"Ραφαηλία,
άκου ένα περίεργο! σε όλα τα τεστ που κάνω για τους χαρακτήρες απ' τις
σειρές που βλέπω, βγαίνω πάντα άντρας! σε όλα!
και στο office που έκανα
προχτές, πάλι τα ίδια! ο Jim είμαι!
στο lost ξέρεις ποιος ήμουν;" "ναι, αμέ! ο Locke σίγουρα!" "καλέ, που το κατάλαβες;" "από τη στιγμή που άνοιξε το στόμα του για να γελάσει κι είχε ένα πορτοκάλι είπα "αυτή είναι η μαμά". .................................
κι είναι η στιγμή που καταλαβαίνεις πως ό,τι κι αν κάνεις στο βάθος θα είσαι πάντα ο τύπος που όσο σοβαρός κι αν φαίνεται στο στόμα του θα κρύβει πάντα ένα μικρό
πορτοκάλι..
Επειδή
το γκρουπάκι του Σωκράτη βγήκε το μισό να είναι στους Τριάκοντα
Τυράννους, οι κάτοικοι τον μισούσαν αλλά όχι μόνο γι' αυτό, δεν τον
γούσταραν γενικά γιατί ήταν ο hipster της εποχής και σε κάθε φιλοσοφία
έλεγε "α αυτό δεν είναι αλήθεια, εγώ πιστεύω πως αυτό κι αυτό..."
.....................................................................
Ακου
τι βλακεία είχε πετάξει ο Σωκράτης: λέει πως προτού η ψυχή μας έρθει σε
επαφή με το σώμα μας (και γεννηθούμε) τα ήξερε όλα (η ψυχή), είχε όλες τις
γνώσεις του κόσμου και μόλις έγινε ένα με το σώμα μας, έπαθε
κοκομπλόκο και τα ξέχασε όλα.
......................................................................
άρρωστη στο κρεββάτι.
μουρμουράω Sherry, βάζω green cola και γυρίζω ξανά στ' αγόρια του Clint.
Sherry Sherry baby
Sherry Sherry baby
Sheeeery can you come out tonight
και να που υπάρχει και κάτι καλό στην ίωση.
Jersey boys·
στ' αλήθεια, αυτή η ταινία είναι μία απ' τις καλύτερες που έχω δει
ή έστω απ' αυτές
που μιλάνε απευθείας στην καρδιά
-ή μάλλον
της τραγουδούν..
άρρωστη στο κρεββάτι.
με τ' αγόρια του Clint στο: Sherry και Peanuts
με Ακκα και Νέλλυ να με γιατροπορεύουν
γουργουρίζοντας
με της Ραφαηλίας τα "σ' αγαπώ μαμά".
και να λοιπόν που μερικές φορές
ακόμα και η ίωση
έχει τα καλά της..
"τούτο το παλιό καναπεδάκι τώρα σιγοτρώει, σιγοτρώει το σαράκι κι έχει σύντροφο πιστό της αράχνης τον ιστό.."
τραγουδούσε χρόνια πριν το φιλαράκι ο Γερμανός και στεναχωριόταν το Ελενάκι κι έλεγε "το καημένο το καναπεδάκι ρε μαμά.."
κι ήμασταν στο αυτοκίνητο πάνω απ' τα λιμανάκια της Βουλιαγμένης. οι αεροπτεριστές κολυμπούσαν στον ουρανό και το Ραφάκι τραγουδούσε μαζί με τον Βαγγέλη "στο παλιατζίδικο παρατημένο με τον καιρό κι αυτό θα ξεχαστεί"
αιώνες πριν.. ............................ σήμερα σηκώθηκα με το "καναπεδάκι" στη σκέψη. Χριστούγεννα έρχονται σε λίγες μέρες Χριστούγεννα..
μουρμούριζα ασυναίσθητα απ' το πρωί "..κι έχει σύντροφο πιστό της αράχνης τον ιστό" κι ήθελα ένα τσιγάρο, όσο τίποτα στον κόσμο.
ένα παλιό old navy ένα τσαλακωμένο παλιό πακέτο μέσα στην τσέπη μου να το κρατήσω στην παλάμη για λίγο να βγάλω ένα τσιγάρο να τ' ανάψω και ν' ανασάνω βαθιά..
ν' ανασάνω τον καιρό που ήμουν ανέμελη. ............................... πάει καιρός που αποχαιρέτησα τον John Hurt: το snowpiercer τρέχει πια μόνο του σ' ένα τοπίο πάντα παγωμένο κι η σκιά μου απέκτησε πια τη δική της σκιά.
όμως μερικές φορές το βλέπω ακόμα με την άκρη του ματιού να ξεπροβάλει και να χάνεται το ίδιο σχεδόν δευτερόλεπτο.
ο John Hurt (εγώ είμαι πια σκιά της δικής μου σκιάς) με χαιρετάει απ' το παράθυρο
κι η δική μου ζωή σταματάει για ένα δευτερόλεπτο. έπειτα, ξεκινάει ξανά.. ...................................
το αυτοκίνητο έτρεχε στο δρόμο προς την Ανάβυσσο χειμώνας κι ο ουρανός λαμπερός, παγωμένος αεροπτεριστές κολυμπούσαν με αερόπτερα πολύχρωμα ο Χρόνης οδηγούσε σοβαρός και τα κορίτσια στο πίσω κάθισμα τραγουδούσαν.
κι ήταν τα λιμανάκια της Βουλιαγμένης μόλις λίγους αιώνες πριν·
τούτο το παλιό καναπεδάκι τώρα σιγοτρώει, σιγοτρώει το σαράκι κι έχει σύντροφο πιστό της αράχνης τον ιστό της αράχνης τον ιστό σύντροφο πιστό ......................................
