Ο Παλιός χρόνος, ο Καινούριος και το Ιππικό

με τα δικά μου παθήματα στην πρώτη γραμμή, όλο και είχε αλλάξει η ατμόσφαιρα στο σπίτι.
μπροστά μου φυσικά ήταν όλοι μεσ' την τρελλή χαρά, αλλά μόλις έφευγα απ' το δωμάτιο, η συννεφιά κι η ακεφιά αγκαζέ έμπαιναν απ' την πόρτα.

για όλους, εκτός απ' το Ραφάκι.

το μικρό, συνέχιζε ακάθεκτο με το ίδιο κέφι, χαρούμενο και γελαστό, όπως ακριβώς και πριν.
πολύ περισσότερο μάλιστα, μιας και είχαμε διακοπές και το σχολείο είχε -επιτέλους- κλείσει.

για τη Ραφαηλία και για το κάθε παιδί της ηλικίας της, η μαμά είναι αθάνατη: δεν κινδυνεύει από τίποτα, δεν θα πάθει ποτέ κάτι, αλλά ακόμα κι αν πάθει, σίγουρα θα το ξεπεράσει και μάλιστα γρήγορα.

η δική μου υπομονή από την άλλη, τέλειωνε γρήγορα κι αποθέματα δεν είχα, οπότε λίγο να πιεζόμουν παραπάνω, φώναζα:
"Χρόνηηηη"
"τι είναι;" ακουγόταν η φωνή του Χρόνη απ' το γραφείο
"με πιέζουυυυν"

και κλιπτρόκ κλιπιτρόκ, ερχόταν το ιππικό κι έβαζε στη θέση τους τα πράγματα χωρίς πολλά πολλά: για καθήστε ήσυχα κι αφήστε τη μαμά ήσυχη!!

το Ραφάκι βεβαίως διαμαρτυρόταν, πότε σε μένα:
"τι φωνάζεις τον μπαμπά λες κι είναι μπέιμπυ σίτερ;"
πότε στον πατέρα της:
"μα μπαμπάαα.."

ο Χρόνης όμως, πιεσμένος απ' όλα και απ' όλους, δεν ανεχόταν και πολύ τις διαμαρτυρίες της Ραφαηλίας και την έστελνε χωρίς συνοπτικές διαδικασίες:
"σιωπή!"
"μα.."
"ούτε μα, ούτε ξε-μά! σιωπή"
"αυτό δεν είναι δίκαιο!!"
"σιωπή είπα! που θέλεις πάντα να έχεις την τελευταία λέξη! κλείσ' το στόμα σου!"
"αλλά.."
"σκασμός!"

το Ραφάκι βαθύτατα προσβεβλημένο κατέφευγε σε μια περήφανη σιωπή, μέχρι που δέκα λεπτά αργότερα της περνούσε η πίκρα κι άρχιζε το κελάηδημα ξανά.

μέχρι προχτές.
τα δέκα λεπτά είχαν πια περάσει μα η φωνή της δεν ακουγόταν.

άνοιξα την πόρτα του δωματίου και μπήκα.
το Ραφάκι καθόταν στην άκρη του κρεββατιού και έκλαιγε.

πήγα κοντά της, την αγκάλιασα και την έσφιξα πάνω μου.

"βρε μωρό" της είπα "προσπάθησε κι εσύ να καταλάβεις.
εκτός του ότι τελευταία τα πράματα δεν είναι τόσο καλά -θα φτιάξουν σύντομα βέβαια- από την άλλη, μιλάς με πολλή αναίδεια στον πατέρα σου"
"δε μιλάω με "αναίδεια", αλλά.."
"πάντα θέλεις να έχεις την τελευταία λέξη! πάντα! ε, δεν είναι σωστό αυτό. όχι μόνο γιατί είσαι πολύ μικρή, αλλά γενικά δεν είναι σωστό! δείχνει μεγάλο εγωισμό κι ο εγωιστής άνθρωπος είναι χάλι-άνθρωπος "

"όμως τώρα δεν είπα τίποτα! ο μπαμπάς με μάλλωσε χωρίς λόγο. και τελευταία ό,τι και να πω "ή κλείστο" ή "πάψε" ή "σιωπή" μου λέει!!"
"ε, εντάξει, είναι πιεσμένος πολύ ο πατέρας σου. κάνε υπομονή και σε λιγάκι, όλα θα γίνουν όπως πριν. για να μη σου πω, ακόμα καλύτερα"
"όχι, να πας να τον μαλλώσεις!"
"τι να κάνω;"
"να πας να τον μαλλώσεις, γιατί αυτό που έκανε, δεν είναι δίκαιο"
"δε γίνονται αυτά βρε αγάπη μου. ο πατέρας είναι η κεφαλή της οικογένειας, εγώ είμαι από κάτω και πιο κάτω, εσείς τα παιδιά. πως θα πάω να τον μαλλώσω;"


"ποια "κεφαλή της οικογένειας" και τέτοια; που ζούμε; στο 
1980;;;"

γελώντας βγήκα απ' το δωμάτιο κι αυτή ήταν η τελευταία φορά που φώναξα το ιππικό.
.............................................................

γράφοντας τούτη δω την τελευταία ανάρτηση της χρονιάς που πέρασε και κοιτάζοντας πίσω τις άλλες αναρτήσεις, τη ζωή μας, ναι, παρ' όλα όσα έγιναν τελευταία, τελικά ήταν μια καλή χρονιά.

στις μέρες που πέρασαν, αρκετά έγιναν όπως τα περιμέναμε, άλλα παραπάνω απ' ό,τι ελπίζαμε, και κάποια μας δυσκόλεψαν.

κλείνοντας τα χαρτιά λοιπόν για φέτος, κοιτάζοντας πίσω, αλλά κοιτάζοντας και μπροστά, ας ευχηθούμε η επόμενη χρονιά που θα έρθει να είναι Ευλογημένη.

για σας
για μας
για τα Ελενάκια και τα Ραφάκια
για τις Νέλλες και τις Ακκες του κόσμου όλου
για όλα τα πράσινα και τα γαλάζια και τα μπλε

για όλους και για όλα!
...........................................................

Καλή κι Ευλογημένη Χρονιά να έρθει
κι εμείς εδώ θα είμαστε να την υποδεχτούμε με χαμόγελο και αγκαλιά ανοιχτή

-όπως πάντα
..........................................................

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!

Είμαι καλά!

δύσκολη, δύσκολη εποχή περάσαμε. μια βδομάδα συμπυκνωμένη σ' έναν ολόκληρο αιώνα..

κι εκεί που περίμενα τα Χριστούγεννα να τα γιορτάσουμε μ' αυτή την απλούστατη αίσθηση χαράς, όπου ακριβώς επάνω της βασίζεται η ευτυχία, έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι μου.

ξεκινώντας από μια απλή εξέταση, ουσιαστικά επιβεβαίωση για πέτρα στο αριστερό μου νεφρό, βρέθηκα και με μια άλλη πετρούλα δώρο (στη χολή) αλλά και με κάτι άλλο πολύ σοβαρότερο: διαβήτη.

σοκαρισμένη και εντελώς βέβαιη πως αυτή ήταν η αρχή του τέλους, έφτιαχνα μια ωραία ατμόσφαιρα στο σπίτι, βάζοντας τα κλάματα όταν το Ραφάκι τραγουδούσε τα κάλαντα, όταν η Ελένη έμπαινε χαρούμενη στο σπίτι ή όταν ο Χρόνης καθόταν απλά στον υπολογιστή του και διάβαζε.

η τόσο μεγάλη μου θλίψη, οφειλόταν -σχεδόν αποκλειστικά- για το Ραφάκι που θ' άφηνα τόσο μικρό μόνο του.
"εγώ δεν υπολογίζομαι;" ρώτησε αγανακτισμένα μια φορά η Ελένη
"εσύ μωρό μου είσαι μεγάλη πια" της απάντησα "έχεις τη ζωή σου, το αγόρι σου, είναι αλλιώς. το Ραφάκι όμως, είναι μωρό ακόμα.."

ο γιατρός, με είχε προϊδεάσει πως θα άρχιζα άμεσα ινσουλίνη.
η καμπύλη σακχάρου ήταν διπλάσια του κανονικού και δεν περίμενε να επιδράσουν τα φάρμακα.
"ινσουλίνη;" ψιθύρισα. άλλο ταμπού κι αυτό..

μόλις ανέφερα την ινσουλίνη, ο κόσμος αναπηδούσε θορυβημένος "ινσουλίνη!!" φώναζε και μετά άκουγα το καταπληκτικό "γιατί βρε παιδάκι μου, γιατί;;"
"γιατί έχει η γάτα έν' αυτί!" μου 'ρχοταν να απαντήσω, αλλά σώπαινα και το 'λεγα από μέσα μου.

τελικά όμως δεν είναι έτσι, το αντίθετο μάλιστα.
δεν θα το αναλύσω εδώ, αλλά όπως γίνεται με πάρα πολλά θέματα στη χώρα μας, η άγνοια και η παραπληροφόρηση παίρνουν τη θέση της γνώσης και της σωστής πληροφορίας.

τελικά δε χρειάστηκε να πάρω ινσουλίνη.
το χάπι κάνει μια χαρά τη δουλειά του και με μια συγκεκριμένη δίαιτα, όλα θα πάνε καλά.

οι πέτρες θα αντιμετωπισθούν κι αυτές άμεσα και θα εξαφανιστούν το συντομότερο.

όλα πηγαίνουν καλύτερα, δόξα τω Θεώ, όλα πηγαίνουν καλά.
.............................................

η ζωή μου φυσικά άλλαξε.
είμαι ευγνώμων γι' αυτό.
είμαι ευγνώμων, αφ' ενός γιατί αυτά που μου συνέβησαν αντιμετωπίζονται και αφ' ετέρου γιατί συνέβησαν τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, μόλις προλαβαίνοντας κάτι πραγματικά καταστροφικό: όπως μου εξήγησε ο γιατρός, ως ασυμπτωματική, βάδιζα ολοταχώς για πολύ πολύ σοβαρότερες καταστάσεις.

έτσι, μπορώ να περιμένω τον καινούριο χρόνο με χαμόγελο, με τους δικούς μου ανθρώπους, με τον Χρόνη, την Ελένη, τη Ραφαηλία, με τον αδερφό μου, με τις φίλες που με στήριξαν, τη Σοφία, την Αιμιλία, τη Φερνάντα, μ' όλους που νοιάζονται για μένα και μ' αγαπούν.

η ζωή μου άλλαξε.
αλλά τελικά, είμαι ευγνώμων γι' αυτό.

κι ίσως έρθει σύντομα κάποια στιγμή, όπου κάτω από μαξιλάρια, φρεσκοπλυμένα ρούχα και σεντόνια, δίπλα ακριβώς απ' το Χριστουγεννιάτικο δέντρο, δίπλα απ' τις μπάλες και τα φωτάκια, ν' αποκοιμηθώ κι εγώ, τόσο ξένοιαστα, τόσο ξεκούραστα, τόσο χαμογελαστά, όπως η Ακκα, στη φωτογραφία αυτή, που τράβηξε η Ελένη, λίγο πριν αρχίσουν όλα αυτά..

Χριστούγεννα ξανά και..

..δεν μπορώ ν' αποχωριστώ το wallpaper στην οθόνη του υπολογιστή μου, με το σκιάχτρο και τις κολοκύθες.
είναι η αντίσταση μου στα "Χριστούγεννα" της Βανδή και της Αντζυ Σαμίου aka doberman plus.

Χριστούγεννα ξανά και το Ραφάκι έκανε την εργασία της για τον Σκρούτζ στ' αγγλικά.
μετά, μου την έφερε να τη διαβάσω.
την άκουσα προσεκτικά, μ' άρεσε πολύ και της έδωσα ένα μεγάλο φιλί.
ικανοποιημένη έφευγε χοροπηδηχτά απ' το δωμάτιο, όταν κάτι θυμήθηκα και τη φώναξα:
-βρε μωρό, για έλα λίγο να σου πω.
ήρθε κοντά μου λαχανιασμένη
-σου άρεσε η ιστορία του Σκρουτζ;
-πολύ μαμά!
-χαίρομαι μωρό μου, χαίρομαι!
-και μαμά, ξέρεις γιατί τα φαντάσματα πήγαν στο σπίτι του;
-για πες μου, γιατί λες εσύ;
-γιατί ήταν πολύ παλιό. αχούρι!

προσπαθώντας να μπω στο πνεύμα οικονομίας των ημερών, απαγόρευσα στην Ελένη να φτιάχνει καινούρια φαγητά, προτού καταναλώσει όλ' αυτά, που αφήνει στο ψυγείο καθημερινά.

