχνίδια
μακριά οι συναναστροφές οι ατέλειωτες
οι νεόκοποι συγγραφείς
οι νεοέλληνες,
οι ευπώλητοι, οι απαίδευτοι
οι άμουσοι, οι έντεχνοι -μακριά.

να έχω μόνο ένα Γκάτσο
να έχω μόνο ένα Μάνο
κι έναν Tennesse

να βρίσκομαι στην πόλη μου

και θα 'μαι πάντα
Καλά

-κι αυτό το καλοκαίρι..

Μέρες στο Τολό


"αντίο Λιλιπούπολη, αντίο, αντίο
παίρνω το πατίνι μου, το άλογο, το πλοίο"
κι έτσι, πέρασαν γρήγορες οι μέρες στο Τολό.
οι ήσυχες μέρες στο Τολό.

"i'm sittin' on the dock of the bay
watchin' the tide roll away" τραγουδούσε κάποτε ο Otis Redding
κι υπήρξαν φορές που κοιτώντας τη θάλασσα, ένοιωθα ακριβώς σαν τον Otis: i'm sittin' on the dock of the bay, wastin' time.
κι ήταν τελικά αυτό που χρειαζόμουν περισσότερο απ' ο,τιδήποτε..

αυτό που δεν χρειαζόμουν, ήταν οι καυγάδες με τη Ραφαηλία.
αλλά μια βδομάδα με μια έφηβη δίχως καυγά, είναι μια ανησυχητικά περίεργη βδομάδα.
ε, η δική μας, ήταν άκρως συνηθισμένη.

με βόλτες στην παραλία
("παιδί μου, βγάλε επιτέλους τ' ακουστικά απ' τ' αυτιά σου! βόλτα κάνουμε! με τον αέρα θα μιλάω;"
"σ' ακούω μαμά, μια χαρά σ' ακούω"
"πως μπορείς; αφού μέχρι εδώ φτάνει το ντάμπα ντούμπα!"
"εγώ σ' ακούω!")

με μέιλ σε αγαπημένους φίλους:
(δεν μπορώ να το πιστέψω: η Ελένη με δυο παιδιά! και να δεις τι εξαιρετική μαμά που είναι! βέβαια είχε προπονηθεί απ' τη Ραφαηλία, η οποία μόλις με ρώτησε αν ξέρω τη Μαντόνα! αυτή νομίζει πως γεννήθηκα σε μια σπηλιά κι είχα δαυλούς για φώτα!")

με αγαπημένη μουσική στο mp3
("τι ακούς μαμά;"
"το soundrack της ζωής μας μωρό μου, το soundrack της ζωής μας")

με διάβασμα
με ταινίες
με σειρές
-σχεδόν νυχθημερόν.

και πριν το καταλάβουμε καλά καλά
-πριν ακόμα συνηθίσουμε σ' αυτή τη γοητεία της καθημερινής καλοκαιρινής πλήξης-
μας προσπέρασαν οι μέρες και "αντίο Λιλιπούπολη, αντίο, αντίο"

μαζέψαμε τις τελευταίες εικόνες απ' το Τολό
βγάλαμε την τελευταία μας φωτογραφία
ανοίξαμε για μια ακόμα φορά διάπλατα τη μπαλκονόπορτα
κι ακολουθήσαμε τον Χρόνη που ήρθε να μας πάρει.

στην επιστροφή, το Ραφάκι άκουγε μουσική τέρμα: το ντάμπα ντούμπα απ' τ' ακουστικά της, ερχόταν μέχρι το μπροστινό κάθισμα.
γύρισα και την κοίταξα: φυσούσε, το παράθυρο της κατεβασμένο μέχρι κάτω, ο αέρας έπαιρνε τα ξανθά της μαλλιά κι αυτή σιγοτραγουδούσε.
χαμογέλασα
μού χαμογέλασε κι εκείνη.
"να κλείσω το παράθυρο μαμά; σ' ενοχλεί;"
"όχι αγάπη μου, άστο.."

κι οι κουρτίνες στο δωμάτιο που μόλις είχαμε αφήσει στο Τολό
φούσκωσαν απ' τον αέρα κι έφτασαν μέχρι τη θάλασσα

όμως εμείς,
είχαμε φύγει πια..