έφυγα έναν Αύγουστο σ' άφησα φως μου ήθελα την ομορφιά να αντικρίσω του κόσμου
-κάθε μέρα παίζει στην καρδιά μου.
χειμωνιάζει.
το σκοτάδι πέφτει νωρίς
κι έρχεται αυτή η αίσθηση πως όλα τούτα
τα έχω ζήσει ξανά.
πάντα ευγνωμοσύνη είχα
για όσα απλόχερα μού προσφέρονταν:
το χαμόγελο του Χρόνη
τα πειράγματα των παιδιών
το γουργουρητό της Νέλλης
αυτά είναι τα δώρα μου.
κι ο Δημήτρης ακόμα δίπλα μου βρίσκεται..
ετοιμαζόμουν το πρωί να βγω, είχα το ραδιόφωνο ανοιχτό κι άκουγα αφηρημένα
όταν σκύβοντας να βάλω τα παπούτσια "ό,τι από σένα τώρα έχει μείνει σε μια φωτογραφία της στιγμής.."
ανασηκώθηκα, στηρίχτηκα στην ντουλάπα
-σα να 'φαγα σφαίρα κατάστηθα-
και δάκρυζα, μ' αυτά τα ήρεμα δάκρυα της αποδοχής:
"έλα ρε" μίλησα μεγαλόφωνα "θα 'ρθει ο καιρός και θα βρεθούμε ξανά"
"ίδια η βροχή τα μάτια σου τα γκρίζα μα τίποτα όπως πάντα δεν θα πεις"
το σκοτάδι πια πέφτει νωρίς
χειμώνας.
το σπίτι μας είναι το πατρικό μου
κι η βροχή
ένα απ' τα δώρα μου
-η βροχή
και το χαμόγελο του Χρόνη
όταν γυρίζει σπίτι κουρασμένος
απ' τη δουλειά..
λιμάνι βρήκα στην καρδιά σου και ξαποσταίνω εδώ σπάω πυξίδα, καίω χάρτες άγκυρα ρίχνω και βουτώ
-κάθε μέρα παίζει
στον ρυθμό που χτυπά
η καρδιά μου
................................
έψαχνα την Ακκα.
βρε που είναι η γάτα.. κοίταξα παντού.
κάτω απ' τα κρεββάτια, μέσα στα κρεββάτια
στις καρέκλες, στην αποθήκη·
σ' όλα τα μέρη που αγαπάει να κρύβεται.
πουθενά το γαϊδούρι.
άφαντο.
τρομοκρατήθηκα!
μήπως βγήκε στο μπαλκόνι κι από κει πέρασε σ' άλλη γη, σ' άλλα μέρη;
"Ραφαηλία!!" φώναξα "άφησες την Ακκα να βγει στο μπαλκόνι;"
"όχι βρε μαμά. πάντα προσέχω!"
"ε και που είναι; ψάχνω, ψάχνω.. πουθενά!"
"μην αγχώνεσαι, θα στη βρω! καλά, όταν λέω "μην αγχώνεσαι" δεν εννοώ πως θα πάψεις να αγχώνεσαι επειδή στο λέω εγώ, αλλά πως δεν υπάρχει λόγος να αγχώνεσαι γιατί εδώ είναι η Ακκα, κάπου έχει κρυφτεί και.."
"βρε ασ' την ψυχανάλυση και βρες μου τη γάτα!!"
μετά από πέντε λεπτά
"μαμάαα! έλα να δεις"
στο δωμάτιο της Ραφαηλίας, μέσα στη βιβλιοθήκη, κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου, με το κεφάλι της χωμένο στη μάθηση.
"είδες; όταν σου λέω "μην αγχώνεσαι" λοιπόν.." "πάψε!"
................................................
"Χρόνη, σήμερα το πρωί έχασα την Ακκα. αλλά τη βρήκε η Ραφαηλία"
"μπράβο"
"ξέρεις που ήτανε;"
"στη Βλακοχώρα;"
................................................
"μα να μη το συζητήσουμε καθόλου;"
"υπάρχει αυτή η κοπέλα στο παρόν μου; θα υπάρξει στο μέλλον; είναι παρελθόν και θα μείνει εκεί. τι νόημα έχει να συζητάμε γι' αυτό;"
"μα ήσασταν φίλες βρε αγάπη μου! σού φέρθηκε.."
"μαμά, όπως και να φέρθηκε, τέλειωσε! ποιος ο λόγος να μιλάμε για ένα πρόσωπο που -στη δική μου ζωή- δεν υπάρχει;"
.................................................
σκέψεις πριν κοιμηθώ:
"θα κατεβάσω τους υπότιτλους από τα ζόμπια που βγήκανε προχτές, θα τους διαβάσω και μετά θα πω στο Ελενάκι και στη Ραφαηλία τι έγινε!"
...............................................
"εννοείται πως μόνο πεντάρι κινητό θα παίρνω"
"γιατί ρε μαμά; αφού είναι καλύτερα τα πενταμισάρια"
"δεν χωράει στο χέρι μου! να, φέρε το τηλέφωνο σου να δεις!"
φέρνει το κινητό, το οποίο όταν το κρατώ κρύβει τελείως την παλάμη μου.
"βλέπεις; να γιατί!"
"σε μένα μια χαρά κάθεται!"
"μα δεν έχουμε τα ίδια χέρια! για δες!"
ο γίγαντας και το παιδί του a.k.a. όταν οι ρόλοι αντιστρέφονται.
..............................................
κι άλλοτε νομίζω πως ο χρόνος κυλάει πίσω
κι άλλοτε με διακτινίζει σ' ένα μέλλον που ήδη νοσταλγώ.