-κατάλαβες; τέρμα! κι όταν λέμε "τέρμα" εννοούμε "ΤΕΡΜΑ". πρώτα θα τρως ό,τι με βάζεις να σου μαγειρεύω και μετά ό,τι σ' αρέσει! δεν είμαστε υποχρεωμένοι ο πατέρας σου κι εγώ, να τρώμε μια ζωή τόνο και ρύζι και μακαρόνια και μπιφτέκια, γιατί εσένα δε σου κάνουν κέφι πια! και φαγητό ΔΕΝ ΠΕΤΑΜΕ, το ξέρεις καλά! είναι θέμα αρχής!
-μα δε σας είπα να τα πετάξετε! κάποια στιγμή θα τα φάω!
-πότε μωρέ; όταν γίνουν χαλκομανία στο πιάτο και μετά θέλουν ξυστρί για να καθαρίσουν; θα τρως ό,τι σου μαγειρεύω κι ύστερα, κάνε ό,τι θες!!
-ώχου!! καπιταλισμός!!
(κύριε Μουσολίνι, είπατε κάτι;)

Χριστούγεννα κι ο Χρόνης έπαθε ψύξη.
φοράει την κουκούλα απ' το μπουφάν του σπίτι και τριγυρίζει στα δωμάτια μ' ένα στωικό βλέμμα σαν βασανισμένη Κοκκινοσκουφίτσα.
ενίοτε η γάτα ανεβαίνει στον ώμο του και τότε οι δυο τους γίνονται μια θαυμάσια παραλλαγή των πειρατών της Καραϊβικής, όπου αντί για μπαντάνα ο πειρατής φοράει κουκούλα κι αντί για παπαγάλο έχει στον ώμο μια γάτα.

Χριστούγεννα και ο καιρός είναι -κλασσικά- ζεστός.
το πρωί πετάμε τα σκεπάσματα σ' ένα σπίτι που βράζει -τα καλοριφέρ καλά κρατούν απ' τις έξι το χάραμα- ανοίγουμε τα παράθυρα να μπει φρέσκος αέρας κι ετοιμαζόμαστε για το σχολείο.
στο δρόμο κρατώ το Ραφάκι απ' το χέρι και μετράμε τις μέρες που απομένουν μέχρι να κλείσουν τα σχολεία: πέντε, τέσσερις, τρεις μερούλες ακόμα.
μόνο;
μόνο!

Χριστούγεννα ξανά
με τον Σκρουτζ και το αχούρι του
με την ψύξη του Χρόνη και τη γκρίζα κουκούλα
με την Ελένη, που μετά τις δώδεκα, τα γιορτινά τα βράδυα εξαφανίζεται
με το Ραφάκι που ρωτά "που είναι το κάλαντο μου;" εννοώντας το ασημένιο τριγωνάκι της

Χριστούγεννα με μένα, να ρίχνω που και που κρυφές ματιές στον ουρανό, μήπως δω στο θαμπό του γαλάζιο τη δική μου μητέρα να μου χαμογελά, τη γιαγιά να μας κουνά το χέρι, τον παππού να θυμώνει -ακόμα- με όλα..

Χριστούγεννα ξανά
κι αγαπημένα, όπως πάντα,

ξανά..

Η κρίση στη ζωή μας

μέρες που είναι, δεν είναι σωστό να γκρινιάζω και να μουρμουράω, αλλά, σαν βλέπω τα παράλογα, τι άλλο μπορώ να κάνω;

φωτάκια στη γειτονιά μας δεν έχουμε πια να στολίζουν μπαλκόνια, παρά ελάχιστα.
ποιος έχει -αν όχι τα χρήματα- έστω τη διάθεση να τ' ανάψει;

σαν δώρα Χριστουγέννων -διάβασα- ο κόσμος ετοιμάζεται τόσο να προσφέρει, όσο και να λάβει, τρόφιμα.
δεν είναι κακή ιδέα: θα μπορούσαν μερικοί να βγάλουν την πουτίγκα που έχουν στον εγκέφαλο και να τη δωρίσουν κάπου. έτσι τουλάχιστον, θα πιάσει τόπο και θα πάψει να ταλαιπωρεί εμάς τους υπόλοιπους.

"οι Ελληνες δεν μπορούν πια να ζουν όπως ζούσαν" είπε κάποιος μεγάλος, ούτε που θυμάμαι ποιος και μόλις τ' άκουσα μελαγχόλησα.

σταμάτησαν οι μεσοβδομαδιάτικες μας βόλτες στο αεροδρόμιο, να σκοτεινιάζει και να βλέπω την Αθήνα από ψηλά, τα φώτα στην Αττική Οδό να γίνονται πορτοκαλί κι ο Bruce Springsteen να τραγουδάει για τους δρόμους της Philadelphia:
black and whispering as the rain
on the streets of Philadelphia..

σταμάτησαν τα μικρά δωράκια, αυτά που έκαναν τα κορίτσια να ξετυλίγουν το περιτύλιγμα ανυπόμονα και να εκστασιάζονται "τι όμορφοοοο!!"

σταμάτησαν κι οι σύντομες εκδρομές -κρατήσαμε μόνο τις Κυριακάτικες μας βόλτες στην Ανάβυσσο.

το Ραφάκι τις δυο τελευταίες ώρες στο σχολείο κρυώνει.
το καλοριφέρ λειτουργεί από τις οκτώ μέχρι τις έντεκα, μετά κλείνει.
έτσι, τα παιδάκια φοράνε τα μπουφάν τους και κάθονται στα θρανία ν' ακούσουν το μάθημα.
κανείς δεν κρυώνει πια με τα μπουφάν.
ούτε στο σώμα, ούτε όμως και στην καρδιά.

εξήγησα στο Ραφάκι πως οι καιροί είναι δύσκολοι και πως η διεύθυνση του σχολείου κάνει ό,τι μπορεί για να βοηθήσει την κατάσταση κι έτσι δεν κρυώνει πια ούτε η καρδιά του Ραφακίου.
το αντίθετο: ζεσταίνεται, γιατί μαθαίνει από μικρή να αγωνίζεται για το καλό, να συμμετέχει όπου μπορεί, έτσι ώστε μεγαλώνοντας να μη γίνει ένας ανεύθυνος και εγωκεντρικός πολίτης.

η Ελένη ψάχνει για δεύτερη δουλειά -η πρώτη είναι μερικής απασχόλησης.

οι γάτες κουνάνε τα μουστάκια τους και μας ενθαρρύνουν "μπόρα είναι θα περάσει, γγγρρρρρ"

και μόλις σήμερα το πρωί, καθώς ετοιμαζόταν η Ραφαηλία να πάει σχολείο, σταμάτησε και κοίταξε την ανοικτή τηλεόραση: στο δελτίο ειδήσεων έπαιζαν τα χτεσινά γεγονότα.
όρθια και με την προσοχή της στο έπακρον, άκουσε όλο το ρεπορτάζ και μετά, γύρισε και μου είπε σοβαρή:

"όταν μεγαλώσω, θα πηγαίνω κι εγώ στις πορείες και θα φωνάζω όπως στη στάση του Νίκα"

κι από κει κι ύστερα, δεν χρειαστήκαμε τίποτα άλλο, που να μας κάνει να χαμογελάμε όλη μέρα.
να μας φτιάχνει τη μέρα

και τη ζωή επίσης..

Σάββατο του χειμώνα

κρύο, κρύο, κρύο. καιρός ήταν.

το Ραφάκι φόρεσε Χριστουγεννιάτικες κάλτσες κι άρχισε να βολτάρει στην καρδιά μας ξυπόλητο.
η Ελένη είδε το χιόνι κι ανατρίχιασε: το καλοκαίρι της βρισκόταν έτη φωτός μακριά.
ο Χρόνης χαμογέλασε "παγωνιά", έβαλε ένα ελαφρύ μπουφάν και βγήκε έξω.
κι εγώ αποφάσισα να κόψω τα μαλλιά μου πολύ κοντά και ν' αγοράσω καινούριο τηλέφωνο.

το Σαββατοκύριακο του κρύου, του Δεκέμβρη, του χαμόγελου
το δικό μας Σαββατοκύριακο,
ήρθε.

με μουσική
με παλιές ταινίες
-με τον Ιωάννη τον βίαιο (ξανά)
με τις γάτες να κρυώνουν
με το week end του Godard να μας θυμίζει την Αλκυονίδα, το Αστυ και το δικό μας Παλλάς
με την πόρτα του μπάνιου φρεσκοβαμμένη γαλάζια
με την υποψία της Δευτέρας, ακόμα πολύ μακριά.

αυτό το Σαββατοκύριακο θα μείνουμε μέσα
στην παραλία δεν θα τρέξει κανείς μας
το κύμα θα βγαίνει στην άμμο,
θα σπρώχνει τις αχιβάδες και τα κοχύλια (σρρρτ σρρρτ σρρρτ)
κι ο πύργος του ναυαγοσώστη θα υψώνεται έρημος σ' έναν ουρανό παγωμένο, γαλάζιο.

στο σπίτι θα κλείσουμε τα παντζούρια όταν η ώρα θα είναι πια περασμένη

κι όταν οι μπάλες του δέντρου καθρεφτίσουν το Ραφάκι να χαμογελά στον ύπνο του
και την Ελένη να ψιθυρίζει στο τηλέφωνο ασυναίρετα "σ' αγαπάω"

κι όταν το κλειδί γυρίσει δυο φορές στην κλειδαριά
και κρεμαστεί δίπλα στο ελαφρύ μπουφάν του Χρόνη, ταλαντευόμενο

τότε θα ξέρω, πως για μια ακόμα φορά στολίσαμε το Δέντρο της Καρδιάς μας.

κι η μέρα ήταν Σάββατο
και το σπίτι μας ζεστό..

Σαββατιάτικη βόλτα

να σηκωθώ να φτιάξω λουκουμάδες με μέλι και κανέλα, να μου περάσουν όλα..

φυσούσε πολύ στη θάλασσα. τόσο, που δεν μπορούσαμε να προχωρήσουμε ούτε δύο μέτρα πάνω στη βρεμένη άμμο.
κανείς στην παραλία, εκτός απ' τους ιστιοπλόους: παράδειγμα πείσματος.
τα κύματα τους πετούσαν έξω, όμως αυτοί, αποφασισμένοι έμπαιναν ξανά, μια έξω, μια μέσα, μονότονα όμορφα.

καθώς πηγαίναμε, τα κορίτσια τσακωνόντουσαν άγρια στο πίσω κάθισμα.
κάποια στιγμή μάλιστα, άρχισε να πέφτει και ξύλο
το Ραφάκι προσπαθούσε να δαγκώσει την Ελένη -σαν τον γάιδαρο στις πολύ κακές του- η Ελένη κόντραρε το Ραφάκι, τόσο, που λίγο ήθελα να γυρίσω να τη δαγκώσω κι εγώ.

εν τούτοις, προσπαθούσα να τις αγνοήσω, κοιτάζοντας απ' το παράθυρο την εξαίσια θέα της φουρτουνιασμένης θάλασσας και τραγουδώντας ό,τι είχα βάλει στο mp3: σκοπούς που με διακτίνιζαν στο πρώτο μου αγόρι και πόσο ανέμελα και πόσο όμορφα ήσαν όλα -τότε..

"σιγά σιγά
σιγά μωρό μου
σ' έχω κρυμμένο
θησαυρό μου
σιγά σιγά
ποτέ ξανά
πάντα σιγά.."


ο Χρόνης δίπλα μου οδηγούσε σοβαρός και συγκεντρωμένος σαν Επιθεωρητής Ορνιθοτροφείου,

πίσω μου η εμπόλεμη ζώνη
("μαμάα, με χτύπησεεε, ζαλίζομαιαιαι" η μια
"μαζέψου γιατί θα φας κι άλλες!" η άλλη)

κι εγώ τραγουδούσα "εγώ από σένα, πάντα ζητάω.." με διαλείμματα έντονων παραινέσεων: "σταματήστε, δεν σας αντέχω άλλο!"

περίμενα πολύ αυτή τη βόλτα.
είχαμε να βγούμε τρεις βδομάδες σχεδόν, και να, που όλα πήγαιναν χάλια: καυγάδες και γκρίνιες και μούτρα και ψευτοραφαηλίσια δάκρυα, φτάνει!

"δεν μπορεί, σε κάποιο παράλληλο σύμπαν, τούτη τη στιγμή είμαι ευτυχισμένη και χαρούμενη" μονολόγησα και προσπάθησα να παρηγορηθώ.

έτσι κύλησε όλο το απόγευμα.

στο γυρισμό, τα κορίτσια το μετάνοιωσαν.
ζήτησαν "συγγνώμη" κι ήθελαν να ξεκινήσουμε απ' την αρχή.
σώπαινα.

ήρθαμε σπίτι, σχεδόν σιωπηλά, μόνο στη διαδρομή ακουγόταν η μουσική της Ελένης.

η προσδοκία του Σαββατιάτικου απόγευματος,
της θάλασσας
του ηλιοβασιλέματος πάνω απ' τα λιμανάκια της Βουλιαγμένης
της αρμύρας στα τζάμια του αυτοκινήτου
έμεινε προσδοκία.

ίσως το άλλο Σάββατο να το ζήσουμε -όπως πρέπει- σωστά
ίσως
προς το παρόν, να σηκωθώ να φτιάξω λουκουμάδες με μέλι και κανέλα, να μου περάσουν όλα..

