Κρουαζιέρα θα σε πάω

Κρουαζιέρα θα σε πάω (μέρος πρώτο)


το πλοίο θα σαλπάρει το βραδάκι
πάρε το μετρό για Πειραιά
μέσα στο γλυκό καλοκαιράκι
να πάμε κρουαζιέρα στα νησιά

κάπως έτσι τ' ονειρεύομουνα το ξεκίνημα των διακοπών.

δευτέρα πρωί. πολύ πρωί.
ξύπνησα από τις βαλίτσες που έσερνε ο Χρόνης στο διάδρομο και πετάχτηκα απ' το κρεββάτι "φεύγεις;" 
"ναι" φιλί βιαστικό. 
"το απόγευμα θα έρθουμε κι εμείς. θα σου τηλεφωνήσω να κατέβεις στο λιμάνι"
ο αδερφός ήταν ήδη κάτω και περίμενε.
έτσι είχαμε συννενοηθεί.

θα πήγαιναν πρώτα οι δυο τους, να μεταφέρουν τα πράγματα, να αγοράσουν ξηρά τροφή για την ταίστρα (απ' όπου τρώνε όχι μόνο οι γάτες της γειτονιάς, αλλά και ο,τιδήποτε κυκλοφορεί εκεί γύρω) και να ρίξουν μια ματιά στο σπίτι, προτού καταφθάσει η υπόλοιπη οικογένεια.
έπειτα ο αδερφός μου θα γύριζε και μεις θα συνεχίζαμε.

μόλις έκλεισε η πόρτα πήγα και ξύπνησα τα κορίτσια.
"διακοπές, διακοπέεεεες" έκανα με άφωνο ουρλιαχτό και τις ταρακούνησα μέχρι να αρχίσουν να διαμαρτύρονται κι οι δυο τους.
διακοπές σημαίνει γάλα στο κρεββάτι και κορνφλέικς στο δίσκο.
σημαίνει επίσης και συνεχείς επιβεβαιώσεις.

"τις γάτες, τον Οράτιο, τη χελώνα, τα φυτά, τα ετοιμάσαμε όλα για τον θείο;"
"ναι μαμά"
"του είπα που είναι οι κονσέρβες;"
"ναι μαμά"
"το λάστιχο το έβαλα; του εξήγησα πως να ποτίζει;"
"ναι μαμά"
"τη χελώνα του είπα να μη την ταίζει στο ενυδρείο;"
"ναι μαμά"
"του θύμισα να μη βγάζει τον Οράτιο με τον καύσωνα στο μπαλκόνι;"
"ναι μαμά"
"τα νεύρα πας να μου σπάσεις με το "ναι μαμά" συνέχεια;"
"όχι μαμά" 

και φορτωθήκαμε τις χειραποσκευές.

μέχρι και η Ραφαηλία είχε το δικό της σακίδιο: μέσα είχε βάλει τη Μπάρμπι εξωγήινο κι έναν πράσινο κροκόδειλο.
το δικό μου, ζύγιζε έναν τόνο.
αυτό είναι το δράμα μου: τελευταία στιγμή σκέφτομαι τι έχω ξεχάσει και φτάνω να σηκώνω δεκαπεντάκιλες τσάντες!

η Ελένη, το μόνο σώφρον άτομο, είχε περιορίσει αυστηρά το βάρος του δικού της σακιδίου, στέλοντας με τον πατέρα της σχεδόν όλα της τα πράγματα, αλλά την πάτησε (όπως άλλωστε την πατάνε όλοι οι σώφρονες άνθρωποι) καθότι φορτώθηκε αρκετά από τα δικά μου.

έτσι, ασθμαίνοντας, καταχαρούμενες και ψιλοαγχωμένες (εγώ) μπήκαμε σ' ένα ταξί και "πάρε το μετρό για Πειραιά".

στο λιμάνι, η αναμενόμενη κίνηση.
"ελάτε κορίτσια, γρήγορα"
πλήρωσα τον ταξιτζή και κατεβήκαμε
"πάμε, πάμε, Ελένη το νου σου τη μικρή, πάω να βγάλω εισιτήρια"
"ναι μαμά"
"μαμάαα, με σπρώχνειιιι"
"Ελένη!"
"δεν προχωράει"
"και τι σημαίνει, πως πρέπει να την τσουλάς; καροτσάκι είναι;"
"μόλις που την ακούμπησα. αλλά μας κάνει την πριγκίπισσα"
"δεν κάνω την πριγκίπισσα" ούρλιαξε το Ραφάκι και γύρισε όλο το λιμάνι να τη δει.