αφού
μας βομβάρδισαν με τους ολυμπιακούς και τους ολυμπιονίκες, τις δηλώσεις
και τις δεξιώσεις, αυτούς που κάλεσαν κι αυτούς που δεν κάλεσαν (και
χεστήκαμε, αυτό ακριβώς ήταν το πρόβλημα μας) κι αφού θαυμάσαμε τους
μύες και τα μπράτσα, κι αφού ξαναθαυμάσαμε τις επιδόσεις των αθλητών
(μπράβο, μπράβο!) μια μικρή υποσημείωση: αύριο και για δεκατέσσερις
ημέρες ξεκινά η 42η ολυμπιάδα σκακιού.
ΠΟΥΘΕΝΑ δεν είδα τίτλο!
δεν αφορά όμως μπούτια και τρεχαλητά, σκοποβολή και δεξιώσεις.
αφορά τη σκέψη, τον νου! ε ρε φίλε!! ποιος τους χέζει τους σκακιστές;
σπασικλάκια...
έβαλα
δυο πλυντήρια, μαγείρεψα, καθάρισα την άμμο των γατιών, συμμάζεψα κι
εκεί που είπα να βάλω μια ηλεκτρική, αναρωτήθηκα "πόσο καιρό θα ζήσω;
βρε δε βαριέται.." (άλλο είπα, τέλος πάντων.. ) κι είδα wayward pines.
το τέλος δεν το κατάλαβα. το 'χει δει κανείς να μου το εξηγήσει;
ή απλώς είναι η εκδίκηση της ηλεκτρικής;
............................................
(αφιερωμένο στη διαφήμιση τυριού με χαμηλά λιπαρά)
αυτή
η γυναίκα-γελάδα που μουκανίζει "μμμμηηηη" όταν πάει ο κατακαημένος
που την έχει πάρει να φάει ένα κομματάκι τυρί.. τίποτα πιο εμετικό...
φάτσα, στήσιμο.. απ' όλα τα "καλά".
το τσεμπέρι και η στάση..
και να ο εμετούλης..
...........................................
η άλλη πιάνει τα παιδιά της απ' τους αστραγάλους και στα κοπανάει στο κεφάλι μέχρι να πέσεις κάτω ξερός!
ΔΕΝ θέλουμε ν' ακούμε στο ριπίτ ΠΟΣΟ ΚΑΛΑ τρώνε, χέζουν, δουλεύουν, σπουδάζουν τα καμάρια σας, βαρεθήκαμε, γκώσαμε..
κάντε ένα διαλειμματάκι κι εδώ είμαστε πάλι...
...........................................
"άι σκοτεινή πλευρά του έρωτα"; ή "άι σιχτίρ";
..........................................
ο Χ. σε μένα: "βρε Μαριλένα, πως μιλάς έτσι; εσύ ήσουνα καλό παιδί!"
"γιατί, τώρα δεν είμαι;"
"και τώρα είσαι. αλλά έχεις γίνει.. τσογλάνι!"
χάζευα τον ουρανό η Ραφαηλία γελούσε μέσα στη βεράντα οι πευκοβελόνες που αρνιόμουν πεισματικά να σκουπίσω· Αίγινα κι Αύγουστος.
"ελπίζω" τραγουδάει ακόμα ο Λάκης "ελπίζω" τραγουδάω κι εγώ μαζί του.
κλειδώσαμε το σπίτι και φύγαμε.
στο καράβι κοιτούσα αφηρημένη το νησί που απομακρυνόταν. η Ραφαηλία με τ' ακουστικά απέναντι μου -στο δικό της πλανήτη πάντα ο Χρόνης θα μάς περίμενε στο λιμάνι.
"ο Αύγουστος είναι σκληρός μήνας" μουρμούρισα ξανά. "τ' είπες μαμά;" ρώτησε η μικρή "τίποτα, μωρό μου, τίποτα".
αφήναμε πίσω μας την Αίγινα τον ουρανό και τη βεράντα με τις πευκοβελόνες.
..προχωρούσα
στο άδειο σούπερ μάρκετ κρατώντας ένα κόκκινο καλάθι και νιώθοντας αυτό
το είδος της λύπης που σε σκεπάζει, σε τυλίγει σαν ομίχλη πριν καλά
καλά το καταλάβεις.
το καλάθι χτυπούσε στα γόνατα μου κι αφηρημένη μετρούσα τα χτυπήματα "ένα δύο τρία - ένα δύο τρία.."
κι ούτε που το 'χα πάρει είδηση πως μετρούσα.
στεκόμουν και χάζευα τα ράφια: απορρυπαντικά και τρόφιμα
κονσέρβες και κατεψυγμένα
ξεσκονόπανα και αναψυκτικά
κι αναρωτιόμουν τι ήθελα απ' αυτά
κι ένιωθα την πίεση των τελευταίων εβδομάδων να γίνεται ολοένα εντονότερη
και ξαφνικά, έπαψαν ν' ακούγονται οι διαφημίσεις απ' τα μεγάφωνα
κι ήρθε το φιλαράκι ο Ottis.
έμεινα ακίνητη
το καλάθι μετέωρο
sittin' in the mornin' sun I'll be sittin' when the evenin' comes watchin' the ships roll in κι έτσι απλά έφυγε η λύπη
"αντίο, αντίο".
χαμογελούσα
μέχρι που τέλειωσε το τραγούδι.
φτάνοντας στο ταμείο είχα στο καλάθι
τρία γιαούρτια
πέντε πιπεριές φλωρίνης
και τέσσερα πακέτα τσίχλες.
στο δρόμο για το σπίτι
ήρθε μαζί κι ο Ottis
so I'm just goin' sittin' on the dock of the bay watchin' the tide roll away I'm sittin' on the dock of the bay, wastin' time
και ήταν φίλε μου
στ' αλήθεια καλά
two thousand miles I roam
just to make this dock my home, now
γιατροί αυτόν τον Ιούλιο
ω.ρ.λ. και ενδοκρινολόγος
και επείγοντα από τις αντιδράσεις του αντιβιοτικού
και υπέρηχοι
κι απ' όλα τα καλά.
