Τόσες μέρες στο κρεββάτι..

..διάβασα ξανά τον Βράχο της Λίζα Αλθερ, καταλαβαίνοντας για μια ακόμα φορά, πως όταν είμαι άρρωστη, τα πολυδιαβασμένα βιβλία, είναι απείρως προτιμότερα, απ' αυτά που δεν έχω διαβάσει ποτέ.

πήρα μπόλικες βιταμίνες, αλλά στο μισό της αρρώστειας μου.
απλά, βαρέθηκα να βλέπω τον Χρόνη να σκύβει πάνω μου, εν τω μέσω της νυκτός, όπως η Annie Wilkes στον Paul Seldon (τη Misery τη θυμάστε;) και να με ρωτάει "τις βιταμίνες σου τις πήρες;"

πέρασα ένα στρες του τύπου: λες να πεθάνω; και φώναζα με κουρασμένη φωνή στο μαθητή-Χρόνη που ήταν σκυμμένος στο λαπ τοπ του, στη μία τη νύχτα "καλέε, εγώ πεθαίνω κι εσύ διαβάζεις; μεταπτυχιακό στον τάφο μου θα κάνεις;"

μέχρι πριν αρρωστήσω, πίστευα πως αντιπαθέστερη σειρά από το παρά πέντε ήταν αδύνατον να βγει.
στη διάρκεια της αρρώστιας μου όμως, είδα την Πολυκατοικία, και το Λάκη τον γλυκούλη.
και το αδύνατο έγινε δυνατό.

είδα επίσης και την οδοντοστοιχία της Μαριέτας Χρουσαλά.
δεν ξέρω, ίσως να ήταν η φύση της αρρώστιας μου τέτοια που να παραμορφώνει τα πάντα, εμένα όμως μου φάνηκε ίδια μ' αυτή της Ντόλλυ (θυμάστε το άλογο του Λούκυ Λουκ;)

οπότε ξαναγύρισα στις αγαπημένες μου σειρές, και επί τη ευκαιρία, βλέπω τώρα το dirty sexy money και πολύ μου αρέσει στ' αλήθεια
(ένας Donald Sutherland καταπληκτικός!)

παρήγγειλα καινούριο κινητό, αν κι αυτό που έχω μετράει μόνο πέντε μήνες ζωής.
στις διαμαρτυρίες του Χρόνη, η αγέρωχη απάντηση μου ήταν:
"άλλες ψωνίζουν ρούχα και παπούτσια. εμένα αυτά μ' αρέσουν"

(κι εδώ να ενημερώσω, πως δύο μήνες πριν αγόρασα το αγαπημένο μου asus Eee pc 1000
αν δεν το είχα, δεν θα μπορούσα να ιντερνετιάζομαι διόλου, καθότι μου ήταν δύσκολο να σηκωθώ από το κρεββάτι και να καθίσω στον κανονικό μου υπολογιστή!)

δεν διάβαζα το Ραφάκι για να μη το κολλήσω, αυτή τη δουλειά την ανέλαβε ο Χρόνης.
όμως σηκωνόμουν από το κρεββάτι και τσέκαρα πως δεν της φώναζε όταν η μικρή "κολλούσε", ειδικά στα μαθηματικά.
δικαίωμα να φωνάζω στο Ραφάκι, έχω μόνο εγώ!

δεν τσέκαρα αν η Ελένη έτρωγε κάτι πριν φύγει το πρωί και φυσικά δεν έτρωγε.
ένα πρωί την έκανα να πιεί με το ζόρι το γάλα της και το ίδιο βράδυ, η άκαρδη, με γέμισε ενοχές.

κι άλλα κι άλλα κι άλλα
....
σήμερα, πρώτη μέρα που σηκώθηκα καλά
κατάφερα όμως και κόλλησα την Ελένη.
ευτυχώς είναι Σαββατοκύριακο και μέχρι τη Δευτέρα θα είναι μια χαρά το καμάρι μου.

έτσι, αφού το χρέος μας το κάναμε στις φθινοπωρινές ιώσεις, ελπίζω να μας σιχάθηκαν και να μας άφησαν μια και καλή.

