Ο Χρόνης έχει μια υπέροχη χακί μπλούζα, που από την πρώτη στιγμή που την αντίκρυσα, την ερωτεύτηκα κεραυνοβόλα.
φυσικά, έκανα δικό μου το αντικείμενο του πόθου μου κι αφού τη φόρεσα όλο το καλοκαίρι και την καταευχαριστήθηκα, το φθινόπωρο την έπλυνα, τη σιδέρωσα και την κρέμασα.
στην κρεμάστρα, κάτω από αυτήν, για εξοικονόμηση χώρου, έβαλα μια μακριά βαμβακερή φούστα.
αυτά πέρσυ..
σήμερα το πρωί, αποφασίσαμε να κατεβάσουμε τα καλοκαιρινά.
η σκηνή:
ο Χρόνης στη λινοθήκη, πάνω στη σκάλα, ξεκρεμάει από τις μπάρες τα ρούχα και μου τα δίνει.
εγώ τα παίρνω και τα κατατάσω αφηρημένα:
" Ελένης"
"δικό μου"
"δικό μου"
"δικό μου"
"Ραφαηλίας"
ξεκρεμάει και τη φούστα που πάνω της είναι η (βουτηχθείσα) μπλούζα.
τη βλέπω και λέω:
"δική σου"
"δεν είσαι στα καλά σου!"
εγώ κάτω από τη σκάλα, βλέπω μόνο τη μπλούζα, αυτός πάνω στη σκάλα, βλέπει τη φούστα
επιμένω: "δική σου είναι, αλλά αν θες, μου τη χαρίζεις"
"έλαα.."
"καλά, εγώ πάντως στο είπα: δική σου είναι. τώρα αν δε τη θέλεις.."
"ποια μωρέ να θέλω; τη φούστα;"
"ποια φούστα;"
"αυτή!"
και μου δείχνει τη μακριά μου φούστα
μ' όλη μου την κούραση κάθησα κάτω από τα γέλια.
κι όχι τίποτα άλλο, ο Χρόνης πάνω στη σκάλα μουρμούριζε ότι αργοπορώ..