το
Tardis έφερε τον Χρόνη και τη Ραφαηλία απ' το νησί, να με παρηγορούν,
να με μαλλώνουν "μη μού στεναχωριέσαι! όλα θα πάνε καλά!"
και δόξα τω Θεώ, όλα καλά πηγαίνουν.
απ'
όλη όμως αυτή την περίπετεια, δεν θα ξεχάσω τη μικρόψυχη αντιμετώπιση
της πιτσιρικαρίας που ονόμαζονται "ασκούμενοι", σ' ένα από τα μεγαλύτερα
νοσοκομεία της πόλης.
δεν θα ξεχάσω την κοπέλα, που ήρθε έντρομη στα επείγοντα πιστεύοντας πως έχει λέμφωμα.
και τη μελλοντική "γιατρό", ένα κορίτσι με βρώμικη άσπρη ρόμπα, όχι πάνω από 20-22 χρονών που της φώναζε:
"κι είναι λόγος αυτός να έρθεις στα επείγοντα;
λάθος ειδικότητα διάλεξες! σε ΨΥΧΙΑΤΡΟ έπρεπε να πας!".
δεν θα ξεχάσω και τη δική μου υποψήφια "γιατρό".
η οποία αφού με κατσάδιασε: "αυτό
το πρήξιμο είναι ΑΤΥΠΟ, δε μού λες, πως νοιώθεις που πήρες τη θέση στα
επείγοντα ενός ανθρώπου που μπορεί να έχει ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ανάγκη;"
έδωσε εντολή να μού πάρουν αίμα και να μού αφήσουν την "πεταλούδα" στη φλέβα για ώρες.
κατά
τα λεγόμενα της, δεν είχα "τίποτα". πεταλούδα άφηναν μόνο σε ανθρώπους
για την περίπτωση τού ορού, όπως είχαν βάλει σ' ένα παιδί με πυρετό
δίπλα μου.
όμως η συγκεκριμένη πεταλούδα είχε παιδαγωγικό
χαρακτήρα! τοποθετήθηκε, έτσι για να "μάθω" να μη πηγαίνω στα
επείγοντα επειδή πρήστηκε η κοιλιά μου!
η κοπέλα με το λέμφωμα χαμήλωσε το κεφάλι και απομακρύνθηκε.
εγώ έμεινα με τη βελόνα στο χέρι για ώρες, αλλά το μάθημα μου ΔΕΝ το έμαθα.
πολίτης δεύτερης κατηγορίας, σ' ένα κράτος δεύτερης κατηγορίας, με μελλοντικούς γιατρούς κατηγορίας ΑΤΥΠΗΣ.
Δόξα τω Θεώ πηγαίνω καλά.
η περιπέτεια μου δεν τελείωσε, αλλά αντιμετωπίζεται.
δύσκολος μήνας αυτός ο Ιούλιος.. και μια χειμωνιάτικη ψύχρα εκεί όπου περίμενες λιακάδα.
σκέφτομαι πως τελικά δεν πειράζει.
"όσο έχω εσένα δε φοβάμαι κανένα" τραγουδούσα προχτές αφηρημένη
και πραγματικά..
ο Χρόνης
το Ραφάκι
και για τις άγρυπνες νύχτες Sopranos.
καλοκαίρι και καταχνιά και Τένεσι Ουίλιαμς από τη μακρινή μου νεότητα. τώρα
με τη ζέστη, το μόνο που θέλω είναι μια προβολή του Σιωπηλού μάρτυρα:
να καθήσω δίπλα στον Τζέιμς Στιούαρτ να χαζεύουμε παρέα όλη νύχτα.
ζέστη..
γυρίζω στα παλιά με μια επιμονή, πού μόνο οι Ent του Τόλκιν διαθέτουν -μέσα από κει βλέπω το μέλλον.
σιγά σιγά μεγάλωσα, οι φίλοι μου χαθήκανε άλλοι έγιναν γονείς κι άλλοι ψηλά αναπαυθήκανε..
μουρμουράω και το Ραφάκι όταν είναι στα κέφια της, μ' αγκαλιάζει και συνεχίζει "κάποιοι μάθανε για μένα, κάποιοι σίγουρα χαρήκανε"
ζέστη..
μ' αρέσει αυτή η Αθήνα που σε λίγο θα ερημώσει μ' αρέσει που στη βόλτα όλα μυρίζουν παγωμένο καφέ
οι παρέες των παιδιών που κάθονται μέχρι αργά τα απλωμένα ρούχα που στεγνώνουν σε δέκα λεπτά η μουσική που ακούγεται δυνατά παντού· όλα μ' αρέσουν..
"ο κόσμος λάμπει σαν ένα αστέρι" διαβάζαμε στο δημοτικό κι ήταν σαν να 'χαμε πετάξει μέχρι τ' αστέρι του Παλαμά: καλοκαίρι κι όλα ωχριούσαν μπροστά του!
ζεστός καφές ο Σιωπηλός μάρτυρας κι ο ανεμιστήρας της οροφής να γυρίζει αργά· πολλά χρόνια μετά τον Παλαμά.
η 'Ακκα κοιμάται στον νιπτήρα η Νέλλυ κάτω απ' το κρεββάτι.
"I'd like to be part of it somehow" ακούγεται κι όλα τα φώτα του παρελθόντος σβήνουν. "πήγαινε πιο κει Τζαίημς" μουρμουράω και κάθομαι στο παράθυρο δίπλα του.
σιωπηλός μάρτυρας σ' ένα σπίτι που βαθιά μεσ' τη νύχτα
τραγουδούν οι Four Seasons
-όχι οι κανονικοί, αυτοί του Clint-
τραγουδώ κι εγώ μαζί τους·
αλλά αδύνατον να πιάσω τις νότες που χωρίς προσπάθεια φτάνει ο πιτσιρικάς που υποδύεται τον Frankie Valli.