γιατί..
αν ξαναρρωστήσω, είμαι έτοιμη ν' αγοράσω το omnia.
κι αυτό είναι απειλή, δεν είναι υπόσχεση!

Ταξιδιάρικα πουλιά

όταν γεννήθηκε η Ραφαηλία, ήταν Αύγουστος και το τραγούδι που άκουγα συνέχεια, ήταν το Ταξιδιάρικα Πουλιά του Βαγγέλη Γερμανού.

ταξιδιάρικα πουλιά
απ΄το παντού στο πουθενά
ξαναγυρνάνε


μουρμούριζα όλη μέρα και το μωρό κρεμασμένο πάνω μου, με άκουγε και νανουριζόταν.

η Ραφαηλία, εκείνη την εποχή, άρχισε, με το που έπινε το γάλα της, να το βγάζει λίγο λίγο, μόλις έγερνε το κεφαλάκι.
αμέσως την πήγαμε στο γιατρό κι η διάγνωση ήταν "παλινδρόμηση".
η παλινδρόμηση είναι κοινή στα βρέφη κι εξαφανίζεται, όσο μεγαλώνει το μωρό και ειδικότερα μετά τον 6ο μήνα, όπου αρχίζει να μπαίνει η στερεά τροφή.

μέχρι τον έκτο μήνα λοιπόν, είχα δύο επιλογές:
η μια, να την έχω αγκαλιά μία-μιάμισυ ώρα μετά το γεύμα, σε όρθια θέση, έτσι ώστε να διευκολύνεται και να κρατάει το γάλα στο στομαχάκι της.
η άλλη, να παίρνει ένα ειδικό γάλα, όπου μόλις το έπινε, αυτό θα έπηζε αμέσως και δεν θα είχε το μωρό πρόβλημα.

δεν έμπαινε καν θέμα επιλογής

για τους επόμενους έξι μήνες, το Ραφάκι κρεμόταν πάνω μου
(μιας και τα γεύματα ήταν τρίωρα, καταλαβαίνετε τους χρόνους)
λες κι ήμουν εγώ το δέντρο και το μωρό μου ο καρπός.

ό,τι έκανα, όπου και αν πήγαινα, το μωρό στον μάρσιπο.

συνήθισε το παιδί την επαφή, αισθανόταν ασφάλεια και ζεστασιά και για πολύ μετά ήθελε αγκαλιά.
έλεγα, πως μετά απ' αυτούς τους έξι μήνες, δεν θα μπορεί στιγμή μακριά μου,
πως θα με θέλει πάντα δίπλα, ν' απλώνει το χέρι και να με αγγίζει.

κι όμως..
το Ραφάκι έγινε ένα ανεξάρτητο παιδί, που ποτέ δεν δημιούργησε πρόβλημα του τύπου "θέλω τη μαμά μου"
το αντίθετο θα 'λεγα:
έτοιμη να πάει βόλτα, μ' οποιονδήποτε την έπαιρνε από το χέρι
ακόμα και να κοιμηθεί σε ξένα σπίτια (αυτό μάλιστα, με ιδιαίτερη χαρά)

πέρασαν σαν αστραπή τα χρόνια και λες και διακτινίστηκα από το χτες στο σήμερα, μου φάνηκε, το μεσημέρι που την κοίταζα:
πόσο έχει ψηλώσει, πόσο έχει μεγαλώσει

κι εκεί που την κρυφόβλεπα και την κρυφοκαμάρωνα
ήρθε στο μυαλό μου, η εποχή του μάρσιπου
τότε που ήταν ακόμα απίστευτα μικρούλα κι ευαίσθητη.

χαμογέλασα και συνέχισα να την κοιτάζω.
ένιωσε το βλέμμα μου πάνω της, γύρισε και μου χαμογέλασε κι αυτή
"σ' αγαπάω μαμά" μου είπε
"κι εγώ μωρό μου, πολύ" της απάντησα

και όλη την υπόλοιπη μέρα, ήμουν μ' ένα χαζό χαμόγελο στα χείλη
και μου 'χε ξανακολλήσει ο Βαγγέλης

ταξιδιάρικα πουλιά
απ' το παντού στο πουθενά
ξαναγυρνάνε..