Τα άνθη της γκρίνιας

γκρίνια τελευταία, γκρίνια, γκρίνια.
κι εκεί που έλεγα, πως όλα τ' αντέχω και μόνο η γκρίνια μπορεί να με βγάλει εκτός ορίων, να που βρέθηκα να γυρίζω γύρω γύρω απ' το ίδιο θέμα και να μονολογώ σαν τον Αμλετ -γόνο καλής οικογενείας.

όλα ξεκινάνε απ' το πρωί, όπου πρέπει να διασχίσω ένα λαβύρινθο από σκουπίδια για να πάω το Ραφάκι στο σχολείο.
σκουπίδια παντού! σκουπίδια που υψώνονται σαν λόφοι δεξιά κι αριστερά, σκουπίδια που απειλούν πρώτα την καλή μας διάθεση και μετά την υγεία μας -γιατί κι η υγεία, απ' την καλή μας διάθεση πολλές φορές εξαρτάται- σκουπίδια που δεν προβλέπεται να μαζευτούν σύντομα.

συνεχίζεται η γκρίνια με τα νέα του σχολείου.
θαυμάζω το Ραφάκι καθημερινά: η τάξη της, είναι σαν αυτή την παλιά ταινία του '50 "Blackboard Jungle".
εν ώρα μαθήματος, γίνεται το Ελα να δεις!
ένας μαθητής, σηκώνεται μόνιμα, κοιτάζει τ' άλλα παιδιά και μετά φωνάζει "γίδιααα".
άλλοι, παίρνουν τα πράματα των συμμαθητών τους, γόμες, ξύστρες, μολύβια και παίζουν με δαύτα.
κάποιος δε μιλά λέξη ελληνικά. ψέμματα: ξέρει το "ναι" και το "όχι".
σ' αυτόν τον συμμαθητή, διέταξε η κυρία της μουσικής το Ραφάκι, να του γράψει σε γκρίκλις τα τραγούδια του μαθήματος κι όταν το Ραφάκι το ξέχασε, η μουσικός τη σήκωσε μπροστά σ' όλη την τάξη και την αποκαλούσε "ανεύθυνη" ξεχέζοντας την επί πενταλέπτου.
το Ραφάκι γύρισε σπίτι και μου ανακοίνωσε πως "μου 'ρθε να κλάψω, αλλά κρατήθηκα. δεν θα της έκανα τη χάρη να με βλέπει να κλαίω. και, μαμά, δική μου δουλειά είναι να μαθαίνω στον Χατζίρ τα τραγούδια;"
όχι μωρό μου, δεν είναι δική σου δουλειά, αλλά που  να το βρεις το δίκιο σου..

η δε κανονική της δασκάλα, ενθαρρύνει τα παιδιά να τρώνε καραμέλες, τσίχλες και γλυφιτζούρια εν ώρα μαθήματος. λέει πως οι καραμελότσιχλες κάνουν τα παιδιά "πιο έξυπνα!". η ίδια μασάει την τσίχλα της σε μόνιμη βάση: Αινστάιν θα 'χει γίνει πια!
έτσι, κάθε πρωί, το κάθε παιδί, ανοίγει την τσάντα του και βγάζει πάνω στο θρανίο το τετράδιο, το βιβλίο, την κασετίνα και το γλυφιτζούρι του..

γκρίνια και το απόγευμα, με απρόσμενα περιστατικά:
Προς: crm@wind.com.gr
Θέμα: Διπλασιασμός
Χαίρετε,
έχω το νουμερο: 699.... στο οποίο προ λίγων ημερών, ήρθε μήνυμα από την Q, το οποίο έγραφε:
"Q kerdizo ανανεώστε τώρα και μεχρι 30/11/2010 το χρόνο ομιλίας σας και η Q card σας διπλασιάζει αυτόματα την αξία της πρώτης σας κάρτας ανανέωσης! μόνο από την Q card!"
Εσπευσα να βάλω κάρτα φυσικά, αλλά διπλασιασμό, δεν είδα ποτέ!!
Καλό θα ήταν, αυτά που υπόσχεσθε να τα τηρείτε κιόλας: έτσι, θα έχετε πιο αξιόπιστη εικόνα στην αγορά.
Καλό θα ηταν επίσης, να το τσεκάρετε και να μου δώσετε τον διπλασιασμό που δικαιούμαι!
εν αναμονή
Μ. Γ.

γκρίνια γενικώς με την Ελένη:
"βρε παιδί μου, πρέπει να σφουγγαρίζουμε κάθε μέρα! δε φτάνει μόνο το σκούπισμα!!
"σιγά! και τ' είναι εδώ για να σφουγγαρίζουμε κάθε μέρα; τ' ανάκτορα του Μπάκιγχαμ;"
του Μπάκιγχαμ όχι, αλλά του Βούκιγχαμ περχάπςςς..

γκρίνια και με το Ραφάκι:
"δεν θα χαζεύεις! θα είσαι προσεκτική! το κατάλαβες; δηλαδή, αν δεν το κατάλαβες, πότε θα το καταλάβεις; όταν πεθάνω; ε μα τότε, δεν θα 'χω τη χαρά να το δω!  ή μήπως θα 'ρχεσαι πάνω απ' τον τάφο μου και θα λες "μάνα, τώρα προσέχω!" α, μα τότε θα 'ν' αργά! το κατάλαβες;"
"............"
"γιατί δεν απαντάς; τέτοια αναίδεια πια; σε ρωτάω, βρε, το κατάλαβες; γιατί δεν απαντάς; ε; εε;;"
"νόμιζα πως η ερώτηση ήταν ρητορική.."

γκρίνια με τον Χρόνη σε μόνιμη βάση:
"ο πιο καλός ο μαθητής, στα διακόσια του!!"
και μόνο που τον βλέπω να διαβάζει μ' επιμέλεια, φουντώνω κι αμέσως αρχίζω να του απαγγέλω παροιμίες:
"κάθε πράμα στον καιρό του κι ο κολλιός τον Αύγουστο"
"καιρός φέρνει τα λάχανα καιρός τα παραπούλια"
"Αύγουστε καλέ μου μήνα να 'σουν δυο φορές το χρόνο"
"σακούλι το σακούλι γεμίζει το φασούλι" κι αντίστροφα

κι άλλες που δεν έχουν σχέση, αλλά είναι τόσο ωραίο να λες παροιμίες, που ξεχνιέμαι..

μόνο το βράδυ, όταν όλοι έχουν ξαπλώσει και κοιμούνται, όταν μονάχα οι γάτες κι εγώ είμαστε ξύπνιες, τότε, όλη η γκρίνια φεύγει κι έρχεται μια βαθιά χαρά:
για το σήμερα που πέρασε κι ήταν όμορφο τελικά -παρ' όλη τη μουρμούρα μου
για το τώρα, που η ησυχία είναι σκούρα και πυκνή και μας τυλίγει και μας προστατεύει
για το αύριο, που πάντα ελπίζουμε πως θα 'ναι καλύτερο..

και για μια στιγμή, χαμογελάω στις γάτες και μου γελάνε κι αυτές κάτω απ' τα φουντωτά τους μουστάκια
και για μια στιγμή, νιώθω πως όλα είναι όπως πρέπει
και μ' αυτό το χαμόγελο με παίρνει ο ύπνος

κι αυτό, μου φτάνει για να σβύνω
όλες τις γκρίνιες του κόσμου..

Το Ραφάκι και η Patty (η πιο όμορφη ιστορία)

το Ραφάκι βλέπει μανιωδώς την Patty
(δεν θα το σχολιάσω)
τρελλαίνεται γι' αυτή τη σειρά
(δεν θα το σχολιάσω)
τόσο, που έχει μάθει κάποια τραγούδια της απέξω, αν και τα ισπανικά είναι εντελώς άγνωστη γλώσσα γι' αυτήν
(ούτε αυτό θα το σχολιάσω, αν και μου 'χει πάρει τ' αυτιά με το "las divinas")

το Ραφάκι έχει επίσης σελίδα στο fb, όπου φυσικά είναι ελεγμένοι όλοι της οι φίλοι
(εδώ θα σχολιάσω, πως όποιος διαφωνεί με τη χρήση του fb στα Ραφάκια, να κρατήσει τη γνώμη του για τον εαυτό του, ευχαριστώ πολύ!)
όπου μπαίνει κάθε Παρασκευατοσάββατο, που δεν έχει διάβασμα.

αγνοήστε τα σιχαμερά γκρίκλις που γράφει το καμάρι μου,
αγνοήστε και το θέμα στο οποίο αναφέρεται,
προσπεράστε το παράδοξο, γιατί το καμάρι να ταυτίζεται με την κακιά της σειράς και όχι με την γλυκειά κι αθώα Patty
και μείνετε στο κείμενο.

αυτό το χιούμορ, αυτός ο τρόπος γραφής, είναι o δικός μου..
εε, μα!
το πρώτο παιδί, ο κλώνος του Χρόνη
το δεύτερο, να μη μοιάσει σε μένα;
τουλάχιστον στα βασικά;
(πατάμε πάνω στην εικόνα, για να ανοίξει η φωτογραφία και να διαβάσουμε ως άνθρωποι τα μυρμηγκογράμματα)

Ποιος, είπες, είναι ο καλύτερος;

έρχεται η Ραφαηλία τρέχοντας και μου φέρνει ένα ενημερωτικό σημείωμα του σχολείου: αρχίζουν μαθήματα σκακιού, με συμμετοχή 15 ευρώ - μάλλον μηνιαία υποθέτω.

παρακάμπτω τα προφανή (δεν υπάρχει περίπτωση να δώσει κάποιος από την τάξη της 15 ευρώ για σκάκι πρώτον και δεύτερον πως είναι δυνατόν κάποιος που αγαπά πραγματικά το ζατρίκιον, να πρότεινε αυτό το εξωφρενικό δεκαπεντάευρο ως δίδακτρα) και τη ρωτώ:

"σ' ενδιαφέρει το σκάκι μωρό μου;"
"αν έχω χρόνο.." μου απαντά

και οπωσδήποτε, δεν την ενδιαφέρει καθόλου. απλώς θέλει να πηγαίνει στα μαθήματα, αποκλειστικά για τον χαβαλέ του θέματος.

"γιατί αν σ' ενδιαφέρει" συνεχίζω "ο πατέρας σου και ο θείος, είναι εξαιρετικοί σκακιστές!"

το σκέφτεται..

"ποιος είναι ο καλύτερος;" ρωτά
"μμ.. κι οι δυο είναι καλοί"
"μα ο καλύτερος;"
"ο θείος. έχει πάρει μέρος σε αγώνες"
"νίκησε;"
"βρε μωρό! δεν είναι μπάσκετ για να νικήσει κάποιος! "διακρίθηκε" λέμε. και δεν είναι αυτό το θέμα"
"άρα ο θείος είναι πιο καλός;"
"ναι!"
"ε, τότε θα κάνω με τον μπαμπά.."
............................................

κάτι θα πρέπει να μου διαφεύγει σε όλο αυτό..

Blogging ξανά; apapapa!

το είδα στο face book, στην ανάρτηση της Μαρίας cookandfeed: ".. 5 θετικά και 5 αρνητικά στα blogs"

χαμογέλασα με το κέφι που έχουν να παίζουν (ακόμα) παιχνίδια στα blogs και σχολίασα στη Μαρία:

μ' εκνευρίζουν αφάνταστα αυτοί που κλέβουν αναρτήσεις και αλλάζοντας τις ελάχιστα, τις παρουσιάζουν ως δικές τους. το έχω απολαύσει αρκετά στην Ισημερία, το απήλαυσα και στης Ελένης το blog και νιώθω διπλά ευχαριστημένη που απέχω από αυτού του ...είδους τους bloggers (οι οποίοι δεν είναι και λίγοι). να προσθέσω βεβαίως, πως όταν "βουτάμε" φωτογραφίες, καλό θα είναι να λέμε ποίου είναι!

επίσης, αυτό που μου προξενεί ΤΕΡΑΣΤΙΑ ευχαρίστηση, είναι οι (ολοένα αυξανόμενοι) bloggers, οι οποίοι νομίζουν πως κάτι κάνουν με το να γράφουν: δεύτεροι ντοστογιέβσκηδες δηλαδή! τα μεγάλα και κρυφά ταλέντα της Ελλάδας.. βρε Μαράκι, δεν πάω να τα γράψω καλύτερα στην Ισημερία; να 'χω να τα θυμάμαι κιόλας;


αυτό ήταν το σχόλιο μου, στη Μαρία.

δε νομίζω πως έχω να προσθέσω κάτι άλλο.
εκτός ίσως από την ανακούφιση που δεν συμμετέχω πλέον σ' αυτού του είδους τα "παιχνίδια"
-εννοώντας φυσικά "παιχνίδια" άλλου τύπου και όχι σαν το παραπάνω.

για σας που εξακολουθείτε, κουράγιο και υπομονή: θα σας χρειαστούν τόνοι από δαύτα!

υγ
να τονίσω βέβαια, πως υπάρχουν πάντα και κάποιες εξαιρέσεις ανθρώπων που στ' αλήθεια "γράφουν" (τύπου "μα τι έγραψες!") όπως πχ ο Θράσος  ή κάποια εξαιρετικά κείμενα των Κουμέικων, που απλά όμως, επιβεβαιώνουν τον κανόνα..