το Ραφάκι μ' ακούει και ξεκαρδίζεται "μπράβο ρε μαμά...".
χειροκροτεί κιόλας, γιατί η παραφωνία μου αξίζει σεβασμό και έπαινο!
μαγειρεύω, πλένω, σκουπίζω και κάθε βράδυ παίρνω ανελλιπώς ζιρτέκ: τούτη η άνοιξη.. παντού σκόνη και γύρη.
πονάει ο ώμος μου, πονάω ακόμα περισσότερο καθώς σηκώνω το καλάθι με τα ρούχα και βογγώντας παρακαλάω τη μικρή:
"έλα να τρίψεις τη μανούλα"
για να πάρω άμεσα την απάντηση:
"δε μπορώ τώρα, διαβάζω!"
"έλα βρε που πονάω"
"δε γίνεται. περίμενε, όπου να 'ναι έρχεται ο μπαμπάς"
"δε θέλω τον μπαμπά, τα δικά σου χεράκια θέλω! με σένα μου περνάει ο πόνος αμέσως!"
"κι ο μπαμπάς μια χαρά τα καταφέρνει"
"έλα καλέ να με κάνεις καλά! αφού έχεις καταπληκτικά χέρια! σαν τού Ψαλιδοχέρη!" "μόνη σου!"
ελπίζω σε χαμόγελα, σε πρόσωπα, ελπίζω σ’ ανώτερες ψυχές σε καθαρά μυαλά, σε μένα, σε σένα αληθινά ελπίζω
τραγουδάει στο ριπίτ το φιλαράκι μου ο Λάκης
τραγουδάω μαζί του κι εγώ
-κι έχουμε ακόμα Άνοιξη.
τ' απογεύματα περνούν γρήγορα, σ' ένα σπίτι ιδανικά μισοσκότεινο
όπου everything is illuminated
όπου "όλα φωτίζονται στο φως τού παρελθόντος".
το Ραφάκι διαβάζει για τις εξετάσεις.
χαμογελάει
χαζεύει
μιλάει με τις φίλες της
ονειροπολεί
κάνει βόλτες
και στο χρόνο που της μένει διαβάζει.
κοιτάζω το κεφάλι της που σκύβει πάνω απ' το βιβλίο
κι αναρωτιέμαι που να ταξιδεύει·
αφηρημένη στέκομαι στην πόρτα
και μουρμουράω Παυλάκη "στο δρόμο οι φάτσες μακρινές είναι και ξένες"
σηκώνει το κεφάλι, χαμογελάει
βγαίνω κλείνοντας σιγά την πόρτα πίσω μου.
"θα ήθελα να ζήσω τη ζωή του Salinger"
ανακοίνωσα προχτές στον Χρόνη
"με σάς όμως μαζί"
κι όπως μιλούσα άκουσα στο βάθος το Snowpiercer
να παίρνει γρήγορα στροφή
"εγώ είμαι πια σκιά της παλιάς μου σκιάς"
-όμως φέτος, δεν βρισκόμουν πλέον εκεί.
ελπίζω σε χαμόγελα σε πρόσωπα ελπίζω σ’ ανώτερες ψυχές
τραγουδάει κάθε μέρα ο Λάκης με τους φίλους του
τραγουδάω μαζί του κι εγώ
κι οι φωνές μας ακούγονται
σ' ένα σπίτι ιδανικά μισοσκότεινο
χτες στην Ανάσταση με το Ελενάκι μαζί:
"μαμά, που είσαι τώρα;"
"έξω απ' το σχολείο"
"έχει κόσμο στο δρόμο;"
"λίγο.."
"τώρα;"
"στο γήπεδο του μπάσκετ"
"κιόλας;"¨
¨"τι νόμιζες μωρό μου; πετάει η μανούλα!"
όσο περνάν τα χρόνια, τόσο περισσότερο δένομαι με αντικείμενα του παρελθόντος. πριν λίγες μέρες ψάχνοντας σε -σχεδόν- σφραγισμένα κουτιά, βρήκα τον κάποτε αγαπημένο σελιδοδείκτη μου. τον έβγαλα από το κουτί και τον κοιτούσα χαμογελαστή
λες κι έβλεπα παλιό φίλο.
δεν
ήταν παρά ένας μικρός, διπλός μαγνήτης που "έκλεινε" στη σελίδα του
βιβλίου, για μένα όμως, ήταν η κάψουλα του χρόνου που με μετέφερε σε μια
άλλη εποχή: μακρινή και ξένοιαστη.
"γεια σου και σένα" ψιθύρισα και τον έφερα στο παρόν.
εκείνη τη μέρα περισσότερο κοίταζα εκείνον παρά το βιβλίο μου. ίσως ο Άρχοντας να είχε παράπονο
περπατάω, μουρμουράω, τραγουδάω μιλώ με κόσμο κι είμαι τόσο ευγενική όπως κινούμαι στα όρια της καθαρεύουσας που λες και το κάνω για πλάκα. τις περισσότερες φορές όμως, φοράω τ' ακουστικά και γνέφω "καλημέρα" "καλησπέρα" "καληνύχτα".
στο σπίτι ξημεροβραδιάζομαι με τον Αρχοντα του Τόλκιν. μερικές φορές θυμάμαι πως είναι Ανοιξη και χαμογελάω. "ωραία έκπληξη" μονολογώ και συλλογίζομαι πόσο γρήγορα περνάει ο καιρός..
"αίσχος!" ξεσπάθωσε χτες το Ραφάκι, βγαίνοντας απ' το δωμάτιο της με φούρια "αίσχος! έχω τόσο άγχος να μάθω ποιος θα πεθάνει..