Η Παρασκευή

1. στις οχτώ το πρωί, πήραν από το e-shop τηλέφωνο, για να μας φέρουν σήμερα (το παραγγείλαμε χθες) το κινητό της Ελένης.
μετρητά δεν είχα και έπρεπε να πάω να σηκώσω από το μηχάνημα, με την κάρτα.
όμως δεν επιδίδομαι στο συγκεκριμένο σπορ κι έτσι το τηλέφωνο θα έρθει τη Δευτέρα.
γκρίνια-γκρίνια-γκρίνια!
2. πηγαινόφερα εγώ το Ραφάκι σπίτι-σχολείο και τούμπαλιν, καθότι η κουμπάρα, η οποία κάνει συνήθως αυτή τη διαδρομή, σήμερα εξέδραμ.
στην είσοδο του σχολείου και αφού τα παιδιά είχαν πει την προσευχή και είχαν προχωρήσει ήδη στις τάξεις τους, ήρθε τρέχοντας μια μαθήτρια δωδεκάχρονη, μπλέχτηκε στα πόδια μου κι έπεσε στο γόνατο.
δεν χτύπησε αλλά κλαυθμήριζε συνεχώς.
αν και δεν έφταιγα, ζήτησα συγγνώμη, τρις: η μεν μητέρα της μου γύρισε τα οπίσθια περιφρονητικά, η δε κόρη, μου γύρισε το κεφάλι ρουθουνίζοντας.
έπειτα κι οι δύο, πήγαν στον δάσκαλο που καθόταν στην εξώπορτα του σχολείου και έκαναν τα παράπονα τους.
γκρίνια-γκρίνια-γκρίνια!
3. αύριο, δεν θα κάνω την καθιερωμένη μου έξοδο στο μάκρο ή στο ικέα ή στο λιρόι, γιατί ο Χρόνης-μαθητής έχει μάθημα το απόγευμα κι έτσι θα καθήσω σπίτι, να δω την 5η σεζόν του νιπ τακ. εκεί να δεις
γκρίνια-γκρίνια-γκρίνια!
4. το απόγευμα ήρθε ο αδερφός μου κι είχαμε μια έντονη συζήτηση. μιλούσαμε όλο και πιο δυνατά, προσπαθώντας να σκεπάσει ο ένας τη φωνή του άλλου, μέχρι που ΟΛΟΙ έφυγαν απ' το δωμάτιο κι έμεινα μ' ένα λαιμό σχεδόν κλεισμένο.
γκρίνια-γκρίνια-γκρίνια!
5. τώρα, είναι δώδεκα παρά η ώρα , το Ραφάκι είναι στο κρεββάτι του και κοιμάται, η Ελένη στο λαπ τοπ της κάτι ψάχνει, ο Χρόνης στο δικό του διαβάζει για το αυριανό μάθημα, ο Οράτιος κουρνιάζει στην κούνια του, η Πόπη ανεβασμένη στον βράχο της χαζεύει, η Νέλλυ κυνηγάει την Ακκα κι εγώ, διαπιστώνω πως μια ακόμα Παρασκευή έχει περάσει.
μια Παρασκευή, που αν σκύψεις και κοιτάξεις καλά, αν αφουγκραστείς την ήσυχη αναπνοή της, αν ακουμπήσεις τον παλμό της, θα διαπιστώσεις πως τελικά ήταν μια Παρασκευή όμορφη.
παρ' όλο που υπήρχε τόση..
 γκρινια-γκρίνια-γκρίνια!