"πριγκίπισσα!"
"δεν είμαι!!"
"πριγκίπισσα!!!"
"μαμάααα!!"


έτσι, σ' αυτήν την ευχάριστη κατάσταση, πήγα στο γκισέ κι έκοψα τα εισιτήρια μας.
"αυτό είναι, ε;" έδειξα το καράβι.
"μάλιστα"
"τι ώρα φεύγει;"
"στις δυόμιση"
"ευχαριστώ"
πήρα τα εισιτήρια και πήγα στα κορίτσια που δεν τσακώνονταν πια, αλλά συζητούσαν για το αν θα πηγαίναμε για μπάνιο το απόγευμα.

"μπα, πρώτη μέρα, θα 'χουμε δουλειές. αύριο θα πάμε" είπε η Ελένη αλλά η Ραφαηλία βρήκε τη λύση αμέσως:
"εσύ δε μπορείς να με πας;"
"κι εγώ δουλειές θα κάνω"
"ελάτε, παιδιά. σε μια ώρα φεύγει, αλλά θα μπούμε από τώρα να βρούμε θέση".


αφού κάναμε τα ακροβατικά μας στη σκάλα που ψιλοκουνούσε, αναρριχηθήκαμε και στην επόμενη σκάλα που οδηγούσε στο κατάστρωμα και κοιτάξαμε για το που θα καθήσουμε.
το κατάστρωμα γεμάτο.
"σουξέ ως συνήθως έχει η Αίγινα" σκέφτηκα απελπισμένη.
ευτυχώς, ευτυχώς, στην αριστερή πλευρά, υπήρχε ένα παγκάκι μισοκρυμμένο, όπου καθόταν ένας κύριος μόνος του.

"μπορούμε να καθήσουμε;"
"ασφαλώς"
και πήγε ο άνθρωπος άκρη άκρη για να μας κάνει χώρο.
σωριάστηκα δίπλα του, κάθισε κι η Ελένη, η Ραφ ήθελε όρθια, κοιτούσε κάτω τη θάλασσα.
"επιτέλους" ψιθύρισα στην Ελένη "όλα καλά πήγαν" 
"φυσικά" χαμογέλασε το καλό μου το παιδί "λέω ν' ακούσω μουσική ή μήπως θες να μιλήσουμε:"
"όχι, όχι, άκουσε τη μουσική σου" 

έβγαλε το mp3 της, έβαλε τ' ακουστικά και άνοιξε την ένταση στο τέρμα.
"θα κουφαθείς" σκέφτηκα να της πω, αλλά γιατί να της το χαλάσω; μήπως θα το χαμήλωνε; σιγά!

το πλοίο κουνιόταν ελάχιστα, ήταν πολύ ευχάριστα, η Ελένη άκουγε μουσική, το Ραφάκι έβλεπε τη θάλασσα και σιγοτραγουδούσε, ο Χρόνης θα μας περίμενε στο λιμάνι.. τι καλύτερο μπορούσα να ζητήσω για την αρχή των διακοπών μας;
χαμογέλασα.

το πλοίο έβαλε μπροστά τις μηχανές.
εξακολούθησα να χαμογελάω.
πόσο γρήγορα περνούσε η ώρα.. "κιόλας δυόμιση" σκέφτηκα. κοίταξα το ρολόι μου.
όχι, δεν ήταν δυόμιση, ήταν δύο.
πετάχτηκα λες και με τσίμπησε μέλισσα.
δύο; ήταν δύο;
ποτέ τα πλοία για την Αίγινα δεν έφευγαν νωρίτερα! ούτε αργότερα! για να ακριβολογούμε, πάντα έφευγαν στην ώρα τους.
κοίταξα τα παιδιά.
μετά κοίταξα τον κύριο δίπλα μου.
με κοίταξε κι αυτός.
κοιταζόμασταν και φοβόμουν να ρωτήσω.

