"μμμ"
σκυμένη στη μπανιέρα, καθάριζα τα πλακάκια και σκεφτόμουν πως καλά θα ήταν να κάναμε μια ανακαίνιση, αλλά με τον Χρόνη σε μόνιμη κατάσταση διαβάσματος, σιγά μη το αποφασίζαμε!
κι εκεί που έτριβα τους αρμούς με οδοντόβουρτσα και με την αποφασιστικότητα του μανιακού που έχει κηρύξει μόνιμο πόλεμο στα άλατα, να σου το τό Ραφάκι πίσω μου:
"μαμά;"
"μμμ"
"μαμά, να σε ρωτήσω κάτι;"
"για πες.."
έτριβα κι έτριβα, ως φαντάρος σε καψόνι, περνώντας από τον ένα αρμό στον επόμενο και επιθεωρώντας το αποτέλεσμα κατευχαριστημένη, όταν το Ραφάκι ρώτησε:
"μαμά, θα ήθελες να σου μιλάει η σκιά σου;"
"μου λες που πας και σκέφτεσαι κάτι τέτοια;"
"όμως, θα ήθελες;"
"όχι!"
κάθισα στο γείσο της μπανιέρας και κοίταξα, από το παρατηρητήριο της Ακκας έξω:
μια δεκαοχτούρα κουρνιασμένη σε κάποιο περβάζι, μουρμούρισε κάτι και τίναξε τα φτερά της.
γι' αυτό η Ακκα, κάθεται ώρες ολόκληρες στο παράθυρο του μπάνιου, ρεμβάζοντας πίσω απ' τα κάγκελα: χαζεύει τα πουλιά!
"θα 'θελες να σου μιλάνε τα χέρια σου;"
"δεν θα 'θελα να μου μιλάει κανείς!" γέλασα και πέταξα την οδοντόβουρτσα μέσα στη μπανιέρα.
"να είχες εκατό χέρια;"
"σαν τη Λερναία Υδρα;"
"αυτή, είχε εκατό κεφάλια"
"εγώ, έχω όμως ένα στόμα, που μπορεί να σε κάνει μια μπουκιά, να, για δες!"
και την άρπαξα, τη σήκωσα ψηλά κι έκανα πως τη μασουλάω.
αυτή γέλασε και μ' έσπρωξε
κι έξω απ' το παράθυρο, μια άλλη δεκαοχτούρα,
ήρθε και κάθησε δίπλα στη φίλη της
ή μήπως στη μαμά της;
.....