Στον Οράτιο

στον Οράτιο, που όταν μας βλέπει τσιτσιρίζει και κάνει τη ζωή μας γαλάζια σαν τα φτερά του
στον Οράτιο, που όποτε μπαίνουμε στο δωμάτιο, έρχεται στην πόρτα του κλουβιού, για να μας χαιρετίσει
στον Οράτιο, που πάντα όταν βγαίνει για να βολτάρει και να ξεπιαστεί, μετά, κουρασμένος, χτυπάει έναν εξάωρο ύπνο στην κούνια του

στον Οράτιο, που ποζάρει στις φωτογραφίες
στον Οράτιο, που κοροϊδεύει τις γάτες μας, από ψηλά
στον Οράτιο, που τσιμπάει μ' όλη τη δύναμη του ράμφους, το δάχτυλο που τολμάει να του χαΪδέψει το κεφάλι

στον Οράτιο, που στην απορία "γιατί, δεν τον αφήνετε ελεύθερο στο σπίτι;"
τινάζει τα φτερά περιφρονητικά
ενώ η Νέλλυ με την Ακκα συμφωνούν "ναι, ναι" κουνώντας το κεφάλι και τα μουστάκια τους

στον Οράτιο, που φωτογράφισε προχτές η Ελένη, για να τον έχουμε wallpaper και να χαμογελάμε, κάθε φορά που αντικρύζουμε την οθόνη του υπολογιστή

στον δικό μας Οράτιο..

Τερατάκια της τσέπης


στη θάλασσα

αν κι ο καιρός προβλεπόταν βροχερός, εν τούτοις, είχε έναν ήλιο που σχεδόν μας τύφλωνε.

"μα, Νοέμβρης είναι αυτός;" μονολογούσα σέρνοντας την καλοκαιρινή μου καρέκλα στην αμμουδιά και κοιτώντας στη θάλασσα τέσσερις ανθρώπους που κολυμπούσαν.
καθήσαμε ο Χρόνης κι εγώ, τα παιδιά έκαναν βόλτες και ξαφνικά, κάτι μ' έπιασε, σηκώθηκα κι άρχισα να τρέχω
πετάχτηκε το Ραφάκι πίσω μου, να με κυνηγήσει

στο τέλος μ' έφτασε, αγκαλιαστήκαμε και έχωσα τη μύτη μου στα μαλλιά της ανασαίνοντας αυτή την παιδική μυρωδιά, τόσο κοντά στη μωρουδίστικη και ταυτόχρονα, τόσο μεγάλου παιδιού ήδη.

στο αυτοκίνητο, στην επιστροφή, βάλαμε το mp3 με τα τραγούδια που είχε διαλέξει το Ραφάκι
"στα τριάντα σου δεν κρατιόσουνα
για άνετος μου περνιόσουνατώρα στα σαρανταπέντε
πατριάρχης το 'χεις δει"

"αυτό είναι για τον μπαμπά" φώναξε το μωρό μας και γελάσαμε όλοι
"πετυχημένο Χρόνη, δεν μπορείς να πεις. σε περιγράφει πλήρως!" τον πείραξα

από πίσω τα κορίτσια ξεκίνησαν μια παντομίμα
κι ο Χρόνης έκανε τάχα πως θύμωνε, μέχρι που ακούστηκε ο στίχος:
"συμφωνήσαμε και πατσίσαμε
κι αφού κι οι δυο την πατήσαμε
συνεχίζουμε με κόντρες
μία σχέση τρυφερή"κι είπε:"ε, τότε εντάξει. δεν είναι όλα άσχημα"και γελάσαμε


"κάποτε ήμουν χίπις
και φρικιό και αντιεξουσιαστής"

Κι αν θα διψάσεις για νερό


θα στίψουμε ένα σύννεφο..

Πόσες μέρες στο κρεββάτι.

..να μη μπορώ να γυρίσω πλευρό (από το αυχενικό)
να κάθομαι στις πιο περίεργες στάσεις, υποφέροντας και αγκομαχώντας
να μου φέρνουν στο κρεββάτι ό,τι θέλω
(πολλές φορές, προτού ανακαλύψω ότι το θέλω)

το Ελενάκι, ερχόταν κάθε τρεις και λίγο και ρωτούσε:
"δον Μαρλεόνε θέλεις κάτι; καφέ, κόκα κόλα, παγωτό;"
κι ακόμα κι όταν γελούσα πο-νού-σα!