ποιος ξέρει τι σκεφτόταν αυτός. ότι τα 'χασα; ότι τον ερωτεύτηκα; ότι κάποια βίδα άρχιζε να μου λασκάρει;
επιτέλους μου βγήκε η φωνή:
"συγνώμη, να κάνω μια ηλίθια ερώτηση;"
"να την κάνετε" 

η Ραφαηλία είχε έρθει κοντά μας.
"μαμά;"
"σώπα"

 γύρισα στον κύριο
"πού πηγαίνει αυτό το πλοίο;"
"στη Σαλαμίνα"
"μαμά, εμείς στην Αίγινα δεν πηγαίνουμε; πρώτα θα πάμε στη Σαλαμία; που είναι η Σαλαμία μαμά; μαμάαα, γιατί δεν απαντάς;"

......................................................................

Κρουαζιέρα θα σε πάω (μέρος δεύτερο)


το πλοίο ξεκίνησε κι έμεινα να κοιτάζω θλιβερά την προκυμαία που απομακρυνόταν, ενώ το ένα μου καμάρι χοροπηδούσε "Σα-λα-μί-α, Σα-λα-μί-α" και το άλλο κουνούσε το κεφάλι και μουρμούριζε "αν το έκανα εγώ, τι είχα ν' ακούσω!!"
ξαφνικά απέκτησα ενδιαφέρον για τον κύριο δίπλα που με κρυφοκοίταζε ενώ που και που, του ξέφευγε κι από ένα γελάκι.

έκανα πως δεν καταλάβαινα και προσπαθούσα να δώσω την εντύπωση μιας αξιοπρεπούς κυρίας που έχει τον έλεγχο της κατάστασης στα χέρια της.
λίγο δύσκολο, μιας που ούτε το λάθος μου (μα να μπερδέψω τα πλοία;!) αλλά ούτε και η εμφάνιση μου (τα μαλλιά μου είχαν ορθωθεί από την αναστάτωση ακτινωτά στο κεφάλι μου και ήμουν σαν αχινός) έπειθαν γι' αυτό.

"μαμά, τι θα κάνουμε;" ρώτησε η Ελένη.
"τι θα κάνουμε; θα πάμε στη Σαλαμίνα και θα γυρίσουμε κανονικά. σάμπως μπορούμε να κάνουμε και τίποτ' άλλο;"
"είναι μακριά η Σαλαμίνα;"
"ξέρω και 'γω; καμμιά ώρα δε θα 'ναι;"
"μαμά, μαμά!! ωραία είναι κι εδώ! εκδρομή πάμε πριν τις διακοπές μαμά;"
ούρλιαξε με τη συνηθισμένη διακριτικότητα της η Ραφαηλία κι όταν ένευσα καταφατικά, ξαναούρλιαξε "ωραίαα! μ' αρέσει αυτό.."

αναστενάζοντας πήρα τηλέφωνο τον Χρόνη.
"πού είστε;; πλάκα κάνεις!"
μακάρι να 'κανα πλάκα. όχι για τίποτ' άλλο, αλλά γιατί θα ήμουν το ανέκδοτο του φετεινού καλοκαιριού..

κόψαμε εισιτήρια από έναν εξυπηρετικότατο ελεγκτή (που μάλιστα μας έκοψε δυο μισά μόνο), πληροφορηθήκαμε πως μόλις φτάναμε στο νησί, το επόμενο καραβάκι για τον Πειραιά θα έφευγε σε μισή ώρα και μετά, προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου να χαλαρώσει (χα!) και να απολαύσει τη διαδρομή.

ο διπλανός κύριος απεδείχθη ένας εξυπηρετικότατος ξεναγός, αφού μετά από δισταγμό λίγων λεπτών, άρχισε να μου εξηγεί καταλεπτώς το τι ακριβώς βλέπαμε απέναντι:
"αυτό είναι το Πέραμα, παλιά δεν ήταν έτσι, τώρα κοιτάξτε πολυκατοικίες που έχουν κτιστεί, καμμιά σχέση με τα προηγούμενα σπίτια. εεε όλα αλλάζουν κι αυτό άλλαξε, αλλά προς το καλύτερο.."
απ' αυτά τα μέρη έχω παντελή άγνοια, αλλά μήπως κατάφερνα ν' ακούσω με προσοχή;

δίπλα μου τα παιδιά είχαν έναν άκρως σοβαρό διάλογο, που έκανε το ένα μου αυτί να είναι στραμμένο στον συνταξιδιώτη και το άλλο σ' αυτές:

"αν ήσουν ζώο, ξέρεις τι ζώο θα ήσουν;" η Ελένη στη μικρή.
"πεταλούδα!"
"σιγά μην ήσουν πεταλούδα. χάμστερ θα ήσουν κρ κρ κρ"
"όχι δε θα ήμουν χάμστερ, πεταλούδα θα ήμουν. κι εσύ ξέρεις τι θα ήσουνα;"
"ελάφι"
"ναι, καλά! παγώνι θα ήσουνα. μαμά, πως κάνει το παγώνι; ε; εεε; παγώνι θα ήσουνα γιατί η μαμά είπε πως κάνεις σαν το παγώνι!"
"είπες τέτοιο πράγμα;"
η Ελένη μου 'ριξε μια ματιά δηλητήριο.

