σαν ξημερώνει η Κυριακή
το σπί- το σπίτι μου με χάνει
μπαίνω στ' αμάξι δεν αργώ, πέρνω δρόμο και τραβώ
το ρίχνω στο σεργιάνι..
το σπί- το σπίτι μου με χάνει
μπαίνω στ' αμάξι δεν αργώ, πέρνω δρόμο και τραβώ
το ρίχνω στο σεργιάνι..
τραγουδούσαν πριν χρόνια η Βλαχοπούλου κι ο Ηλιόπουλος.
τραγουδούσαμε κι εμείς μαζί, αλλά καθώς αμάξι δεν είχαμε, το "σεργιάνι" περιοριζόταν αυστηρά στα του Παγκρατίου μέρη.
όμως, εκεί που κοντεύαμε να κλείσουμε μισόν αιώνα ως περιπατητές και υπό τον ζυγόν των ταξιτζήδων, επιτέλους, αποκτήσαμε το δικό μας αμάξι.
και την Κυριακή κάναμε την πρώτη μας οικογενειακή βόλτα.
και διαλέξαμε το Καβούρι.
πήραμε μαζί ως ευσυνείδητοι εκδρομείς τα απαραίτητα: θερμός με καυτό νερό (για καφέ), χάρτινα αφρώδη ποτηράκια (για τον καυτό καφέ), μπισκότα γεμιστά Αλατινη (απ' αυτά που χαρίζουν και μια κασετίνα τα τρία πακέτα), νερό, φακελάκια σοκολατοκαφέ (της Ελένης), καφέ σε σακουλάκι τροφίμων ανακατεμένο με μαύρη ζάχαρη (δικό μου) και χυμό ροδάκινο (της Ραφαηλίας).
πετσέτες, μικρές, μεγάλες, πολύ μεγάλες (μια αδυναμία στις πετσέτες την έχω), μαγιώ (οι άλλοι, όχι εγώ), γυαλιά ηλίου, μπλοκάκια, στυλό, βιβλία, φωτογραφική, mp3, τζην ραφαηλένιο μπουφάν, επίσης έξτρα ραφαηλένια ρούχα (μήπως βραχεί το παιδί), του Χρόνη τίποτα ("μη τυχόν όμως και μου πεις, θέλω καφέ, δεν θα σου δώσω") κι όταν μαζεύτηκαν όλα, και τα είδε η Ελένη κι αναφώνησε "τι' ειν' όλα τούτα;" της είπα περήφανα "τώρα μωρό μου, έχουμε αυτοκίνητο!!"
πήραμε ο καθένας μας από μια σακούλα και κατεβήκαμε κάτω.
τακτοποιήσαμε τα πράγματα, μπήκαμε μέσα, δεθήκαμε κι εγώ ήμουν σαν την κυρία Προέδρου στο μπροστινό κάθισμα σ' αυτό το έργο με τη Βασιλειάδου μαμή.
έβαλα το cd που έχω μόνιμα μέσα και που είναι μόνο μουσική (μήπως τα λόγια αποσπάσουν την προσοχή του οδηγού) και ξεκινήσαμε.
λες κι ήταν Αύγουστος.
οι δρόμοι άδειοι, ο ήλιος ζεστός, τα παιδιά μουρμούριζαν στο πίσω κάθισμα, το ακορντεόν απο την Amelie ακουγόταν ήσυχα και μπήκαμε στη Βουλιαγμένης.
στο φανάρι της γνωστής (σε μένα) διασταύρωσης, ο γνωστός (σε μένα) παρμπριζοκαθαριστής έλλειπε.
συνήθως οι παρμπριζοκαθαριστές σκοτώνονται να έρθουν να μας παρμπριζοκαθαρίσουν, γιατί αφήνουμε το αυτοκίνητο μεσ' στη σκόνη, έτσι ώστε να μη προκαλέσει τον επίδοξο καρφοκρατούντα και το σημαδέψει ως άλλος Ζορρό.
μέσα όμως λάμπει. έχω πάρει και σκουπιδοτενεκεδάκι για τις αποδείξεις της Αττικής (αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία).
προχωράμε λοιπόν χωρίς την επέμβαση του καθαριστή και μπαίνουμε στη Βουλιαγμένης.
