..έχει εννιάαα
και φροντίζουμε να γελάμε και να χαμογελάμε
αλλιώς
τι θα καταλάβουμε, τι θα καζαντήσουμε..
εννιά κι ανοίξαν τα σχολειά.
σηκώθηκε το Ραφάκι πρωί πρωί κεφάτο, όπως ακριβώς σηκώνεται κάθε πρωί, είτε έχει σχολειό, είτε διακοπές.
της έβαλα γάλα, με τη Νέλλυ να μπερδεύεται στα πόδια μας και το Ελενάκι στο νου.
στο κορίτσι μας, που "ήρθααα" φώναξε, μπήκε σπίτι, αγκάλιασε και τους τρεις μας και δεν αποφάσιζε να μας αφήσει.
"ήρθεεε" φώναζα κι εγώ στο Χρόνη, λες και δεν την έβλεπε κι έπρεπε να του εξηγήσω τι γινόταν
και το σπίτι γέμισε φωνές κι αποσκευές.
αργά το ίδιο βράδυ, σταμάτησα την ταινία που έβλεπα και πήγα στο Χρόνη.
το Ραφάκι κοιμόταν, η Ελένη κι ο Νικόλας της είχαν βγει για λίγο έξω κι η Νέλλυ μπερδευόταν στα πόδια μου όπως πάντα.
"το παιδί γύρισε" του είπα κι αυτός, ούτε που έδωσε σημασία.
με τα μάτια καρφωμένα στον υπολογιστή, δεν είχε καν πάρει είδηση πως βρισκόμουν στο δωμάτιο.
"το παιδί γύρισε" επανέλαβα, μιλώντας αυτή τη φορά στον εαυτό μου "όμως, μου φαίνεται περαστικό: σα να ξεκουράζεται, σα να ετοιμάζει τα φτερά της για να φύγει ξανά"
άνοιξα την τηλεόραση, έβαλα την ταινία μου να παίζει "για να πετάξει" μονολόγησα
κι εκεί που ήμουν έτοιμη να δακρύσω, χαμογέλασα
"μα σάμπως, έτσι δεν είναι η ζωή;"
το Ραφάκι αναστέναξε στον ύπνο της και άλλαξε πλευρό και όνειρο.
την άλλη μέρα, σηκώθηκε πρωί πρωί κεφάτο, όπως ακριβώς σηκώνεται κάθε πρωί, είτε έχει σχολειό, είτε διακοπές.
της έβαλα γάλα, με τη Νέλλυ να μπερδεύεται στα πόδια μας και το Ελενάκι στο νου.
στο μεγάλο μας παιδί, στην κοπέλα, στη δική μας Ελένη, που γύρισε για λίγο στη φωλιά, για να ξεκουραστεί, μέχρι να δυναμώσουν τα φτερά της, να πετάξει ξανά.
..και ο μήνας έχει εννιά
και ο χρόνος, πια, στο δυό χιλιάδες δώδεκα..
και φροντίζουμε να γελάμε και να χαμογελάμε
αλλιώς
τι θα καταλάβουμε, τι θα καζαντήσουμε..
εννιά κι ανοίξαν τα σχολειά.
σηκώθηκε το Ραφάκι πρωί πρωί κεφάτο, όπως ακριβώς σηκώνεται κάθε πρωί, είτε έχει σχολειό, είτε διακοπές.
της έβαλα γάλα, με τη Νέλλυ να μπερδεύεται στα πόδια μας και το Ελενάκι στο νου.
στο κορίτσι μας, που "ήρθααα" φώναξε, μπήκε σπίτι, αγκάλιασε και τους τρεις μας και δεν αποφάσιζε να μας αφήσει.
"ήρθεεε" φώναζα κι εγώ στο Χρόνη, λες και δεν την έβλεπε κι έπρεπε να του εξηγήσω τι γινόταν
και το σπίτι γέμισε φωνές κι αποσκευές.
αργά το ίδιο βράδυ, σταμάτησα την ταινία που έβλεπα και πήγα στο Χρόνη.
το Ραφάκι κοιμόταν, η Ελένη κι ο Νικόλας της είχαν βγει για λίγο έξω κι η Νέλλυ μπερδευόταν στα πόδια μου όπως πάντα.
"το παιδί γύρισε" του είπα κι αυτός, ούτε που έδωσε σημασία.
με τα μάτια καρφωμένα στον υπολογιστή, δεν είχε καν πάρει είδηση πως βρισκόμουν στο δωμάτιο.
"το παιδί γύρισε" επανέλαβα, μιλώντας αυτή τη φορά στον εαυτό μου "όμως, μου φαίνεται περαστικό: σα να ξεκουράζεται, σα να ετοιμάζει τα φτερά της για να φύγει ξανά"
άνοιξα την τηλεόραση, έβαλα την ταινία μου να παίζει "για να πετάξει" μονολόγησα
κι εκεί που ήμουν έτοιμη να δακρύσω, χαμογέλασα
"μα σάμπως, έτσι δεν είναι η ζωή;"
το Ραφάκι αναστέναξε στον ύπνο της και άλλαξε πλευρό και όνειρο.
την άλλη μέρα, σηκώθηκε πρωί πρωί κεφάτο, όπως ακριβώς σηκώνεται κάθε πρωί, είτε έχει σχολειό, είτε διακοπές.
της έβαλα γάλα, με τη Νέλλυ να μπερδεύεται στα πόδια μας και το Ελενάκι στο νου.
στο μεγάλο μας παιδί, στην κοπέλα, στη δική μας Ελένη, που γύρισε για λίγο στη φωλιά, για να ξεκουραστεί, μέχρι να δυναμώσουν τα φτερά της, να πετάξει ξανά.
..και ο μήνας έχει εννιά
και ο χρόνος, πια, στο δυό χιλιάδες δώδεκα..