μια νοσταλγία που με τυλίγει σαν σύννεφο
για όλα εκείνα που δεν έζησα ακόμα.
"τα καλύτερα παιδιά" μουρμουράω στην Ακκα, στον Μάστορα, στη Μούσου
όπως μπλέκουν στα πόδια μου και σκύβω να τα χαϊδέψω.
"χάνω τα καλύτερα μου χρόνια τόσους μήνες κλεισμένη μέσα!"
μού είπε πριν λίγο η Ραφαηλία καθώς της έφτιαχνα τσάι στην κουζίνα.
"εγώ..."
ξεκίνησα να λέω και με διέκοψε εκνευρισμένη: "ξέρω, ξέρω! αλλά εγώ δεν είμαι εσύ κι εμένα δεν μου αρέσει να είμαι μ' ένα βιβλίο στο χέρι όλη μέρα, ούτε να βλέπω κάθε μέρα ταινίες, ούτε να κάθομαι σπίτι συνέχεια!"
χαμογέλασα και σέρβιρα το τσάι.
το πήρε και πήγε στο δωμάτιο της ξεφυσώντας και κλείνοντας την πόρτα πίσω της λες και ήμουν εγώ η αιτία του απαγορευτικού.
ανασήκωσα τους ώμους κι έβαλα ένα ακόμα φλυτζάνι καφέ.
μετά πήρα τη Μυρσίνη και κάθισα στην αγαπημένη μου πολυθρόνα.
τότε ήρθε: μια νοσταλγία που με τύλιξε σαν σύννεφο
για όλα εκείνα που δεν έζησα ακόμα.
κι αυτά δεν ήταν οι βόλτες και οι εκδρομές -ποτέ δεν ήταν άλλωστε.
ήταν η βεβαιότητα πως όλα θα πάνε καλά
πως τα παιδιά στη Σουηδία είναι εντάξει
πως η Ραφαηλία βγαίνει και γελάει χαρούμενη
κι ο Χρόνης μουρμουράει αλλά έρχεται να δούμε ξανά "παρακαλώ γυναίκες μην κλαίτε".
αναστέναξα, ήρθε η Μούσου αγκαλιά και μπήκαμε παρέα στο Tardis.
"μετά τα Χριστούγεννα του ’74, μια παλιά γνωστή μου με πλεύρισε κι αν ενδιαφερόμουν να γίνω μέλος στην Οργάνωσή της έπρεπε να συμπληρώσω ένα ερωτηματολόγιο..."
η Μυρσίνη
για άλλη μια φορά η Αρχαία Σκουριά
και η γη που στροβιλίζεται σ' ένα δικό της σύμπαν.
η Μούσου χασμουρήθηκε
εγώ χαμογέλασα
και τίποτα πια δεν είχε σημασία...