τι την αλοιφή του παππού που έβαλα (counterpain)
τι τυλιγμένη σαν την κάμπια στο κουκούλι της που ήμουν
ο ρημάδης ο πόνος, τελικά, μόνο με τα mesulid έφευγε
κι εγώ,
ήμουν απίστευτα τσιγκούνα ώστε να τα πάρω εύκολα
(γιατί τα συγκεκριμένα, τα φοβάμαι πολύ).

τελικά, ήθελα-δεν ήθελα φαρμακώθηκα (εννοείται με τη μισή δόση) και χτες το πρωί, σηκώθηκα από το κρεββάτι, για να τσεκάρω αν όλα πάνε καλά.
με βήμα σαν του Ορέστη Μακρή στον μεθύστακα και με μαλλιά σαν του Βουτσά όταν έκανε τον γιεγιέ, μπήκα στο δωμάτιο των κοριτσιών.

η Ελένη καθόταν στο γραφείο της, το Ραφάκι διάβαζε ιστορία.

"όλα καλά παιδιά;"
"όλα καλά μαμά"
με μια φωνή, με μια ψυχή
"Ελενάκι, διάβασε το μωρό;"
"ναι μαμά, την ιστορία κάνει τώρα και τελειώσαμε"
"μπράβο οι αγάπες μου!"
πλησίασα το Ραφάκι
"που είστε μωρό μου;"
"στο Θησέα μαμά"
"αα, μα είναι ο αγαπημένος μου. όχι ο Ηρακλής, που κάνατε την προηγούμενη βδομάδα. ο Θησέας"
"γιατί-ι είναι ο αγαπημένος σου;"
"γιατί νικούσε με την εξυπνάδα, όχι με τη δύναμη του.
για να δω"


κι έσκυψα πάνω στο βιβλίο της.
είχε φτάσει στο σημείο, όπου έγραφε για τον λαβύρινθο, τον Μινώταυρο κι όλα τα σχετικά

"κοίταξε εδώ αγάπη μου: λέει για τον μίτο της Αριάδνης. ο μίτος: το ι με τι ειναι γραμμένο;"

θορυβήθηκε το Ραφάκι, κοίταξε το βιβλίο, βρήκε τη λέξη και διαμαρτυρήθηκε σθεναρά:
"δε φταίω εγώ μαμά! το βιβλίο το έχει γραμμένο λάθος, δεν το 'κανα εγώ!"

είπαμε,
ακόμα κι όταν γελούσα πο-νού-σα
έτσι,
πήρα τον μύτο μου και επέστρεψα στο κρεββάτι..

ένας δον Μαρλεόνε
χωρίς καφέ
χωρίς coca cola
ή παγωτό
μονάχα με μισή δόση mesulid
(που τι να σου κάνει κι αυτή, όταν τραντάζεσαι από τα γέλια;)

..σε είδα και στον ύπνο μου

..προχτές, στη μεγάλη μου νύχτα αϋπνίας.
η διαδρομή: δωμάτιο - κουζίνα δωμάτιο - μπάνιο δωμάτιο - παιδιά σε όλους τους δυνατούς συνδυασμούς (δεν θα αναφέρω τους υπόλοιπους χώρους, γιατί εκεί έκανα ένα απλό πέρασμα: μια κι έξω η επίσκεψη) όμως το ρεκόρ μου ήταν τα παιδιά. μιας που πήγαινα στην κουζίνα να βάλω παγωτό, περνούσα κι από τα παιδιά να δω, αν όλα είναι εντάξει.

μιας που πήγαινα στο μπάνιο να πλύνω για πολλοστή φορά τα δόντια μου (αφού έφαγα παγωτό), περνούσα κι από τα παιδιά να δω, αν όλα είναι εντάξει. που σιγά μην ήταν.