Οικονομία κάνε..

μπαίνει ο Χρόνης σπίτι μετά τη δουλειά, κουρασμένος, κρατώντας σακούλες απ' το σούπερ μάρκετ.
η Ελένη κι εγώ, τον χαιρετάμε εν χορώ
(ήρθες; καλώς τον!
γεια σου μπαμπάα)

του παίρνουμε τις σακούλες απ' τα χέρια κι εκείνος προχωρώντας μέσα, σταματά να χαιρετήσει το Ραφάκι που κάθεται και παίζει στον υπολογιστή της.

δίπλα στο πληκτρολόγιο βρίσκεται ένα πακετάκι με τρία ferrero rocher τα οποία της αγόρασα λίγες ώρες πριν, στο σχόλασμα.
τα βλέπει ο Χρόνης και σταματά: τα κοιτάζει, τα ξανακοιτάζει και δεν πιστεύει στα μάτια του

"αυτά τι είναι;"
"σοκολατάκια"
του απαντώ απορημένα.

χρόνια τώρα, κάθε φορά που πηγαίνει στο σούπερ μάρκετ, αγοράζει ένα μεγάλο κουτί ferrero με διπλές στρώσεις για το Ραφάκι που τα λατρεύει.
πως μπορεί να ξέχασε τι είναι;
κι αν όντως ξέχασε, μήπως θα πρέπει ν' αρχίσω ν' ανησυχώ στ' αλήθεια;
κι όχι απλά για την κατάσταση των οικονομικών μας, αλλά για τη γενική μας κατάσταση;

"ποιος της τα πήρε;" συνεχίζει ακάθεκτος με ανεβασμένη (ένα τόνο ακριβώς) την ένταση της φωνής του
"εγώ" του απαντώ "ποιος άλλος;"

επιτέλους, παίρνει το βλέμμα του από τα τρία ferrero, με κοιτάζει και λέει:

"με τι λεφτά;"

cut
.........................................

Εκλογές (ξανά)

εκλογές ξανά.
η ίδια μελαγχολία.
ξανά.

"βρε Ραφάκι, μη βάζεις τόση οδοντόκρεμα πια! η μισή σου πέφτει στο νιπτήρα, κρίμα είναι.."
"πόση να βάζω δηλαδή;"
"μέχρι τη μέση της οδοντόβουρτσας! μυαλό θέλει; τόσα χρόνια, τα ίδια και τα ίδια! να κάθομαι εγώ μετά να καθαρίζω κάααθε πρωί!"
"εντάξει, άλλη φορά δεν θα ξαναβάλω οδοντόκρεμα σ' όλο το τρίχωμα.."

εκλογές ξανά.
η ίδια ματαιότητα.
ξανά.

"μα είναι τόσο αντιπαθητική βρε μαμά!"
"με βρίσκεις απόλυτα σύμφωνη"
"και κάνει κι αυτές τις χαριτωμενιές! κοίτα, κοίτα, χάλι μαύρο"
"εσύ να τα βλέπεις Ελενάκι, που πλήρωσες κιόλας εις διπλούν, να πας να δεις τις σάχλες της. μη χάσεις!"
"και καλά, έτσι ντύθηκε να πάει στο γάμο της κολλητής της; τι μαλλί είν' αυτό; σαν το ντιρόλο!"

εκλογές ξανά.
τα ίδια
ξανά.

από τη μια η μελαγχολία
από την άλλη η ζωή.

κι όσα είχα γράψει πέρσυ, στις άλλες εκλογές, πόσο -παράλογα- μένουν τα ίδια ακριβώς και φέτος:

βόλτα, δεν ξέρω αν θα πάμε. θα γίνεται ένας χαμός, οπότε μάλλον μας βλέπω μέσα.
κι όλα τ' αντέχω: το χάλι της οικονομίας, την ανεργία, τα ρουσφέτια, τους κερδοσκόπους, τους καιροσκόπους, τους Εφιάλτες, αλλά ένα δεν μπορώ: το κόψιμο της Κυριακάτικης μας βόλτας

να βλέπω τα παιδιά να τρέχουν στην άμμο γελώντας
τον Χρόνη να κάνει ίσως το τελευταίο μπάνιο στην ψυχρή πλέον θάλασσα
τον ήλιο να βουτάει στα λιμανάκια της Βουλιαγμένης, το απόγευμα αργά.

όχι πως αυτό σημαίνει ή μπορεί να σημάνει ποτέ κάτι για τον εκάστοτε πολιτικό. ο σεβασμός δηλαδή στην βαθιά επιθυμία του κάθε ψηφοφόρου.

και δεν εννοώ φυσικά την Κυριακάτικη βόλτα.
απλώς τα αυτονόητα: να ζεις με αξιοπρέπεια έξι μέρες τη βδομάδα, έτσι ώστε την έβδομη να μπορείς να παρακολουθείς τους αεροπτεριστές να πετούν στον φθινοπωρινό ουρανό, ενώ το Ραφάκι χαμογελάει απ' την ακρογιαλιά και η Ελένη δίπλα της τραβά φωτογραφίες.

όμως εδώ που τα λέμε, ποιος από δαύτους, νοιάστηκε ποτέ πραγματικά;
για όλους αυτούς το νόημα πάντα ήταν να περνούν la vie en rose..
.............................

εκλογές ξανά.
η ίδια μελαγχολία.
ξανά.

Αύριο σχεδόν Κυριακή


μ' άρεσε σήμερα, μ' άρεσε.
έβλεπα ταινία ξαπλωμένη στην πολυθρόνα, σκεπασμένη με μια ελαφριά κουβέρτα και με τη Νέλλυ να γουργουρίζει κοιμισμένη πάνω μου, έβλεπα road movie κι ο χειμώνας χτυπούσε την πόρτα μας μονάχα ημερολογιακά -έξω ακόμα ήταν καλοκαίρι.

χαμένες στιγμές, αυριανές εκλογές, θλιμμένες ματιές, αναμνήσεις παράξενες, γλυστρούσαν πάνω μου κι έπεφταν άψυχες στο πάτωμα και το φιλαράκι ο Μπορίς, προσπαθούσε να βρει φθορές στους τοίχους του δωματίου μου, αλλά αυτές, απλά, δεν υπήρχαν
(εδώ και καιρό είχα βρει τον τρόπο να βρίσκομαι πάντα στον αφρό των ημερών..)

να θυμηθώ να διαβάσω ξανά τα Εκκοκιστήρια Β

(προχωρούσαμε με το Δημήτρη αμίλητοι προς το μικρό
σταθμό. αφήναμε τη Βέροια πίσω μας στην καταχνιά
και κοιτάζαμε άφωνοι τους καπνούς στο μισοφώτιστο βράδυ

εκεί, μες στην ερημωμένη έκταση, ακούγαμε τα εκκοκκιστήρια
να κελαϊδούνε. υπόκωφη στην αρχή, η βουή
δυνάμωνε με τον καιρό, μας είχε σχεδόν παρασύρει.
φώτα και μηχανές μες απ' τα τζαμωτά μας άφηναν
να ιδούμε τον αποχωρισμό. ο καθαρός καρπός γλιστρούσε και σωριάζονταν δίπλα μας
μέσα σ' ένα σύννεφο σκόνης. ακόμα θυμάμαι τα μάτια του, σα να είχαν δακρύσει.

τότε κατάλαβα πως πέρασε πια η εποχή της συγκομιδής.
και πως ό,τι μπορούσαμε να δώσουμε το είχαμε
σχεδόν σκορπίσει.)

να θυμηθώ να μάθω στα παιδιά μου Albinoni και Ασλάνογλου
να θυμηθώ να βάλω καινούρια όρια

και τέλος να θυμηθώ, πως αύριο είναι Κυριακή
κι αυτό που μπορώ ίσως να δώσω
δεν το έχω -ακόμα- σκορπίσει

Σήμερα που γιορτάζω


σήμερα που γιορτάζω:

με πήρε τηλέφωνο το μωρό μου, ακριβώς τα μεσάνυχτα για να μου ευχηθεί "χρόνια πολλά"
μου ευχήθηκε και το αγόρι του μωρού μου "χρόνια πολλά" -μαζί γυρνοβολούσαν.

"χρόνια πολλά" δεν μου ευχήθηκε ο Χρόνης, καθότι έχουμε φάει τα μουστάκια μας από προχτές κι η δυσπεψία είναι αφόρητη! ειδικά η δική μου..

"σ' αγαπώ άγγελε μου" ανακοίνωσε το Ραφάκι λίγο πριν κοιμηθεί και με τράβηξε κοντά της να με φιλήσει -απορώ που τις βρίσκει αυτές τις εκφράσεις της νεολαίας του μεσοπολέμου.
το δώρο της το ξέρω: μια ζωγραφιά με καρδούλες κι αστεράκια.

"ξέρεις τι δώρο θέλω γι' αύριο;" τη ρώτησα νωρίτερα το βραδάκι
"τι μαμά;"
"να μου τρίψεις τα πόδια κανά μισάωρο. γίνεται;"
"δεν προτιμάς ζωγραφική;"
"όχι! προτιμώ το τρίψιμο. θα ξαπλώσω, θα βάλω μια ταινία που να μ' αρέσει πολύ και συ θα μου τρίβεις τα πόδια. γίνεται;"
"μμμ καλάα"
"ωραία.."


(σιγά μη γίνει! το "στρίβειν διά του αρραβώνος" το ξέρετε; ε, αυτό! το τι χέρια θα πονάνε αύριο, το τι τσάντες θα πρέπει να φτιαχτούνε επειγόντως για το σχολείο, το τι τηλεφωνήματα θα πρέπει να γίνουν στην Εφη εκείνη ακριβώς την ώρα, δε λέγεται..)

"χρόνια πολλά" κι ευχές όμορφες και συγκινητικές μου έγραψαν τα φιλαράκια από το f. χαμογελούσα καθώς τις διάβαζα και μ' άρεσαν πολύ.

"χρόνια πολλά" νιαούρισαν τα νιαούρια μας και τρίφτηκαν στις γάμπες μου με σηκωμένες ουρές και τρεμάμενα μουστάκια. έσκυψα και τις χάιδεψα: η μια γουργούρισε και με κουτούλισε, η άλλη έφυγε βιαστική να κυνηγήσει νυχτοπεταλούδες που έμπαιναν απ' τη μπαλκονόπορτα παρασυρμένες απ' το φως.

"χρόνια μου πολλά" ψιθύρισα μόνη πριν λίγο, βάζοντας ένα ποτήρι νερό στην κουζίνα.
όλοι κοιμόντουσαν πια..
όλοι εκτός από μένα, που βάλθηκα να θυμάμαι γενέθλια κι επετείους και ν' απορώ το πόσο γρήγορα περνάνε όλα..

ουφ όμως.. ποιος μετράει χρόνια; και στ' αλήθεια, τι με νοιάζει για πότε πέρασαν και πότε ήμουν δυο χρονών πάνω στον καναπέ και για πότε διακτινίστηκα στην κουζίνα μ' ένα ποτήρι νερό στο χέρι και δυο παιδιά στην καρδιά και στην ανάσα;
καλά να 'μαστε και να χαμογελάμε, ευχήθηκα ολόψυχα

και να πείθουμε τα παιδιά μας κάπου κάπου να μας τρίβουν τα πόδια!

αυτό εξάλλου, δεν είναι το νόημα της ζωής;

Η ταινία


"Ελένη, θέλω να δούμε μαζί μια ταινία"
"μαμά, ναιιιι!"
"ωραία. την έψαχνα καιρό, με την πρώτη ευκαιρία, ετοιμάσου!"
"ποια είναι;"
"δε σου λέω: έκπληξη"
"έλααα, πες, ποια, ποια;"
"ξέχνα το! θα πας στο imdb να τη βρεις και πάει η έκπληξη.. εμ δε σε ξέρω;"
"θα σκάσω!"
"εξάλλου ούτε που θα την έχεις ακουστά. είναι παλιά. όταν την είχα πρωτοδεί, ήμουν εικοσιπέντε χρονών"

"του βωβού είναι;;"
...................................

Στεφανία σε γουστάρω

πηγαίνοντας στο σχολείο να πάρω το Ραφάκι.
δεξιά μου, το bsb έχει βάψει άσπρα τα τζάμια της βιτρίνας του για μια ανακαίνιση η οποία δεν τελειώνει ποτέ.
πάνω στο τζάμι έχει ζωγραφίσει κάποιος "Στεφανία σε γουστάρω" και καθηλώνομαι μπροστά του γοητευμένη.
μόνη μου χαμογελάω στη βιτρίνα,  
"Στεφανία σε γουστάρω" πολύ καλύτερο από το "Στεφανία σ' αγαπάω"
όπως το βλέπω τώρα τουλάχιστον -στα είκοσι μου, άραγε ποιο θα με κέρδιζε;
....................

βγήκα από το factory κρατώντας ένα ζευγάρι σαγιονάρες, απίστευτα όμορφες, τόσο, που πήγα σχεδόν πετώντας στο αυτοκίνητο, όπου με περίμενε ο Χρόνης.

"δες, μα δες, δεν είναι άψογες;"
"καλές είναι"
"μα ρίξε μια ματιά!"

