Ο Οράτιος (μέρος πρώτο)


η μικρή μου κόρη σιχαίνεται το σούπερ μάρκετ.
εγώ πάλι, σιχαίνομαι να παίρνω τη μικρή μου κόρη στο σούπερ μάρκετ.
όμως, την περασμένη Τετάρτη, καθώς ετοιμαζόμουν βαριεστημένα να πάω για ψώνια, είπα στη Ραφαηλία "έρχεσαι βόλτα στον Μαρινόπουλο?" κι εντελώς αναπάντεχα αυτή μου απάντησε "αμέ!".
το γεγονός θα έπρεπε να με προϊδεάσει ως προς το τι με περίμενε, αλλά, πότε άκουσα εγώ τη φωνή του προαισθήματος;
μετά από λίγο ανηφορίζαμε χέρι χέρι κι η μικρή τραγουδούσε:

"περπατώ, περπατώ εις το δάσος
όταν ο λύκος δεν είναι εδώ!λύκε, λύκε είσαι εδώ?"
αναγκάζοντας με να απαντώ με χοντρή φωνή, παριστάνοντας τον λύκο
"βάζω τις τιράντες μουουου"

και ξανά
"περπατώ, περπατώ εις το δάσος
όταν ο λύκος δεν ειν' εδώ.λύκε, λύκε εισ' εδώ?"

χοντρή φωνή και
"βάζω τα παπούτσια μουουουου"
ο κόσμος με κοιτούσε, όμως έχω περάσει προ πολλού το στάδιο "ντρέπομαι και το βουλώνω", έτσι συνέχιζα να φοράω: τα γυαλιά, το καπέλο, το πουκάμισο κλπ μέχρι να καταλήξω στο πολυπόθητο "παίρνω το μπαστούνι μου και σε κυνηγώωωωω", όπου εκεί η χοντρή φωνή αντικαθίσταται μαγικά από μια τσιριχτή και όπου κάνω πως κυνηγώ τάχα τη Ραφαηλία, που ενθουσιασμένη γελάει και χοροπηδά.

στα μισά της διαδρομής, φωνάζει η μικρή:
-μαμά, μαμά, ένα πουλάκι!!
-που 'ντο?
- δες! να το, να το!
και μου δείχνει ένα ισόγειο μπαλκονάκι, όπου όντως, κάτω στα πλακάκια του καθόταν ένα παπαγαλάκι.
γαλάζιο και γκρίζο.

-εντάξει, της λέω, ξεκουράζεται και θα φύγει σε λίγο.και την παίρνω από το χέρι και προχωρώ ακριβώς ένα μέτρο.

σιγά μην έφευγα!
έχουμε μαζέψει πουλιά και πουλιά (ειδικά δεκαοχτούρες όταν πέφτουν από τις φωλιές, εξαιτίας των ανεγκέφαλων που πετούν βαρελότα κι αηδίες) τα οποία, είτε στέλνουμε στο καταφύγιο στην Αίγινα, είτε τα κρατάμε μέχρι να δυναμώσουν και να μπορέσουν να πετάξουν.

έτσι, πήρα τηλέφωνο την Ελένη και της είπα να έρθει γρήγορα, μ' ένα κουτί παπουτσιών (με τρύπες στο καπάκι για να αναπνέει το πουλί) ώστε να προχωρήσουμε στην επιχείρηση "διάσωση".