Μέρες στο Τολό


"αντίο Λιλιπούπολη, αντίο, αντίο
παίρνω το πατίνι μου, το άλογο, το πλοίο"
κι έτσι, πέρασαν γρήγορες οι μέρες στο Τολό.
οι ήσυχες μέρες στο Τολό.

"i'm sittin' on the dock of the bay
watchin' the tide roll away" τραγουδούσε κάποτε ο Otis Redding
κι υπήρξαν φορές που κοιτώντας τη θάλασσα, ένοιωθα ακριβώς σαν τον Otis: i'm sittin' on the dock of the bay, wastin' time.
κι ήταν τελικά αυτό που χρειαζόμουν περισσότερο απ' ο,τιδήποτε..

αυτό που δεν χρειαζόμουν, ήταν οι καυγάδες με τη Ραφαηλία.
αλλά μια βδομάδα με μια έφηβη δίχως καυγά, είναι μια ανησυχητικά περίεργη βδομάδα.
ε, η δική μας, ήταν άκρως συνηθισμένη.

με βόλτες στην παραλία
("παιδί μου, βγάλε επιτέλους τ' ακουστικά απ' τ' αυτιά σου! βόλτα κάνουμε! με τον αέρα θα μιλάω;"
"σ' ακούω μαμά, μια χαρά σ' ακούω"
"πως μπορείς; αφού μέχρι εδώ φτάνει το ντάμπα ντούμπα!"
"εγώ σ' ακούω!")

με μέιλ σε αγαπημένους φίλους:
(δεν μπορώ να το πιστέψω: η Ελένη με δυο παιδιά! και να δεις τι εξαιρετική μαμά που είναι! βέβαια είχε προπονηθεί απ' τη Ραφαηλία, η οποία μόλις με ρώτησε αν ξέρω τη Μαντόνα! αυτή νομίζει πως γεννήθηκα σε μια σπηλιά κι είχα δαυλούς για φώτα!")

με αγαπημένη μουσική στο mp3
("τι ακούς μαμά;"
"το soundrack της ζωής μας μωρό μου, το soundrack της ζωής μας")

με διάβασμα
με ταινίες
με σειρές
-σχεδόν νυχθημερόν.

και πριν το καταλάβουμε καλά καλά
-πριν ακόμα συνηθίσουμε σ' αυτή τη γοητεία της καθημερινής καλοκαιρινής πλήξης-
μας προσπέρασαν οι μέρες και "αντίο Λιλιπούπολη, αντίο, αντίο"

μαζέψαμε τις τελευταίες εικόνες απ' το Τολό
βγάλαμε την τελευταία μας φωτογραφία
ανοίξαμε για μια ακόμα φορά διάπλατα τη μπαλκονόπορτα
κι ακολουθήσαμε τον Χρόνη που ήρθε να μας πάρει.

στην επιστροφή, το Ραφάκι άκουγε μουσική τέρμα: το ντάμπα ντούμπα απ' τ' ακουστικά της, ερχόταν μέχρι το μπροστινό κάθισμα.
γύρισα και την κοίταξα: φυσούσε, το παράθυρο της κατεβασμένο μέχρι κάτω, ο αέρας έπαιρνε τα ξανθά της μαλλιά κι αυτή σιγοτραγουδούσε.
χαμογέλασα
μού χαμογέλασε κι εκείνη.
"να κλείσω το παράθυρο μαμά; σ' ενοχλεί;"
"όχι αγάπη μου, άστο.."

κι οι κουρτίνες στο δωμάτιο που μόλις είχαμε αφήσει στο Τολό
φούσκωσαν απ' τον αέρα κι έφτασαν μέχρι τη θάλασσα

όμως εμείς,
είχαμε φύγει πια..