κοιτάζει βιαστικά

"καλές είναι"
"κι από 34 ευρώ που είχαν, ξέρεις πόσο τις πήρα;"
"πόσο είχαν;" αναπήδησε
"34, είναι sugar. ξέρεις πόσο τις πήρα;"
"πόσο;"
"πέντε!!" θριαμβολόγησα
"πέντε; για σαγιονάρες πολλά είναι. εγώ τις παίρνω δυο ευρώ από τον Βασιλόπουλο"

κι έβαλε μπρος το αμάξι, αυτός οδηγώντας προσεκτικά, εγώ μιλώντας στις σαγιοναρούλες μου: μη τον ακούτε κοριτσάκια μου, τι ξέρει αυτός; μόνο μαθήματα, προγράμματα και αριθμούς.. 
....................

"Στεφανία σε γουστάρω" λοιπόν
και Στεφανία κάνε κάτι εδώ και τώρα.

γιατί το στάδιο της σαγιονάρας, θα φτάσει προτού καλά καλά το καταλάβεις.
κι άμα θα 'χεις γουστάρει πολύ στο παρελθόν  -όπως εγώ καλή ώρα- τινάζεις τη σκόνη απ' τους ώμους και πας παρακάτω.
εύκολα.

αλλιώς, μένεις ξοπίσω να νοσταλγείς τα "θέλω" σου..

Τις Κυριακές

..την Κυριακή στη θάλασσα.
γκρίζα χρώματα παντού κι η παραλία άδεια.

η Ελένη κι εγώ κολυμπούσαμε μόνες -για πρώτη φορά δεν υπήρχε κανείς δίπλα μας.
ο Χρόνης καθόταν στην άμμο
το Ραφάκι κι η Δήμητρα βόλταραν ακριβώς εκεί που έσκαγε το κύμα
και μακριά ένας άνθρωπος καθάριζε την άμμο, μπροστά στις μαζεμένες σεζλογκ κάποιου ξενοδοχείου.

αχιβάδες και στρογγυλά βότσαλα και καβούκια αχινών
ο πύργος του ναυαγοσώστη άδειος
στον ουρανό ούτε ένας αεροπτεριστής
και στην τσάντα κρουασάν, σοκολάτες και χυμοί.
Φθινόπωρο.

"αυτά τα παιδιά είναι σαν αδέρφια" μονολόγησα χαζεύοντας τα κορίτσια, όπως γελούσαν κι έτρεχαν στην άμμο
η Ελένη γύρισε και τις κοίταξε "ναι, είδες;" συμφώνησε και ξάπλωσε ξανά κάτω απ' τα σύννεφα.

"μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη
την κόρη τη μονάκριβη, την πολυαγαπημένη"

απήγγειλα και γύρισα στον Χρόνη
"η γιαγιά μου, το ήξερε όλο το ποίημα απέξω" κοκορεύτηκα "και την Αρετούσα ήξερε"
"ναι, ε;"
"ναι! η δική σου η γιαγιά ήξερε τίποτα;"

αλλά εκείνος, απασχολημένος να τραβάει φωτογραφίες, δεν μ' απάντησε.

"να φεύγουμε, θα πιάσει βροχή" πρότεινα
κι άρχισα να μαζεύω μπουφάν, χάρτινα ποτήρια και κουλουράκια
..............................
σήμερα, Δευτέρα, έβρεχε πολύ όλη μέρα.
τα κεραμίδια του διπλανού σπιτιού, γυάλιζαν
ο ήχος της βροχής, όπως έπεφτε, ακουγόταν μονότονα μουσικός
κι η Κυριακή είχε πια περάσει.
..............................
ή μήπως όχι;

έξω ακόμα βρέχει

στα λιμανάκια και στον Αλέξανδρο
στους ευκάλυπτους και στην Ανάβυσσο
στο μαύρο λιθάρι και στα Καλύβια
ακόμα βρέχει και είναι σκοτεινά.

φθινόπωρο πια
κι αργότερα χειμώνας

όμως τις Κυριακές
Καλοκαίρι στην καρδιά
κι ας είναι Οκτώβρης έξω

κι ας βρέχει ακόμα..

Ο καιρός του αποχαιρετισμού

εδώ είμαι κι εδώ θα 'μαι.
θα σας διαβάζω, θα μαθαίνω νέα σας, όμως δεν θα γράφω πια, παρά μόνο σ' αυτό εδώ το ημερολόγιο: στην Ισημερία μου.
σ' αυτό το ημερολόγιο του καιρού μας, που περνά, αλλά δεν χάνεται.

υπάρχει μια εποχή για όλα, ένας καιρός για όλα
κι αυτή εδώ είναι η δική μας εποχή του αποχαιρετισμού.

ένα "γεια" όμως είναι τούτο κι όχι ένα "αντίο"
ένα κλείσιμο του ματιού κι ένα χαμόγελο -προσωρινής- απουσίας.

μέχρι να ξαναϊδωθούμε λοιπόν
να είστε καλά
και να περνάτε όμορφα!
................................................

υγ
η Ισημερία, θα συνεχιστεί κανονικά
αλλά από τα μηνύματα, βλέπω πως μάλλον το έχω διατυπώσει λάθος: αποχαιρετώ τους φίλους μου
-που κάποια στιγμή, θα ξαναβρώ
το ημερολόγιο μου όμως, συνεχίζει όπως παλιά
(το τσιγάρο στα δύο)

Φθινόπωρο Κυριακής

φθινόπωρο.
με βροχή
με θαμπάδα
με Κυριακάτικη βόλτα στην αμμουδιά

με μια ξεχασμένη καλοκαιρινή ομπρέλα
με αφρισμένη θάλασσα
με σταγόνες αρμύρας στον αέρα
με λεπτά μπουφάν

με τα -μικρά- κορίτσια να γελούν
με το -μεγάλο- κορίτσι να λείπει
με τη βροχή να πέφτει στα μαλλιά και στην πλάτη
με το αίσθημα της νοσταλγίας να δυναμώνει.

φθινόπωρο.
με το δρόμο της επιστροφής να γυαλίζει γκρίζος
με τα παιδιά να τραγουδούν στο πίσω κάθισμα
με τον Οκτώβρη να μας λέει "ήρθα"

φθινόπωρο
επιτέλους
ξανά..

(και όσο μεγαλώνω, τόσο εκτιμώ τους κύκλους στη ζωή μου)
..............................

Κι άλλα Δώδεκα (η Λίστα)

1. να πλύνω τον χαμό που έχει συσσωρευτεί στο καλάθι με τ' άπλυτα και που οσάκις τον βλέπω, αναπηδώ λες και σαλεύει ένα αστραπόφιδο κάτω ακριβώς από τις βρώμικες κάλτσες.

2. να κυνηγήσω άπονα την Ελένη μήπως και την πείσω να σιδερώσει τον χαμό που θα πλύνω -στην ανάγκη να την δωροδοκήσω με ό,τι έχει ανάγκη. μία καινούρια μάσκαρα ίσως; μόνο τέσσερις μέτρησα σήμερα στο τσαντάκι της..

3. να στύψω μια πορτοκαλάδα στο Ραφάκι, γιατί μου τη ζήτησε τόσο ευγενικά..
("μαμά, όταν σου περάσει το εγκεφαλικό, θα μου κάνεις μια πορτοκαλάδα;"
"ποιο εγκεφαλικό βρε; ημικρανία έχω! η-μι-κρα-νί-α!!"
"καλά, αυτό.."
)

4. να εξηγήσω στο Ραφάκι, πως "εγκεφαλικό" είναι αυτό που πέρασε ξυστά απ' το κεφάλι μου, όταν είδα την αδερφή της να ποζάρει στο fb μ' ένα τσιγάρο στο χέρι και μισόκλειστα τα μάτια απ' τον καπνό. η μασκαρού!

5. να εξηγήσω επίσης στο Ραφάκι, πως αυτή, δεν θα έχω τη χαρά να την καμαρώσω πάνω στη μπάρα: θα μ' έχει στείλει προ πολλού η αδερφή της μ' αυτό το "εγκεφαλικό" που λέγαμε..

6. να εξηγήσω και στις δυο τους, πως όλη μου την περιουσία θα την αφήσω σ' εκείνη που θα μου τρίβει καθεβραδύς και για ώρα πολλή τα πόδια, κατά προτίμηση τραγουδώντας!
να διευκρινήσω πως δηλώσεις τύπου "δε σφάξανε!" λειτουργούν εις βάρος τους.

7. να πάψω να προσπαθώ να περάσω τον Χρόνη απ' τα φανάρια κρατώντας τον από το χέρι: διαμαρτύρεται πως έχει μεγαλώσει πια και τα καταφέρνει μόνος του.

8. να σταματήσω επίσης να του φωνάζω στο makro "πρόσεχε! έλα δω! μη χαζεύεις! πρόσεχε!" και στο αυτοκίνητο "πιο σιγά! πιάσε δεξιά λωρίδα, πιο σιγά!"

9. να πάψω να χώνω τα δάχτυλα μου στο χέρι της Ελένης, όπως την κρατάω αγκαζέ, όταν βλέπω καμμιά παράξενη αντίκρυ μας. η Ελένη, μου έχει ήδη εξηγήσει πολλές φορές, πως το καταλαβαίνουν (οι παράξενες) κι είναι ντροπή..

10. να σταματήσω να νεύω καταφατικά χαμογελώντας, όταν δεν καταλαβαίνω καν τι μου λένε.
τις προάλλες μου μιλούσε μια κυρία χαμηλόφωνα και μάλιστα με πολύ κακή άρθρωση και το μόνο που άκουγα ήταν ένα μονότονο "ψου ψου ψου ψου".
στο τέλος, περίμενε να της απαντήσω, εγώ χαμογελούσα και κουνούσα το κεφάλι, αυτή περίμενε, εγώ τα ίδια και ομολογουμένως είχα έρθει σε δύσκολη θέση..

11. να καθαρίσω τα κουφώματα, τα οποία πάνω τους έχουν τόσα αποτυπώματα, που θα έκαναν τη σήμανση από το csi να παραληρεί απ' τη χαρά της!

12. να θυμηθώ να κάνω τα παραπάνω έντεκα, στην ανάγκη να τυπώσω αυτή τη λίστα και να την κολλήσω στον καθρέφτη του μπάνιου.
ευτυχώς, η πρεσβυωπία μου είναι τόση, που αποκλείεται να τη διαβάσω ποτέ.

Δώδεκα

1. δεν έχω υπομονή
δεν έχω υπομονή
δεν έχω υπομονή

2. πήρα στο Ραφάκι (κατά λάθος) ντοσιέ για ταβέρνες (menu) και όχι για σχολείο.
μετά, προσπάθησα να την πείσω, ότι η εικόνα του σχολείου της δεν απέχει και πολύ απ' αυτή της ταβέρνας, αλλά δεν τσίμπησε..
έτσι, της αγόρασα ένα κανονικό ντοσιέ και με το menu μπορεί να παίζει τη γκαρσόνα.
δεδομένου του επιπέδου της τάξης της, δε νομίζω να έχει και πολλές εναλλακτικές όταν με το καλό αποφοιτήσει..

3. φωνάζω πολύ
φωνάζω πολύ
φωνάζω πολύ

4. ήρθε στην τάξη του Ραφακίου, καινούριος συμμαθητής.
είναι Ινδός, δε μιλάει λέξη ελληνικά και η μαμά του συννενοείται με τη δασκάλα, εις την αγγλικήν.
τυχερή η μαμά που η δασκάλα μιλάει ξένες γλώσσες.
άτυχος ο Σακίρ και τα υπόλοιπα παιδιά, που δεν μπορούν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους παρά μόνο με χειρονομίες.

5. είμαι βιαστική
είμαι βιαστική
είμαι βιαστική

6. αγόρασα ένα βραχιολάκι στην ..ιλιγγιώδη τιμή των τεσσάρων ευρώ.
τα υλικά από το μαγαζί "φτιάξτο μόνη σου" δεν κόστιζαν παραπάνω από ένα-δυο ευρώ, αλλά η ιδιοκτήτρια, μου το παίνευε τόσο πολύ, που ντράπηκα να πάρω τα υλικά και το αγόρασα έτοιμο.
"ντροπή, ντροπή, δεν ξέρω με ποιον το 'χω το παιδί" που έλεγε κι η γιαγιά μου..

7. εύκολα εμπιστεύομαι
εύκολα εμπιστεύομαι
εύκολα εμπιστεύομαι

8. κι εκεί που έλεγα "μ' αυτό το τηλέφωνο θα με θάψουνε" το πέταξε η γάτα στον αέρα κι έσκασε τρία μέτρα μακριά..
ευτυχώς δεν έπαθε τίποτα.
αλλιώς θα περνούσα ένα οργιαστικό Σαββατοκύριακο, ψάχνοντας μετά μανίας πληροφορίες για όλα τα καινούρια κινητά.
κι αυτό σε μένα, λειτουργεί εθιστικά..

