To Σάββατο της Γης


μια βδομάδα σχεδόν, το Ραφάκι είχε τρελλαθεί με την "ώρα της γης".

τους είχε μιλήσει γι' αυτό ο δάσκαλος στην τάξη και η μικρή είχε καταλάβει μεν την όλη κίνηση, αλλά κάπου τα μπέρδεψε, με αποτέλεσμα να γυρίζει σ' όλο το σπίτι και να μας ανακοινώνει με μεγάλη της χαρά, πως "το Σάββατο θα μας κλείσουν τα φώτα και θα ζούμε με κεριά!"

επιτέλους έφτασε το πολυπόθητο Σάββατο και λίγη ώρα πριν την έναρξη της συσκότισης, ήρθε τρέχοντας μ' ένα σακίδιο στην πλάτη και μια μικρή ομπρέλα, ανοιχτή πάνω από το κεφάλι της.

"τι είν' αυτά μωρό μου;" τη ρώτησα απορημένη
"θα δεις μαμά!" απάντησε φουριόζα και γύρισε να φύγει, όταν πρόλαβα και την άρπαξα απ' το μανίκι

"την ομπρέλα, τι τη θες;"
"για τους κεραυνούς φυσικά!" με αποστόμωσε και έφυγε τρέχοντας να κάνει και τις άλλες ετοιμασίες της.

γελώντας μόνη μου, έβαλα ρεσσώ στα φαναράκια, τα άναψα, είπα στον Χρόνη να κλείσει τους υπολογιστές και στις οκτώμισυ ακριβώς, κατεβάσαμε το γενικό.
εμείς και κανείς άλλος στη γειτονιά.

το Ραφάκι πήρε τηλέφωνο τη Δήμητρα κι απ' τον ενθουσιασμό τους, τσίριζαν η μια στην άλλη, μ' όλη τη δύναμη της φωνής τους.

ο Χρόνης κι εγώ καθήσαμε στο τραπέζι υπό το φως των ρεσσώ

κι ο μεν Χρόνης διαπίστωνε ενθουσιασμένος πως "έτσι θα ήταν τα παλιά τα χρόνια κι οι άνθρωποι πιο κοντά ο ένας στον άλλον (θα ήταν)"εγώ δε, είχα ανοίξει το wi fi του κινητού μου και προσπαθούσα να βρω ασύρματο, αφύλακτο δίκτυο να δω αν θα τα καταφέρω να μπω.

ασύρματο δίκτυο βρήκα και τον κωδικό τον πέτυχα, αλλά δε μπορούσα να μπω, μάλλον λόγω μακρινού σήματος.

έτσι, φώναξα στο Ραφάκι να πάμε στο μπάνιο παρέα και το Ραφάκι ήρθε τρέχοντας, κρατώντας το φαναράκι της και κουνώντας το, κατευχαριστημένη πάνω-κάτω όσο εγώ έκανα μπάνιο.
ζαλίστηκα κι έτοιμη ήμουν να πέσω, αλλά το μωρό μου, μου 'λεγε κάθε τόσο:
"ωραία δεν σου φωτίζω μαμά;" και λυπόμουν να της πω για το κάβο ντόρο που μου 'κανε στη μπανιέρα.

μ' αυτά και μ' αυτά, πέρασε η ώρα κι επιτέλους ανοίξαμε τον γενικό.
φως παντού και γκρρρρ το ψυγείο που ξεκίνησε και τα μάτια μας να ανοιγοκλείνουν.

η Ραφαηλία έτρεξε, άνοιξε το σακίδιο της κι έβγαλε από μέσα ένα μπουκάλι νερό και καραμέλες.
τις μοίρασε πανευτυχής κι έτσι, μ' αυτόν τον Ραφαηλένιο επίλογο, τέλειωσε η μέρα της γης.

πολύ αργότερα, την έβαλα στο κρεββάτι να χαζέψει τηλεόραση και να κοιμηθεί.
τη χάιδεψα, τη φίλησα, τη σκέπασα
μετά πήγα στον Χρόνη που διάβαζε στον υπολογιστή του

και τέλος, μαζεύοντας τα παιχνίδια της Ραφαηλίας από ΠΑΝΤΟΥ, σκέφτηκα αν η Ελένη, που είχε βγει από νωρίς, περνούσε καλά.

.......

πολύ πολύ αργότερα, πήγα ξανά στο δωμάτιο των παιδιών, να δω αν όλα ήταν εντάξει.

η τηλεόραση έπαιζε τη Μικρή Γοργόνα
η Ραφαηλία κοιμόταν βαθιά
τα αστεράκια στο ταβάνι την κοίταζαν
και το πάπλωμα, είχε πέσει το μισό στο πάτωμα.

έκλεισα την τηλεόραση, μάζεψα το πάπλωμα, άναψα το φως της νύχτας, έσκυψα να τη φιλήσω
κι έτσι όπως τη σκέπαζα, κάτι θυμήθηκα και σήκωσα το πάπλωμα να δω τα ποδαράκια της: φυσικά φορούσε τις κάλτσες της ακόμα..

χαμογελώντας αναρωτήθηκα πότε επιτέλους θα κόψει αυτή τη συνήθεια κι έπιασα να τραβάω απαλά τα καλτσάκια, για να τα βγάλω.

το Ραφάκι, κούνησε τα δαχτυλάκια, τεντώθηκε, μουρμούρισε κάτι στον ύπνο της

κι ένα ακόμα ευλογημένο Σάββατο είχε τελειώσει.