περισσότερο κι από το αν θα περάσω στις πανελλήνιες"
δεδομένου ότι οι πανελλήνιες αργούν ακόμα, δεν έδωσα σημασία. το άγχος της Ραφαηλίας πάντως αφορούσε το φινάλε του walking dead.
"ακόμα έχω στο νου μου ένα κομμάτι του εαυτού μου ανέμελο να γυρνάει.." το έβαλα ξανά στο κινητό, να χτυπάει, να χαμογελάω.
αυτές τις μέρες έχει ήλιο φως που αργεί να φύγει: εφτά το βράδυ κι ακόμα είναι απόγευμα.
τα πρωινά παίρνω τον Αρχοντα, καφέ και πηγαίνω στο παράθυρο. στην πολυθρόνα κάθεται η Νέλλη.
τη σπρώχνω, ανοίγω το βιβλίο αλλά ο νους μου πετάει.
"όταν έρχονται τα σύννεφα" σκέφτομαι και σηκώνω το βλέμμα στον ουρανό
έχει ζέστη έχει ήλιο σκέφτομαι πως ο χειμώνας έχει φύγει πια.
"άνοιξη φίλε μου" μονολογώ και συλλογίζομαι πόσο γρήγορα περνάει ο καιρός..
η συνομιλία ξεκίνησε με την απλή ερώτηση "τι φαί έχουμε;"
και τελείωσε με την απόφαση: ποτέ ξανά η αυτόματη διόρθωση..
.................................................
αργότερα, στο σπίτι, εντρυφώντας σε οικογενειακές φωτογραφίες:
"ρε μαμά, ποιος ειν' εδώ στη φωτογραφία;" "ο πατέρας μου πολύ νέος. ο παππούς σου" "κοίτα τα φρύδια του πόσο κοντά είναι το ένα με το άλλο! σα να 'χει ένα φρύδι, ε;" κι εγώ αφηρημένη: "μη λες βλακείες! είχε πολλά φρύδια ο παππούς.."
αλλά πάντα υπάρχει η διάθεση του καλού Σαμαρείτη..
"αχ.." "τ' είναι μαμά;" "το χέρι μου.. πως με πονάει.." "να στο τρίψω;" "ρωτάς;" απλώνω το χέρι. έρχεται το Ραφαηλάκι και με τρίβει μ' αυτά τα δάχτυλα, που στη στιγμή γιατρεύουν κάθε πόνο! αναστενάζω "ευχαριστώ αγάπη μου, είμαι πολύ καλύτερα.." "εντάξει. πάω μέσα κι ό,τι θες φώναξε" και φεύγοντας γυρίζει και μου χαμογελάει "σε γηροκομώ, ε;"
στα δύσκολα όμως, τη βγάζω καθαρή με τον ύμνο του λατρεμένου:
"σχεδόν δυο χρόνια κλείσανε που είμαστε ζευγάρι και μας ζηλεύαν οι γνωστοί κι οι μέλλοντες κουμπάροι και πάνω που η σχέση μας επήγαινε κανόνι πετάς μια φράση πούστικια, θέλω να μείνω μόνη"
τραγουδάω δυνατά, παράφωνα
"μόνη και πράσιν' άλογα, μωρή κακούργα βλάχα το πιο τζιμάνικο παιδί το πέρασες για βλάκα είμαι του πεζοδρόμιου, δεν είμαι κάνας Γάλλος καμμιά δε μένει μόνη της αν δεν υπάρχει άλλος.."
αυτή η εξομολόγηση γράφτηκε καιρό πριν: στην τότε επέτειο της Ισημερίας. δε νομίζω να γράψω κάτι άλλο, διαφορετικό, ακόμα κι αν περάσουν πολλές επέτειοι. άλλωστε, δεν θα μπορούσα να διατυπώσω καλύτερα αυτό που σημαίνει για μένα η Ισημερία. αλλάζει μόνο ο αριθμός του κάθε χρόνου που περνάει. όλα τα υπόλοιπα μένουν τα ίδια. ακριβώς..
έχω μιλήσει ξανά για την Ισημερία και το λόγο ύπαρξης της.
έχω πει πως ό,τι γράφω εδώ, σε τούτο το ημερολόγιο, βγαίνει κατευθείαν απ' την καρδιά μου, χωρίς φίλτρο, χωρίς σκέψη σχεδόν.
μιλώ για το (πάντα ζωντανό) παρελθόν, για το παρόν, για τα όνειρα που προσδοκούμε, για τις ελπίδες μας.
μιλώ
για τον καιρό που ήμουν πολύ νέα, για τον καιρό που ο Χρόνης κι εγώ
ήμασταν παιδιά σχεδόν, όπου μόνη μας έννοια ήταν η εκδρομή του
Σαββατοκύριακου κι οι διακοπές του Αυγούστου.
μιλώ για
τα χρόνια που περάσαμε προτού έρθουν τα δικά μας παιδιά στη ζωή, αλλά
και γι' αυτά που μας ολοκλήρωσαν, όταν γίναμε γονείς.
όμως πιο πολύ μιλώ, για τις μέρες τις σημερινές.
γι' αυτά που ζούμε τώρα.
τα καθημερινά.
όταν
έφυγε η μητέρα μου, για χρόνια ολόκληρα κάθε φορά που η έλλειψη της
γινόταν αβάσταχτη, πήγαινα στη μεγάλη ντουλάπα όπου ακόμα
κρέμονταν τα ρούχα της τακτικά και με τ' άρωμα της τυλιγμένα, άνοιγα την
πόρτα και χωνόμουν μέσα.
έτσι, η μαμά μου μ' αγκάλιαζε και με παρηγορούσε.
αυτό ακριβώς είναι η δική μου Ισημερία: μια αγκαλιά που τυλίγει και διακτινίζει άμεσα στο παρελθόν, μια αγκαλιά αγαπημένη.