9. ζω στον πλανήτη μου
ζω στον πλανήτη μου
ζω στον πλανήτη μου

10. και μόλις πω μονολογώντας "δεν την παλεύω άλλο" έρχεται η Κυριακή.
τρέχει ο δρόμος, τρέχουν τα σύννεφα, σκάνε τα κύμματα στα βότσαλα, τα κορίτσια γελάνε-μαλλώνουν-τραγουδάνε, ο καφές είναι ζεστός και αχνίζει, αεροπτεριστές σηκώνονται μέχρι ψηλά -στο γαλάζιο τ' ουρανού, ο Χρόνης ξαπλώνει στην άμμο και μισοκλείνει τα μάτια, η ατμόσφαιρα γεμίζει αλμύρα
και δεν έχει πλέον σημασία καμμιά
αν φωνάζω πολύ
αν είμαι βιαστική
αν εμπιστεύομαι εύκολα
αν ζω στον πλανήτη μου
αν..

δεν έχει πλέον σημασία καμμιά.

11. Κυριακή
κι όπως τρέχει ο δρόμος και τρέχουν τα σύννεφα, ο κόσμος μου όλος μέσα σ' αυτό το γαλάζιο αυτοκίνητο βρίσκεται
"εντάξει είσαι Σποκ;" ρωτάει η Ελένη απ' το πίσω κάθισμα
"εντάξει μωρό μου" χαμογελάω

(και στ' αλήθεια, είναι εντάξει μαζί μου, κυρία Τσαλιγοπούλου,
κάτι παραπάνω από εντάξει
κάτι -επιτέλους- παραπάνω..)

12. χαμογελάω πολύ
ονειρεύομαι λίγο
τρώω συνέχεια γλυκά
προσπαθώ κάθε λεπτό

φτάνει;
φτάνει..

Κυριακάτικη βόλτα

Ανάβυσσος. και άμμος και ήλιος και θάλασσα και πατητές και παιχνίδια και βιβλίο με τσαλακωμένες σελίδες και αγαπημένη φίλη και αμυγδαλωτά και βότσαλα κι απ' όλα.

οι Κυριακές ξεκίνησαν πάλι.
τα τραγούδια στ' αυτοκίνητο, ο ζεστός καφές πέντε λεπτά πριν φύγουμε, τα κορίτσια στο πίσω κάθισμα, τα λιμανάκια της Βουλιαγμένης από ψηλά, η νοσταλγία της επιστροφής, τ' ανοιχτά παράθυρα, ο "Αλέξανδρος" που σιγά σιγά ερημώνει, εμείς..

στην παραλία ήταν όμορφα.

το Ραφάκι τραγουδούσε δυνατά το θέμα από την Patty κι όλος ο κόσμος γύριζε και μας κοιτούσε. πέτρα αρκετά μεγάλη για να τη σηκώσω και να κρυφτώ δεν υπήρχε κι έτσι καμάρωνα και γω το μωρό μου που απτόητο συνέχιζε σε άψογα ισπανικά, τόσο καλά λες και ήταν η μητρική της γλώσσα.

αφήνω το Ραφάκι ν' ακούει ό,τι θέλει, αρκεί να μην είναι χυδαίο.
και την Ελένη που τη μεγάλωσα με Χατζιδάκι και Βιβάλντι, τι κατάλαβα;
"ως τον ουρανό είναι λίγο, ακόμα και τ' αστέρια είναι κοντά" τραγουδάει και δεν συμμαζεύεται ακόμα κι όταν την κατακεραυνώνω με φονικές ματιές.
στα παλιά της τα παπούτσια!
έτοιμη είναι να σηκωθεί να χορέψει και σ' όποιον αρέσει!

έτσι, το Ραφάκι τραγουδούσε "nadie pasa de esta esquina, aquí mandan las divinas", ο Χρόνης αφηρημένος κοιτούσε μια τη θάλασσα μια το παιδί, η Ελένη έκανε ηλιοθεραπεία (καθότι το μαύρο δεν είναι ποτέ αρκετά μαύρο γι' αυτήν), η Ευγενία τραβούσε πανοραμικές φωτογραφίες κλικ κλικ κλικ με το κινητό της κι εγώ χάζευα τα αμυγδαλωτά που μου 'φερε η Ευγενία και σκεφτόμουν τις Σπέτσες και την Υδρα.

ήταν όμορφα στην παραλία, όμορφα.
ήταν η πρώτη μας Κυριακή, μετά από καιρό, μετά τον γρήγορο Ιούνιο που έφυγε βιαστικός, που ούτε καταλάβαμε για πότε πέρασε..

στο γυρισμό ο ήλιος έδυε,
ο Johnny Depp είχε φύγει εδώ και καιρό
κι εμείς μπαίναμε στην πόλη

το Ραφάκι γερμένο στο παράθυρο χάζευε τ' αυτοκίνητα και
 "που είμαστε εδώ;" ρώτησε νυσταγμένα
"στη Βούλα μωρό μου" απάντησα και γύρισα να τη χαϊδέψω.

"στην άνω ή στην κάτω;" ζήτησε διευκρινήσεις η Ελένη
"ιδέαν δεν έχω! Χρόνη, πες καλέ που ακριβώς είμαστε, άνω ή κάτω;"
"χμμμ δεν υπάρχει άνω και κάτω Βούλα πια"
απάντησε με ύφος περισπούδαστο.

η Βούλα είναι το χωριό του. εκεί γεννήθηκε, εκεί μεγάλωσε, εκεί έζησε -μέχρι που παντρευτήκαμε- όλα του τα χρόνια.
που πάει να πει, πως ο χάρτης της Βούλας είναι ζωγραφισμένος απευθείας μέσα στο κεφάλι του και με την παραμικρή αλλαγή, ενημερώνεται άμεσα και έγκυρα.

"μμμ, τι μας λες;!" διαφώνησα "εγώ μια ζωή άνω και κάτω Βούλα διαβάζω στις ταμπέλες"
"δεν ισχύει αυτό πια"
"δεν το πιστεύω!"
"μη το πιστεύεις. και πρώτ' απ' όλα εδώ δεν είναι Βούλα. είναι Καβούρι"

τον αγριοκοίταξα
"Καβούρι; τι Καβούρι; σαν κι αυτό που 'χεις στην τσέπη σου;"

τα κορίτσια από πίσω χαχάνισαν, ο Χρόνης τσαντίστηκε, εγώ έκανα πως μ' έπιασε ξαφνικά βαθύς ύπνος.
..............................................

κι όταν ο ήλιος είχε φύγει πια, φτάσαμε σπίτι.
οι γάτες μας περίμεναν πίσω απ' την πόρτα
το φθινόπωρο είχε έρθει πια στη ζωή μας
η μέρα τέλειωνε

κι αυτή ήταν η πρώτη μας Κυριακάτικη βόλτα.

χαμογελαστή
τραγουδιστή
γεμάτη άμμο και βότσαλα
γεμάτη επιστροφή
γεμάτη νοσταλγία για τις επόμενες Κυριακές

η πρώτη φθινοπωρινή -επιτέλους-  βόλτα..

Πάρε δρόμο Jack!

"μαμά;"
"ορίστε!"
"δε μου λες, το Ι.Κ.Α. γράφει γυαλιά;"
"φυσικά. όχι όμως εξ ολοκλήρου: μια μικρή συμμετοχή μόνο σου δίνει"
"α.. γυαλιά ηλίου γράφει;"
"όχι βέβαια! εδώ σου βγάζει την ψυχή για τα διορθωτικά, για ηλίου θα 'γραφε;"
"για όλους ισχύει αυτό;"
"τι εννοείς;"
"και για τους τυφλούς;"
...........................

ο διάλογος δεν ήταν μεταξύ εμού και της Ραφαηλίας.
ο διάλογος ήταν μεταξύ εμού και της Ελένης.
και η απάντηση στην ερώτηση:
"μα καλά, πως σου 'ρθε πάλι βρε παιδί μου αυτό;"

"γιατί, οι τυφλοί μαύρα γυαλιά δε φοράνε; να, ο Ray Charles για παράδειγμα"

ok
hit the road Jack and don't you come back
no more no more no more no more..

Η ζωή στην πόλη

η ζωή στην πόλη είναι ..εδώ.

το σχολείο ξεκίνησε, ελληνικό και αγγλικό.
το Ραφάκι λείπει πολλές ώρες τη μέρα, άκρως απασχολημένο με τα μαθήματα, τα παιχνίδια, τα ατέλειωτα τηλεφωνήματα "στα κορίτσια", τα τραγούδια της.

η Ελένη δουλεύει, βγαίνει, ερωτεύεται, σχεδιάζει, ονειρεύεται.
η Ελένη μεγάλωσε πια..
μαλώνουμε, αγαπιόμαστε, ξαναμαλώνουμε και κει που πάω να τη μαλώσω σοβαρά, με πιάνουν τα γέλια: μ' έχει περάσει πια στο ύψος κι όμως τη βλέπω ακόμα σαν παιδί -το μικρό μου το παιδί..

ο Χρόνης ετοιμάζεται για τη δική του σχολική χρονιά: ο πιο καλός ο μαθητής ήμουν εγώ στην τάξη, ω!ω!ω!ω!
αυτό σημαίνει: τέρμα οι βόλτες στο Ικέα και στο Μάκρο, τέρμα "θες να δούμε ταινία μαζί;", τέρμα "Χρόνηηη, έρχεσαι λίγοοο;"

η Νέλλυ δεν φεύγει από κοντά μου. τα βράδια κοιμάται δίπλα μου, ενίοτε κι επάνω μου.
γουργουρίζει όλη νύχτα κι όταν γυρίζω πλευρό, ξυπνά και με κοιτάζει: σ' αυτά τα γατίσια μάτια κρύβεται η αγάπη όλου του κόσμου.

η Ακκα κι η χελώνα, είναι οι μόνες που αδιαφορούν εντελώς για την παρουσία μου.
η Τρελάκκκα γιατί αρκείται σε μια οποιαδήποτε παρουσία αρκεί να μην είναι μόνη της
κι η χελώνα, γιατί εκτός του ενυδρείου της, δεν την απασχολεί τίποτα άλλο.

ξυπνάω τα πρωινά κι ακούω τους ήχους της πόλης
μένω για λίγο ακίνητη σχεδιάζοντας το πρόγραμμα της μέρας: σχολείο, δουλειές, να ταίσω τις  γάτες, να κλαδέψω την αρμπαρόριζα, να κάνω λίστες με τα ψώνια της βδομάδας, ν' αγκαλιάσω το Ραφάκι γιατί του φώναξα χτες βράδυ κι έκλαψε, να πειράξω την Ελένη γιατί όλη τη μέρα ονειροπολεί, να τραγουδήσω στον μαθητή-Χρόνη
(..στον έλεγχο διαγωγή
είχα κοσμιωτάτη ω!ω!ω!ω!
κι όμως οι συναναστροφές
μου βγάλανε το μάαατι.
.)
γιατί κάθεται όλο φούρια στο θρανίο του και κλείνει όλο τον κόσμο έξω απ' αυτό

και να συνηθίσω τα χρώματα της πόλης.
όχι πια γαλάζιο και πράσινο και καφέ και άσπρο
και λίγο μωβ και κίτρινο και μπλε και θαλασσί και ασημένιο
όχι πια..

σ' άλλα χρώματα, σ' άλλους ήχους, σ' άλλα χαμόγελα,
σ' άλλη ζωή
στη ζωή της πόλης μας,

στη ζωή μας
......................................

Επιστροφή

επιστρέφουμε..
αύριο γυρίζουμε..

τέρμα οι πευκοβελόνες
η θάλασσα
η λεμονιά
η πρωινή δροσιά
οι γρύλοι
η κουκουβάγια
οι καρακάξες
οι αχιβάδες
ο σκαντζόχοιρος
τα τζιτζίκια

"μαμά, αύριο φεύγουμε;"
"ναι μωρό μου"
"κρίμα.."


το γρήγορο καλοκαίρι
το καλοκαίρι του Παλαμά
-ο ήλιος λάμπει σαν ένα αστέρι-
το καλοκαίρι του Φώκνερ
-καυτό-
το καλοκαίρι της καρδιάς μας
-αγαπημένο-
τέλειωσε

οι μήνες που θα θυμόμαστε όταν θα κάνει κρύο
όταν θα βρέχει
ή όταν η νύχτα έρχεται σκοτεινή πολύ
πέρασαν πια..

"μαμά, ωραία ήταν όμως, ε;"
"ναι μωρό μου, πολύ"


να κλείσουμε καλά τα παντζούρια
να ποτίσουμε τη λεμονιά
να κατεβάσουμε τον γενικό
να κλειδώσουμε
να κοιτάξουμε μια τελευταία φορά
πριν φύγουμε
ν' αγκαλιάσω το Ραφάκι σφιχτά

"βρε μωρό μη στεναχωριέσαι.
ένα
"γεια σου" δεν είναι "αντίο"

καλό μας φθινόπωρο
πια..

