Ο dr Who και το Καλοκαίρι

πόσους dr. Who μπορεί να δει ένας (ημι)σοβαρός άνθρωπος τη μέρα; δύο, τρεις το πολύ;
ε λοιπόν εγώ, την τελευταία βδομάδα, έβλεπα άνετα πέντε και έξι επεισόδια τη φορά, μέχρι που έφτασα να θεωρώ τους Daleks προσωπικούς εχθρούς και το Tardis, το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου μου..

στα διαστήματα που μεσολαβούσαν:
μαγείρευα
καθάριζα το σπίτι
τσακωνόμουν με την Ελένη
άπλωνα φρρρεσκοπλυμένες κουρτίνες
σκόνταφτα εξαιτίας της Νέλλυς που επέμενε να μπλέκεται στα πόδια μου
προσπαθούσα να πείσω το Ραφάκι πως το καλοκαίρι πλένουμε κάθε μέρα τα μαλλιά μας
εξηγούσα στον Ιούνιο πως είναι καλοκαιρινός μήνας και δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τον Οκτώβριο
τσακωνόμουν με τον Χρόνη, όταν επέμενε, πως εγώ του είπα να κατεβάσει τους Sopranos
κι ανακάλυψα πως το μπωλ με το νερό των γατιών που μυστηριωδώς έφευγε από τη γωνιά του, μετακινιόταν απ' την Ακκα, η οποία το έσπρωχνε ύπουλα με το αριστερό της χέρι.

μ' αυτά και μ' αυτά, δεν κατάλαβα πως πέρασε η τελευταία βδομάδα και πως σε λίγες μέρες θα έπρεπε να μπούμε στο καράβι (και όχι στο Tardis) και να φύγουμε για την Αίγινα.

ήξερα όμως πως φέτος θα καταλήγαμε σίγουρα στην Αίγινα, μιας κι ο Χρόνης θα ήταν μαζί μας απ΄ την αρχή.
έτσι, σε κάθε παρατήρηση του τύπου: και πρόσεξε φέτος σε ποιο καράβι θα μπεις!
απαντούσα περήφανα "κάνε δουλειά σου" και τίναζα εξίσου περήφανα το κεφάλι στη δεξιά μεριά, σαν δεύτερος Καίσαρας ή σαν τον Βουκεφάλα.

μετά, έτρεχα να σταματήσω τα κορίτσια που τσακώνονταν κι όλη η γειτονιά άκουγε  τη μικρή ν' αποκαλεί τη μεγάλη "σφουγγαρίστρα" και τη μεγάλη να παροτρύνει τη μικρή, να μπει στο κλουβί να παίξει στον τροχό της, μιας κι ήταν χάμστερ ή αρουραίος -δε θυμάμαι ακριβώς το γένος, να 'ναι καλά ο dr Who.

λίγες μέρες λοιπόν προτού φύγουμε, γυρίζω στο σπίτι ελέγχοντας το, τσεκάροντας διπλά και τριπλά, μιλώντας στον Ood που περπατά δίπλα μου "εσύ τουλάχιστον θα κοιτάς την Ελένη;" κι όταν γνέφει καταφατικά, χαμογελάω και τσεκάρω ξανά.

κι ύστερα φτιάχνω έναν καφέ κι ονειρεύομαι την Αίγινα: τη λεμονιά, το σπίτι μας, τον κάκτο, τη βέσπα, τη θάλασσα, τα τζιτζίκια, την κουκουβάγια, τις δεκαοχτούρες, τους σκατζόχοιρους, τις πευκοβελόνες, το λάστιχο του ποτίσματος, τη μυρωδιά του χώματος, τους γρύλους, το Ραφάκι που έρχεται τρέχοντας όταν φωνάζω "Ραφαηλίαααα", την Ελένη που θα 'ρθει για μια μονάχα βδομάδα και πως μεγάλωσε αυτό το παιδί και πως δουλεύει πια και πως έχει πάρει το δικό της δρόμο, αλλά ταυτόχρονα απλώνει το χέρι της και μας κρατά σφιχτά!

κι ύστερα αναστενάζω, γιατί έτσι είναι η ζωή, σηκώνομαι, βάζω το φλυτζάνι στο νεροχύτη με νερό να μουλιάζει και μπαίνω στο Tardis με τον dr Who.

κι η ιστορία ξεκινάει από κει που την είχα αφήσει..
ξανά..
.......................................................

Καλό μας Καλοκαίρι!

(το επόμενο ποστ, απ' την Αίγινα)