ο Χρόνης, εδώ κι ένα μήνα περίπου, τρώγεται να μην ακολουθούμε τη Βουλιαγμένης, αλλά να βρούμε κι άλλους δρόμους. να μάθουμε κι άλλες διαδρομές.
εμένα πάλι δε με αφορά καθόλου αυτή η άποψη, αλλά αφού το θέλει, γιατί οχι..
κι έτσι, δεν ακολουθήσαμε τη γνωστή οδό, αλλά κόψαμε δεξιά και μπήκαμε σ' άλλα μέρη.
άγνωστα.
εντελώς.
κάναμε δυο τρεις φορές τον κύκλο κάποιων τετραγώνων με την ευγενική υπενθύμιση της Ελένης από το πίσω κάθισμα:
-σαν τη μέρα της μαρμότας δεν είμαστε;
και της Ραφαηλίας:
-αυτόν τον σκύλο τον ξαναείδα μαμάαα.
γιατί η (μεγάλη) κουμπάρα μου, καθε Κυριακή κάνει εθιμοτυπική επίσκεψη στον αδελφό της στο Μπραχάμι.
-τη Μαρία, τη Μαρία!!
φώναξα και κοντέψαμε να στουκάρουμε στον τοίχο αμέσως δεξιά μας.
-να πάρουμε τηλέφωνο τη Μαρία να έρθει μαζί.
μίλησα με τη μπατζανάκη της Μαρίας (και εδώ να εξηγήσω πως επειδή ιδέαν δεν έχω πως αποκαλούνται μεταξύ τους οι διάφοροι συγγενείς, παρά μόνο οι πολύ γνωστοί, τύπου "κουμπάρα" όλους τους άλλους τους αποκαλώ "μπατζανάκη").
λόγω του ότι η γυναίκα ιδέαν δεν είχε που βρισκόμασταν και λόγω του ότι και εμείς επίσης ιδέαν δεν είχαμε που βρισκόμασταν, δεν μπόρεσε να μας κατατοπίσει.
μας είπε μόνο:
-αν ήσασταν στη Λόλα, θα ήξερα να σας πω.
υποθέτοντας πως δεν εννοούσε τη γνωστή ταινία, ευχαρίστησα και έκλεισα, ενώ από μέσα ακούγονταν οι φωνές της κουμπάρας που ούρλιαζε:
-θα πάω! θέλω να πάω!! να τους πείτε πως θα πάω!! θέλω να με πάρουνεεεε!!
μας είπε μόνο:
-αν ήσασταν στη Λόλα, θα ήξερα να σας πω.
υποθέτοντας πως δεν εννοούσε τη γνωστή ταινία, ευχαρίστησα και έκλεισα, ενώ από μέσα ακούγονταν οι φωνές της κουμπάρας που ούρλιαζε:
-θα πάω! θέλω να πάω!! να τους πείτε πως θα πάω!! θέλω να με πάρουνεεεε!!
πρώτ' απ' όλα μάθαμε που είμαστε: βγήκαμε ακριβώς στο Κοιμητήριο της Δάφνης.
είχε και κίνηση, τέτοια μέρα, τέτοια ώρα.
ακολουθώντας τον δρόμο ευθεία του κοιμητηρίου, σε μια προσπάθεια να εμψυχώσω το Χρόνη (ουσιαστικά για να μην ακούσω δεύτερο κήρυγμα που τον έμπλεξα με τα της Μαρίας), του διάβασα μια επιγραφή του δρόμου:
-Χρόνη, αυτός ο δρόμος λέγεται "Πρόεδρος Δρακάκης".
-μπράβο Μαριλένα! να τον θυμάσαι... γιατί δεν θα ξαναπεράσουμε από δω.
βγαίνοντας στον κεντρικό δρόμο πια, ήμασταν έτοιμοι να ακολουθήσουμε το ρεύμα, όταν ξαφνικά η Ραφαηλία φώναξε:
-παιδιά, εδώ έγραφε Λόλα.
εννοείται πως δεν υπήρχε περίπτωση να μη δοκιμάσουμε (ξανά) να πάρουμε μαζί και την κουμπάρα.
..............................................................