Minor Swing


..σκύβοντας να βάλω τις πετσέτες στο πλυντήριο "κοίτα πόσες μαζεύτηκαν.. πορτοκαλί και άσπρες και κόκκινες.. κι αν τις βάλω μαζί θα ξεβάψουν;"
λες και με τσάκωσα ξαφνικά στη φιλοσοφική μου αναζήτηση, ανασηκώθηκα, κοίταξα την εικόνα μου στον καθρέφτη "αρκετά με τις πετσέτες" είπα, κάθισα στο χείλος της μπανιέρας και θυμήθηκα το minor swing και την τελευταία φορά που το άκουσα: στο αυτοκίνητο, δίπλα στο Χρόνη.

το είχα τόσο απόλυτα ερωτευτεί (για μια ακόμα φορά), που ακολουθούσα τον Django παίζοντας μια φανταστική κιθάρα και τραγουδώντας στο ρυθμό, παράφωνα.

οι οδηγοί που περνούσαν δίπλα μας με κοιτούσαν, ο Χρόνης ντρεπόταν λιγάκι -όπως πάντα άλλωστε- αλλά περνούσα τόσο όμορφα, που δε με διέκοψε μέχρι που τέλειωσε το κομμάτι.

έτσι και τώρα, αφηρημένα σφύριζα το minor παράφωνα κι ένιωθα (όπως πάντα) τόσο συνεπαρμένη, που στο τέλος φώναξα "α ρε Django, με παντρεύεσαι;"
.................................

πλυντήριο δεν έβαλα κι έτσι δεν ξέρω αν οι πετσέτες θα ξέβαφαν τελικά
κι ο Django δεν έχει ακόμα απαντήσει στην πρόταση μου

όμως το minor swing, το θυμάμαι σε κάθε ευκαιρία:
τα πόδια διπλωμένα στο παρμπρίζ
η φανταστική μου κιθάρα στα χέρια
η φωνή ακολουθεί
κι ο Χρόνης ντρέπεται

κι όλο αυτό
είναι τόσο Καλό
που φτάνει και περισσεύει

για όλους μας..

Γιόλα Π. (συμμαθήτρια και φίλη)

η σκόνη του χρόνου που στροβιλίζεται,
η σκόνη του χρόνου που  κάθεται στα μαλλιά και στην καρδιά μας,
η σκόνη του χρόνου που μας σκεπάζει σιγά σιγά
και την αποτινάζουμε σε κάθε -ξαφνική μας- θύμηση.

καλό ταξίδι..

Η ζωή στην εξοχή

η ζωή στην εξοχή είναι ήσυχη.
η ζωή στην εξοχή είναι ξένοιαστη.
η ζωή στην εξοχή απλά κυλάει.
και νιώθω -παράξενα- καλά γι' αυτό..

διαβάζω πολύ
-Τόλκιν και Ντίκενς και ίσως λίγο Μπάρκερ-
βλέπω ατέλειωτα σειρές
-It's always sunny in philadelphia και
alias και
law and order-
που και που κάποια ταινία
-stranger than fiction και
next stop wonderland και
fargo-
κολυμπάμε
μαγειρεύω
πλένω με μια ολοένα αυξανόμενη εμμονή κάθε πιάτο που λερώνεται εκείνη ακριβώς τη στιγμή που θα λερωθεί
ακούμε μουσική, μα τραγουδάμε κιόλας
-riders on the storm και
hey soul sister και
χαρά στον έλληνα που ελληνοξεχνά-
και μετά τις επτά το απόγευμα, βγαίνω σαν τον κούκο κάθε μία ώρα, και φωνάζω
"Ραφαηλίαααα"

σιωπή

"Ραφαηλίαααα"

από μακριά ακούγεται μια φωνή:
"τιιι;"

"δε λένε "τι"!! "ορίστε" λένε"
"ορίστεεε"
"δε σε θέλω κάτι. απλά να δω που είσαι"
"καλά"

στις δέκα μαζεύεται.
κόκκινη, ιδρωμένη, λαχανιασμένη

"μα γιατί μαμά από τώρα;"
"δέκα είναι η ώρα βρε μωρό!"
"μα τα παιδιά ακόμα παίζουν.."
"αυτά μπορεί να παίζουν μέχρι αύριο"
"μα.."
"δεν έχει "μα" και "ξεμά" κανόνισε να τσακωθούμε!"

μουτρώνει για λίγο.
σε πέντε λεπτά όμως, έχει κιόλας ξεχαστεί..

τα πεύκα δίπλα και γύρω και πάνω μας υψώνονται μέχρι τον ουρανό σχεδόν
-και στο πιο κοντινό, η κούνια κρέμεται με χοντρό σκοινί, δίπλα της η αιώρα-
τα τζιτζίκια τζτζτζτζ από τις έξι το χάραμα
το Ραφάκι στον ύπνο του μουρμουράει κι απλώνει το χέρι, μ' αγγίζει και κοιμάται βαθύτερα
την κοιτάζω, τι να ονειρεύεται;
πατητές
και κρυφτό
και φιδάκι και μονόπολη
και πολύ τρέξιμο στην κατηφόρα.

η ζωή στην εξοχή κυλάει τόσο ήσυχα, που θα μπορούσα να μείνουμε για μέρες και μέρες και μέρες ακόμα.
..................................................

όμως έχω τη βεβαιότητα,
πως το σπίτι μας στην Αθήνα
αναστενάζοντας, με υπομονή τα βράδυα
-μας περιμένει..

Δέκα και Εκατόν Δέκα Χρόνια Καλά!

δέκα χρόνια..

δέκα χρόνια αγάπης
γέλιου
χαράς

δέκα χρόνια με πολλές στιγμές ευτυχίας

δέκα χρόνια με φορές που κοιμάσαι με μούτρα
ή με ώρες που περνάς θυμωμένη μαζί μου
-μέχρι που έρχεσαι ντροπαλά και ρωτάς "φίλες;"

δέκα χρόνια, που κάθε τους λεπτό καμαρώνω για σένα
δέκα χρόνια κιόλας..

τα πρώτα δέκα χρόνια της ζωής σου, κλείνεις σήμερα
καλό μου, να τα εκατοστήσεις

πάντα στο δρόμο του Θεού να βρίσκεσαι καρδιά μου
πάντα γερό και δυνατό μωρό μου να είσαι
πάντα του κόσμου τα καλά και τα όμορφα χαμόγελα, να ξημερώνουνε κάθε πρωί
για σένα!

Χρόνια Πολλά
Χρόνια Ευλογημένα να έρθουν στη ζωή σου

παιδί μου..




(κι ακόμα όταν γυρίζω και σε βλέπω ξαφνικά, αναρωτιέμαι που τάχα πήγε το μωρό που μέχρι χτες, κοιμόταν ήσυχα στην αγκαλιά μου..
και μ' έκπληξη θαυμάζω το πόσο γρήγορα ψηλώνεις και μεγαλώνεις και κατανοείς
και
 -πράγμα που μου φαίνεται απίθανο κι όμως συμβαίνει-
κάθε μέρα να σ' αγαπάω, ακόμα πιο πολύ

Erich Maria Remarque: Drei Kameraden

λίγες μέρες πριν, έφυγε ο Χρόνης. η άδεια τέλειωσε κι άρχισε η δουλειά.
τις πρώτες ώρες ήμουν σαν τον ανάπηρο -κι αυτό πολύ με παραξένεψε.
έπειτα συνειδητοποίησα, πως ο Χρόνης είναι ο σύντροφος μου και το παράξενο θα ήταν να μην ένιωθα έτσι.
ο σύντροφος τύπου Ρεμάρκ λοιπόν, μάζεψε τα πράγματα του, τα τακτοποίησε σ' ένα σακ βουαγιάζ και μ' αποχαιρέτησε.

τα κορίτσια είχαν ήδη κατέβει για μπάνιο κι έτσι ήμουν μόνη στη βεράντα και τον κοίταζα να κατηφορίζει το δρόμο για το καράβι, μέχρι που έστριψε στη γωνιά και χάθηκε.

τότε ήταν που ένιωσα την αναπηρία.

την άλλη μέρα μουρμούριζα σαν τον Αντλερ, ταυτόχρονα αναλύοντας και κάνοντας τις δουλειές του σπιτιού.
η Ελένη που είχε στραβοκοιμηθεί, παραπονιόταν σταθερά ανά δεκάλεπτο "η μέση μου, μ' έχει πεθάνει η μέση μου"
το Ραφάκι έπαιζε στην αιώρα με κούκλες, κούκλους και πευκοβελόνες, τραγουδώντας και μιλώντας στις Μπάρμπες και στους Μπάρμπους της
κι ήταν απλά, η "άλλη μέρα".

το απόγευμα, κάνοντας καφέ αναστέναξα: δεν αντέχω πια, όλα μόνη μου τα κάνω! ούτ' ένα χαμόγελο δε βρίσκω έτοιμο, ούτ' ένα καφεδάκι, με πονάει και το χέρι μου..
κι η Ελένη ακούγοντας με, παραπονέθηκε για μια ακόμα φορά: μήπως νομίζεις πως εγώ είμαι καλά; με πεθαίνει η μέση μου!

και το Ραφάκι που τόση ώρα σώπαινε, μας κοίταξε και είπε: "κι εγώ χάλια είμαι.."
"γιατί μωρό μου;"
ανησύχησα
 "τι έγινε μπεμπέ;"
θορυβήθηκε η Ελένη

"χάλια είμαι, χάλια! αφού ακούω συνέχεια και τις δυο σας κορίτσια να παραπονιέστε και  να γκρινιάζετε, χάλια με κάνετε, χάλια"
................................

ο Χρόνης έρχεται τις Παρασκευές.
στρώνουμε καθαρά σεντόνια και σκουπίζουμε το σπίτι απ' την άμμο περιμένοντας όχι την επιστροφή του ασώτου, αλλά την επιστροφή του συντρόφου.

η Ελένη θα φύγει σε λίγες μέρες, όχι για Μύκονο και Σαντορίνη, αλλά για Μύκονο και Κεφαλονιά.
θα γυρίσει όμως ξανά, μέχρι να έρθει η ώρα να μας αποχαιρετήσει πάλι..
όχι για πιο καθαρές ακρογιαλιές, αλλά για πιο χορευτικά βράδυα.

το Ραφάκι κι εγώ, είμαστε οι μόνες σταθερές του Αυγούστου.
εμείς και τα κινητά της οικογένειας που έγιναν πια γουόκι τόκι!
.............................

αυτό τον όμορφο μήνα Αύγουστο, που κάθε του μέρα, είναι μια "άλλη" μέρα

Τα εγγόνια


"ορίστε μας! να δούμε τι άλλο θ' ακούσω" είπα στον Χρόνη νευριασμένη κλείνοντας το τηλέφωνο.
 "τι έγινε;" απόρησε
"τι να γίνει; με την Ελένη μιλούσα"  
"και;;"
"και τη ρώτησα τι ώρα γύρισε χτες"
μιμήθηκα τη φωνή της Ελένης: "νωρίς γύρισα μαμά!"
"ε, δεν είσαι ευχαριστημένη;"
"τι ώρα είναι το "νωρίς", ξέρεις;"
 "έντεκα, δώδεκα;"
"θα 'θελες" σάρκασα "τρείς το χάραμα, είναι το "νωρίς"  
"τρεις το χάραμα;;"
"μάλιστα! και δεν είναι αυτός ο λόγος που νευρίασα"  
"έχει κι άλλο;"
"πως δεν έχει!"  
"για πες"
"τη ρώτησα ποιος τη γύρισε σπίτι. ο τάδε μου 'πε. την ξαναρωτάω: ο τάδε είναι καλό αγοράκι; της αρέσει; μήπως τον βλέπει σοβαρά; καταλαβαίνεις.."  
"είκοσι χρονών είναι βρε Μαριλένα.."
"βρε δεν πά' να 'ναι κι εβδομήντα! άκου: μου είπε να μη τη ρωτάω για τέτοια θέματα, γιατί αυτή δεν αντέχει τις σχέσεις, την "πνίγουν" και την κάνουν να νιώθει πίεση και άγχος κι άλλα τέτοια καλά"
 "έτσι είπε;"
"έτσι! αυτά, είναι τα δικά σου γονίδια! κι όταν τη ρώτησα "εσύ δηλαδή δεν θα παντρευτείς ποτέ σου; δεν θα κάνεις παιδιά;" ξέρεις τι μου απάντησε;"
"τι;"  
"που θες να ξέρω από τώρα;"  
"έλαα! παίρνεις τα λόγια της τοις μετρητοίς.."
"το στυλ με τσαντίζει, όχι τα λόγια της! αν δεν θέλει να παντρευτεί να μη το κάνει! προκειμένου να νιώθει πίεση και καταπίεση, να μη το κάνει! μήπως νομίζεις πως κι εγώ θέλω ντε και καλά, να δω εγγόνια;"

και το Ραφάκι, που τόση ώρα παρακολουθεί αμίλητο, γυρίζει, με κοιτάζει με προσοχή και λέει:  

"κι αν δεις εγγόνια μαμά, τι θα τους πεις;"
 ................................................

αφιερωμένο στην Ελένη και στο καινούριο μας μωρό!
να είναι πάντα ευλογημένο και χαρούμενο!
και όλοι να είναι Καλά για να το καμαρώνουν.
αυτό και όσα άλλα έρθουν να κατασκηνώσουν στην καρδιά τους.