όταν
κάποτε έρθει η στιγμή που ο Χρόνης κι εγώ, θα φύγουμε απ' αυτή τη ζωή,
τα κορίτσια θα διαβάζουν για την εποχή όπου όλα ήσαν εύκολα, όπου όλα
ήσαν σωστά και κυλούσαν όπως πρέπει κι ας διαμαρτύρονταν "ε, μα δεν
αντέχω άλλο!"
θα θυμούνται την εποχή που άνοιγαν την
πόρτα του σπιτιού και μέσα βρισκόταν πάντα ο μπαμπάς κι η μαμά, τα
παιδικά χρόνια, τις Κυριακάτικες εκδρομές, τα πρώτα ποδήλατα, το πως
αργά την Ανοιξη, ο πατέρας τις μάθαινε βουτιές και μακροβούτια στην
παραλία της Αναβύσσου και πως η μητέρα καθόταν ώρες στην παραλία της
Αίγινας με το βιβλίο στα χέρια και ένα φλυτζάνι ζεστό καφέ το
κατακαλόκαιρο.
κι όποτε ξεφυλλίζουν τη δική μας Ισημερία, το παρελθόν θα γίνεται παρόν και το τότε, σήμερα.
όπως
ακριβώς γινόταν όταν χρόνια πριν, άνοιγα τη μεγάλη, ξύλινη ντουλάπα της
μαμάς μου και χωνόμουν δίχως δεύτερη σκέψη στην αγκαλιά της.
κι από όπου κι αν βρίσκομαι θα χαμογελώ μεσ' απ' τις γαλάζιες σελίδες της,
όπως ακριβώς πρωτοχαμογέλασα όταν έκανα την πρώτη μου ανάρτηση εδώ:
μέρες τώρα η Ραφαηλία μιλάει για την Καθαρά Δευτέρα.
"να πάμε στο βουνό. να πάμε όπως πηγαίναμε παλιά.
από τότε που παντρεύτηκε η Ελένη δεν έχουμε ξαναπάει!
έλα ρε μαμά, έλαα!"
χωρίς το Ελενάκι, δεν είναι το ίδιο.
όμως κοιτάζω τη μικρή που παρακαλάει και κάτι μέσα μου λιώνει
"εντάξει μωρό μου, ας πάμε.."
γέλασε χαρούμενη όταν της το 'πα
"είσαι σίγουρη;" με ρώτησε ο Χρόνης
"αμέ!" απάντησα
και μετά πρότεινα να το κανονίσουμε για τις εφτά το πρωί, όπου δεν θα υπάρχει ακόμα ίχνος ανθρώπου πουθενά.
αυτή τη φορά γέλασαν κι οι δυο τους.
εγώ πάλι, δεν αστειευόμουν καθόλου.
................
σήμερα, Σάββατο της βροχής.
γυρίζοντας η Ραφαηλία από το φροντιστήριο ήθελε καφέ.
τελευταία ανακάλυψε τον καφέ κι έχει ενθουσιαστεί.
τόσο με τον καφέ, όσο και το "ισχύει" που ξεφουρνίζει κάθε τόσο αντί για "ναι".
"όταν γύριζα έβρεχε μαμά" είπε χαρούμενη κρατώντας το φλυτζάνι της.
"χάλασε ο καιρός μωρό μου"
"ναι, ωραία. μ' αρέσει η βροχή"
"όμως έτσι, δεν θα μπορέσουμε μεθαύριο να πάμε εκδρομή"
"γιατί;"
"τι γιατί; με τις καταιγίδες, εμείς ορειβασία θα κάνουμε;"
"μπορούμε να πάμε στη θάλασσα"
"με τη βροχή;"
"ναι ρε μαμά, στην Ανάβυσσο. όπως παλιά"
"μα θα βρέχει!"
"ε δεν πειράζει. θα καθόμαστε κι οι τρεις κάτω απ' το υπόστεγο, θα βλέπουμε τη θάλασσα και θα σκεφτόμαστε τη μοίρα μας."
τα πρωινά παίρνω τον καφέ και το βιβλίο μου και κάθομαι δίπλα στο παράθυρο.
ο ήλιος μπαίνει και φωτίζει τις σελίδες, τα χέρια, την καρδιά μου.
μετά από λίγο έρχεται κι η Νέλλυ.
ανεβαίνει στο καρεκλάκι που έχω κρατήσει απ' τα παλιά και με κοιτάζει.
διαβάζω
η Νέλλυ ξαπλώνει και κοιμάται στον ήλιο.
"ποιου τη ζωή θα ζούσες αν μπορούσες να διαλέξεις;" ρώτησα τον Χρόνη τις προάλλες.
"δεν ξέρω. εσύ;"
"του Salinger. μ' αρέσει η ζωή του Salinger. αγαπώ.."
"θες να το συζητήσουμε;"
"όχι!"
τούτη η απρόσμενη άνοιξη στην καρδιά του χειμώνα.
φωτίζει τις σελίδες του βιβλίου
φωτίζει το φλυτζάνι του καφέ
τα μουστάκια της Νέλλυς
φωτίζει την καρδιά μου.
κάθε πρωί
κάθομαι στην πολυθρόνα
στο παράθυρο δίπλα.
τις νύχτες η Νέλλυ δεν με αφήνει να κοιμηθώ. μπαινοβγαίνει στα σκεπάσματα μέχρι το πρώτο ξημέρωμα. στο υπόλοιπο σπίτι.. ησυχία.
σηκώνομαι κι αφουγκράζομαι ασυνείδητα περιμένω ν' ακούσω το Tardis να προσγειώνεται στο δρόμο κάτω απ' το μπαλκόνι.