ο κύριος δίπλα μου εξηγούσε τι ακριβώς είναι η αμμοβολή και πως αυτή γίνεται στα σκουριασμένα μέρη των πλοίων που βλέπαμε απέναντι.

"αγάπη μου εννοούσα πως έχεις ωραία μαλλιά σαν τα φτερά του παγωνιού"
"όχι, όχι"
τσίριξε ο μικρός Ιούδας "είπες πως καμαρώνει σαν το παγώνι κι όλο ψωνίζει ρούχα και ξημεροβραδιάζεται στη Μπέρσκα κι είναι ένα παγώνι"
"σκασμός"
της ψιθύρισα με σφιγμένα δόντια κι ένα αστραποβόλο χαμόγελο.
"έτσι, ε; για κοίτα ποιος μιλάει: μ' αυτό το κοκορίσιο κεφάλι, δε θα μπέρδευες τα καράβια;" μου σφύριξε η Ελένη.

ο κύριος δίπλα είχε αφήσει τα ναυτεργατικά κι είχε πιάσει τα οικογενειακά:
"εγώ λοιπόν, χρήματα βγάζω δεν έχει ανάγκη η γυναίκα μου να δουλεύει και της αφήνω μπόλικα, αλλά τι πήγε κι έκανε αυτή η .. άντε μη πω; έβγαλε κάρτα!!".
ενώ άκουγα τα κατά της πιστωτικής της κυρίας του κυρίου, ενώ τα παιδιά μου είχαν συμφιλιωθεί πια, ενώ το κεφάλι μου άρχισε να γυρίζει από την ταλαιπωρία, το πλοίο έπιασε λιμάνι στη Σαλαμίνα.

"μαμά, μαμά κατεβαίνουμε. μαμά, τι θα κάνουμε τώρα; θα γυρίσουμε στην Αθήνα; τώρα φεύγει το καράβι; γκούντις έχει εδώ; μου φαίνεται πως πρέπει να πάμε στα γκούντις. ωραία είναι η Σαλαμία μαμά. μπάνιο θα κάνουμε;"
ο ελεγκτής, καλή του ώρα του ανθρώπου, μας έδειξε το καράβι που θα 'φευγε σε μισή ώρα.
"αυτό είναι! εντάξει;"
"ναι, ναι ευχαριστούμε πολύ"
του χαμογέλασα.
"φεύγει σε μισή ωρίτσα"
"να πάμε να πάρουμε ένα μπουκάλι νερό και θα ανέβουμε αμέσως"
"αυτό είναι, ε;"
"ναι, το είδα, ευχαριστώ"
"μη πάτε στο διπλανό!"
"αυτό μου 'λειπε"
είπα κοκκινίζοντας και κατεβήκαμε τη σκάλα του πλοίου.

τροχάδην στο περίπτερο να πάρουμε νερό. τι νερό, νερά!
μετά τροχάδην ξανά στο καραβάκι που 'φευγε για Πειραιά.
ανεβήκαμε, καθήσαμε στο κατάστρωμα, δε μας άρεσε, αλλάξαμε δέκα θέσεις μέχρι να βολευτούμε.
στο τέλος βολευτήκαμε.
σιγά σιγά το καραβάκι γέμισε.

πέρασε και η ώρα, έβαλε μπροστά τις μηχανές το πλοίο και ξεκίνησε.
η Ραφαηλία κρεμάστηκε από τα κάγκελα και κοίταζε το νησί.
"αντίο Σαλαμία, αντίο" είπε και μετά γύρισε σε μας
"πάντως ωραίο μέρος είναι, ε;" ρώτησε.
"Χαβάη" της απάντησα χαμογελώντας και δεν ήταν κι εντελώς ψέμματα.
γέλασε και μαζί της γέλασε και η Ελένη.

πηγαίναμε προς τον Πειραιά και αυτή τη φορά, δεν είχαμε κάνει λάθος..