τη μια, βρήκα και τις δυο ξέσκεπες,
την άλλη, η γάτα σχεδόν κρεμόταν από την επάνω κουκέτα
την τρίτη, η Ελένη που κοιμάται μέσα σε ένα οχυρό από μαξιλάρια είχε ρίξει τα μισά στο πάτωμα
την τέταρτη, την πέμπτη κλπ το Ραφάκι ξαπλωμένο διαγωνίως και τα πόδια του έξω του κρεββατιού η άλλη γάτα κοιμόταν πάνω στο πληκτρολόγιο του λαπτοπ της Ελένης (το οποίο παραμένει ανοιχτό όλη τη νύχτα καθότι κατεβάζει).

τις τακτοποιούσα λοιπόν κι η Ελένη, μισοκοιμισμένη μ' έπαιρνε είδηση και κάτι μουρμούριζε μεταξύ ξύπνιου και ύπνου.

την επόμενη μέρα το πρωί  
"βρε μαμά, χτες το βράδυ, σε είδα στις δύο, στις τέσσερις και στις πέντε" "ναι μωρό μου, είχα αϋπνία κι ερχόμουν στο δωμάτιο σας"
"μετά, σε είδα και στον ύπνο μου.."


 .............................................................

Εγώ και συ μαζί..

-Ραφαηλία, έλα να σου βάλω τη ζακέτα σου. έπεσε ο ήλιος κι είσαι με το κοντομάνικο!
-δεν μπορώ, τώρα τραγουδάωω..
-τη γλώσσα θα σου ντύσω βρε; έλα δω που σου λέω!


η Ελένη καθόταν δίπλα μου και μασουλούσε μπισκότα.
όταν μ' άκουσε να φωνάζω στη Ραφαηλία για τη "γλώσσα", πνίγηκε κι άρχισε να βήχει και να γελάει ταυτόχρονα.

ο Χρόνης έκανε βουτιά στη θάλασσα κι έμεινε στήλη άλατος.
το καλοκαίρι, μόλις θα ζέσταιναν τα νερά, θα έβγαινε ξανά, και θα μας οδηγούσε, πίσω, στο σπίτι..

η Ραφαηλία χοροπηδούσε ακριβώς εκεί που πάφλαζε το κύμα κι η Ελένη πήρε τη φωτογραφική.
τράβηξε το Ραφάκι
κι ύστερα έκρυψε τις κάλτσες του πατέρα της μέσα στην άμμο.
(ένα δεκάλεπτο έψαχνε ο Χρόνης για να τις βρεί, προτού φύγουμε!)

στο γυρισμό, στο αυτοκίνητο, τα κορίτσια τραγουδούσαν το αγαπημένο τους τραγούδι: εγώ κι εσύ μαζί

ο ήλιος είχε πέσει και ήταν σούρουπο πια όπως περνούσαμε από τα λιμανάκια της Βουλιαγμένης
"που είναι ο ήλιος;"
ρώτησα τον Χρόνη
"τ' είπες;"

μπορείς αν θες να βρεις πιο έξυπνους φίλους
να 'ναι μεγάλοι και πιο δυνατοί
μπορείς
αλλά να ξέρεις τη δικιά μου αγάπη
δεν θα στη δώσει φιλαράκο κανείς

τραγουδούσαν δυνατά τα κορίτσια κι έτσι, δεν μ' άκουσε

"ο ήλιος που είναι;" μίλησα δυνατότερα
"έφυγε. αυτό είναι το φως που άφησε"
"το λυκόφως"
"ναι"
"προτού βγει, πως λέγεται το φως;"
"λυκαυγές"
"σωστά. ξέρεις και ποιος γύρισε Το λυκόφως των θεών;"
"δεν θυμάμαι τώρα"
"δεν πειράζει. ούτ' εγώ"


ίσως αυτό, να ήταν προσβολή στη μνήμη του Λουκίνο Βισκόντι,
αλλά για μένα, μετά από τόσα χρόνια, μεγαλύτερη σημασία είχε πλέον το:
δυο φιλαράκια με μια ψυχή
εγώ κι εσύ μαζί..

κι ήταν παρήγορο, πως ενώ σκοτείνιαζε ο ουρανός, στο αυτοκίνητο μέσα ήταν φωτεινά
έτσι όπως τραγουδούσαν δυνατά τα κορίτσια:
εγώ κι εσύ μαζί..