"σιγά σιγά μεγάλωσα κι οι φίλοι μου χαθήκανε άλλοι έγιναν γονείς κι άλλοι ψηλά αναπαυθήκανε" σιγοτραγουδάω αφηρημένα κι όταν αρχίζω να νυστάζω κλείνω το φως.
και να 'την η Νέλλυ που πάλι έρχεται στέκεται ακριβώς πάνω από το κεφάλι μου και "ξανάρθα χαράματα για να σε συναντήσω της γούνας μου τα ράμματα είπα να αφήσω πίσω" μουρμουράει ρυθμικά γουργουρίζοντας.
άντε πάλι..
καφές αξημέρωτα σειρές στην τηλεόραση κι όταν ο ήλιος ανεβεί ψηλά αποκοιμιέμαι.
έπεσαν τα επιτραπέζια χαρτομάντηλα στο πάτωμα, τα σήκωσα και τα 'βαλα
ανάποδα στο γραφείο. μετά τα γύρισα απ' την κανονική.
δεν θα μου πάει
στραβά εμένα η ζωή μου φίλε από απροσεξία!
ποιος θυμάται το DC++ ;
ο κάθε είδους ρατσισμός.. εμετούλης!
tin hat: ελευθερώνει την αναπνοή..
"ποιητής εκ του προχείρου που έχει τη μορφή του χοίρου".
αυτόματα, όταν βλέπω τα μεγάλα ταλέντα της νεοελληνικής μας λογοτεχνίας
ετοιμάζομαι να μπρικάρω το κινητό, ευχηθείτε μου "καλή επιτυχία"
"παρακαλώ γυναίκες μην κλαίτε". Βακαλόπουλος στο σενάριο, στη σκηνοθεσία, στα όνειρα μας
good morning captain Kirk
έφαγα μια φλασιά με τον καβγατζή της Βρέστης έξαφνα!
όταν ακούω "το μπουκέτο της nova" αλλού πάει το μυαλό μου
αυτό,
που γράφεις κάτι σ' ένα φίλο κι ένας δικός του φίλος γράφει από κάτω
μια απίστευτη παπαριά -τις περισσότερες φορές άκρως προσβλητική- και δε
μπορείς να κάνεις ΤΙΠΟΤΑ!
εμένα οι αγαπημένοι μου στίχοι και αυτοί που με εκφράζουν πλήρως, είναι οι του μαρκόπουλου "ζαβαρακατρανέμια"... Ζαβαρακατρανέμια Αλληλούια αλληλούια Ζαβαρακατρανέμια ίλεως ίλεως λάμα λάμα νάμα νάμα νέμια κλπ
πάω για καφέ! στην κουζίνα..
νύχτωσε έξω ή μού φαίνονται όλα μαύρα;
αυτό, που οι μπλόγκερς βάζουν στο μπλογκρολ τους το ΔΙΚΟ τους μπλογκ, με ξεπερνάει..
"Ραφαηλία, τι μου πήρες δώρο για τις γιορτές;" "την αγάπη μου για σένα!!" "μπράβο σπάγγε!!"
να ρε γατάκια τι δημιούργησα η μαγείρισσα: τα τέλεια ΡΟΒΥΘΙΑ!! κι η άποψη της Ραφαηλίας: μπλιαχ!
οι πενήντα αποχρώσεις της μλκς και η γκρι απόχρωση εκείνου που τις διαβάζει
έχω
59 φίλους. ή θα σβήσω κάποιον ή θα προσθέσω. επειδή το δεύτερο μπα..
λέω να αποχωρεί σιγά σιγά, όποιος καιρό έχει να φανεί απ' τα μέρη μου .............. 55! τι καλά! πάμε για πενήντα;
η πρώτη ανάρτηση του νέου χρόνου αφιερωμένη στο παιδί-θαύμα: Ραφαηλία!
είμαι χορτοφάγος πολλά χρόνια.
αρνούμαι
να φάω ο,τιδήποτε περπατάει πάνω σε τούτη τη γη κι
ανατριχιάζω όταν βλέπω σε φιλικά σπίτια να απλώνονται στολισμένα πτώματα
σε πιάτα και πιατέλες -ανατριχιάζω με ρίγος μέγα!
τελευταία
η Ραφαηλία αποφάσισε ν' ακολουθήσει κι εκείνη αυτό το δρόμο κι αφού το
σκεφτήκαμε, συμφωνήσαμε κι εμείς: κακό δεν θα της έκανε, ίσα ίσα που θα
'δινε μια δεύτερη ευκαιρία σε φαγητά που παλιά είχε απορρίψει, όπως για
παράδειγμα το φακόρυζο.
σήμερα λοιπόν το μενού είχε ρύζι, χορτοφαγικά κεφτεδάκια και φέτα.
ψάχνοντας στο ντουλάπι βρήκα μία τυποποιημένη σάλτσα. την έβγαλα, την κοίταξα και φώναξα στο καμάρι μου:
"Ραφαηλία έλα δω! για διάβασε μου σε παρακαλώ την ετικέτα, να δούμε, τι περιέχει;"
"γιατί μαμά;"
"διάβασε τα συστατικά βρε, να ξέρω αν θα τη φτιάξω!"
"'εντάξει"
άρχισε να διαβάζει και μετά από μισό λεπτό αναφώνησε θορυβημένη:
"άστη μαμά, έχει κρέας! χάρισε τη"
"σοβαρά; γιατί; τι γράφει;"
"γλουτένη"
................................
ήταν οι γλουτοί που έκαναν τη ζημιά..
ήταν το πρώτο αυθόρμητο γέλιο αυτής της Δευτέρας του καινούριου χρόνου..
ήταν η Ραφαηλία που γελούσε χωρίς να ξέρει καλά καλά το λόγο..
κι ήταν η πρώτη φορά, που ήμουν ευγνώμων στη γλουτένη απλά και μόνο
γιατί υπήρχε..