Μπάνιο το απόγευμα

"Ραφάκι, έτοιμη; άντε νυχτώνει σε λίγο! θες να πας για μπάνιο ή όχι;"
"εντάξει μαμάα"

έρχεται τρέχοντας φορώντας το μαγιώ της

"έτοιμη!"
"ε, φόρα κι ένα μπλουζάκι! έτσι θα κατεβείς στην παραλία; σαν την Εύα;"
"ποια Εύα;"
"του Αδάμ!"
.........

Ο σκαντζόχοιρος

από τότε που ήρθαμε, γκρινιάζω.
όλα με ενοχλούν, όλα με πειράζουν: οι γείτονες, ο καιρός, η θάλασσα, το βιβλίο που τελειώνει και που θα 'βρω άλλο τόσο καλό, οι ταινίες που πήρα ή μαλλον αυτές που δεν πήρα και πως ξέχασα τους Κοέν, όλα, μα όλα με πειράζουν.
ένα όμως μου είναι καρφί στο μάτι: οι κότες της διπλανής.

τρεις κότες που βολτάρουν κατά πως τους αρέσει στα δικά μας τα μέρη, τσιμπολογώντας και επιθεωρώντας σχολαστικά κάθε σπιθαμή του εδάφους.
τρεις κότες σουρομαδημένες, μικρές, δυο καφέ και μία μαύρη.
τρεις κότες που όσο και να τους κάνω "ξουτ, ξουτ" με κοιτάνε περιφρονητικά και συνεχίζουν ανενόχλητες την περατζάδα τους.

με το που τις βλέπω μου γυαλίζει το μάτι.
"γαμώκοτες" τις ανεβάζω "σκατόκοτες" τις κατεβάζω, πολλές φορές μάλιστα, χωρίς να πάρω είδηση το Ραφάκι που έρχεται πίσω μου και απορεί με την κατάντια της καλής μανούλας.

"τι κοιτάς εσύ;" τη ρωτάω απότομα
"τίποτα μαμά, τον κόκορα" μου απάνταει συνεσταλμένα
"ποιον κόκορα μωρέ; κότες είναι, δεν τις βλέπεις;"
"ο μαύρος είναι κόκορας μαμά. έχει αυτό κάτω απ' το σαγόνι και τ' άλλο πάνω στο κεφάλι!" και με τα χέρια, κάνει το σχήμα του λειριού.

σκέφτομαι να τη διορθώσω, αλλά βαριέμαι και γυρίζω να παρακολουθήσω ξανά τις κότες μουγκρίζοντας σιγά

όμως τα βράδια που έρχονται, είναι απίστευτα όμορφα:
έχει τόσο σκοτάδι, που βλέπεις τ' αστέρια να φέγγουν χλωμά στο μαύρο ουρανό,
τις σκιές των πεύκων να πέφτουν πυκνές και μυστηριώδεις,
κουκουβάγιες και γρύλους ν' ακούγονται μέχρι σχεδόν το χάραμα,
πυγολαμπίδες σκαρφαλωμένες στον τοίχο του σπιτιού,
μολυντήρια να τρέχουν βιαστικά μόλις ανάψει το φως της βεράντας
και που και που αφουγκράζεσαι τον ήχο του νερού απ' το λάστιχο που τρέχει, ποτίζοντας τη λεμονιά.

κι αυτό μου φτάνει
κι αυτό με αποζημιώνει
...........................

ο Χρόνης ανέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά του σπιτιού.
"τρέχα, τρέχα, έλα να δεις"
"τ' είναι καλέ;" θορυβήθηκα κι έσπρωξα πίσω την καρέκλα
"έλα σου λέω!"
τον ακολούθησα.

κατεβήκαμε στη λεμονιά. το νερό έτρεχε απ' το λάστιχο κι αυτή ποτιζόταν αναστενάζοντας στο βραδυνό αεράκι.
"κοίτα" μου 'δειξε στη ρίζα της ο Χρόνης
έσκυψα
σκοτάδι πυκνό, το φως της βεράντας δεν έφτανε μέχρις εκεί.
πλησίασα περισσότερο κι είδα ένα πλασματάκι, δίπλα ακριβώς απ' το νερό.

"τ' είν' ετούτο;"
"σκαντζόχοιρος!"

κάτι έλιωσε μέσα μου
"σκαντζόχοιρος.." χαμογέλασα
"να φωνάξω το παιδί" είπε ο Χρόνης
"μη τη ξυπνήσεις, είναι αργά.."

χαζεύαμε το σκαντζόχοιρο για ώρα κι ύστερα γυρίσαμε κι αρχίσαμε ν' ανεβαίνουμε σιγά τα σκαλοπάτια.
η ώρα ήταν περασμένη πια..

την άλλη μέρα, ο Χρόνης ενθουσιασμένος πήγε στο Ραφάκι:
"Ραφαηλία, τι είδαμε χτες το βράδυ;!"
"τι μπαμπά;"

πλησίασα κοντά τους:
"άσε Χρόνη, άσε να της πω εγώ"

"Ραφάκι, είναι τόσο"
της έκανα το σχήμα με τα χέρια μου
"έχει ένα κεφαλάκι τόσο"
της έκανα ξανά το σχήμα με τα χέρια μου
"έχει χεράκια τόσα"
άντε πάλι το σχήμα
"και γύρω γύρω έχει πολλά αγκάθια"

το Ραφάκι με κοίταξε, κοίταξε τον Χρόνη, με ξανακοίταξε και είπε:

"κότα;"
..................................

Ο dr Who και το Καλοκαίρι

πόσους dr. Who μπορεί να δει ένας (ημι)σοβαρός άνθρωπος τη μέρα; δύο, τρεις το πολύ;
ε λοιπόν εγώ, την τελευταία βδομάδα, έβλεπα άνετα πέντε και έξι επεισόδια τη φορά, μέχρι που έφτασα να θεωρώ τους Daleks προσωπικούς εχθρούς και το Tardis, το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου μου..

στα διαστήματα που μεσολαβούσαν:
μαγείρευα
καθάριζα το σπίτι
τσακωνόμουν με την Ελένη
άπλωνα φρρρεσκοπλυμένες κουρτίνες
σκόνταφτα εξαιτίας της Νέλλυς που επέμενε να μπλέκεται στα πόδια μου
προσπαθούσα να πείσω το Ραφάκι πως το καλοκαίρι πλένουμε κάθε μέρα τα μαλλιά μας
εξηγούσα στον Ιούνιο πως είναι καλοκαιρινός μήνας και δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τον Οκτώβριο
τσακωνόμουν με τον Χρόνη, όταν επέμενε, πως εγώ του είπα να κατεβάσει τους Sopranos
κι ανακάλυψα πως το μπωλ με το νερό των γατιών που μυστηριωδώς έφευγε από τη γωνιά του, μετακινιόταν απ' την Ακκα, η οποία το έσπρωχνε ύπουλα με το αριστερό της χέρι.

μ' αυτά και μ' αυτά, δεν κατάλαβα πως πέρασε η τελευταία βδομάδα και πως σε λίγες μέρες θα έπρεπε να μπούμε στο καράβι (και όχι στο Tardis) και να φύγουμε για την Αίγινα.

ήξερα όμως πως φέτος θα καταλήγαμε σίγουρα στην Αίγινα, μιας κι ο Χρόνης θα ήταν μαζί μας απ΄ την αρχή.
έτσι, σε κάθε παρατήρηση του τύπου: και πρόσεξε φέτος σε ποιο καράβι θα μπεις!
απαντούσα περήφανα "κάνε δουλειά σου" και τίναζα εξίσου περήφανα το κεφάλι στη δεξιά μεριά, σαν δεύτερος Καίσαρας ή σαν τον Βουκεφάλα.

μετά, έτρεχα να σταματήσω τα κορίτσια που τσακώνονταν κι όλη η γειτονιά άκουγε  τη μικρή ν' αποκαλεί τη μεγάλη "σφουγγαρίστρα" και τη μεγάλη να παροτρύνει τη μικρή, να μπει στο κλουβί να παίξει στον τροχό της, μιας κι ήταν χάμστερ ή αρουραίος -δε θυμάμαι ακριβώς το γένος, να 'ναι καλά ο dr Who.

λίγες μέρες λοιπόν προτού φύγουμε, γυρίζω στο σπίτι ελέγχοντας το, τσεκάροντας διπλά και τριπλά, μιλώντας στον Ood που περπατά δίπλα μου "εσύ τουλάχιστον θα κοιτάς την Ελένη;" κι όταν γνέφει καταφατικά, χαμογελάω και τσεκάρω ξανά.

κι ύστερα φτιάχνω έναν καφέ κι ονειρεύομαι την Αίγινα: τη λεμονιά, το σπίτι μας, τον κάκτο, τη βέσπα, τη θάλασσα, τα τζιτζίκια, την κουκουβάγια, τις δεκαοχτούρες, τους σκατζόχοιρους, τις πευκοβελόνες, το λάστιχο του ποτίσματος, τη μυρωδιά του χώματος, τους γρύλους, το Ραφάκι που έρχεται τρέχοντας όταν φωνάζω "Ραφαηλίαααα", την Ελένη που θα 'ρθει για μια μονάχα βδομάδα και πως μεγάλωσε αυτό το παιδί και πως δουλεύει πια και πως έχει πάρει το δικό της δρόμο, αλλά ταυτόχρονα απλώνει το χέρι της και μας κρατά σφιχτά!

κι ύστερα αναστενάζω, γιατί έτσι είναι η ζωή, σηκώνομαι, βάζω το φλυτζάνι στο νεροχύτη με νερό να μουλιάζει και μπαίνω στο Tardis με τον dr Who.

κι η ιστορία ξεκινάει από κει που την είχα αφήσει..
ξανά..
.......................................................

Καλό μας Καλοκαίρι!

(το επόμενο ποστ, απ' την Αίγινα)

Λεωφορείον ο Πόθος

άσπρα αμάνικα φανελάκια, μόνο ο Μάρλον Μπράντο έχει δικαίωμα να φοράει!
οι υπόλοιποι να πάνε στη λαϊκή να πουλήσουνε καρπούζια.

"τ' είναι τούτα;" κραύγασε πάνω απ' τον ώμο μου η Ελένη τις προάλλες κοιτάζοντας την οθόνη του υπολογιστή μου "δεν είμαστε καλά!" είπε κι έπεσε κάτω στο πάτωμα απ' τα γέλια.
"ο καθένας όπως μπορεί διασκεδάζει μωρό μου" της απάντησα αφηρημένα "δεν έχεις ακούσει για την εικονική ζωή;"
"οι καμμένοι! μα είναι δυνατόν;; να μπω να τους γράψω "get a life";"
"σε σούβλισα ζωντανή!! να μπεις να γράψεις στους δικούς σου γνωστούς get a life!" της απάντησα αποφασιστικά κι όπως την έβγαζα έξω απ' το δωμάτιο πρόλαβε και μου φώναξε:
"οι δικοί μου γνωστοί, δεν κάνουν τέτοια"
"βρε ξουτ!" την έσπρωξα κι έκλεισα πίσω της την πόρτα.

μου λείπουν οι φίλοι που έκλεισαν το blog τους και δεν τους βλέπω πια..
μου λείπει ο Σπύρος ο Lockheart, η Τασούλα, η Διαβάτης
μου λείπουν κι αυτοί που δεν έκλεισαν μεν το blog αλλά σχεδόν έχουν φύγει,
ο Ηλίας, το Φιόρο, η Ελένη μου, η venceremos
αλλά έχω ακόμα τους λίγους φίλους που συμπορευόμαστε
κι αυτό, μου φτάνει.

δεν μου αρέσει το θέατρο
δεν μου αρέσει το θέατρο
δεν μου αρέσει το θέατρο
κι όμως..
πριν πολλά χρόνια έγραψα ένα (γελοίο) θεατρικό έργο.
παραγγελία ήταν και δεν ανέβηκε ποτέ
να 'ναι καλά ο από μηχανής θεός..

φέτος για πρώτη φορά θα πάμε διακοπές οι τρεις μας: ο Χρόνης, το Ραφάκι κι εγώ.
η Ελένη θα έρθει μόνο την τελευταία βδομάδα μαζί μας.
δεν θέλω να πάω, μου κακοφαίνεται.
γκρινιάζω, μουρμουρίζω, γεμίζω την κατάψυξη μπιφτέκια να 'χει να τρώει κι απαγορεύω τα πάρτυ εν τη απουσία μου
(εμένα μου λες..)

τώρα τελευταία επιτέλους δρόσισε.
η Νέλλυ έπαψε να παριστάνει το πτώμα ξαπλωμένη στο διάδρομο
η Ακκα έπαψε να κοιμάται μέσα στο νιπτήρα, στο μπάνιο
κι η απογευματινή μπόρα ξέπλυνε όλη τη σκόνη που είχε καθήσει στο μπαλκόνι, στην τέντα, στην καρδιά μας.

βγήκα έξω κι ανάσανα: μύριζε βροχή
βροχή κι όλα ήταν καθαρά.

κι αυτό, θα 'πρεπε να μας φτάνει.
αυτό
κι ο Μάρλον Μπράντο με άσπρο, αμάνικο φανελάκι..