"δε μπορώ να απλώνω άλλο! κουράστηκα! γέρασα! τα 'φτυσα!
έχω που έχω την τενοντίτιδα, έχω και όλες αυτές τις κάλτσες!
τι παίζει πια μ' αυτές τις κάλτσες; ούτε εργοστάσιο να ήμασταν τόσες πολλές! πρέπει ντε και καλά να φοράς κάλτσες κάθε μέρα;"
"και πως θα πηγαίνω στη δουλειά ρε Μαριλένα;"
"με σανδάλια! δε σ' αρέσουν τα σανδάλια; εσύ παραπονιέσαι πως όλο ζεσταίνονται τα πόδια σου.
μια χαρά θα παίρνουν αέρα έτσι"
"στη δουλειά με σανδάλια;"
"γιατί; πιο ωραία είναι νομίζεις τα παπούτσια; χίλιες φορές τα σανδαλάκια!
ίσα-ίσα που θα μοιάζεις και με τον Αστερίξ!"
.......................................
απάντηση -τουλάχιστον σοβαρή- δεν έλαβα.
ούτε τον έπεισα να αποχωριστεί τις κάλτσες.
είχε όμως μια τόσο όμορφη λιακάδα
που έπιασα τον εαυτό μου -σχεδόν άθελα μου- να χαμογελάει.
κι η 'Ακκα που κοιμόταν στην πολυθρόνα στον ήλιο
χαμογελούσε στον ύπνο της κι αυτή.
κι έξω -ίσως να ερχόταν-
η άνοιξη..